Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιορτινά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιορτινά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

«Η μάνα μου»…

 


Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….



Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά….



Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.


Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μας μοσκομύριζε. Αγαπούσα πού τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού διηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε ‘γω της στορούσα τους βίους των αγίων που ‘χα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου. Δεν έφτανα τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: Μπήκαν στον παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.



Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν να μου έλεγε: Αλήθεια λες; Και μου χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα στο κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό του και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε κατέβει από τον παράδεισο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.


Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου, δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το σπλάχνο μου η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρουδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού…

Νίκος Καζαντζάκης – «Αναφορά στον Γκρέκο»

 


ëΜέρα που είναι σήμερα, οι σκέψεις και οι ευχές μας ας είναι με τις  Μάνες  που δεν θα πάρουν αγκαλιές.

Στις μάνες της Ελένης, του Ιάσονα, του Παύλου, της Γαρυφαλλιάς, του Ζακ, του Βασίλη, του Άλκη, του Λουκμάν, της Καρολάιν, του Βαγγέλη... στις τραγικές Μανάδες των Τεμπών που παλεύουν με τον πόνο και το άδικο. Και σε τόσες άλλες...


Φωτογραφίες: Τάκης Τλούπας

Σάββατο 13 Μαΐου 2023

Μανάδες παντός καιρού

 



Mετά από σκληρές διαπραγματεύσεις με την εκπρόσωπο των οικονομικών θεμάτων, το αίτημα ναυάγησε.

«Δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για έκτακτες παροχές. Το χρέος μας ξεπερνά κατά πολύ το εισόδημά μας και κινδυνεύει να μην είναι βιώσιμο».

«Δηλαδή δεν γίνεται να τις πάρω;»

«Όχι! Ίσως το 2024 και εφόσον καταφέρουμε να ενταχθούμε σ’ ένα νέο δημοσιονομικό πλαίσιο. Άφησέ τις πίσω στο ράφι, τώρα αμέσως!»

Παρασκευή απόγευμα. Ταμείο νούμερο 6, σε μεγάλο σούπερ μάρκετ. Το αίτημα αφορούσε ένα κουτάκι καραμέλες, που το μεγαλύτερο εκ των τριών κοριτσιών της οικογένειας ζητούσε επιτακτικά να προσθέσουν στο καρότσι με τα λιγοστά ψώνια τους. Τα παρακάλια της ακολούθησαν διαμαρτυρίες και παράπονα. «Επειδή είμαι η μεγαλύτερη, μια ζωή με ρίχνεις, εμένα… τι ζητάω μωρέ;… ένα κουτάκι καραμέλες είναι…»

Οι καραμέλες επέστρεψαν άρον άρον στο ράφι τους και τέσσερις γυναικείες φιγούρες, απ’ όλη την ηλικιακή κλίμακα, αποχώρησαν προς την έξοδο σα δαρμένα σκυλιά. Η πιο μικρή της παρέας ίσως και να μην είχε κατανοήσει εντελώς τι είχε γίνει. Προχωρούσε με ανέμελα βηματάκια πίσω απ’ τις αδερφές της, χαζεύοντας τον κόσμο τριγύρω, τα καλάθια του νοικοκυριού και τα πολύχρωμα μπαλόνια μας εταιρείας που εμπορεύεται ρεύμα «σε απίστευτα χαμηλές τιμές».

Αύριο, ίσως να χαρίσει μια ζωγραφιά στη μητέρα της με καρδούλες και λουλούδια. Μεθαύριο, ίσως να θυμώσει κι αυτή για μια ανεκπλήρωτη επιθυμία της. Αργότερα που θα γίνει κι αυτή μητέρα, ίσως να φοράει το ίδιο φθαρμένο πανωφόρι και να σέρνει το καρότσι της ζωής με όση αξιοπρέπεια μπορέσει να διασώσει.

Κι όποιος δεν έχει δει μια τέτοια σκηνή από κοντά, καλύτερα να μη μιλάει για σκληρούς διαπραγματευτές και σπουδαίους τραπεζίτες που «καταστρώνουν σχέδια διάσωσης» και «πασχίζουν να εξοικονομήσουν κονδύλια», βουλιαγμένοι στη δερμάτινη πολυθρόνα του γραφείου τους. Είναι πολύ εύκολο να εποπτεύεις τράπεζες και δείκτες ρευστότητας. Αλλά είναι πολύ ζόρικο και θέλει γερό στομάχι να παραδέχεσαι δημόσια την ήττα σου στο παιδί σου.

Χρόνια πολλά σ’ όλες τις μανάδες που παλεύουν άγριους δράκους με φωτόσπαθα. Που τα βράδια καταστρώνουν σχέδια επιβίωσης, μετράνε κουπόνια, ψιλά και υπολείμματα αντοχών κι ύστερα ξαναγίνονται μικρά κορίτσια, φορούν το νεανικό τους φουστάνι και βουρκώνουν για τα ματαιωμένα τους όνειρα. Πίσω απ’ τα ερωτικά ραβασάκια της νιότης τους, ίσως να σημειώσουν τη λίστα με τα ψώνια της επόμενης βδομάδας. Κουτσουρεμένη πάντα, αλλά με περισσή ευθύνη. Και αγάπη.

Και με την προσδοκία να υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα για ένα κουτάκι καραμέλες…

Σάββατο 8 Απριλίου 2023

Περιμένοντας την Ανάσταση

 «Η υψηλότερη μορφή της άνοιξης που ξέρω: μια ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα» (Γ. Σεφέρης)

Ετοιμασίες για την ημέρα του Πάσχα στην Πάρο, 1965-1975.
Φωτογραφία Ζαχαρίας Στέλλας. Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.

Σάββατο του Λαζάρου σήμερα. Μια γιορτή που συμβολίζει τη νίκη ενάντια στο θάνατο. Την έλευση της Ανάστασης και την αναγέννηση της φύσης.

Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, η ανάμνηση των όσων είδε ο Λάζαρος στο βασίλειο του Άδη, άφησε τρόμο και πόνο στην ψυχή του:

         Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες

         είδα φόβους είδα τρόμους είδα βάσανα και πόνους.

Στη διάρκεια της δεύτερης ζωής του δε γέλασε ποτέ παρά μόνο μία φορά όταν είδε στο παζάρι κάποιον χωρικό να κλέβει κρυφά μια στάμνα από το σταμνά και να ξεφεύγει χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Τότε χαμογελώντας είπε τα εξής: βρε τον ταλαίπωρο για δες πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί…..ξεχνά ότι είναι ένα κομμάτι χώμα κι αυτός όπως και το σταμνί. Το ένα χώμα κλέβει τ’ αλλο! Μα δεν είναι να γελούν και οι πικραμένοι; Τα λόγια αυτά του Αγίου έχουν μείνει σε λαϊκές φράσεις όπως αυτή των Κυθήρων: Ο ένας πηλός κλέβει τον άλλο πηλό.

Πηγή

Εικόνες της Μεγάλης Εβδομάδας από τη Μονή Σιμωνόπετρας στο Άγιο Όρος. Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας - Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη

Ο Θεός χρειάζεται τη βοήθειά μας

Κάτωχρος κι εξαντλημένος ο Ιησούς στάθηκε κοντά στον τάφο.

"Λάζαρε, βγες έξω", φώναξε. Όλοι περίμεναν. Κι ο φτωχός

νεκρός, που ένιωσε ότι εδώ στον τάφο του παίζεται η τύχη του

κόσμου, τι να ΄κανε; Η γη είχε χαθεί,

πώς θ’ άφηνε χωρίς ανάσταση έναν ολάκερο ουρανό...

Κι εγώ χρειάζομαι τη βοήθεια του Θεού

- Κύριε, βοήθησέ με, του λέω, χάνομαι.

- Μα αυτή είναι η βοήθειά μου - να χαθείς...

Για να σε ψάχνουν στους αιώνες!

«Ο Θεός χρειάζεται τη βοήθειά μας» -ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Πάρος, 1965-1975. Φωτογραφία Ζαχαρίας Στέλλας

“Να ‘ναι αλήθεια πως μετά απ’ αυτή τη ζωή μας

θα μας ξυπνήσουνε μια μέρα σάλπιγγες τρομαχτικές;

Συγχώρα με, Θε μου, όμως παρηγοριέμαι

πως η δική μας νεκρανάσταση θε να σημάνει

απλά και μόνο το λάληλμα του πετεινού.

Θα μείνουμε για λίγο ακόμα ξαπλωμένοι

κι ο πρώτος που θα σηκωθεί θα ‘ναι η μητέρα

θα την ακούσουμε να σκαλίζει απαλά τη φωτιά

απαλά ν’ ακουμπά τη χύτρα πάνω στη σόμπα

νωχελικά να τραβά μια κούπα απ’ το ντουλάπι

τότε θα ‘μαστε πάλι ζωντανοί.”

Βλάντιμιρ Χολάν - «ΑΝΑΣΤΑΣΗ»

Ήπειρος, 1957. Φωτογραφία Κώστας Μπαλάφας

Τον ξεχώρισα μόλις τον είδα, ήμουνα τακτική στα κηρύγματά του,
πούλησα κι ένα κτηματάκι της θειας μου για να τον ακολουθήσω.
Όμως όταν πια όλα τα ξόδεψα, αποφάσισα να πουλήσω και το κορμί μου,
στην αρχή στους ανθρώπους των καραβανιών, κατόπι στους τελώνες∙
κοιμήθηκα με σκληροτράχηλους Ρωμαίους κι οι Φαρισαίοι δε μου είναι άγνωστοι.
Κι όμως μέσα σ’ αυτά δεν ξεχνούσα τα μάτια του.
Μήνες για χάρη του έτρεχα απ’ τον Ναό στο λιμάνι
κι απ’ την πόλη στο Όρος των Ελαιών.

Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σας παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση.
Για ένα βάζο αλάβαστρου δε φτάνουν οι οικονομίες μου.
Κι όμως πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα.

Μ’ αυτό το μύρο θ’ αλείψω τα πόδια του,
μ’ αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του,
μ’ αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω.
Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια,
ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο.
Κι αν μια μέρα ασπαστώ τον χριστιανισμό, θα είναι για την αγάπη του∙
κι αν μαρτυρήσω γι’ Αυτόν, θα ’ναι η αγάπη του που θα μ’ εμπνέει.
Γιατί, κύριε, ο έρωτας μου ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια
κι ίσως μείνει αιώνια τ’ όνομά μου σα σύμβολο
εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν «ότι ηγάπησαν πολύ».

Ντίνος Χριστιανόπουλος – «Μαγδαληνή» (Από τη συλλογή «Εποχή των ισχνών αγελάδων»)

Απ' το φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου Μπενάκη

Με το καλό να υποδεχτούμε την πολυπόθητη «Ανάσταση» και το πανάρχαιο αισιόδοξο μήνυμα που σηματοδοτεί αυτή η γιορτή.

Καλή Μεγαλοβδομάδα, με αγάπη στις καρδιές μας Y

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

“Φιλαράκι, μήπως σου βρίσκεται μια λέξη;”

 

Μας ακούν σήμερα οι στόχοι που βάζουμε και ξεκαρδίζονται στα γέλια. Ξέρουν πως θα μείνουν ανεκπλήρωτοι σ’ ένα συρτάρι για να τους ξεθάψουμε πάλι του χρόνου. Μήπως αντί για στόχους και ευχές, να βάζαμε λέξεις στην καθημερινότητά μας; Αν χρησιμοποιούσαμε εκφράσεις με βασικό συστατικό το «Είμαι» κι όχι το «Έχω»; Να ξεθάβαμε εκείνα τα «Συγγνώμη» μας και να ξοδεύαμε όλα τα «Ευχαριστώ» που αφήσαμε σε αναμονή; Να ξεστριμωχτούμε απ’ τα «Θέλω» και να φρεσκάρουμε τα «Νιώθω» μας;

Μέρα με τη μέρα και πόνο με τον πόνο, να μάθουμε  απ’ την αρχή το αλφαβητάρι του ανθρώπου. Να εντοπίσουμε συναισθήματα, να τα αποτυπώσουμε στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, αλλά και στην εξωλεκτική μας επικοινωνία, να τα αποδεχτούμε, να τα κάνουμε δικά μας, να τα κοινωνήσουμε και να τα αγαπήσουμε.  Να αναμετρηθούμε γενναία  και να παραβγούμε μαζί τους, να τα ξεπεράσουμε και να τα ξορκίσουμε. Να τα βιώσουμε.

Οι συνθήκες απαιτούν ρεφενέ καταστάσεις  με ό,τι έχει διαθέσιμο ο καθένας. Ως αφελείς καταναλωτές και συνεπείς τηλεθεατές, καταλήξαμε στο απόλυτο φιάσκο και την απομόνωση. Λέξεις που μας έμαθαν να τις αποφεύγουμε (“Μίζεροι οι πολίτες που διαμαρτύρονται” κατά τον άριστο υπουργό μας), μας περιμένουν υπομονετικά να τις ενεργοποιήσουμε. “Φοβάμαι, ντρέπομαι, μετανιώνω, θυμώνω, κλαίω, αγωνιώ, απελπίζομαι, πεισμώνω,  αντιστέκομαι, συναισθάνομαι, συμπαραστέκομαι, διεκδικώ και αγαπάω την ευθύνη".

Όταν οι σκέψεις γίνονται λέξεις και ξεστομίζονται με το χέρι στην καρδιά, βρίσκουν πάντα το στόχο τους. Κι αν εκπαιδευτήκαμε απ’ τους πάσης φύσεως τηλεαστέρες και πολιτικάντηδες να τις χρησιμοποιούμε σαν σφαίρες και να αλληλοσκοτωνόμαστε, ήρθε η εποχή να τις βάλουμε σε σωστή λειτουργία. Μαζί με τη νοημοσύνη και την αξιοπρέπειά μας.

Αν μη τι άλλο, το χρωστάμε στα παιδιά μας. Που τα βάλαμε να τρέχουν σαν άλογα κούρσας για να κατακτήσουν την πρωτιά, κι όταν βγαίνουν απ’ αυτή την κρεατομηχανή, τα στέλνουμε μετανάστες εκεί που πηγαίνανε οι γονιοί και οι παππούδες μας. Σπουδαία πρόοδος!

Με το καλό να ξαναβρούμε τις λέξεις της καρδιάς μας. Να χτυπάει από ελπίδα και χαρά κι όχι από φόβο και παραίτηση. Γιατί όπως λέει κι ο μεγάλος μας Ρίτσος: «Και οι λέξεις φλέβες είναι. Μέσα τους αίμα κυλάει».

[Photography: Vasilis Protopapas «Σκέψεις»]

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

«Η Παναγία της σιωπής»

 


ΤΑ ΟΘΟΝΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

«Η αντοχή των υλικών» - απόσπασμα

Διαδόθηκε πως είδαν την Παναγία να υφαίνει
μικρά ράσα για τα παιδιά των σκλάβων.
Κάθεται λένε παράμερα, κάτω από ένα σκίνο,
υφαίνει και κλαίει. Ποιος ξέρει, ίσως ν’ άκουσε
για την προδοσία, ίσως να λυπάται ακόμα για
τις μικροσκοπικές δεσποινίδες που τις έδιωξαν
από τον Πύργο και κατεβαίνουν τρεκλίζοντας προς τα βράχια.

Η Παναγία δεν είναι μια ξένη σε τούτο τον τόπο.
Βέβαια, δεν έχει καμιά σχέση με τα φιλόπτωχα ταμεία
ούτε με τα κλουβιά, ούτε με τα πυροτεχνήματα.

Όμως κάτι παιδιά είπαν πως την είδαν να κοιμάται
πολλές βραδιές σ’ εκείνα τα χαλάσματα στο ρέμα.
Άραγε πληροφορήθηκε για τη λόγχη;
Τα πηγάδια – ευτυχώς– φέτος γέμισαν.
Λένε πως βοήθησαν σ’ αυτό πολύ τα δάκρυά της.

*** ΜΟΥΝΤΕΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ ***

 

Για τον Ματθαίο Μουντέ η Παναγία είναι η πηγή της ζωής και η αναίρεση του θανάτου και γι' αυτό είναι η Παναγία της σιωπής, των δακρύων, των σκλάβων, των ξένων, των αδικουμένων, η φοβερά προστασία των κατατρεγμένων, των θλιβομένων η παραμυθία. Ο Ματθαίος Μουντές ήταν ένας ποιητής και χριστιανός του περιθωρίου. Ένας λάτρης της σιγής, της βαθύτερης μοναξιάς που κυοφορεί το ερωτικό σκίρτημα. Πίστευε ακράδαντα ότι την ανθρώπινη δύναμη τη στερεώνουν τα δάκρυα της αδυναμίας. 

(απόσπασμα απ’ το αφιέρωμα στον Χιώτη ποιητή, στον ιστότοπο ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ)

 

Εγκάρδιες ευχές σ’ όσους γιορτάζουν σήμερα και είθε να Την έχουμε σύμμαχό μας σ’ όλα τα άδικα και τις συμφορές που συμβαίνουν τριγύρω μας.

Σημ. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους.

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

«Όσα χωράνε στην αλήθεια, δεν τα βαστάν τα παραμύθια» (*)

 

(Κολοκοτρώνης): }Αύριο ξημερώνει πάλι 25 του Μάρτη... Θα 'ρθουνε με στεφάνια και τούμπανα... Εγώ θα 'μαι κει πάνω σαν άγαλμα... Και σαν έρθει η στιγμή να βγει μπροστά ο μαγκούφης που θα βγάλει το λόγο "Στάσου!"... θα του πω... "Κάθε χρόνο το λόγο τον εβγάνατε εσείς!... Φέτος θα τον βγάλουμε μεις... Και πρώτα πρώτα εσύ, κύριε ρήτορα, της ημέρας... Ελόγου σου δεν είσαι που 'ριξες φυλακή το Νικηταρά; Κρύψε τα χαρτιά σου! Κρύψ' τα π' αναθεμά σε, σπεκουλαδόρε της ελευτερίας γιατί θα σε βάλω να τα καταπιείς και θα στουμπώσει το κωλάντερό σου. .. Κάνε πίσω τώρα...

Για ακούτε, βρε τωρινοί Έλληνες... Άμα σας φέρνουνε για παράδειγμα εμάς τους πεθαμένους, μάθετε να ξεχωρίζετε με ποια πονηριά σας το λένε... Κι άμα σας λένε για την ελευτερία που πολεμήσαμε, να τη βλέπετε πρώτα αν έχει τέσσερα μάτια. Δυο μπροστά για να βλέπει τον Τούρκο και δυο πίσω για να βλέπει εκείνον που θέλει βα φύγει ο Τούρκος, για να γίνει αφέντης ατός του! Προσέχετε, Έλληνες, εμείς οι παλιοί όσο ζούσαμε πολλά επικραθήκαμε και αδικηθήκαμε, μην αφήνετε τους σπεκουλαδόρους να κάνουνε τους πεθαμένους πολεμιστές κάλπικη μονέδα για να σας πουλάν και να σας αγοράζουνε...Κι αν θέλετε στ΄αλήθεια να τιμήσετε εμάς τους παλιούς, μη μας τηράτε πλέον. Κάμετε το δικό σας δρόμο, πάτε μπροστά και λησμονήστε μας! Εμάς το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε και δεν μοιάζει με το δικό σας. Μη σας λένε πως εμείς, αγράμματοι, μ' ένα ξεροκόμματο και με την πίστη στο Χριστό κάναμε θάματα!... Πού 'σαι, ορέ Καραϊσκάκη, να τα πεις καλύτερα!

Εμείς επολεμήσαμε για να 'χετε εσείς τα γράμματα και το ψωμί που δεν είχαμε και να μη χρειάζεστε θάματα για να ζήσετε ζωή ανθρωπινή... 'Ει, Παπαφλέσσα, σήκω κι έλα βοήθα. Αφήστε το δικό μας αγώνα και κοιτάτε  το δικό σας... Πού 'ναι η 3η του Σεπτέμβρη; ... Πού είναι το Σύνταγμά σας; Ο Σεπτέμβρης είναι παιδί του Μάρτη κι εσείς παιδιά δικά μας.Οι πεθαμένοι με τα πεθαμένα και οι ζωντανοί με τα ζωντανά... Εμείς τι άλλο θέμε; Πού είσαι, Καραϊσκο!...  Φλέσσα!... Αντρούτσο... Έμπα μπροστά, γέρο-Πλαπούτα... Άι μπράβο... παίξτε μας ένα τσάμικο...~

[Απόσπασμα από Το μεγάλο μας τσίρκο" του Ιάκωβου Καμπανέλλη]


(*) Ο τίτλος της ανάρτησης είναι απ’ το καλωσόρισμα του Νίκου Ξυλούρη 

Το απόσπασμα με το συγκλονιστικό λόγο του Παπαγιαννόπουλου, εδώ

*********************

Για την ιστορία: Καλοκαίρι του 1973, λίγους μήνες πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Στη συμβολή των οδών Πατησίων και Μάρνη, λαμβάνει χώρα μια σπουδαία πράξη αντίστασης. Λίγα γνωρίζουμε γι’ αυτήν, ίσως γιατί επισκιάστηκε από τα γεγονότα που ακολούθησαν. Στις 22 Ιουνίου 1973 ο θίασος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου ανεβάζει στη σκηνή του ανακαινισμένου θερινού θεάτρου «Αθήναιον» το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» και ο κόσμος συρρέει να το δει μετατρέποντάς το σε συλλογική πολιτική διαμαρτυρία εναντίον του καθεστώτος.

Το έργο αποτελούσε συρραφή από θεατρικά σκετς σε ύφος επιθεώρησης που έπαιρναν σαν αφετηρία την ιστορία του νεοελληνικού κράτους, από την Επανάσταση και τον καιρό του Όθωνα, ως τη Μικρασιατική Καταστροφή, την Κατοχή και την Αντίσταση. Ανάμεσα στην πρόζα μεσολαβούσαν τα τραγούδια που ερμήνευε ο αείμνηστος Νίκος Ξυλούρης, σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου και στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη. 

Η σκηνοθεσία ήταν του Κώστα Καζάκου, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Φαίδωνα Πατρικαλάκη και ο διάκοσμος της εισόδου και της θεατρικής απόδοσης της σκηνής του Καραγκιόζη ήταν του Ευγένιου Σπαθάρη. Εκτός απ’ την Καρέζη και τον Καζάκο συμμετείχαν οι ηθοποιοί Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Νίκος Κούρος, Τίμος Περλέγκας, Σπύρος Κωνσταντακόπουλος και ένας μεγάλος θίασος που κρατούσε το ρόλο του λαού-χορωδών. 

Χαρακτηριστικό είναι το σκετς όπου γίνεται λόγος για τη γκιλοτίνα, με τον Ρωμιό να απορεί πώς γίνεται ένα εργαλείο που λανσαρίστηκε από τη Γαλλική Επανάσταση να κόβει εν συνεχεία κεφάλια επαναστατών και τον πρόεδρο του χωριού να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του προς το κράτος των Αθηνών για τον ερχομό της γκιλοτίνας, καθότι «Με τη γκιλοτίνα συγχωριανοί θα έχομε από δω και μπρος …γλυκύτερον θάνατον!»

πηγή πληροφοριών για την παράσταση: thepressproject

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Μπουγαδόνερα

 


Τότε τους λέγανε άπλυτους, μαλλιάδες, αλήτες και απειλή της σταθερότητας. Η δημοσιογραφική μεραρχία της εποχής εκείνης διέθετε τα αλάνθαστα όπλα: Διαστρέβλωση της αλήθειας , συκοφάντηση των εξεγερμένων φοιτητών και εργατών και αγιοποίηση των εισβολέων. Αργότερα βέβαια, τα ίδια μέσα έγραφαν διθυραμβικά επετειακά άρθρα  για τους ανένταχτους  φοιτητές  που θυσιάστηκαν για να πέσει η χούντα των συνταγματαρχών. Ίσως να κατέθεταν και στεφάνι στη μνήμη τους. Η δική τους “μνήμη” πάντως, συρρικνώθηκε κατά πολύ και προσαρμόστηκε στη μεταπολιτευτική πραγματικότητα.



Αναρωτιέμαι αν γινόταν σήμερα μια τέτοια εξέγερση, αν φοιτητές, μαθητές και εργαζόμενοι ξεχύνονταν στους δρόμους διεκδικώντας “ψωμί-παιδεία-υγεία-ελευθερία”, πώς θα τους αντιμετώπιζαν άραγε οι τηλεοράσεις, τα κανάλια, οι φυλλάδες και οι παρατρεχάμενοι δημοσιογραφίσκοι, πανελίστες, τηλεκριτικοί, φουρθιώτηδες και πρωινατζούδες κι όλος ο συρφετός της ε(ξ)νημέρωσης;    

Πριν 48 χρόνια, η κορυφαία αντιδικτατορική εξέγερση είχε προβληθεί, από μέρος του τύπου, ως «Φοιτητική αναρχία» και οι ηρωικοί φοιτητές ως “Διαδηλωταί με πυροβόλα όπλα”. Φοβάμαι ότι, σήμερα, θα τους λοιδορούσαν ξανά με πηχυαίους τίτλους στα δελτία: “Αντιεξουσιαστές, μπαχαλάκηδες, ταξικοί εχθροί, απειλή για τη δημοκρατία”. Απ’ τις ρούγες και τα τηλεπαράθυρα θα ωρυόντουσαν πολιτευτάδες και νοικοκυραίοι για την αναγκαιότητα της πανεπιστημιακής αστυνομίας και της καταστολής τέτοιων φαινομένων. Ακόμα και με τη βία, αν χρειαστεί. Κι οι τηλεθεατές θα κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι πριν γυρίσουν το κανάλι σε κάποιο ριάλιτι. Τι μας νοιάζει κιόλας; Το δικό μας το παιδί θα ξυλοκοπηθεί;



Φοβάμαι ότι από τότε που ο σπουδαίος μας ποιητής  έγραψε αυτούς τους στίχους, δεν άλλαξαν και πολλά. Οι φωλιές μας, χρόνια τώρα, παραμένουν καταλερωμένες. Οι λέξεις μας μεταλαγμένες και τα νοήματα ξεπλυμένα στα μπουγαδόνερα της ενημέρωσης.

 

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβμαι τος νθρώπους πο μ καταλερωμένη τ φωλι
πασχίζουν τώρα ν
βρον λεκέδες στ δική σου.

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο σο κλείναν τν πόρτα
μ
ν τυχν κα τος δώσεις κουπόνια κα τώρα
το
ς βλέπεις στ Πολυτεχνεο ν καταθέτουν γαρίφαλα κα ν δακρύζουν.

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο γέμιζαν τς ταβέρνες
κα
τ σπάζαν στ μπουζούκια κάθε βράδυ κα τώρα τ ξανασπάζουν
ταν τος πιάνει τ μεράκι τς Φαραντούρη κα χουν κα «πόψεις».

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο λλαζαν πεζοδρόμιο ταν σ συναντοσαν
κα
τώρα σ λοιδορον γιατ, λέει, δν βαδίζεις σιο δρόμο.
Φοβ
μαι, φοβμαι πολλος νθρώπους.
ΦΕΤΟΣ φοβήθηκα
κόμη περισσότερο.

Το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «ΦΟΒΑΜΑΙ» γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή

(Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)



Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

120 ml κονιάκ

 


//Mε το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
κοιτάζω εκστατικά
πίσω απ' τις στάλες της βροχής
ένα πολύχρωμο κόσμο…// [*}

Kαι μετράω τις αντοχές μου, τις απλώνω στο παγωμένο δωμάτιο, μήπως και φτουρήσουνε και με βγάλουν ως τα Χριστούγεννα. Μου λείπουν τ’ ανόθευτα γέλια, κάτι αγκαλιές σφιχτές, οι λέξεις οι δαντελένιες κι εκείνες οι καραμελωμένες αναμονές για τις γιορτές. Μου λείπουν οι βόλτες οι αναίτιες και τ’ απρόσμενα καλέσματα, δίχως το πώς και το γιατί. Μου λείπει η αυθόρμητη καλημέρα με το γείτονα, τα κουρασμένα χαμόγελα που έχουν τα κορίτσια στα ταμεία των σούπερ μάρκετ, το παιδικό μελίσσι που οδοιπορούσε χαρούμενο κάθε μεσημέρι, ζαλωμένο σχολικές τσάντες, συμβατές με τετράδια, κασετίνες, μολύβια και αδιαπραγμάτευτα όνειρα. Το ρούτερ του γείτονα δεν δουλεύει, μαμά, και μας λείπουν τα βασικά υλικά της συνταγής. Πώς να κάνεις μάθημα δίχως υπολογιστές και φορτιστές ευτυχίας, και πώς να φτιάξεις μελομακάρονα με δανεικό αλεύρι, μαμά; Πώς να μυρίσει το σπίτι σιρόπια και κανελλογαρύφαλλα από μια οθόνη; Δεν μου βγαίνει το μέτρημα, μαμά. Τόσοι οι νεκροί, τόσοι οι νεκροζώντανοι, τόσα τα χαρτόνια που στολίζουν πάλι φέτος τους δρόμους μας «Είμαι άνεργος, πεινάω». Μέλι ούτε για δείγμα και 120ml κονιάκ δεν τα χωράει ούτε το παγουρίνο μου, μαμά!

Μετράω αντίστροφα τις μέρες μέχρι να ελεηθώ μ’ ένα επίδομα, μετράω κι όλο με κλέβουν στο ζύγι, μαμά. Ουκέτι καιρός για χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα, γιατί φέτος θ’ αναβιώσουμε το «Μαζί τα φάγαμε» μ’ ένα  πλουσιοπάροχο «Εσύ φταις που πέθανες» και να μη σκας αν πεθάνουμε μαμά, γιατί στα Βέλγια και στα Λουξεμβούργα, λέει, πέθαναν περισσότεροι. Κουράστηκα να μετράω, τόσα τσουρέκια αγόρασε ο πρωθυπουργός απ’ τον Τερκενλή, τόσες εκατόμβες νεκρών, τόσες νεκρώσιμες μετακινήσεις και άσκοπες δημοσκοπήσεις, ούτε ξύσμα φιλότιμου και τόσες δόσεις υπέρκομψης ξεδιαντροπιάς. Πόσα φέρετρα με νεκρούς που έφυγαν άκλαυτοι και ασαβάνωτοι, με πόση κανονικότητα γλιστράνε μακριά μας οι παππούδες κι οι γιαγιάδες, πόσα χρόνια ζωής θα είχαν ακόμα άραγε, αν αντί για δημοσιογράφους ταΐζανε τη δημόσια υγεία, αν αντί για ηφαιστειακά καλέσματα σε τουρίστες με πανάκριβα διαφημιστικά σποτ, εξόπλιζαν -απ’ την άνοιξη- τα νοσοκομεία με γιατρούς και νοσηλευτές;  Αν αντί για τη Σαντορίνη και την Αντίπαρο ήταν όλοι τους στο μέτωπο της μάχης;  Αν αντί να αφοδεύουν δακρυγόνα και ξυλοκοπήματα, είχαν αγκαλιάσει με ενσυναίσθηση και ευθύνη τον Άνθρωπο;

Πόσα ml μελαγχολίας λέει η συνταγή, μαμά;


Χριστούγεννα [**}

Δεν περιμένω όμως τίποτα πια
Τον Αι Βασίλη απλώς τον λέγαν μπαμπά
Κι είν' ένας πρώην Έλλην αριστερός
Ένας θνητός
Με τ' όνειρό του δίχως στέγη καμιά
⭒☆━━━━━━━━━━━━━━━☆⭒

Τα πλεϊμομπίλ μου είν' εξαιτίας μου κουτσά
Σβησμένα στη σαμπάνια βεγγαλικά
Ίσως για κάποιους νά 'ναι ακόμα γιορτή
Μα ποιοι είν' αυτοί;
Ζουν σε θερμοκοιτίδες ή σε χωριά;

[*] ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

[**] Φοίβος Δεληβοριάς

Photo: "Christmas shop window in Paris, 1947" - Robert Doisneau

 

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Εφτά (παρά κάτι μέρες)


Η πρώτη ανάρτηση του Απάγκιου έγινε πριν εφτά χρόνια, στην εκπνοή του Αυγούστου, με τη ρομαντική ακόμα εκδοχή που είχε τότε το αποκαλόκαιρο. Λίγη άμμος παραχωμένη στις ραφές των ρούχων, μυρωδιές απ’ την αλμύρα μιας παραλίας, και τις πλαστικές (μόνο) μάσκες που οργώναμε τους βυθούς, να έχουν θαμπώσει απ’ το θαλασσόνερο. Με τις ανοιχτές πληγές της οικονομικής κρίσης να έχουν επουλωθεί απ’ την αλισάχνη και τα άγχη της επιβίωσης να έχουν, πρόσκαιρα, ξεσκοτεινιάσει στις αυγουστιάτικες λιακάδες. Η επιστροφή στους ρυθμούς της πόλης ήταν πιο υποφερτή, γιατί αφήναμε πίσω μας μνήμες-λευκά βότσαλα, για να μη χαθούμε. Το καλοκαίρι το αποχαιρετούσαμε με σφιχτές αγκαλιές και αυθόρμητα φιλιά κι αυτό ήταν το πιο δυναμωτικό συμπλήρωμα για την ψυχική μας υγεία.

Μέσα στα εφτά αυτά χρόνια ήρθαμε κοντά, εμπιστεύτηκε ο ένας τον άλλο, ακουμπήσαμε την ψυχή μας στα διαδικτυακά κύματα και την αφήσαμε να ταξιδέψει πάνω απ’ την ασχήμια της καθημερινότητας, αναζητώντας δέκτες της τρυφερότητάς μας. Αν θα μπορούσα να κάνω έναν απολογισμό των “εσόδων” μας, αυτός θα ήταν μια αράδα με λέξεις. Παρέα, οικειότητα, γήτεμα, χαμόγελα, τραγούδια, ψίθυροι, κουβέρτα, χάδια, ομορφιά, ελπίδα, μοίρασμα, τρέμουλο, συγκίνηση, εξύψωση… Οι ασπίδες μας για να ξεχειμωνιάζουμε τους φόβους μας. 


Με μάσκα χειρουργική φέτος, αλλά με την επιδίωξη να μην τη φορέσουμε εντός μας, να μην αφήσουμε την εσωστρέφεια να προστεθεί στο καλάθι των αναγκών μας. Και με την ελπίδα να συνεχίσουμε να εκπέμπουμε μέσω του πληκτρολογίου μας και να στέλνουμε κωδικοποιημένα μηνύματα στην απέναντι όχθη. 


Τρία βιβλία, συμμετοχές σε συλλογικές εκδόσεις, σμιξίματα με νέους φίλους και βιβλιοπαρουσιάσεις σε διάφορες πόλεις, άπειρες συγκινήσεις και μοναδικές στιγμές. Για όλα όσα αξιώθηκα να βιώσω κοντά σας, ένα ολόκαρδο Ευχαριστώ και όλη μου την αγάπη.

 Καλούς προορισμούς να έχετε στη ζωή σας κι ανθρώπους να σας φιλάνε και να φυλάνε τα όνειρά σας.  

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

«Ποιος είδε άνοιξη καιρό... το φόβο να πλανάται» (*)


Αντί στεφάνων και πρωτομαγιάτικων ευχών, δυο φωτεινά παραδείγματα ξεχωριστών ανθρώπων. Έτσι, για να έχουμε να φωτιζόμαστε στη μουντάδα της φετινής άνοιξης. Και για να μην αγνοούμε το ρόλο, τους αγώνες και την κοινωνική τους προσφορά, σ’ όλα τα ζόρια που τραβάμε τα τελευταία χρόνια.


Η Φωτεινή Βελεσιώτου τραγουδά απ’ το σπίτι της το «Ακορντεόν» του Μάνου Λοίζου για τον απεργό πείνας Ibrahim Gökçek. Ο Ibrahim είναι μέλος του συγκροτήματος Grup Yorum και κάνει απεργία πείνας μέχρι θανάτου, έχοντας ξεπεράσει πλέον τις 300 ημέρες αγώνα. Στις 3 του Απρίλη, η σύντροφός του Helin Bölek έπεσε μάρτυρας ύστερα από 288 ημέρες απεργίας πείνας. Ο Ibrahim Gökçek συνεχίζει αλύγιστος την απεργία πείνας, διεκδικώντας να επιτραπούν οι συναυλίες τους στην Τουρκία. 

Η Φωτεινή δεν λείπει ποτέ από συναυλίες και δράσεις αλληλεγγύης. Την θυμάμαι, χρόνια τώρα, να μας δίνει κουράγιο και να μας κερνάει βραδιές μυσταγωγικές με τις θεσπέσιες ερμηνείες της. «Να προσέχετε ο ένας τον άλλο» μ’ αυτό συνήθιζε να μας αποχαιρετάει, σαν προστατευτική μάνα που ξεπροβοδίζει με στοργή τα παιδιά της. Μετά τις τελευταίες της ερμηνείες μέσα απ’ το σπίτι της, ρίχνει κι αυτή μαύρο και σιωπά. Διεκδικώντας το αυτονόητο. 

«Οι καλλιτέχνες, επαγγελματίες του θεάματος και όλοι οι εργάτες του πολιτισμού έχουν και αυτοί δικαίωμα να ζουν με αξιοπρέπεια και όχι σε συνθήκες εξαθλίωσης. Όλοι όσοι μας ακούτε, στηρίξτε με τη δική σας φωνή τους ανθρώπους του πολιτισμού. ΜΑΥΡΟ ΛΟΙΠΟΝ ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ. Σας ευχαριστώ πολύ από καρδιάς, Φωτεινή Βελεσιώτου».

Το τραγούδι "Ποιος είδε άνοιξη καιρό..." δημιουργήθηκε με την αφιλοκερδή συμμετοχή όλων των καλλιτεχνών και όλα τα έσοδα που θα προκύψουν από το τραγούδι, θα διατεθούν στο Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών "Η Σωτηρία" για την αγορά νοσηλευτικού υλικού.

Οι ηχογραφήσεις & οι λήψεις των ερμηνευτών έγιναν με ερασιτεχνικό τρόπο στο σπίτι τους, κάνοντας πράξη το "ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ"
Στρατάκης Νίκος: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... σοκάκια ερημωμένα / με παραθύρια σφαλιχτά κι αυλές δίχως βεγγέρα
Μαρτσάκης Αντώνης: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... να μη βλογούνται γάμοι / κεριά να μην ανάβουνε, ο Θεός να συγχωρέσει
Σπυριδάκης Δημήτρης: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... (‘κλησιές δίχως ανθρώπους / κι αμοναχό του τον παπά, τα Άγια να βγάνει
Στρατάκης Γιώργος: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... φαμίλιες χωρισμένες / και να δειπνούνε χωριστά, οι γέροι απ' τα κοπέλια
Σαριδάκης Κώστας: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... να μην ανοίγουν πόρτες /στον ξένο στο περαστικό να βρει να ξεδιψάσει
Νίκος & Αντώνης Ξυλούρης: Ποιος είδε άνοιξη καιρό..να μην γελούν κοπέλια /
να μη μαζώνουν κοπελιές, λουλούδια απ' τα χωράφια
Μανωλαράκης Ανδρέας: Ποιος είδε άνοιξη καιρό.. το φόβο να πλανάται / εγώ 'μαι απού τα θωρώ Θε μου ξεμίστευγέ μας 

Καλό Μάη να έχουμε, με επίγνωση της ιστορίας που κουβαλάει αυτός ο μήνας!

[Ο τίτλος προέρχεται απ’ το στίχο του ομώνυμου τραγουδιού]