-Χάμφρεϊ…
εσύ;
Πετάχτηκα
ταραγμένη απ’ το περίεργο όνειρο. Έβλεπα στον ύπνο μου τον Γιάννη και το Cinefil
του. Είχε αφιέρωμα σε δύο ταινίες. Η πρώτη ήταν η «Ανάμνηση» του Βιρασετακούν
και η δεύτερη η «Τρεις χιλιάδες χρόνια προσμονής» του Τζορτζ
Μίλερ. Στη σκοτεινή αίθουσα του σινεμά διέκρινα τον Γιάννη με ατσαλάκωτο
κοστούμι, τσάκιση στο παντελόνι, καμπαρτίνα τύπου φιλμ νουάρ και ρεπούμπλικα στο κεφάλι. Κρατούσε ένα βαρύ
κρυστάλλινο ποτήρι με παλιό μπράντι και μου έγνεφε από το πεδίο των σχολίων. «Έρχομαι
σαν αύρα της θάλασσας στον ύπνο σου, γλυκιά μου φίλη. Να σου θυμίσω ότι
περιμένουμε να μας ξεφυλλίσεις τις χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις σου στο μπλογκ
σου. Αν αργήσεις κι άλλο, σου έχω κι άλλο αφιέρωμα με το θρίλερ «Εκτός χρόνου»
του Καρλ Φράνκλιν. Επίσης, θα σου στείλει ενημερωτικό σημείωμα η Αριστέα. Να
συνεχίσω;»
Δεδομένου
ότι είχα ήδη μια ληξιπρόθεσμη «Ανάμνηση» στο τεφτέρι μας, καταλήξαμε σε μια
συμβιβαστική λύση που ικανοποιούσε και τις δύο πράξεις. Ανάμνηση + Προσμονή = τσεκ
ιν στο σωτήριον έτος 2011.
Άγρια
κρίση, χρεωκοπημένη χώρα, μια άθλια πόλη διάσπαρτη από κουβέρτες και απλωμένα
χέρια κι ένας Δεκέμβρης που έγδερνε το πετσί μας αλύπητα. Street party στον
ξενώνα αστέγων στον Κεραμεικό. Και όχι, το μενού δεν συμπεριελάμβανε γλυκόξινα
γαριδο-καναπεδάκια συνοδεία dom perignon, μπροστά σ’ ένα στολισμένο ζεστό
τζάκι. Ήταν ένα ρεφενέ-συναπάντημα, με υπαίθριες σόμπες, αλουμινένια σκεύη μιας
χρήσης, πλαστικά μαχαιροπήρουνα και φαναράκια πάνω στα τραπέζια (αυτά απ’ τα
ΙΚΕΑ που ειρωνεύτηκε, πρόσφατα, κι η Ντόρα της γνωστής οικογενείας). Κι αν
μπορούσα να ορίσω την ακριβή έννοια της λέξης «Προσμονή», θα ήταν εκείνη η
βραδιά. Εν μέσω αγνώστων, προσμέναμε να νιώσουμε κάτι απ’ το θαύμα των
Χριστουγέννων. Και μολονότι πήγαμε με επιφυλάξεις και συγκρατημένα
συναισθήματα, τελικά βρεθήκαμε κοινωνοί σ’ έναν μυστικό δείπνο, πιο ιερό από
ποτέ.
Θυμάμαι
ότι μέχρι και ο ουρανός είχε συνωμοτήσει για να έχουμε τον τέλειο «πολυέλαιο»
πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Πύρινα χρώματα και εκτυφλωτικές αποχρώσεις, σαν
ουράνια τοιχογραφία της αιώνιας μάχης που δίνει το φως κόντρα στο σκοτάδι. Σε
μια περιοχή μακριά απ’ το φωταγωγημένο κέντρο και τις γκλαμουράτες βιτρίνες. Ήταν
η χρονιά που ο δήμαρχος είχε ξηλώσει τα παγκάκια που «φιλοξενούσαν» τους άστεγους
στις πλατείες, για να μην αλλοιώνεται το εορταστικό ντεκόρ της πόλης. Χωρίς
βέβαια να μεριμνήσει κανείς, για το πού θα πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Αν τους
ήταν μπορετό, θ’ ανοίγανε κι έναν Καιάδα για να τους εξαφανίσουν με συνοπτικές
διαδικασίες. Η φτώχεια που κάποτε είχε υμνηθεί στα τραγούδια, στην ποίηση και
στη συνείδηση του λαού μας, είχε καταντήσει να είναι ντροπή ασυγχώρητη…
«Βάζω
τα τσιγάρα, βάζεις τη συντροφιά;»
«Ζόρικοι
καιροί, παιδιά… Να βγάλουμε αυτές τις παγωνιές κι έχει ο Θεός…»
Ο
Σπύρος, η Μαρία, ο Πέτρος, ο Ρόνυ, ο Χρηστάρας, ο Λέων… Ομοιοκατάληκτα πάθη. Δειλά
χαμόγελα στην αρχή, χέρια που γινόντουσαν ανοιχτές αγκαλιές όσο περνούσε η ώρα,
λέξεις που δεν ειπώθηκαν και υγρά βλέμματα που βρήκαν τον προορισμό και το
νόημά τους.
Δεν
ξέρω πόσο πιο ιερή θα μπορούσε να είναι μια νύχτα Χριστουγέννων. Αυτό που ξέρω
στα σίγουρα είναι ότι τις πιο παγωμένες νύχτες τις είχα ζήσει σε μεγάλα σπίτια,
με λιγοστούς ανθρώπους που έσπρωχναν ευγενικά το χρόνο, ξεθεωμένοι απ’ την ανία
και την αβάσταχτη κούρασή τους απ’ τα ψώνια και τις ετοιμασίες των ρεβεγιόν. Η
ειρωνεία είναι ότι αυτό που ζήσαμε εκείνη τη βραδιά ξεπέρασε κατά πολύ την
προσμονή μας. Η πιο ζεστή νύχτα σ’ ένα υπαίθριο «ρεβεγιόν», με χαμηλό
βαρομετρικό, και με πολλούς ανθρώπους, ξεθεωμένους απ’ τα βάσανα και τον αγώνα
για επιβίωση. Που συνεχίζανε όμως με πείσμα να στήνουν γιορτές πάνω στα αποκαΐδια
και να φιλοξενούν όνειρα στον άστεγο ύπνο τους.
Ήταν
η συμμετοχή μου στο συλλογικό δρώμενο Χριστούγεννα σε τέσσερις πράξεις που οργάνωσε
και συντονίζει απ’ το Ηδύποτον η ψυχή της μπλογκοπαρέας μας, Γιάννης.



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σας.