Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιορτινά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιορτινά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

Η παρουσίαση και οι [ακριβές] παρουσίες

Το ραντεβού ήταν για την Τετάρτη που μας πέρασε στο Περαχώρι της Μεταμόρφωσης. Με την ασφυκτική ζέστη των ημερών, σκεφτόμουν πόσο ωραίο θα ήταν να διακτινιζόμασταν ξαφνικά όλοι μαζί στο Περαχώρι των Ανωγείων. Να πιούμε τις ρακές μας στη σκιά του Ψηλορείτη και να δροσιστούμε στο φυσικό κλιματιστικό που αναβλύζει απ’ τα πανάρχαια μονοπάτια του. Ωστόσο, μια χαρά αποδείχτηκε και το Περαχώρι της Μεταμόρφωσης• η παρέα είναι που μετράει άλλωστε.

Όλοι οι φίλοι τίμησαν και τήρησαν με το παραπάνω την προτροπή της πρόσκλησης  [ελεύθερη είσοδος μόνο με  την επίδειξη καλής διάθεσης].
Ο φιλόξενος χώρος του Φώτη πλημμύρισε από νωρίς με παρέες, χαμόγελα, συστάσεις, αγκαλιές, συγκίνηση, τρακ, αμηχανία και τα πρώτα ποτηρο-τσουγκρίσματα.

Ο Γιώργης έκανε πρόβα στο μαντολίνο του. Ο Θάνος στο φωτογραφικό του εξοπλισμό. Οι εθελοντές «φωτογράφοι» που προσφέρθηκαν να καταγράψουν τη βραδιά, έστηναν τα τρίποδα και τους φακούς τους.
Κάτι ξέμπαρκοι πελάτες που έτρωγαν ήδη στο μαγαζί, ενώθηκαν στην παρέα μας, παρακολούθησαν την παρουσίαση κι ήρθαν στο τέλος για βιβλία και ευχές. 

Ομολογώ πως η συγκίνηση χτύπησε κόκκινο, έπαθα ένα ωραιότατο τρακ και η παρουσία του μικρόφωνου κορύφωσε τον πανικό μου.

Τέλος καλό, όλα καλά. Είχα δυνατούς «συμπαρουσιαστές» και μια υπέροχη εξέδρα να μας τυλίγει προστατευτικά στις ματιές τους. Πότε χαρούμενες και πότε μια ιδέα υγραμένες. Η προσδοκία πάντως επετεύχθη. Αφήσαμε για λίγο στην άκρη το άχθος της καθημερινότητας κι αφεθήκαμε στο παιχνίδι του λόγου και στην ταλάντωση μεταξύ συγκίνησης και χαράς. 

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους αφανείς φωτο-ρεπόρτερς που αποθανάτισαν τις στιγμές που μοιραστήκαμε. Στον καλό συνάδερφο Άντζελο Καρβούνη και στον εκλεκτό φίλο Στέφανο Ξηρουχάκη. Σύντομα θα έχουμε ετοιμάσει και το βίντεο για να το μοιραστούμε και με τους φίλους που είναι στην επαρχία. 

Το βιβλίο έχει πάρει  πλέον το δρόμο του και είναι σε πολύ καλά χέρια.
Εκφράζω την απέραντη ευγνωμοσύνη μου στους φίλους που με τίμησαν με την παρουσία τους. Ειλικρινά δεν περίμενα τέτοια προσέλευση και τόσο τιμητική υποδοχή. 

Ξανασμίξαμε μετά από χρόνια με παλιούς-καλούς φίλους, αγκάλιασα πολυαγαπημένα πρόσωπα απ’ τη μπλογκογειτονιά μας, το Κατερινάκι, την Ελένη, την Μαρία-Νικόλ και  η απόλυτη έκπληξη ήταν η παρουσία του Νίκου Πιλάβιου με την γλυκύτατη Στεφανία μας. Ξαφνιάστηκα με την παρουσία εκλεκτών συνδημοτών που δραστηριοποιούνται στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης μας, καθώς και γνώριμων προσώπων που δεν περίμενα ότι θα ανταποκριθούν στην πρόσκληση. Από συναδέρφους, μέχρι παλιές συμμαθήτριες απ’ τις σχολές γονέων, καθώς  και συν-γυμναζόμενες στο αθλητικό τμήμα του δήμου μας, συμπεριλαμβανομένης και της γυμνάστριας μας. Όπως έμαθα αργότερα, είχαν αλλάξει το πρόγραμμα της μέρας για να προλάβουν να έρθουν. 

Κλείνοντας, θέλω να ευχαριστήσω τους φίλους-συμπαρουσιαστές μου, κάτι ανθρώπους-διαμάντια που με μεγάλη επιφύλαξη τους είχα ρωτήσει πριν μέρες, αν θα ήθελαν να βρεθούμε ομοτράπεζοι στην παρουσίαση του βιβλίου. Η ανταπόκρισή τους ήταν πολύ συγκινητική. Στον ελάχιστο χρόνο που είχαμε, γεφυρώσαμε αποστάσεις –αφού η Δήμητρα ήταν εκτός Αθηνών και ο Θάνος εκτός Ελλάδας- και μέσω μηνυμάτων και τηλεδιασκέψεων (ούτε στο γιούρογκρουπ τόση οργάνωση), στήθηκε το πάνελ. Η γνωριμία μεταξύ τους έγινε τη βραδιά της παρουσίασης και σχεδόν όλα κύλησαν αυθόρμητα, δίχως προετοιμασίες και πρόβες. Σαν υστερόγραφο, καταθέτω την άφατη συγκίνησή μου για την ευσύνοπτη παρουσίαση του Γιώργου Δαμιανού, που μου έκανε την τιμή να εμπιστευτεί και να υιοθετήσει στις εκδόσεις του τις «Ιστορίες της διπλανής κρίσης».  Αν και γνωριζόμαστε ελάχιστα, αφηγήθηκε με ακρίβεια τις εσωτερικές μου αναζητήσεις και όλες τις κρυφές μου επιδιώξεις όταν έγραφα αυτές τις ιστορίες. 


Δήμητρα, Γωγώ, Θάνο και Γιώργο… σας ευχαριστώ!



Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Πρό[σ]κληση για παρουσίαση

Έκανε τα πρώτα του –δειλά- βήματα στο χαοτικό σύμπαν των εκδόσεων και συνεχίζει την πορεία του αργά αλλά σταθερά . Οι ήρωες των ιστοριών περιμένουν υπομονετικά στα ενδότερα,  να γίνουν οι σελιδοδείκτες στα προσωπικά μας τεφτέρια που έχουμε με τη ζωή. Όχι πως είναι μοιραίοι και γοητευτικοί, έχουν όμως όλη την καλή διάθεση να μας πάρουν απ’ το χέρι και να μας βγάλουν σ’ ένα ξέφωτο.

Χρωστάω ένα τεράστιο «Ευχαριστώ» σ’ όλους τους φίλους που αγκάλιασαν αυτή την προσπάθεια απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή. Η υποδοχή ήταν ομολογουμένως συγκινητική και τιμητική. Κι ας μην έχουν ταρατατζούμ και δημόσιες σχέσεις, είναι απ’ αυτές τις ιστορίες που διαδίδονται από στόμα σε στόμα, όπως γινόταν παλιά ανάμεσα στις ανθρώπινες παρέες.  


Η πρόσκληση είναι για να ξεφυλλίσουμε παρέα ένα βιβλίο.
Η επιδίωξη είναι να βρεθούμε ΜΑΖΙ.
Η προσδοκία είναι να βγάλουμε τα καλά μας ρούχα και να βγούμε συντροφιά για παιχνίδι. Στις λέξεις, στα νοήματα και στα συναισθήματα. Να πάρουμε λίγες ανάσες για να έχουμε αποθέματα αέρα στις ασφυκτικές μέρες που μας περιμένουν.  
Για τους φίλους που είναι  στην επαρχία και δεν θα μπορέσουν να βρεθούν κοντά μας, κρατάω τις ευχές και τα μηνύματά τους ως πολύτιμο φυλαχτό. Μερικές φορές η φυσική παρουσία δεν είναι απαραίτητη για να στηθεί μια συντροφιά. Νοερά έχω την εικόνα τους και τους σφίγγω το χέρι. 
Απ’ την καρδιά μου, σας ευχαριστώ!


Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017

Το βιβλίο μου

“Ο άνθρωπος οφείλει να φυτέψει τουλάχιστον ένα δέντρο. Να γεννήσει τουλάχιστον ένα παιδί. Να γράψει τουλάχιστον ένα βιβλίο”. 
Το απόφθεγμα της λατρεμένης Έλλης Αλεξίου, ήταν και συνεχίζει να είναι το αγαπημένο μου σενάριο ζωής.

Έχοντας πραγματοποιήσει καιρό τώρα τα δύο πρώτα, έχω τη χαρά και την απέραντη συγκίνηση να κλείσω τα τεφτέρια μου και να κάνω ταμείο. Το βιβλίο βρίσκεται ήδη στην «αίθουσα τοκετών» και σκάει μύτη από βδομάδα. Νιώθω την ανάγκη να σας ευχαριστήσω απ’ την καρδιά μου για την ενθάρρυνση και τη στήριξή σας όλα αυτά τα χρόνια που συνυπάρχουμε στην ιντερνετική μας γειτονιά.


Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο, μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα: 24Γράμματα

Ένα τεράστιο «Ευχαριστώ» στον  εκδότη Γιώργο Δαμιανό, για την εμπιστοσύνη του και την άμεση ανταπόκρισή του να προχωρήσουμε σ’ αυτό το εγχείρημα.

Ας μου επιτραπεί να εκφράσω και δημόσια την ευγνωμοσύνη μου στους παλιούς  φίλους που με στηρίζουν με συνέπεια εδώ και χρόνια και με τράβηξαν απ’ το χέρι για να τολμήσω τη βουτιά στα βαθειά νερά μιας έκδοσης.
Ο Θάνος, η Αριστέα, η Ρούλα, ο Χρήστος, η Φλώρα, ο Μαχαίρης, η Κλαυδία, η Έλενα, η Μαριλένα, ο Άρης…  και κάποιες Μαρίες (ξέρουν αυτές).

Εύχομαι αυτός ο μήνας να φέρει λίγο καλοκαιράκι στις ζωές μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Να είστε όλοι καλά!


Σάββατο 13 Μαΐου 2017

Ένα νούμερο μεγαλύτερο


“Ένα νούμερο μεγαλύτερο, να’χει περιθώριο που θα ψηλώσεις”.

Όλα ήταν ένα νούμερο μεγαλύτερο. Τα ρούχα, τα παπούτσια και η αγάπη σου.
Βιαζόμουν λοιπόν να μεγαλώσω, να ξηλώσουμε το στρίφωμα, να ψηλώσω κι άλλο, να ξαναβγούμε χεράκι-χεράκι στα εμπορικά. Για να σ’ ακούω να λες με νόημα στην πωλήτρια “Ένα νούμερο μεγαλύτερο”. Δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω τη φράση σου τότε. Νόμιζα πως ήταν μια μικρή σπονδή στα ουράνια, να μεγαλώνω διαρκώς και να είμαι καλά. Μέχρι που έγινα κι εγώ μάνα κι άκουσα τον εαυτό μου να λέει την ίδια φράση στο εγγόνι σου: “Ένα νούμερο μεγαλύτερο”. Κι ήταν εκείνη η στιγμή που συνειδητοποίησα τι έκρυβε αυτή η φράση.

Ξενύχτια, αγωνίες, θερμόμετρα, κούραση, εμπύρετα βράδια, αντιβίωση κάθε έξι ώρες και πορτοκαλάδες και σορόπια και μουρουνέλαια.

Χάδια, παραμύθια με χασμουρητά και μαύρους κύκλους στα μάτια σου, κουρασμένες καληνύχτες κι ασημένιες εικονίτσες κρεμασμένες στο κρεββάτι να φυλάνε σαν κέρβεροι τα όνειρά μου.

Μαθήματα να γράφω και να διαβάζω, να κολυμπάω στα βαθιά, να κρατάω τις ανάσες μου, να βαδίζω στητά και να κάνω το σταυρό μου στα δύσκολα.

Δυο τσακισμένα χέρια μετά τη δουλειά, να καταθέτουν στα πόδια μου σακούλες με ψώνια και μεταμεσονύχτια μαγειρέματα, με το μάτι να υγραίνει απ’ την κόπωση της μέρας, να πέφτει το δάκρυ στην κατσαρόλα και να χυλώνει το φαγητό, να γίνεται πεντανόστιμο, με τη γεύση σου να με κυνηγάει ισοβίως.

Κι άγριες εφηβείες και λεονταρισμοί και μια δρομολογημένη επανάσταση, που ξεκίναγε απ’ την πόρτα ασφαλείας μου, για να καταλήξει στο -ένα νούμερο μεγαλύτερο- ρούχο μου. Ήξερα πως πάντα υπάρχει στο στρίφωμά μου, γερά γαζωμένη και αιώνια διαθέσιμη, η αγάπη σου…

Η πόρτα ασφαλείας άνοιξε και δεν παίρνω πια μπόι.

Ό,τι φοράω, είναι ακριβώς στα μέτρα μου. Ευθύνη μου να διαλέγω το σωστό νούμερο. Να μετράω με ακρίβεια τραπεζίτη τα αποθέματά μου και να ισοσκελίζω τις λαχτάρες του με τα κουμάντα μου. Να καμαρώνω που ψηλώνει και ν’ αγωνιώ πως στο τέλος του καλοκαιριού θα θέλει καινούργια παπούτσια.

Και κάθε φορά που τον περιμένω να βγει από ένα δοκιμαστήριο, ν’ ακούω τη φωνή σου σα βαλσαμωμένη μνήμη: “Ένα νούμερο μεγαλύτερο γιατί θα ψηλώσεις”…

Πρώτη δημοσίευση: 10/05/2015
Για την ιστορία: Η γιορτή της μητέρας εμπνεύστηκε από την Αnna Jarvis, μια γυναίκα που δεν έκανε ποτέ δικά της παιδιά, αλλά στιγματίστηκε απ’ την απώλεια της δικής της μητέρας που  είχε έντονη εθελοντική δράση το 1850 στη δυτική Βιρτζίνια.

Η Jarvis βρήκε τον τρόπο να την τιμά ισοβίως ξεκινώντας με τον πρώτο εορτασμό για την «Ημέρα της Μητέρας» το 1908. Καθιερώθηκε ως ημέρα μνήμης από τις γυναίκες που είχαν χάσει τα παιδιά τους στον πόλεμο και θέλησαν να δώσουν έμφαση στην αξία της ειρήνης. Η απόλυτη επιτυχία της γιορτής αμαυρώθηκε στα μάτια της Anna Jarvis όταν άρχισε να αποκτά καθαρά εμπορικό χαρακτήρα. Την εμφάνισή τους έκαναν οι ευχετήριες κάρτες, τα ιδιαίτερα γλυκίσματα και η αγορά λουλουδιών, γεγονός που έθλιβε βαθύτητα την Jarvis. Απείλησε με μηνύσεις, οργάνωσε μποϊκοτάζ, δεν δίστασε να επιτεθεί και στη Πρώτη Κυρία Έλινορ Ρούσβελτ επειδή χρησιμοποίησε την «Ημέρα της Μητέρας» για να συγκεντρώσει φιλανθρωπίες. Δεν μπορούσε να ανεχτεί τον «ευτελισμό» της επετείου που με τόσο κόπο είχε καταφέρει να καθιερώσει και που τα αρχικά της κίνητρα ήταν η αγνή αγάπη για τη μητέρα. Μάλιστα το 1925 συνελήφθη για διατάραξη κοινής ησυχίας όταν διαμαρτυρήθηκε έντονα σ’ ένα συνέδριο για την αλλοίωση της επετείου. Διέθεσε την τεράστια κληρονομιά της προκειμένου να καταργήσει την εμπορική πλευρά της ημέρας.
Η Anna Jarvis, πέθανε το 1948 σ’ ένα σανατόριο της Βιρτζίνιας πάμπτωχη. «Αυτή η γυναίκα, που πέθανε απένταρη σ’ ένα σανατόριο σε κατάσταση άνοιας, ήταν μια γυναίκα που θα μπορούσε να είχε ωφεληθεί από την Ημέρα της Γυναίκας, αν το ήθελε. Αλλά εναντιώθηκε σε όσους το έκαναν, κι αυτό της κόστισε τα πάντα, οικονομικά και σωματικά».... 

χρόνια πολλά στις γυναίκες που τιμούν το ρόλο της μάνας, είτε στα δικά τους παιδιά, είτε φροντίζοντας παιδιά απ' τα "αζήτητα"... 

Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Με δανεικό βεγγαλικό

Γι αυτούς που η νηστεία είναι από ανάγκη κι όχι από θρησκευτική επιλογή…
Γι αυτούς που καθόλου δεν ανησυχούν μην βάλουν παραπανίσια κιλά την περίοδο των γιορτών…
Γι αυτούς που δεν θα ζήσουν -ίσως ποτέ- μια εορταστική απόδραση στο γραφικό Γαλαξίδι ή σ’ ένα κυκλαδίτικο νησί…
Γι αυτούς που δεν αγωνιούν πόσα μποφόρ θα φυσάει στο Αιγαίο τις παραμονές των γιορτών ή αν εξελίσσεται ομαλά η κίνηση στις εθνικές οδούς…
Γι αυτούς που αδιαφορούν για τις τιμές του οβελία ή της γαλοπούλας ή το κόστος του γιορταστικού τραπεζιού…
Γι αυτούς που δουλεύουν ανήμερα του Πάσχα για να πάρουν το επιπλέον 75% του ημερομισθίου τους…
Ή γι αυτούς που δουλεύουν σ’ όλα τα ανήμερα γιατί πρέπει να εξυπηρετήσουν τους υπόλοιπους που απολαμβάνουμε τις αργίες…
Γι αυτούς που σηκώνουν ισοβίως το σταυρό της επιβίωσης, δίχως να ελπίζουν σε κάποια επικείμενη Ανάσταση…
Γι αυτούς που τα πυροτεχνήματα μιας Ανάστασης ή μιας Πρωτοχρονιάς, ηχούν σαν ανελέητοι βομβαρδισμοί στα μοναχικά τους σπίτια, ή στα δωμάτια που φιλοξενούν τις κουρασμένες τους υπάρξεις…
Γι αυτούς που σπρώχνουν ευγενικά τις γιορτές απ’ το κατώφλι τους, γιατί οι γιορτές θέλουν στολίδια και δώρα, θέλουν τις κατσαρόλες γεμάτες και τους φούρνους να ψήνουν αφράτα τσουρεκάκια και θέλουν και παιδάκια χαρούμενα να πλάθουν κουλουράκια με τις μαμάδες τους, θέλουν σπίτια να μυρίζουν ήλιο κι αλεύρι για όλες τις χρήσεις και θέλουν καινούργια παπούτσια και κάρτες αλλαγής και λαμπαδόκουτα και σακούλες γεμάτες να πηγαινοέρχονται στους δρόμους, θέλουν, και τι δε θέλουν οι άτιμες…

Κι άντε να εξηγήσεις στο Λενάκι να μην ανησυχεί, γιατί βγαίνουμε σταδιακά απ’ την κρίση και πως το χρέος είναι ένα τικ βιώσιμο, σε αντίθεση με τον μπαμπά που έσκασε απ’ τη στεναχώρια του γιατί έμεινε άνεργος και πως η μαμά δε γινόταν να είναι κοντά της το βράδυ της Ανάστασης γιατί είχε βάρδια λάντζα στην οικογενειακή ταβέρνα «Η ωραία Ελλάς» και πως τα βεγγαλικά που άκουγε μοναχή της τα μεσάνυχτα απ’ την κοντινή εκκλησία, ήταν για μια Ανάσταση που δεν την αφορά ακόμα…
Και πως το δικό της βεγγαλικό, θέλει πολλές σταυρώσεις ακόμα για να λάμψει.

«Χρόνια πολλά κοριτσάκι μου, να προσέχεις μέχρι να γυρίσω… θα φέρω και λίγη μαγειρίτσα να φάμε παρέα το πρωί… σ’ αφήνω, έχω πολλή δουλειά απόψε… σ’ αγαπώ πολύ…»

Ένα κοριτσίστικο βλέμμα κολλημένο στο τζάμι του παραθύρου. Ο ουρανός να σκίζεται από πολύχρωμα βεγγαλικά κι οι καμπάνες να παιανίζουν χαρμόσυνα την ανάσταση του Χριστού.

Καρφώνει τα μάτια της ψηλά. «Να έχω κι εγώ ένα βεγγαλικό σε παρακαλώ; Μόνο ένα…»

φωτογραφία: https://birdemetutopya.tumblr.com/

Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Η θυσία [Πασχαλινή ιστορία]

Μια φορά κι έναν καιρό –πάνε τώρα χρόνια– μια σκοτεινή κι αλλόκοτη βραδιά, ο Χριστός κατέβηκε στον κόσμο. Πρώτη φορά κατέβαινε στη γη, και μοναχός Του βάδιζε στην τύχη· ήταν ένα βράδυ ζεστό και τρυφερό, ένα δρομάκι ήσυχο φαι­νότανε μπροστά Του, ο ήλιος μόλις είχε βασιλέψει. και καθώς πήρε το δρομάκι εκείνο, βγήκε προς τη μεριά της Ιουδαίας. Φορούσε ρούχα ταπεινά κι απλά, κι ακουμπούσε μαλακά σ’ ένα κλαρί, που μόλις το ’χε κόψει μέσ’ στο δάσος· δε μπορούσε κανείς να Τον γνωρίσει κι από τίποτα, εξόν απ’ τα μεγάλα Του τα μάτια, που φέγγανε γλυκά μέσ’ στο σκοτάδι, σα δυο μεγάλα σιωπηλά φεγγάρια· έμοιαζε τώρα σαν προσκυνητής, από κείνους που ξεκινάν για τόπους μακρινούς, και ζούνε διακονεύ­οντας στο δρόμο το ψωμί τους. Τα ρόδα τ’ ανοιξιάτικα μοσκοβολούσαν τώρα. Γύρω ήταν απλω­μένη ησυχία· τ’ άστρα φεγγοβολούσανε ψηλά, με τα γλυκά τρεμου­λιαστά τους φώτα.

Κι έτσι που περπατούσε αφαιρεμένος, βυθισμένος πάντα μέσ’ στις σκέψεις Του, είδε άξαφνα, στο στρίψιμο του δρόμου, ένα πλήθος άλλα φώτα που βαδίζανε, και φτάναν τώρα όλα μαζί, σαν ένα μεγάλο αστερισμό· τράβηξε τότε προς αυτά τα φώτα, μαντεύοντας πώς σίμωνε σε κάποια πολιτεία. Κι αληθινά, εκεί, σ’ αυτό το μέρος, ήτανε μια μεγάλη πολιτεία που, καθώς πλησίαζε, μεγάλωνε, κι άρχιζε πια να ξεχωρίζει και τα σπίτια της: ήταν όλα γύρω φωτισμένα κι ήταν παντού η ίδια φωταψία, σάμπως να γινόταν πανηγύρι· ερχό­ταν, όσο σίμωνε, στ’ αυτιά Του, το βουητό και των ανθρώπων οι φωνές. Κι όταν έφτασε ακόμα πιο σιμά, είδε να προβάλουν από πέ­ρα, ένα πλήθος άνθρωποι που φώναζαν, και βαστούσαν πέτρες και κοντάρια, κι αναμ­μένους κόκκινους δαυλούς· ήταν άντρες, γυ­ναίκες και παιδιά, και φώναζαν μαζί, και βλαστημούσαν, και χτυπούσαν τον αέρα με τις βέργες, σκούζοντας ώρες-ώρες σαν τρελοί.
Κι όταν άρχισε να βλέπει πιο καλά, είδε, μπροστά, να περπατάνε στρατιώτες, με λόγχες, με λοφία και με κράνη· κι είχανε στη μέση κάποιον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος αυ­τός ήταν ξυπόλητος, όλο κουρέλια γύρω κι ελεεινός· στα μαλλιά του είχανε βάλει ένα στεφάνι αγκάθια και τσουκνίδες, και κουβαλούσε μ’ αγωνία κάποιο ξύλο.

Τα μάγουλα του ήταν γδαρμένα κι όλο αίματα, γιομάτα χώματα, φτυσιές κι ακαθαρσίες. Και το πλήθος γύρω του βοούσε, σα θά­λασσα φριχτή κι ανταριασμένη. Και των πυρσών οι κόκκινες αν­ταύγειες, φωτίζανε παράξενα τα σπίτια, κι έκαναν να χορεύουν οι σκιές, μεγαλωμένες των ανθρώπων οι σκιές, στους φωτισμένους τοίχους, γύρω-γύρω. Τότε ο Χριστός, σπρωγμένος απ’ το πλήθος, πήγε σ’ έναν άνθρωπο σιμά, που πήγαινε κι αυτός μαζί, τραβών­τας τα μαλλιά του, –και γύρεψε να μάθει τι συμβαίνει.

Κι αυτός Του είπε, σκύβοντας στ’ αυτί του:
"Είν’ ένας προφήτης –δεν τον ξέρεις;– είν’ ένας προφήτης ξακουστός: ήρθε στον κόσμο για να φέρει την αγάπη· μ’ αυτοί δεν τον κατάλαβαν διόλου, γιατί μιλούσε λόγια των Αγγέλων. Κι οι βασιλιάδες οι τρανοί τον φοβηθήκανε, και δώσαν προσταγή να τον κρεμάσουν· και τώρα πάνε για να τον κρεμάσουν…"

Και καθώς μιλούσε φοβισμένα, τα δάκρυά του τρέχανε ποτάμι.
Κι ο Χριστός, μπήκε τότε μέσ’ στο πλήθος, και θέλησε να ιδεί στο πρόσωπό του· και καθώς πήγαινε να στρίψει στη γωνία, μπό­ρεσε μια στιγμή και τον αντίκρισε. Και κείνος τότε σήκωσε τα μάτια και Τον κοίταξε.

Κι όλος ο κόσμος έσβησε τριγύρω κι ο Χριστός, τίποτ’ άλλο πια δεν έβλεπε, παρά τα φοβερά εκείνα μάτια. Και μοιάζανε σα δυο λυγμοί χαράς. Και λέγανε τα μάτια εκείνα τώρα: «Είμαστε το τραγούδι της Αγάπης, και το τραγούδι της Αθανασίας -και δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο- τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη· τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη!»  Κι αυτά τα μάτια δε σφαλνούσανε ποτέ, κι έλαμπαν απ’ το φως τού μαρτυρίου…

Κι ο προφήτης σκόνταψε και τρέκλισε, γιατί και κείνος γνώρισε τα μάτια του Χριστού, κι έπεσε χάμου, με τα μούτρα μέσ’ στο χώμα. Και καθώς τον έσπρωχναν οι άλλοι, και τον τραβούσαν για να σηκωθεί –μέσ’ στις φωνές και μέσ’ στη φασαρία– βρήκε την ευκαιρία ο Χριστός, και παίρνοντας στην πλάτη του το ξύλο, μπήκεν Αυτός στη θέση του προφήτη. Κι επειδή κανένας δεν τον ήξερε, εμψυχωμένος απ’ τη μέθη της Θυσίας –τράβηξεν ίσια για να σταυρωθεί…

Και κατόπι απ’ την Ταφή κι απ’ την Ανάσταση –καθώς τη διετήρησε η παράδοση κι οι μαρτυρίες των τεσσάρων Αποστόλων– ο Χριστός, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο, γύρισε ξανά στον ουρανό, πήγε κατευθείαν στον Πατέρα Του, και τον βρήκε που μιλούσε μ’ έναν Άγγελο.
-        Γιατί το έκανες αυτό; του λέει τότε εκείνος αυστηρά.
-        Δεν ξέρω αποκρίθηκε θλιμμένα και δειλά.

Και δυο μεγάλα δάκρυα λαμπρά, ήταν έτοιμα να στάξουν απ’ τα μάτια Του.
-        Θα μου κάνεις άλλοτε τη χάρη, να μην ανακατώνεσαι διόλου στις μικροϋποθέσεις των ανθρώπων του ξαναείπε πάλι ο Θεός. Αυτές οι καλοσύνες να σου λείπουν…
Και γύρισε ξανά κι εξακολούθησε την κουβέντα που είχε με τον Άγγελο.

 Πασχαλινό διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, δημοσιευμένο στις 19 Απριλίου 1925 στο ποιοτικό περιοδικό ποικίλης ύλης «Μπουκέτο», με το οποίο συνεργαζόταν ο Λαπαθιώτης εκείνη την περίοδο.

Εύχομαι ειλικρινά να μην χρειαστεί να Τον ξανασταυρώσουμε για να γιορτάζουμε αργότερα την Ανάστασή Του. Τον προσωπικό μας «μάρτυρα», «προφήτη», καλό ή κακό εαυτό, τον εχθρό ή το φίλο μας, όποιον συναντήσουμε τέλος πάντων στην προσωπική μας διαδρομή και κουβαλάει ένα σταυρό στην πλάτη του. Κι αν ακόμα αποδειχτεί πως δεν είναι σταλμένος εξ ουρανού, εμείς ωστόσο θα έχουμε βάλει ένα χεράκι να καθαριστούν και αναπλαστούν οι σύγχρονοι «Γολγοθάδες».

Με γαλήνη και αγάπη να περάσουν κι αυτές οι γιορτές!

[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Σ’ αυτόν τον τόπο όπου όλοι είμαστε τόσο τραγικά αυτοδίδακτοι… [Γιώργος Σεφέρης]

Ευγένιος Ντελακρουά, Επεισόδιο του ελληνικού αγώνα, λάδι σε μουσαμά
 Σκέφτηκα να σου µιλήσω για τον Καραϊσκάκη,
Αλλά το µυαλό σου θα πάει στο γήπεδο.

Σκέφτηκα να σου µιλήσω για το
 21,
Αλλά ο νους σου θα πάει στην
 Ορίτζιναλ.

Συλλογίστηκα πολύ, για να καταλήξω αν αξίζει να σε ταλαιπωρήσω για κάτι τόσο µακρινό, τόσο ξένο.

Δύο αιώνες πίσω κάποια γεγονότα
Τι να λένε σε σένα; Σε σένα που βιάζεσαι να φύγεις.
Να πας για τσιγάρο, για καφέ ή για κάτι άλλο.

Θα σου µιλήσω λοιπόν προσωπικά.
Εγώ ο δάσκαλος που δούλεψα ένα χρόνο σε αυτό το σχολείο
και σε δεκαπέντε µέρες φεύγω για αλλού...
Σε σένα που είσαι εδώ ένα, δύο, τρία,
ή και περισσότερα χρόνια…

Θα σου µιλήσω σταράτα,
για να σου εκφράσω δυο σκέψεις µου.

Οι µαθητές που συνάντησα µέσα στις τάξεις,
οι µαθητές που δίδαξα φέτος
στη συντριπτική τους πλειονότητα µε σεβάστηκαν,
αν και δεν ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις του µαθήµατος.

Πολλοί όµως από τους υπόλοιπους µαθητές
δε µε σεβάστηκαν, µε προσέβαλαν κατ' επανάληψη.
Με έργα, µε λόγια, µε ύβρεις.
Δείχνοντας ένα χαρακτήρα και ένα ήθος
που µε σόκαρε, που µε έβαλε σε µελαγχολικές σκέψεις.

Αυτό το φαινόµενο αποδεικνύει
πως κάτι σάπιο υπάρχει σ’ αυτό το σχολείο.
Πως εκτός του γνωστικού ελλείμματος
το συγκεκριµένο σχολείο χωλαίνει δραµατικά
και στο ηθικοπλαστικό του έργο,
στη διαµόρφωση δηλαδή των µαθητικών ψυχών και πνευµάτων.

Και η ευθύνη για αυτήν την αποτυχία
είναι ευθύνη αποκλειστικά δική µας,
των δασκάλων σας και των γονιών σας.
Δεν έχουµε κατορθώσει να σας δείξουµε
πως χωρίς αρχές η ζωή σας αύριο θα είναι µια κόλαση.
Πως χωρίς όνειρα και στόχους θα χρειαστείτε υποκατάστατα,
θα καταφύγετε πιθανόν σε επιλογές που θα σας ξεφτιλίσουν,
θα σας κάνουν να σιχαίνεστε τον εαυτό σας,
θα σας γεµίσουν τη ζωή πλήξη και κούραση,
θα σας γεράσουν πρόωρα.

Αν όµως θέλετε µια συµβουλή από ένα δάσκαλο,
σκεφτείτε το παράδειγµα του
 Μακρυγιάννη,
που έφτασε αγράµµατος µέχρι τα πενήντα σχεδόν,
για να καταλάβει τότε πως η µόρφωση, η καλλιέργεια
ήταν το όπλο που έλειπε από την προσωπική του θήκη.
Και κάθισε µε πολλή δυσκολία και χωρίς δάσκαλο
και έµαθε πέντε κολλυβογράµµατα,
για να µας πει την ιστορία του βίου του,
το παραµύθι της επανάστασης των υπόδουλων Ρωµιών.

Αυτό το παράδειγµα είναι για σένα το πιο κατάλληλο,
και µπορείς τριάντα χρόνια νωρίτερα από το στρατηγό Μακρυγιάννη
να ακολουθήσεις το δρόµο που εκείνος έδειξε,
το µονοπάτι της καλλιέργειας, το δρόµο της παιδείας,
τη λεωφόρο της προσωπικής σου προκοπής.

Δεν είστε σε τίποτε λιγότερο ικανοί από
τον µπάσταρδο γιο της καλογριάς, τον
 Γιώργη Καραϊσκάκη.
Ήταν κι αυτός αθυρόστοµος σαν κι εσάς,
αλλά είχε αυτό που από τα αλβανικά µάθαµε σαν µπέσα.
Ήταν πάνω απ´ όλα µπεσαλής.
Αυτό θα 'θελα να έχετε κι εσείς.
Υπευθυνότητα, µπέσα, τσίπα.
Να αναλαµβάνετε τις ευθύνες σας.
Να απεχθάνεστε την υποκρισία, να σιχαίνεστε το συµφέρον.
Να µισείτε το ψέµα και την ευθυνοφοßία.
Η αγάπη για τον τόπο του, η λατρεία για την πατρίδα του
ήταν αυτό που χαρακτήριζε τη ζωή του Νικήτα Σταµατελόπουλου,
του
 Νικηταρά.
Αγωνίστηκε στη διάρκεια της επανάστασης,
συνέßαλε στην απελευθέρωση της πατρίδας του
κι έπειτα
 φυλακίστηκε,
για να χαθεί σ' ένα στενοσόκακο του Πειραιά,
σχεδόν τυφλωµένος, πάµπτωχος και εγκαταλειμμένος απ’ όλους.
Δε ζήτησε τίποτε από την ελεύθερη Ελλάδα
κι όταν οι γύρω του τον παρακινούσαν να απαιτήσει
από την κυβέρνηση µια πλούσια σύνταξη,
απαντούσε πως η πατρίδα τον αµείβει πολύ καλά,
λέγοντας ψέµατα, για να µην προσβάλει την πατρίδα του.


Είναι δύσκολο, το κατανοώ, το παράδειγµα του Νικηταρά.
Αλλά νοµίζω πως κι εσείς είστε ικανοί για τα δύσκολα,
μπορείτε ν’ ακολουθήσετε το δρόµο της αξιοπρέπειας,
να προσπαθήσετε τίµια και µε αγωνιστικότητα
για εσάς και για το µέλλον της οικογένειας που
αύριο θα κάνετε.

Ξέρω, καταλαβαίνω, αντιλαµβάνοµαι.
Πως σας προτείνω µια διαδροµή ζωής δύσκολη και απαιτητική,
όταν δίπλα σας κυριαρχεί ο εύκολος δρόµος
των γονιών, των δασκάλων, των πολιτικών,
της εποχής στην οποία µεγαλώνετε.

Όµως κάθε εποχή ελπίζει στους νέους της.
Περιµένει από αυτούς να σηκώσουν ψηλά
και µε επιτυχία τη σηµαία του αγώνα
και να οδηγήσουν την πατρίδα τους, τον τόπο τους
σε καλύτερες µέρες, σε πιο φωτεινές σελίδες.

Κι όταν βλέπω την εποχή µας
να µαραζώνει χωµένη στην αλλοτρίωση,
να ξεψυχά απ’ την τηλεοπτική ανία,
να µουχλιάζει από το κυνήγι της ευκολίας…

Μόνο σ’ εσάς ελπίζω,
στην ειλικρινή σας διάθεση
ν' αγωνιστείτε,
ν’ αντισταθείτε,
να πολεµήσετε,
να νικήσετε.

Μη µας απογοητεύσετε.

[Οµιλία Δασκάλου για την επέτειο της 25ης Μαρτίου - 2ο ΕΠΑΛ Αχαρνών]



«Αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα την εποχή εκείνη, πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, γιατί την παιδεία την κρατούσαν στα χέρια τους οι “τροπαιούχοι του άδειου λόγου”, καθώς είπε ο ποιητής, που δεν έλειψαν ακόμη. Δεν επαινώ τον Μακρυγιάννη γιατί δεν έμαθε γράμματα, αλλά δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν του έδωσε τα μέσα να τα μάθει. Γιατί αν είχε πάει σε δάσκαλο, θα είχαμε ίσως πολλές φορές τον όγκο των Απομνημονευμάτων σε μια γλώσσα, όλο κουδουνίσματα και κορδακισμούς· θα είχαμε ίσως περισσότερες πληροφορίες για τα ιστορικά των χρόνων εκείνων, θα είχαμε ίσως ένα Σούτσο της πεζογραφίας, αλλά αυτή την αστέρευτη πηγή ζωής, που είναι το βιβλίο του Μακρυγιάννη, δε θα την είχαμε. Και θα ήταν μεγάλο κρίμα».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”
“ΔΟΚΙΜΕΣ Α΄” – εκδ. Ίκαρος, Αθήναι 1981

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Οι χαρταετοί του κόσμου όλου


Η γλώσσα του χαρταετού είναι κοινή για όλο τον κόσμο. Ελπίδες και όνειρα γίνονται πολύχρωμες βαρκούλες και κουρσεύουν τον ουράνιο ωκεανό. Κάθε χαρταετός και μια προσδοκία, κάθε εποχή κι ένας συμβολισμός, κάθε τόπος και μια αρχέγονη ανάγκη για γιορτή και σμιξίματα. Αν όλοι οι χαρταετοί του κόσμου ενωνόντουσαν για μια στιγμή στον ουρανό, θα σχηματιζόταν το πιο μεγάλο σύνθημα στον αέρα, γραμμένο σ’ όλες τις χώρες του κόσμου «ΕΙΡΗΝΗ».
Χαρταετός της ειρήνης από μέλη του Συνδέσμου Μπέρτραντ  Ράσελ, που συμμετείχαν στην πορεία ειρήνης του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963. Η αστυνομία τους συνέλαβε για κομμουνιστική προπαγάνδα.

Απ’ την ταινία «Συνοικία το όνειρο». Μια παραγκούπολη ανάμεσα στον λόφο του Φιλοπάππου και τα Άνω Πετράλωνα. Το κέντρο του κόσμου για τους κατοίκους της, που με κάθε τρόπο προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανέχεια, χωρίς ωστόσο να χάσουν την αξιοπρέπειά τους. Σε μια εποχή όπου η Ακροδεξιά έκανε πάρτι στην Ελλάδα, η ταινία λογοκρίθηκε έχοντας προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων επειδή... «δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας»
«Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε;» είχε ρωτήσει τον Αλέκο Αλεξανδράκη αστυνομικός διευθυντής που σταμάτησε την προβολή της ταινίας. «Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα  

Για τα παιδιά της Γάζας, οι χαρταετοί συμβολίζουν την ανυπακοή, την ελπίδα και τη λαχτάρα για ελευθερία. Φτιάχνουν αετούς με το κόκκινο, το μαύρο, το πράσινο και το άσπρο της Παλαιστινιακής σημαίας.


Στο Αφγανιστάν, το πέταγμα του χαρταετού λέγεται Gudiparan Bazi [που κυριολεκτικά σημαίνει το πέταγμα της κούκλας]. Ήταν μια μορφή αθλητικού αγωνίσματος που άγγιζε τα όρια της τέχνης. Τα σχέδια,  τα μεγέθη των χαρταετών, ο σπάγκος που έπρεπε να μην κόβεται, αποτελούσαν  ζήτημα τιμής και συναγωνισμού στις γειτονιές για την ανάδειξη του καλύτερου “πιλότου”  χαρταετού. Το έθιμο απαγορεύτηκε απ’ την κυβέρνηση, με το πρόσχημα ότι ήταν επικίνδυνο για τη ζωή των παιδιών, αφού σκαρφάλωναν σε ταράτσες για να έχουν ανοιχτούς ουρανούς και ευνοϊκούς ανέμους.


Η λαγάνα που συνηθίζουμε να καταναλώνουμε την Καθαρά Δευτέρα, παραπέμπει
στα «άζυμα» της Παλαιάς Διαθήκης. Ταυτόχρονα ξεκινά και η πνευματική
κάθαρση με τις λειτουργίες της Σαρακοστής.
Το πέταγμα του αετού, είναι ένα έθιμο μεταγενέστερο. Η Καθαρά Δευτέρα ταυτίζεται με τα Κούλουμα που είναι ομαδική έξοδος στην εξοχή με νηστήσιμα και θαλασσινά για διασκέδαση και φαγοπότι. Επειδή τα Κούλουμα γινόντουσαν αρχικά στην Αθήνα και μάλιστα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, γι’ αυτό λέγεται πως ετυμολογικά η λέξη Κούλουμα προέρχεται από τη λατινική λέξη columna, που σημαίνει κολόνα.



«…Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγκοι ν' ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα -ήτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ' Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Μεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας.

Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μένει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ΄από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορονίζανε ψηλά. Θα μου πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν' αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό.

Αυτά είχα να σου πω. Ήτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν' ανεβαίνει στα ουράνια. Να, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Χριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Κάτι τέτοιο ήτανε…»
Κοσμάς Πολίτης, «Στου Χατζηφράγου», Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Α΄ Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 1964


[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]