Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

Καταπληκτικά!

Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα του στη χώρα με τον καταπληκτικό κυβερνήτη, τα καταπληκτικά του έργα και την ακόμα πιο καταπληκτική ποιότητα ζωής. Ο κύριος Τάδε, ένα “τεμάχιο” όπως τον χαρακτήριζαν, πριν χρόνια, στις γερμανικές φάμπρικες, περιφέρεται στους καταπληκτικούς δρόμους της πόλης, με μια μεγάλη σακούλα ανακύκλωσης υπό μάλης. Μετά τις παγωμένες μέρες του χιονιά -Κύριος οίδε πώς δεν τον βρήκαν κοκκαλωμένο στη χαμοκέλα του- η επιστροφή του στην καταπληκτική “κανονικότητα” ήταν μονόδρομος. Σουλάτσο στο δρόμο με τους λογιών λογιών κάδους και αλίευση χρήσιμων αντικειμένων. Ο κύριος Τάδε είναι γρήγορος και πρακτικός. Το έμπειρο μάτι του, αν και θολωμένο απ’ τις κακουχίες, δεν τον πρόδωσε ποτέ. Μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα γραφείου, ένας σαραβαλιασμένος σκελετός κρεβατιού, ένα λιγδιασμένο στρώμα κι ένα σκουριασμένο ερμάριο, ήταν αυτά που κατά καιρούς είχε ξεχωρίσει στα στοιβαγμένα σκουπίδια των καταπληκτικών του γειτόνων.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο κύριος Τάδε έχει επιπλώσει επαρκώς τον καπλαμαδένιο του οικίσκο, στις καταπληκτικές παρυφές μιας ρεματιάς. Σε μια σπιθαμή χωραφιού, προσωρινώς προσφερθείσα απ’ τις δημοτικές αρχές, που ανάλογα τον καιρό, άλλοτε πνίγεται στα λασπονέρια, κι άλλοτε ζέχνει ψοφίμια και καμένα λάστιχα. Εκεί διάγει τον καταπληκτικό του βίο, ο κύριος Τάδε.

Ευθυτενής και χαμογελαστός μπαίνει στο μικρό καφέ της πλατείας, παρατηρώντας με ενδιαφέρον τους λιγοστούς θαμώνες. Κοντοστέκεται κάτω απ΄τη θερμαινόμενη πυραμίδα, τόσο όσο του επιτρέπει ο χρόνος μέχρι να τον αγριοκοιτάξει ο ιδιοκτήτης. Σέρνει αργοκίνητα τα παπούτσια του ένα γύρο στο μαγαζί, κοιτάζει φευγαλέα τις σφολιάτες και τα λαχταριστά κρουασάν μέσα στο θερμοθάλαμο και ρουθουνίζει με ευχαρίστηση τη μυρωδιά του καφέ που σταλάζει αχνιστός σ’ ένα φλιτζάνι. Τα βήματά του είναι βαριά και θορυβώδη. Ένας παρατηρητικός άνθρωπος θα καταλάβαινε πως, σ’ αυτή τη μικρή διαδρομή μέχρι την έξοδο, προπορεύονται τα παπούτσια κι ακολουθούν πιλαλώντας τα πόδια του. Κανείς όμως εκ των θαμώνων δεν ασχολήθηκε μ’ αυτό το αλλόκοτο θέαμα κι έτσι ο κύριος Τάδε αποσύρεται ηττημένος απ’ το προσκήνιο.

Ένα ζευγάρι θεόρατα άρβυλα, ξεχειλωμένα και γδαρμένα, ήταν η λεία της ημέρας. Πόση χαρά πήρε μόλις τα ανέσυρε απ’ τον δημοτικό κάδο με τα είδη ένδυσης και υπόδησης! Του πέφτανε λίγο μεγάλα βέβαια, αλλά για όλα υπάρχει λύση. “Κάποτε θα ήταν στις δόξες τους αυτά τα πατούμενα”, μονολογούσε καθώς παραγέμιζε μ’ εφημερίδες τα κουντεπιέ για να τα φέρει στα μέτρα του. Ικανοποιημένος απ’ το αποτέλεσμα, βγήκε καμαρωτός για την καθιερωμένη του βόλτα, με μια παιδαριώδη διάθεση να δείξει στον κόσμο τα καινούργια του παπούτσια. Είχε αφήσει και τα κορδόνια λυτά, ελπίζοντας, επί ματαίω, πως κάποιος χριστιανός θα του φώναζε “Προσέξτε μην παραπατήσετε, κύριε!

Ο κύριος Τάδε ζει στην καταπληκτική εποχή που η χώρα παράγει ό, τι και πριν εξήντα χρόνια. Πολιτικές φαμίλιες, πέτρες, και οικονομικούς μετανάστες. Μετά από μια καταπληκτική θητεία στις φάμπρικες της Βαυαρίας, επιστρέφει στα πάτρια για να επενδύσει τις οικονομίες του σε μια μικρή επιχείρηση. Στη μεγάλη κρίση με τα μνημόνια και τις απανωτές χρεοκοπίες, αναγκάστηκε να βάλει λουκέτο. Αν είχε το κουράγιο ίσως και να είχε φουντάρει απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού του, πριν το κατασχέσει η τράπεζα. Δεν το έκανε όμως. Διατηρούσε ακόμα μέσα του μικρά αποθέματα ελπίδας.  "Άντε και καλή πατρίδα" ευχόταν επί χρόνια με τους συμπατριώτες του, τους “γκασταρμπάιτερ” όπως τους αποκαλούσαν οι Γερμανοί. Πώς να βάλει λουκέτο σ’ αυτό το όνειρο που τον κράτησε ζωντανό επί χρόνια;

Στην υποτιθέμενη κάμαρά του, κάθεται εξουθενωμένος στην άκρη του στρώματος, βγάζει τα παπούτσια απ’ τα πόδια του, τα στήνει αντίκρυ του, σκύβει και τα παρατηρεί σκυθρωπός. «Χειρότερη φτώχεια είναι η μοναξιά, παιδιά μου. Όλα τ’ αντέχει ο άνθρωπος, εκτός απ’ αυτή τη ρημάδα την αίσθηση πως είναι ανεπιθύμητος». Απόκριση δεν παίρνει, μόνο που τα δυο πελώρια αγριοπάπουτσα γίνονται ορθάνοιχτα στόματα να τον κατασπαράξουν, και τα κορδόνια μαλλιά ξέμπλεκα που ξεχύνονται απ’ τις βρωμερές τρύπες τους.

Στο αυγινό φως της νέας μέρας, ο κύριος Τάδε ξενιτεύτηκε οριστικά και αμετάκλητα. Ποιος να το πίστευε πως από “Προσωρινά φιλοξενούμενος” στη Γερμανία, θα κατέληγε “Άπορος νεκρός” στην πατρίδα;  Άλλο ένα τεμάχιο β’ διαλογής που θα παραχωθεί στο ψυγείο μήπως και βρεθεί συγγενής να το θάψει. Κι ο μόνος καημός του ήταν να μη ταξιδέψει πάλι ανυπόδητος, όπως τότε στην αποβάθρα για το Μόναχο, όταν αναγκάστηκε να δώσει μπαξίσι το ρολόι και τα καινούργια παπούτσια του, σ’ ένα λαμόγιο που τον έβαλε στη λίστα επιβατών. Γι’ αυτό και ο χτεσινός ενθουσιασμός του σαν ανακάλυψε αυτά τα θεόσταλτα άρβυλα, που δεν ήταν παρά το πολυπόθητο εισιτήριό του για τη “γραμμή της ελπίδας(*).  Μετά απ’ την επίγεια κόλαση που έζησε, μπορεί και να του αναλογεί ένας “καταπληκτικός” ουρανός. Μ’ αυτή την ελπίδα έφυγε ξανά. 

Artwork: Vincent Van Gogh  “A Pair of Shoes”

(*) Έτσι έλεγαν οι μετανάστες την αποβάθρα (υπ’ αριθμ. 11) όπου τερμάτιζαν τα τρένα που τους μετέφεραν από Αθήνα ή Θεσσαλονίκη στο Μόναχο. Τα ταξίδια αυτά χαρακτηρίζονταν ως “μεταφορές” απ’ τους Γερμανούς.  Και οι άνθρωποι ως “τεμάχια”.



Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Γάντια εξ ουρανού

 


Τον θυμάμαι νέο, με μαλλιά κατράμι, ψηλό ανάστημα και ζωηρό βλέμμα. Μετράει χρόνια παρουσίας στο κεντρικό φανάρι μιας μεγάλης διασταύρωσης κι οι μέρες που έβρισκε ένα υποτυπώδες μεροκάματο σα χαμάλης στα σπίτια της περιοχής, πέρασαν ανεπιστρεπτί. Στη στενή νησίδα ανάμεσα στα δύο ρεύματα, εκεί είναι το μόνιμο στασίδι του. Στις μεταλλικές εγκοπές της διαχωριστικής μπάρας κρέμεται κάθε πρωί μια πλαστική σακούλα με το βιός του. Ένα μπουκαλάκι νερό και λίγα πακέτα χαρτομάντηλα. Οι κινήσεις του σταθερές σαν καλοκουρντισμένη μηχανή που κινείται ασταμάτητα. Στο ένα χέρι κρατάει χαρτομάντηλα και με το άλλο χτυπάει ελαφριά το μέρος της καρδιά του. Σαν ένα βουβό “ευχαριστώ” στους ελάχιστους αγοραστές της πραμάτειας του, αλλά και στους υπόλοιπους που προσπερνούν αδιάφοροι. Με τα χρόνια άσπρισαν οι κρόταφοί του, κύρτωσε το σώμα του και τα μάτια του γινήκανε δυο θολές λίμνες, κουρασμένες κι απόκοσμες.

«Αλή με λένε», μας είπε χαρούμενος ένα κυριακάτικο πρωινό που σταματήσαμε για λίγο στο πόστο του και πιάσαμε την κουβέντα. Τα λειψά ελληνικά του καθόλου δεν δυσκόλεψαν την επικοινωνία μας, γιατί ξέρει να μιλάει άπταιστα με τα χέρια και την καρδιά του. «Τρία παιντιιά στο πατρίντα, Αλή αγκαπάει πολύ παιντιά. Εφκαριστό, εφκαριστό πολύ». Ξαναγύρισε στη θέση του γνέφοντας ένα ύστατο “ευγνωμονώ”, με τη παλάμη να πάλλεται πάνω στ’ αριστερό του στήθος.  Χαμογέλασε και φώτισε ξαφνικά η μέρα μας. Πόσο παράδοξη αυτή η σκηνή, ν’ ανακαλύπτεις το πιο εκφραστικό χαμόγελο που υπάρχει, ν’ αναδύεται σ’ ένα εύθραυστο πρόσωπο που έχει μαθητεύσει στη θλίψη.

Όση ώρα περιμένω να περάσει η επόμενη φουρνιά αυτοκινήτων για να πλησιάσω τη γνώριμη φιγούρα του, αναρωτιέμαι αν θα ξεπροβάλλει, σήμερα, πρόθυμο χέρι από κανένα κατεβασμένο παράθυρο. “Μ’ αυτό το ψωφόκρυο, αποκλείεται!” στοιχηματίζω με τον εαυτό μου. Το δελτίο καιρού στο ραδιόφωνο επικαλύπτει τις ισχνές αντιστάσεις μου, υπενθυμίζοντάς μου αυστηρά πως ο φονικός χιονιάς επελαύνει απειλητικός στη χώρα. Και πως επιβάλλεται να είμαι επιφυλακή, να προσέχω, να μην κυκλοφορώ ασκόπως, να αποφεύγω συναθροίσεις γιατί καραδοκεί μια υπομετάλλαξη, της κύριας μετάλλαξης, του αρχικού ιού και πως  καλό θα ήταν να κοιτάω το τομάρι μου και μόνο, στα πλαίσια της ατομικής ευθύνης. Αρχίζει να χιονίζει…

Επανέρχομαι έντρομη στην πραγματικότητα. Προσπαθώ να ξεχωρίσω από μακριά τι φοράει σήμερα, να έχει ρίξει άραγε κάτι ζεστό πάνω του; Το γνωστό διαφημιστικό μπουφάν που έχει γεράσει κι αυτό μαζί του. Πρέπει να είναι πάντως από γερό πανί, τόσους χειμώνες και τέτοιο αγιάζι που έχει περάσει πάνω στο βασανισμένο σκαρί του Αλή. Με ανακούφιση διακρίνω κι ένα σκούφο στο κεφάλι του. Την προσοχή μου τραβάνε οι μπλε πλαστικές σακούλες που έχει καλύψει τα χέρια του για να τα προφυλάξει απ’ την παγωνιά. Γύρω απ’ τους καρπούς έχει τυλίξει από ένα λαστιχάκι για να συγκρατεί τα αυτοσχέδια “γάντια” του. Φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν αυτά σε κάθε ριπή του αέρα. Υποκλίνομαι στην ευρηματικότητα που γεννάει η ανάγκη. Για να ξεπεράσω το αίσθημα ντροπής που με κατακλύζει, ετοιμάζω τα κέρματα που θα του δώσω μόλις πλησιάσω κοντά του.

Μεσολαβούν αρκετά αυτοκίνητα ακόμα και, προς επίρρωση των δυσοίωνων προβλέψεών μου, παρατηρώ πως κανένα χέρι δεν ξεπροβάλλει για ν’ αγοράσει ένα πακέτο απ’ τα χαρτομάντηλά του. Κανένα τζάμι δεν χαμηλώνει μπροστά του. Κανένα βλέμμα δεν καταδέχεται να πέσει πάνω του. Σαν να είναι διάφανος. Ξάφνου, μια πύρινη ηλιαχτίδα ξεπροβάλλει απ’ τον συννεφιασμένο ουρανό και φωτίζει τη σκηνή. Σαν προβολέας από έναν επουράνιο σκηνοθέτη, αόρατο στο γήινο μάτι, υπαρκτό ωστόσο για όσους πιστεύουν στα μικρά επίγεια θαύματα.

Ακούγεται το χειρόφρενο από ένα αυτοκίνητο στην αρχή της ουράς.  Ένας άντρας βγαίνει στο δρόμο και κάνει νόημα στον Αλή να έρθει κοντά του. Του δίνει μια πλαστική σακούλα απ’ τον κοντινό φούρνο, του αφήνει στο χέρι ένα χαρτονόμισμα κι ένα χάρτινο ποτήρι που αχνίζει, και τον χαιρετάει ευγενικά. Πριν μπει στο αυτοκίνητο, ξαναγυρνάει σαν να ξέχασε κάτι. Ο Αλή γυρίζει προς το μέρος του παραξενεμένος. Οι δύο άντρες διασταυρώνουν τις ματιές τους. Το φανάρι έχει γίνει πράσινο κι απ’ τα πίσω αυτοκίνητα ακούγονται κορναρίσματα. Ο άντρας βγάζει τα γάντια του και τα δίνει στον έκπληκτο Αλή. Ένα χτύπημα στον ώμο και ξαναμπαίνει βιαστικός στο αυτοκίνητο. Η σκηνή ξεπαγώνει και η κίνηση επανέρχεται στους γνώριμους ρυθμούς της.

Ο ουρανός ξαναντύνεται τα μουντά του χρώματα κι εκείνη η απρόσμενη ηλιαχτίδα που εμφανίστηκε καταμεσής του χιονιά, είναι ακόμα ριγμένη πάνω στον Αλή. Μέχρι να ξανανάψει το επόμενο κόκκινο φανάρι, έχει το βλέμμα του υψωμένο σ’ αυτή την ξέφωτη λωρίδα που φτάνει ως τον ουράνιο θόλο. Τα μάτια του είναι υγρά, κι αν δεν είχε τόση παγωνιά, ίσως να κυλούσαν τα δάκρυά του.

Τουλάχιστον έχει τα χέρια του προφυλαγμένα. Τουλάχιστον υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που ακουμπούν το χέρι τους σ’ έναν απεγνωσμένο ώμο. Τουλάχιστον υπήρξαν αυτοί οι λίγοι που κράτησαν ενός λεπτού σιγή στο δράμα του ξεριζωμένου συνανθρώπου. Τουλάχιστον κρυώνω λιγότερο σήμερα…  

 

artworks : buckhead1111

 


 Το κείμενο φιλοξενήθηκε στον ιστότοπο ΑΤΕΧΝΩΣ

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Οι ευεργετικές ιδιότητες της σόδας

«Πώς εξαφανίζετε τοπικό λίπος με μαγειρική σόδα», έγραφε ο τίτλος του άρθρου. Αμέσως βάλθηκε να ετοιμάσει το μαγικό φίλτρο που, ίσως, να τη λύτρωνε απ’ την κυτταρίτιδα που κουβαλούσε παιδιόθεν. Δεν πρόσεξε η τρελή, πως το κείμενο αναφερόταν στα μάτια της κουζίνας.

«Το μόνο που αξίζει πάνω σου, είναι τ’ αμυγδαλωτά σου μάτια, αγάπη μου». Το μοναδικό ξεροκόμματο φιλοφρόνησης που, ενίοτε, της πέταγε η μητέρα της. Κι ήταν το μοναδικό σημείο πάνω της, που η Γωγώ δεν ντρεπόταν. Κι ας ήταν δυο μελαγχολικές λίμνες, μονίμως βουρκωμένες απ’ την απογοήτευση και την παραίτηση. Η μητέρα ήταν όλος ο κόσμος της, οικογένεια, φίλη και σύμβουλος. Ο πατέρας της έλειπε συχνά απ’ το σπίτι, «για δουλειές κοριτσάκι μου», της έλεγε όταν ήταν μικρή, αργότερα βέβαια κατάλαβε πως είχε παραδοθεί αμαχητί στη σκληροτράχηλη Βανέσα, τέως εστεμμένη ασήμαντων καλλιστείων και νυν παραφουσκωμένη μεσήλικας με παλιμπαιδίζουσες συμπεριφορές. Ήταν συνειδητή επιλογή να παίξει το ρόλο της φίλης, και όχι της μητέρας, όταν βρέθηκε μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Κι ας την προειδοποιούσαν όλοι πως αυτό το ανακάτεμα των ρόλων δεν θα βγει σε καλό.

«Ανακατεύετε μια κούπα σόδα, με ξύδι και χυμό λεμονιού. Τρίβετε επίμονα με σφουγγάρι, κι αφήνετε για λίγο. Ξεβγάζετε με ζεστό νερό». Ως εκεί διάβασε. Ετοίμασε το κατάπλασμα κι άρχισε να τρίβει με λύσσα τα μπούτια της. Σαν να είχε βαλθεί να ξεκολλήσει απ’ το δέρμα της όλα τα επικριτικά σχόλια που κουβαλούσε το εικοσάχρονο κορμί της. «Πώς θα βγεις στην παραλία έτσι που είσαι, βρε, μάτια μου; Πώς θα βάλεις  ένα κολλητό φορεματάκι; Κι άμα γεννήσεις και γεμίσεις ραγάδες, άντε να συμμαζευτείς μετά. Μα τίποτα δεν πήρες από μένα;»

Tίποτα δεν έγινε. Τα έγδαρε στο τρίψιμο, μέχρι που μάτωσαν και γέμισαν πληγές. Τα ξέπλυνε με νερό και κοιτάχτηκε έντρομη στον καθρέφτη. Το κορμί της έμοιαζε γέρικο σκαρί, παραδομένο να το κουρσέψουν οι ενοχές και η αυτολύπηση. Με την αυτοπεποίθησή της κατακερματισμένη, συμμάζεψε τα σύνεργα της αποτυχημένης απόπειρας, έριξε στο νιπτήρα το ζουμί που  περίσσεψε, κι ανακάλυψε έκπληκτη τη χρησιμότητά του, όταν είδε το σιφόνι ν’ αφρίζει και να ξαναγίνεται γυαλιστερό και πεντακάθαρο από κηλίδες και βρομιές.

Επί ώρες αναποδογύριζε μανιασμένη τα συρτάρια, ξεκλείδωνε αμπαρωμένα όνειρα, έψαχνε κλεμμένα χρόνια, αγχωμένα καλοκαίρια, κι όλο έτρεχε να σωθεί απ’ τη μητρική ιαχή «Πώς ξεχείλωσες έτσι, βρε, αγάπη μου;» Αδυνατιστικές κρέμες, μαγικά χάπια που κόβουν την όρεξη, μαντζούνια θαυματουργά και παχύρευστοι ζελέδες, έγιναν ένας μπόγος πάνω στο κρεββάτι της. Αργά τη νύχτα τα κήδεψε στον κάδο σκουπιδιών. Προς στιγμή μόνο, ένιωσε το λυγρό αποχωρισμό απ’ τη μητέρα της. Ο μπόγος αιωρήθηκε για δευτερόλεπτα πάνω απ’ τη  σιδερένια χοάνη, μέχρι που ρίχτηκε μ’ έναν ταφικό σπαραγμό:

«Ευχαριστώ που δεν σου άρεσα, μαμά!»

Τίναξε χαιρέκακα τις παλάμες της, σαν να ξεφορτώθηκε ένα σιχαμερό κουφάρι. Ξημέρωμα μιας νέας μέρας κι ένιωθε πανάλαφρη κι απελευθερωμένη απ’ τα βαρίδια του παρελθόντος. Σαν να καθάρισε επιτέλους τους λεκέδες που μαύριζαν την ψυχή της. Θυμήθηκε τον παφλασμό της σόδας στο σιφόνι του μπάνιου. «Τελικά έχει θεαματικά αποτελέσματα», σκέφτηκε. Θα την χρησιμοποιώ τακτικά…

(Ένα χρόνο μετά, η Γωγώ συμμετείχε στην καμπάνια «Αγαπώ το σώμα μου»)

[οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το pinterest]

-------------------------------------------------------------------------------

To κείμενο συμμετείχε στο δεύτερο κύκλο του δρώμενου «Τα γνωμικά εμπνέουν» που οργανώνει και φιλοξενεί στο ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ η Mary Pertax.

Ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου την οικοδέσποινα, για την έμπνευση, τη διοργάνωση και τις φροντίδες της! Ευχαριστώ και τους φίλους που το αγκάλιασαν και του χάρισαν τη διάκριση! 

Εύχομαι γρήγορη συμφιλίωση με όσα βαραίνουν την ψυχή μας!


 

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Η επιστροφή της Κοκκινοσκουφίτσας


«Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις έχουν περικυκλώσει τη δύσβατη ορεινή περιοχή, γύρω απ’ το σημείο που βρέθηκε η σορός του εξαφανισμένου θεατρικού επιχειρηματία». Ο ανταποκριτής του καναλιού επιδίδεται σε μια δραματουργική αφήγηση μπροστά στο μικρόφωνο, δείχνοντας με το ελεύθερο χέρι του πλάνα απ’ το απόμερο μονοπάτι. Λίγες ώρες νωρίτερα, ένας διερχόμενος κυνηγός είχε έρθει αντιμέτωπος με το αποτρόπαιο θέαμα. Η λεζάντα στο κάτω μέρος της οθόνης κορυφώνει το μυστήριο: «Έγκλημα ή ατύχημα;»

Ο Σπύρος Iγνατιάδης, αυτοδημιούργητος θεατρικός επιχειρηματίας -όπως συνήθιζε να αυτοπροσδιορίζεται- είχε εξαφανιστεί πριν από είκοσι μέρες, στη διάρκεια διήμερης εκδρομής του στην ορεινή Κορινθία. Μετά την άφιξή του σε πολυτελές ξενοδοχείο της περιοχής, παράτησε τις αποσκευές του στο σαλόνι της σουίτας κι επέστρεψε στη ρεσεψιόν για να κάνει κράτηση στο πακέτο χαλάρωσης που προσφερόταν εκείνο το διήμερο. Ο ευγενικός υπάλληλος τού πρόσφερε το ποτό υποδοχής, ένα ζεστό αφέψημα με βότανα της περιοχής, “που χαλαρώνει τον οργανισμό και τον προετοιμάζει για τη θεραπευτική συνεδρία”, όπως τον ενημέρωσε. Εν συνεχεία, πληκτρολόγησε στην οθόνη του υπολογιστή του το ραντεβού:

«Κάνω κράτηση για ένα άτομο;»

«Για δύο».

Ο υπάλληλος, όπως ο ίδιος δήλωσε μετέπειτα στην αστυνομία, τον κοίταξε απορημένος. Ο τύπος είχε έρθει μόνος του, τα στοιχεία που έδωσε ήταν τα προσωπικά του και μόνο, δεν ανέφερε ότι περίμενε συντροφιά, ωστόσο όλες οι κρατήσεις που έκανε, ήταν για δύο άτομα. Δωμάτιο, πακέτο ιαματικής θεραπείας, δείπνο στην αίθουσα πάνω απ’ τις απόκρημνες πλαγιές με τα έλατα και πρωινό στο δωμάτιο για την επόμενη ημέρα, πριν την αναχώρησή του.

«Το τελευταίο που θυμάμαι απ’ τη σύντομη επαφή μας, ήταν πως δέχτηκε ένα μήνυμα στο κινητό του που το διάβασε ενόσω εγώ πληκτρολογούσα τα στοιχεία του. Πρέπει να τον αναστάτωσε… Γενικά πάντως, είχε απόκοσμο βλέμμα, σαν να ήταν υπό την επήρεια ουσιών. Εν συνεχεία, απομακρύνθηκε βιαστικά, λέγοντάς μου: ²Πάω να παραλάβω τη φίλη μου. Τα λέμε σε καμιά ωρίτσα²».

Το επιδεικτικό μαρσάρισμα του διθέσιου αυτοκινήτου του, αντήχησε σαν βρυχηθμός θηρίου που αναστάτωσε την ηρεμία της φύσης. Ένα σμήνος αγριοπούλια φτερούγισαν φοβισμένα απ’ τα ελατόκλαδα που είχαν φωλιάσει. Ο υπάλληλος της ρεσεψιόν έστρεψε θορυβημένος το κεφάλι του στη μεγάλη τζαμαρία που έβλεπε στην είσοδο του ξενοδοχείου. Το ασημί σπορ αμάξι χύμηξε  με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο στενό μονοπάτι, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης πίσω του. «Τι αντιπαθητική ύπαρξη, Θεέ μου!... Σαν μανιασμένη σφίγγα που αναζητάει το θύμα της. Ποιος ξέρει πού θα μπήξει το κεντρί της!» σκεφτόταν αφηρημένος, μέχρι που ο ενοχλητικός εισβολέας χάθηκε απ’ το οπτικό και το ακουστικό του πεδίο.

Στη σουίτα του ξενοδοχείου δεν βρέθηκαν παρά προσωπικά του αντικείμενα ένδυσης και καλλωπισμού. Κανένα έγγραφο ή ηλεκτρονική συσκευή που θα βοηθούσε τις έρευνες. Η κράτηση είχε προπληρωθεί με τραπεζική συναλλαγή. Το κινητό του τηλέφωνο ήταν απενεργοποιημένο, λίγη ώρα μετά την εξαφάνισή του. Η διεύθυνση του ξενοδοχείου, θορυβημένη απ’ την αργοπορία, που όσο περνούσε η ώρα εξελίχθηκε σε εξαφάνιση του πελάτη τους, και μετά από αρκετές ανεπιτυχείς προσπάθειες να επικοινωνήσουν μαζί του, κατέφυγε στην αστυνομία. Ήταν λίγο πριν το ξημέρωμα της Κυριακής, όταν έγινε το πρώτο τηλεφώνημα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Οι αρχικές καθησυχαστικές εικασίες του αξιωματικού υπηρεσίας, πως ο “αγνοούμενος πελάτης” θα είχε κατέβει στο χωριό και θα ξεσάλωνε σε κανένα ταβερνάκι με την παρέα του, επιδεινώθηκαν σε ανησυχία και φόβο, για να καταλήξουν τις επόμενες ώρες, να σταλούν εντολές για έρευνα στα τριγύρω χωριά, αλλά και στα γραφεία της Γενικής Ασφάλειας στην Αθήνα, για να ειδοποιηθούν οι οικείοι του και να ξεκινήσουν οι σχετικές ανακρίσεις.

~//~

Σπύρος Ιγνατιάδης. Σαράντα τριών ετών. Έμενε μόνος του σε πολυτελές διαμέρισμα στη Γλυφάδα, ωστόσο είχε στην κατοχή του άλλες δύο κατοικίες, ένα στούντιο στο κέντρο της πόλης και παραθαλάσσιο εξοχικό σε απόμερη τοποθεσία έξω απ’ το Σέσι.  Η μικρή θεατρική σκηνή που διατηρούσε τα τελευταία χρόνια, δεν δικαιολογούσε την οικονομική του εκτόξευση, αφού φιλοξενούσε ολιγομελείς ομάδες ανερχόμενων ηθοποιών που, ουσιαστικά, έκαναν την πρακτική τους ως απόφοιτοι δραματικών σχολών. Οι παραστάσεις δίνονταν με λίγους θεατές και με συμβολικό εισιτήριο, ωστόσο ο Ιγνατιάδης δήλωνε αποφασισμένος να διατηρήσει ανοιχτό αυτό το “μικρό εργαστήρι τέχνης”, όπως με καμάρι το αποκαλούσε. Με τον καιρό, απέκτησε τη φήμη της “Θεατρικής Σχολής”, αφού ξεκίνησαν εξειδικευμένα σεμινάρια υποκριτικής και σκηνοθεσίας, ομιλίες από διάσημους ηθοποιούς και θεατρικές παραστάσεις με αυτοσχεδιασμούς σε διάφορα είδη, ακόμα και στο παιδικό θέατρο. Ανά τακτά διαστήματα γίνονταν ακροάσεις από μεγάλα ονόματα στο χώρο του θεάματος, με στόχο να βρεθούν “νέοι απόφοιτοι, με ταλέντο και όρεξη για δουλειά, για να στελεχώσουν τηλεοπτική σειρά, πολύ ακριβής παραγωγής και υψηλών απαιτήσεων”. Αν και κανένα παιδί απ’ όλα αυτά που πέρασαν ακρόαση δεν έπαιξε ποτέ και πουθενά, απεναντίας κάποια εγκατέλειψαν το χώρο ή αναζήτησαν αλλού μεροκάματο κι ας μην ήταν σχετικό με τις σπουδές τους.

~//~

Ο ιατροδικαστής κάλυψε το πρόσωπο της κοπέλας, το ίδιο χλωμό  με το σεντόνι που είχαν ρίξει πάνω της. Ήταν μια Κυριακή, πριν από έξι μήνες, και το θύμα ήταν άλλη μια ανερχόμενη “Κοκκινοσκουφίτσα”, που της ζητήθηκε να ξεκινήσει απ’ αυτό το ρόλο στις παιδικές παραστάσεις του θεάτρου, “γιατί διέθετε ένα εκρηκτικό μείγμα”, όπως τη διαβεβαίωνε ο μέντοράς της. “Γοητευτική παιδικότητα, συνδυασμένη με σαγηνευτική γυναικεία ομορφιά”. Κι έτσι κάθε Κυριακή, η Κοκκινοσκουφίτσα ξεκινούσε για το δάσος κι ας ήξερε πως, μετά την παράσταση, την περίμενε ο κακός λύκος για να την τιμωρήσει για τα εκφραστικά της  λάθη, να την ταπεινώσει για τη μέτρια ερμηνεία της, αλλά και για να της υποσχεθεί επαγγελματικούς παραδείσους αν αφηνόταν σε… “πιο ακραίες μορφές έκφρασης”. Οι αντοχές της κοπέλας εξαντλήθηκαν γρήγορα, δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν, κλείστηκε στον εαυτό της, κατέφυγε σε ουσίες για να κατευνάσει τους εφιάλτες της και, στην τελευταία της παράσταση, κατέρρευσε επί σκηνής. Όπως ήταν επόμενο, ο κακός λύκος δεν εμφανίστηκε εκείνη τη μέρα στη σκηνή, φόρεσε το αγγελικό προσωπείο του αγαπημένου και ανυποψίαστου ηθοποιού, αντάλλαξε λίγες κουβέντες στα μουλωχτά με τον Ιγνατιάδη, έδωσαν τα χέρια κι έγινε άφαντος.

~//~

«Θάνατος λόγω λήψης ικανής ποσότητας ψυχοτρόπων ουσιών. Ο χρόνος κατάποσης τοποθετείται μία ώρα περίπου, πριν την κατάληξη του θύματος.  Λίγα λεπτά δηλαδή, μετά την έναρξη της θεατρικής παράστασης στην οποία συμμετείχε». Ο θρήνος για την αδικοχαμένη νεαρή ηθοποιό, κατευνάστηκε απ’ τα δημοσιογραφικά λαγωνικά που ερεύνησαν ενδελεχώς το περιβάλλον της και αποφάνθηκαν πως έπασχε από σπάνια ψυχική διαταραχή, “που μοιραία την οδήγησε στην αυτοχειρία”.

~//~

Ο ιατροδικαστής κάλυψε με το λευκό σεντόνι το κατακρεουργημένο απ’ τα τσακάλια πρόσωπο του νεκρού  και σημείωσε στο υπηρεσιακό του φυλλάδιο: «Ο θάνατος επήλθε προ εικοσαήμερου, κατά το διάστημα δηλαδή που είχε δηλωθεί η εξαφάνισή του. Ενδεχομένως είχε προηγηθεί υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ουσιών, μη ανιχνεύσιμων όμως στον οργανισμό του, λόγω της προχωρημένης σήψης, αλλά  και της κατασπάραξης μεγάλου τμήματος της σορού, από διερχόμενα σαρκοφάγα θηρία. Η υπόνοια κατανάλωσης μεγάλης ποσότητας αλκοόλ από το θύμα, ενισχύεται απ’ τη μαρτυρία του υπαλλήλου που είχε συνδιαλλαγεί μαζί του, λίγο πριν αναχωρήσει απ’ το ξενοδοχείο. “Έφυγε τρεκλίζοντας”, κατέθεσε συγκεκριμένα ο υπάλληλος. Το σημείο που εντοπίστηκε η σορός, είναι ιδιαιτέρως απρόσιτο και αποτελεί μια φυσική βραχώδη κοιλότητα (σπήλαιο), καλυμμένη από θάμνους και αγριόβατα. Εξ’ ου και πιθανολογείται ότι το θύμα κατέληξε σε διαφορετική τοποθεσία και όχι στο σημείο που εντοπίστηκε. Πιθανόν και να σύρθηκε στο κοίλωμα αυτό, απ’ τα θηρία που τον κατασπάραξαν. Οι ακραίες καιρικές συνθήκες των τελευταίων ημερών και οι μεταβολές που έχει υποστεί  η μορφολογία του εδάφους, δεν επιτρέπουν περαιτέρω ασφαλή συμπεράσματα. Ουδέν άλλο στοιχείο ανευρέθηκε εκ της ιατροδικαστικής έρευνας».

~//~

«Η Κοκκινοσκουφίτσα πήρε πάλι το καλαθάκι της κι αναζητάει εκδίκηση. Ήρθε η ώρα να κάνει την εμφάνισή του κι ο κακός λύκος. Το δάσος και η γιαγιά σε περιμένουν. Αν αργήσεις, θα πέσει οριστικά η αυλαία στη ζωή σου. Στο υπόσχομαι». Το μήνυμα αυτό ανασύρθηκε απ’ τις επαφές του εκλιπόντος και μετά από εισαγγελική εντολή στην εταιρεία κινητής τηλεφωνίας. Ωστόσο προερχόταν από καρτοκινητό αλλοδαπής προέλευσης και ο κάτοχός του δεν εντοπίστηκε ποτέ. Καταγράφηκε μία ακόμα κλήση, απ’ το ίδιο νούμερο, προφανώς για να οριστεί το σημείο συνάντησης.  Οι αρχές γάζωσαν την περιοχή, πήραν καταθέσεις απ’ τους λιγοστούς κατοίκους των κοντινών χωριών, αλλά δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν κανένα στοιχείο που θα έριχνε φως στην υπόθεση. Το μόνο που ανακάλυψαν ήταν πως το θύμα είχε κλείσει ραντεβού στο συγκεκριμένο χειμερινό θέρετρο με την Έρση Μιχαηλίδου, νεαρή καλλιτέχνιδα, για να περάσουν συντροφιά το διήμερο. Η πολύωρη ανάκρισή της στα κεντρικά της Ασφάλειας, δεν έβγαλε κανένα λαβράκι, αφού η κοπέλα είχε ακλόνητο άλλοθι και ήταν κατηγορηματική στην κατάθεσή της.

«Όλα τα κανόνισε ο Σπύρος. Του είχα πει ότι εκείνη την εβδομάδα θα βρισκόμουν στον τόπο καταγωγής μου και θα επισκεπτόμουν τους γονείς μου. Μου πρότεινε ένα αξέχαστο σαββατοκύριακο σε πεντάστερο ξενοδοχείο που έχουμε στην περιοχή. Δέχτηκα με μεγάλη χαρά, αφού ήταν ένας άνθρωπος που εκτιμούσα και θαύμαζα πολύ. Ορίσαμε ένα ραντεβού στην πλατεία του χωριού, απ’ όπου θα με παραλάμβανε το μεσημέρι του Σαββάτου. Τον περίμενα μέχρι αργά το βράδυ στο καφενείο τoυ κυρίου Παντελή. Βρήκα μάλιστα και μια παρέα συγχωριανών μου και κάθισα μαζί τους, περιμένοντάς τον να φανεί. Προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του, αλλά το τηλέφωνό του ήταν απενεργοποιημένο. Το μόνο που σκέφτηκα πριν επιστρέψω στο πατρικό μου, ήταν ότι το μετάνιωσε και με παράτησε στα κρύα του λουτρού. Πού να φανταστώ το κακό που τον βρήκε;

»Ναι, ομολογώ πως ήμουν γοητευμένη και είχα κάνει όνειρα για μια σχέση μαζί του. Θα με βοηθούσε, όπως μου έλεγε, και στα επαγγελματικά μου σχέδια. Όλα έδειχναν τόσο παραμυθένια... Είμαι συγκλονισμένη μ’ αυτό που έγινε!»

~//~

«Αχ βρε παλιόλυκε, άδικα προσπαθείς να ξεφύγεις. Κανείς δεν θα σ’ ακούσει σ’ αυτή την ερημιά, τα δυο μας είμαστε, εσύ κι εγώ. Κι αν συνεργαστείς και μ’ αφήσεις να σ’ εξημερώσω, θα γίνεις ένα άκακο αιλουροειδές. Γονάτισε εδώ! Στα πόδια μου. Όπως γονάτιζες τα παιδιά μπροστά στα σκέλια σου. Το μεγαλοβοτάνι θα κάνει τη δουλειά του, αργά και βασανιστικά. Το ρόφημα που ήπιες πριν λίγη ώρα, ήταν ό,τι πιο χαλαρωτικό βγάζει ο τόπος μας. Μόνο που το δικό σου το περιποιηθήκαμε ιδιαιτέρως.

Στο είπε άλλωστε κι ο υπάλληλος στο ξενοδοχείο, ο καλός μου ανιψιός, να τον έχει ο Θεός καλά που βοήθησε σ’ αυτή την παράσταση. Η Κοκκινοσκουφίτσα μου θα έρθει να σε πάρει σε λίγο. Κι εσύ θα βλέπεις, αλλά δεν θα μπορείς ν’ αντιδράσεις. Όπως κι εκείνη. Η πιστή της φίλη η Έρση, έπαιξε τον πιο μεγάλο ρόλο στη ζωή της. Σπουδαία ηθοποιός, ε; Μαζί θα σε πετάξουμε βορά στα θηρία. Όπως έκανες με την εγγονή μου. Ν’ αναπαυτεί η ψυχούλα της εκεί που την έστειλες, βρωμερό κτήνος!»

* * * * * * * * * * * * * * * * * * * *

 Επίλογος: Κανείς εκ των οικείων του δεν εμφανίστηκε πρόθυμος να συνδράμει τις αρχές για περαιτέρω έρευνες σχετικά με τις συνθήκες θανάτου του Ιγνατιάδη. Η σχολή σφραγίστηκε λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση της εξαφάνισής του. Η αστυνομία έκλεισε το φάκελο, μετά και από παρεμβάσεις υψηλά ιστάμενων παραγόντων.



[Ήταν η συμμετοχή μου στον πρώτο κύκλο της “Μίνι Σκυτάλης”, ένα υπέροχο παιχνίδι με εικόνες και κείμενα, που οργανώνει η Μary Pertax στη ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ της. Ευχαριστώ τους φίλους σκυταλοδρόμους για την κοινή μας πορεία στο δρώμενο, κυρίως όμως την Μαίρη που μας προσφέρει σταθερά τον βατήρα εκκίνησης για δημιουργικές αποδράσεις και συλλογικές δουλειές. Καλή συνέχεια!]

 

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

ΑΔΑ

 


-Τη ζωή τη μετράμε στις στιγμές που μάς κόβεται η αναπνοή, αγαπητέ μου!

-Είστε σίγουρα καρδιολόγος;

-Ας πούμε ότι είμαι φιλόσοφος καρδιολόγος.  

-Καρδιογράφημα είν’ αυτό που κάνουμε;

-Φυσικά!

-Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο μηχάνημα. Ο προηγούμενος γιατρός μού έβαζε κάτι βεντουζίτσες…

-Απαρχαιωμένο! Αυτό είναι ένα τελευταίας τεχνολογίας μηχάνημα, με αισθητήρες που καταγράφουν το ιστορικό των παλμών σας.

-Σοβαρά;

-Εντός ολίγου θα το δείτε κι εσείς εκτυπωμένο.

-Εγώ; Τι να καταλάβω εγώ απ’ αυτά; Εσείς να το δείτε, να μου πείτε αν η καρδιά μου δουλεύει ρολόι.

-Μα σας είπα, το ζητούμενο είναι να διακόπτεται, στιγμιαία, η λειτουργία της. Αυτό εξετάζουμε απόψε.

-Δηλαδή, πρέπει να έχω πάθει συγκοπές για να βγει καλή η εξέταση; Ανήκουστο!

-Μα αγαπητέ μου, σκεφτείτε λίγο με την καρδιά σας.

-Εγώ, γιατρέ, την καρδιά την έχω για ν’ ανασαίνω.

-Κρίμα! Είναι σαν να διαθέτετε ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο για ράλι, κι εσείς το κάνετε γύρους στο τετράγωνο, με πρώτη και δεύτερη.

-Τελικά, είστε καρδιολόγος, φιλόσοφος, ή μηχανικός αυτοκινήτων;

-Λυπάμαι αν δεν καταλαβαίνετε, αλλά έχω ασθενείς έξω που περιμένουν. Έλεγα, λοιπόν, ότι η αδιάλειπτη λειτουργία ενός οργάνου, δεν αφήνει περιθώριο για αναβάθμιση…

-Αναβάθμιση; Λάπτοπ είμαι;

-Σαν ένας υπολογιστής, σωστά! Κάπως έτσι λειτουργεί κι ο άνθρωπος. Θέλει μια ψυχολογική επανεκκίνηση, αλλιώς είναι καταδικασμένος στο μαρασμό και, μοιραία, στην απόσυρση.

-Αφήστε το, ντύνομαι και φεύγω!

-Κι ό,τι εκτυπώθηκε το ιστορικό των κομμένων αναπνοών σας.

-Μα, αυτά είναι αρνητικά φωτογραφιών. Φιλμ με τραβήξατε; Κρίμα τις συστάσεις που μου έδωσαν για εσάς! Τι χρωστάω;

-Πληρώνετε στη γραμματέα μου. Ορίστε και η εξέτασή σας.

-Δεν τη θέλω. Πετάξτε την!

-Σας ανήκει. Πετάξτε την εσείς, αν θέλετε. Εγώ πάντως θα σας συμβούλευα να κάνετε μια επαναληπτική σ’ ένα χρόνο, και αφού θα έχετε εκτεθεί σε τακτικές ΑΔΑ.

-Τι είν’ αυτό;

-Αναζωογονητικές Διακοπές Αναπνοής.

-Kαληνύχτα σας… κύριε φιλόσοφε. Γιατί γιατρός μια φορά, δεν είστε!

~ // ~

Την τελευταία φράση την ψιθύρισε, καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα. Στο διάδρομο διασταυρώθηκε με την επόμενη ασθενή. Αν δεν φορούσαν μάσκες, θα ορκιζόταν πως γνωρίζονται. Η αύρα που άφησε πίσω της, του φάνηκε γνώριμη. Την άκουσε να καλησπερίζει τον γιατρό. Εκείνος πλήρωσε την ευγενική υπάλληλο, παρέλαβε τον φάκελο κι ορκίστηκε πως  θα τον πετάξει στον πρώτο κάδο που θα συναντούσε στο δρόμο.

Όρμησε βιαστικά στο σπίτι. Άπλωσε τα λιγοστά φιλμ κάτω απ’ το φωτιστικό του γραφείου. Στο πρόσωπό του εναλλάσσονταν το χαμόγελο, η  λύπη, η νοσταλγία και η αποστροφή.

«Η Ελένη»

«Όταν πέρασα πανεπιστήμιο»

«Όταν με προσλάβανε στην τράπεζα»

«Όταν πήρα προαγωγή»

«Όταν κέρδισα το λαχείο»

«Το γλέντι με τους φίλους»

«Όταν με ειδοποίησαν απ’ το νοσοκομείο για το ατύχημα»

«Το τελευταίο σημείωμα του μπαμπά, στο ψυγείο»

«Όταν τους αποχαιρέτησα στο κοιμητήριο»

«Μόνο η Ελένη. Κανείς φίλος»

«Δεν έχουν καταγραφεί πιο πρόσφατες ΑΔΑ»

 

Έτρεξε πίσω. Στο χρόνο ή στο ιατρείο του τρελογιατρού; Ούτε κι αυτός ήξερε. Η Ελένη περίμενε υπομονετικά για να καταγράψουν, συντροφιά, τις μελλοντικές ΑΔΑ της κοινής τους ζωής.

 

Photo By: Steve Schapiro

----------------------------------------------------------------------------------

To κείμενο συμμετείχε στον πρώτο κύκλο του δρώμενου «Τα γνωμικά εμπνέουν» που οργανώνει και φιλοξενεί στο ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ, η Mary Pertax.

Ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου την οικοδέσποινα για την έμπνευση, τη διοργάνωση και τις φροντίδες της! Ευχαριστώ και τους φίλους που το αγκάλιασαν και του χάρισαν τη διάκριση!

Εύχομαι σ' όλους μας τα επόμενα καρδιοχτύπια μας, να καταγράφονται μόνο από χαρούμενες στιγμές και δυνατές συγκινήσεις

-------------------------------------------------------------------------------


Λαυρέντης αγαπημένος...

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Λίγο ακόμα…

 


«Άντε αγάπη μου. Λίγο ακόμα να στεριώσουμε κάπου και να κάνουμε τη φαμίλια μας…»

«Λίγο ακόμα να μεγαλώσει το παιδί, να σπουδάσει και να πάρει τη στράτα του…»

«Λίγο ακόμα να ξεχρεώσουμε το δάνειο, ν’ ανασάνουμε μια σταλιά, να χαρούμε όση ζωή μάς απόμεινε…»

«Λίγο ακόμα να τελειώσει και το φανταρικό του…»

«Θα τα βολέψουμε Μάρθα μου, τελειώνουν κι οι δόσεις του στεγαστικού, λίγο ακόμα και θα χαρούμε κι εμείς…»

~ // ~

O Στέργιος κι η Μάρθα είχαν εφεύρει τη δική τους κλίμακα για να μετρούν τις δεκαετίες της ζωής τους. Το “λίγο ακόμα” τους, ξεκίνησε την εποχή που ένωσαν τις ζωές τους κι έφτασε ως τα γεράματά τους. Εκείνος τότε, άρτι αφιχθείς απ’ την Ρουμανία εκεί όπου κατέφυγαν οι γονείς του, μετά τον εμφύλιο, ως πολιτικοί πρόσφυγες. Κυνηγημένοι κομμουνιστές κι οι δυο τους, έστησαν τις ζωές τους πάνω στις στάχτες και μεγάλωσαν με αγάπη και φροντίδα το μονάκριβο αγόρι τους. Ο πατέρας του τον μύησε στην τέχνη της μουσικής, κι ο Στέργιος θα γινόταν ένας ταλαντούχος βιρτουόζος του βιολιού, αν δεν τους προλάβαιναν οι πολιτικές αναταραχές και η απώλεια των γονιών του. Οι απέλπιδες προσπάθειες των ελληνικών κοινοτήτων να επαναπατριστούν ναυάγησαν οριστικά και οι περισσότεροι δεν κατάφεραν να ξαναδούν την πατρίδα τους, εξαιτίας της εγκληματικής ολιγωρίας της ελληνικής κυβέρνησης. Ανάμεσά τους ήταν και οι γονείς του. 

~ // ~

«Χορεύετε δεσποινίς;» Η γνωριμία τους έγινε σ’ ένα βορειοελλαδίτικο κεφαλοχώρι, εκεί όπου κατέφυγε ο “νεαρός υπαίθριος βιολιστής” φιλοξενούμενος σε μια μακρινή θεία, τη μοναδική διασωθείσα συγγενή απ’ τα ξεκληρισμένα σόγια των γονιών του. Οι λιγοστοί εναπομείναντες που γλύτωσαν τις εκτελέσεις απ’ τους ΜΑΥδες και τους χωροφύλακες, άφησαν τα κοκκαλάκια τους, άλλοι εξορισμένοι στη Γυάρο, κι άλλοι στα ρουμανικά χώματα. 

Η “πανέμορφη νεαρά ενζενί” που περιόδευε μ’ ένα μπουλούκι θεατρίνων, είχε μόλις τελειώσει το νούμερό της και ζύγιζε με τη ματιά της τον νεαρό που υποκλινόταν μπροστά της. Το βαλσάκι που έριχνε και την αυλαία στην επιθεώρηση που «εφιλοξενείτο στο ιστορικόν καφενείον του Θύμιου Ζαμπέλη, ειδικώς διαμορφωμένον δια την περίστασιν» ήταν η απαρχή ενός μεγάλου έρωτα. Πίσω απ’ το γαριασμένο σεντόνι, που επιστρατεύτηκε και για χρέη θεατρικής αυλαίας, διαγράφονταν οι φιγούρες τους να χορεύουν ανάλαφρα, σαν ερωτευμένοι ημίθεοι που ίπτανται τρυφερά προς την ευτυχία.

Η σχέση τους ξεκίνησε όταν άρχισαν να διαλύονται τα μπουλούκια και η χώρα έμπαινε στην τροχιά της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Δούλεψαν σκληρά με συνεχείς μετακινήσεις σε πανηγύρια και υπαίθρια γλέντια, ο Στέργιος καθιερώθηκε ως λαϊκός μουσικός που έπαιζε με το δοξάρι του τις χαρές και τα βάσανα του κοσμάκη και η Μάρθα σαν πιστό σκυλί να τον ακολουθεί κατά πόδας και να φροντίζει τα πάντα. Απ’ το κούρντισμα του βιολιού, ως το καλοσιδερωμένο του κουστούμι και το σωστό κουμάντο στα έσοδά τους. Προλάβανε τις καλές εποχές που, με σκληρή δουλειά, έβγαζαν ένα αξιοσέβαστο μεροκάματο.

~ // ~

“Δεν είμαστε γέροι, γέρο μου, νεαροί υπερήλικες είμαστε!” Τον πείραζε εκείνη, κι ας έβλεπε τις βαθιές χαρακιές στα πρόσωπά τους, κι ας είχε προσέξει το ελαφρύ τρέμουλο στα χέρια του που δεν μπορούσαν πια ούτε ένα βιμπράτο να παίξουν στο βιολί. Μήτε μπορούσε να συγκρατήσει ό,τι έπιανε, τις προάλλες τού έπεσε το φλιτζάνι με το πιατέλο, χύθηκε κι ο καφές στο πάτωμα κι έκανε ένα μαυριδερό λεκέ στα πλακάκια, κι εκείνος κοιτούσε αποσβολωμένος τα σκούρα ζουμιά που λέρωναν τους αρμούς, σαν παραμορφωμένη καρδιά που στραγγίζει το μαύρο αίμα της, του φάνηκε. Έτρεμε σύγκορμος κι έβαλε το καλό του χέρι στήριγμα, για να κατευνάσει το ανεξέλεγκτο, να το συνεφέρει απ’ την ταραχή, να το μαλώσει για τη ζημιά, λες κι ήταν ξένο σώμα που εισέβαλλε στη ζωή του για να την κάνει καθημερινό μαρτύριο.

Από εκείνη τη μέρα, το έκαναν συνήθειο να πίνουν απ’ το ίδιο φλιτζάνι. Με πρόσχημα τις οδηγίες του γιατρού να μετριάσουν τους καφέδες, η Μάρθα βρήκε μια πρώτης τάξεως δικαιολογία να τον προστατεύει από τέτοια μικρά ατυχήματα. “Θα μαθαίνω και τα μυστικά σου, που τόσα χρόνια δεν αξιώθηκες να μου τα εμπιστευτείς”, του είπε με προσποιητά αυστηρό βλέμμα, καθώς του στήριζε το φλιτζάνι στο στόμα για να ρουφήξει την πρώτη γουλιά. “Σιγά τα μυστικά, λες και ξεκολλήσαμε ποτέ οι δυο μας!  Μια ζωή τσιμπούρι ο ένας στον άλλο, μόνο βιολί δεν έχουμε παίξει ακόμα παρέα. Αν ήταν τρόπος, θα μου βαστούσες και το δοξάρι, ε Μαρθούλα;”  

~ // ~

Ανήμερα της γιορτής της, τους βρήκε το κακό. “Ένας ισχυρός σεισμός έπληξε την πόλη και προξένησε σοβαρές ζημιές σε κτίρια και υποδομές. Μέχρι στιγμής δεν έχουν αναφερθεί θύματα”, έλεγε το δελτίο ειδήσεων εκείνη τη μέρα. Η οικογενειακή τους φωτογραφία βρέθηκε πεταμένη στο δρόμο, μαζί με ό,τι απόμεινε απ’ την κάμαρά τους. Ολόκερη η σκεπή είχε ξεκολλήσει απ’ τη βάση της, κι αν δεν ήταν προχωρημένη η ώρα, θα τους καταπλάκωνε στο κρεββάτι τους. Στη μικρή αυλή που έπιναν αμέριμνοι εκείνο το πρωινό τον καφέ τους, αντίκρυσαν όλα τους τα “λίγο ακόμα” να σωριάζονται σε συντρίμμια τριγύρω τους. “Μη γυρίσεις πίσω το κεφάλι σου, γέρο μου!” έσφιξε το χέρι της στο μπράτσο του και του έδινε το ρυθμό. Η φωνή της ακούστηκε σαν αδέξια δοξαριά που γρατζούναγε με πόνο το θηλυκό παραμιλητό της.

«Μόνο μπροστά θα βλέπουμε. Λίγο ακόμα και θα περάσει κι αυτό. Φτάνει που είμαστε όρθιοι. Φτάνει που είμαστε μαζί!...»

Είχε πάρει το μάτι της το μισοθαμμένο βιολί. Μονάχα ο κοχλίας και η μισή ταστιέρα είχαν απομείνει ραγισμένα πάνω απ’ τα  χαλάσματα.  Σαν ετοιμοθάνατος που αποχαιρετά με περηφάνεια τη ζωή.


πηγή φωτογραφίας: https://www.newyorker.com

photographer: Platon

 




Η συμμετοχή μου στον 6ο γύρο της Φωτο-Συγγραφικής Σκυτάλης που διοργανώνει
η Μαίρη στην Γήινη Ματιά της, όπου μπορείτε να παρακολουθήσετε την πορεία της μέχρι τώρα.
Με τη σειρά μου παραδίδω την παρακάτω φωτογραφία στον επόμενο “δρομέα” μας, Βασίλη Διακοβασίλη, με τη συνοδευτική λέξη: Χάρτης

Photo by: Pedro Luis Raota 

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Στο αποκαλόκαιρο…



Σ’ ένα χρυσαφένιο κολπάκι της Λαυρεωτικής. Στο τελείωμα κάθε άνοιξης ήταν το ραντεβού τους, και λίγο πριν πιάσουν οι πρώτες ψύχρες του Νοέμβρη, το ανανέωναν για την επόμενη σεζόν. Τα μικρά διαμερίσματα μιας πολυώροφης  πολυκατοικίας, στην καρδιά της πρώην εργατούπολης, ήταν ο τόπος που πρωτοσυναντήθηκαν πριν χρόνια, τότε που τα παιδιά τους ήταν ακόμα μικρά κι ερχόντουσαν εδώ για οικογενειακές διακοπές. Έκτοτε, η πολυκατοικία πάλιωσε, τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικά τους παιδιά και η παρέα των -ηλικιωμένων πια- παραθεριστών, ολοένα και μεγάλωνε. Όσοι είχαν ακόμα “γερά κότσια”, στρίμωχναν ένα ράντζο στην κάμαρά τους και φιλοξενούσαν τα εγγόνια τους.

Οι εποχές με τα παιδικά καροτσάκια, τις πλαστικές κουλούρες, τις τσουγκράνες και τα κουβαδάκια που κουβαλούσαν παλιά στην παραλία, έφυγαν ανεπιστρεπτί. Μια εμπριμέ τσάντα από καραβόπανο, ένα πλαστικό σκουφάκι για τις κυρίες, δυο ξεφτισμένες πετσέτες κι ένα παγούρι νερό, είναι όσα αντέχουν να κουβαλούν πια ως την παραλία, μαζί με τις αναμνήσεις απ’ τα παλιά καλοκαίρια τους. Οι θαλασσόπετρες που μάζεψε η κυρία Εύα με την εγγονή της πριν χρόνια, ο μελωδός με τους αστερίες και τα κοχύλια που είχε βγάλει με τη μάσκα του ο εγγονός του κυρίου Απόστολου, το μαξιλαράκι της Βασούλας που δεν κοιμόταν τα βράδια αν δεν το είχε αγκαλιά κι είχε ακόμα τη μυρωδιά απ’ τις μπούκλες της, το σκουριασμένο ποδηλατάκι του Πέτρου, η παλιά κούκλα της Έρσης με το φλοράλ φουστανάκι που της είχε ράψει η γιαγιά της· όλα ήταν ακόμα αφημένα στη θέση τους, λες και θα ερχόταν ξαφνικά  το λεφούσι με τα εγγόνια για να πάνε όλοι μαζί για μπάνιο. 



-      Πήρα κάτι μπάμιες απ’ τη λαϊκή, όνειρο!
-      Πώς θα τις κάνεις; Στο φούρνο; Μακάρι να τις έτρωγε κι ο δικός μου.
-      Δεν τις τρώει ο Απόστολος τις μπάμιες; Ήμαρτον Παναγία μου!
-      Τον πειράζουν στο έντερο… άσ᾽τα Βούλα μου, γεράματα...

Οι γαστρονομικές συζητήσεις ήταν στην ημερησία διάταξη και, συνήθως, ξεκινούσαν αμέσως μετά την κρυάδα της πρωινής βουτιάς στα κρυστάλλινα νερά. Οι άντρες έμεναν συνήθως πιο πίσω, κουβέντιαζαν επιγραμματικά τα νέα τους κάτω απ’ τα αρμυρίκια κι ύστερα έκαναν χάζι τις κυράδες που πάλευαν να φορέσουν τα πλαστικά σκουφάκια τους. Κι ύστερα, βουτούσαν όλες μαζί, σαν ένα μικρό κοπάδι από κουρασμένες γοργόνες, ξεφωνίζοντας μακρόσυρτα επιφωνήματα απόλαυσης απ’ την επαφή τους με τη δροσεράδα του νερού. Με τα χέρια τους κωπηλατούσαν ήρεμα και σταθερά, σαν παλιές μηχανές ψαρόβαρκας, δίχως φασαρία και πλατσουρίσματα, αλλά με σταθερή ρότα ως την κίτρινη σημαδούρα, ως εκεί που μετρούσαν τις αντοχές τους και εκεί ακριβώς που άρχιζαν το κουβεντολόι τους. Σχημάτιζαν ένα κύκλο στο νερό που από μακριά έμοιαζε πολύχρωμο στεφάνι από πλαστικά σκουφάκια και δεν έβγαιναν έξω, αν δεν περνούσαν σαράντα λεπτά. Εντολή γιατρού. Για να έχουν καλό χειμώνα, δίχως γρίπες και ρευματόπονους. 



-      Την Κυριακή έχουμε τα εξάμηνα του Απόστολου. Θα ᾽ρθουν τα παιδιά να με πάρουν από αύριο και δεν θα ξαναγυρίσω, Βάσω μου. Του χρόνου πάλι, αν θέλει ο Θεός…
-      Όλα θα πάνε καλά, Έρση μου. Και για τις γλάστρες, μη νοιάζεσαι. Θα τις ποτίζω εγώ. Και να ᾽ρθεις το μεσημέρι να φάμε παρεούλα, έτσι μάτια μου;
-      Μεγάλο φόρτωμα σάς έχω γίνει, βρε Βάσω. Πάλι θα με τραπεζώσετε;
-      Kι εμείς δυο κούτσουρα απομείναμε πια, τι νομίζεις; Μακάρι να είχαμε τα παιδιά κοντά μας και να τα βλέπαμε. Καμιά φορά σε ζηλεύω, βρε Έρση μου… Λοιπόν, σήμερα έχει γαύρο το μενού.
-      Στο τηγάνι θα τον κάνεις; 
-      Μπααα… τηγανητά ο Πέτρος; Θα πάει πριν της ώρας του! Λαδορίγανη στο φούρνο.


Χρόνο με το χρόνο, τα σκουφάκια λιγοστεύουν και τ’ αρμυρίκια είναι κατειλημμένα από ξαπλώστρες και πιτσιρίκια που σερβίρουν καφέδες στους λουόμενους. Ανάμεσα στα σκουπίδια και τ’ αποτσίγαρα, ακουμπάνε ακόμα κάνα-δυο φθαρμένες τσάντες, μ’ ένα κοκκινόχρωμο αγκωνάρι πάνω τους, για να τις συγκρατεί στην αμμούδα. Παραδίπλα, δυο-τρία ζευγάρια σαγιονάρες. Οι παλιές σαγιονάρες των καλοκαιριών τους. Με λιωμένες σόλες  και ξεχειλωμένες στο σχήμα των ποδιών τους. Να μετράνε παρουσίες. Και να συντροφεύουν η μια την άλλη. Μέχρι να κλείσει ο κύκλος με τα πλαστικά σκουφάκια και μέχρι η σημαδούρα στο ακρόβραχο, ν’ αποσυρθεί κι αυτή.


Συμμετοχή στις “Ιστορίες Καλοκαιριού” που οργανώνει η Μαρία Νικολάου στο ΚΕΙΜΕΝΟ

(Σημ.: Οι φωτογραφίες προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)