Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρονογράφημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρονογράφημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Με τους λύκους, ή με τις μέλισσες; (*)



Δεν φρίττω τόσο με τον θύτη, όσο με τον βολεμένο κυρ-Παντελή που τον υπερασπίζεται, με -δήθεν- αθώα επιχειρήματα (Γιατί τώρα;)

Δεν σιχαίνομαι τόσο τον δικηγόρου ενός διαβόλου -έμμισθος δικολάβος είναι άλλωστε- όσο τα τηλεοπτικά περιττώματα  μιας δήθεν ενημερωτικής εκπομπής που δεν επικεντρώνεται στο έγκλημα, αλλά στα βουρκωμένα μάτια του θύτη και στο τι έφαγε για βραδινό στο κελί του. Να το πω κομψά, όπως θα το έθετε κι ο εθνικός μας γλωσσοδιασώστης: Εκοπρίσθη η φοράς παρά τοις αλωνίοις!


Δεν φοβάμαι τόσο τους “επαγγελματίες βιαστές”, όσο τους φέροντες περγαμηνές και πτυχία, τους κατέχοντες επιφανή αξιώματα κι ακριβοπληρωμένες από -δημόσιο χρήμα- θέσεις, σπουδάρχες και υπερφίαλους καθηγητάδες, καρεκλοβιδωμένους αξιωματούχους, κορδελοκόφτες εγκαινίων και πωληταράδες των μαρμάρων μας, πολιτικούς γυρολόγους και υπηρέτες ξένων αφεντάδων. Χρόνια τώρα, σιωπούν κατά το δοκούν, και φωνασκούν περί αριστείας και πολιτισμού. Που δεν έχουν αφήσει μάρμαρο στη θέση του!  Αχ μωρέ αχρείοι, ας  ήταν από μια μεριά ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, και θα σας φασκέλωνε όλους.

//Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια - φαίνονταν οι φλέβες, τόσην εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ' Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν. [...]

Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μη καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι' αυτά πολεμήσαμε…//


Μπράβο σ’ όλα τα παιδιά που βρήκαν το κουράγιο να τα βάλουν με τον προσωπικό τους δαίμονα. Καθάρισαν για πάρτη μας. Και μας έβαλαν επιτέλους μπροστά στην ευθύνη μας. Να διαλέξουμε θέση. Με ποιους είμαστε. Με τους “μέτριους κι ατάλαντους” (κατά το Λιγνάδειον αφήγημα), ή με τους επηρμένους αρίστους που θεωρούν την κοινωνία και τους νόμους τσιφλίκι τους;

«Υπάρχει κάποιος που αμφιβάλλει για το ήθος του;» είχε ρωτήσει ευθαρσώς η υπουργός “πολιτισμού” στη βουλή, την περίοδο που τον διόρισε. Μόνο που τη λέξη “ήθος”, τη διασώζουν, ακόμα, κάτι σπουδαίοι άνθρωποι σαν τον Σπύρο Μπιμπίλα. Όπως θα το έλεγε κι ο καθηγητής -που δεν έχει ακούσει τίποτα για το φόνο- ο Μπιμπίλας είναι ο “ταπεινός διακομιστής της ανθρωπιάς. Αριστεύει, όχι με δημόσιο χρήμα, αλλά με τη διαρκή παρουσία του σε συσσίτια, δράσεις, αγώνες, έμπρακτη βοήθεια σε άπορους ηθοποιούς και όχι μόνο.

Γιατί, με όλο το σεβασμό κυρ-καθηγητά μου, αυτό που προέχει να σώσουμε, δεν είναι η γλωσσική μας συνείδηση, όπως εναγωνίως δηλώνετε στα μέσα δικτύωσης. Ας σώσουμε πρώτα την κοινωνία από κάτι περιτρίμματα που τη μολύνουν με την ύπαρξή τους. Κι ύστερα βλέπουμε…

*Φράση απ’ το κείμενο-καταπέλτη του κ. Νίκου Βασιλειάδη προς τον Γ. Μπαμπινιώτη. 


Πολύ καλό μήνα σε όλους! Μύρισε λίγη "άνοιξη" έξω, ή ιδέα μου είναι;

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Τα τρακόσια αργύρια της ξεφτίλας

“Σε θυμάμαι να στερείσαι για να έχω εγώ,
σε θυμάμαι να μου λες: «εγώ είμαι εδώ».
Εσύ ήσουνα πατέρας, μάνα κι αδερφός.
Τα χρόνια που πέρασα με σένα μαζί
μού σημαδέψαν όλη τη ζωή…”

[ACTIVE MEMBER]



Υστεριόγραφο: Ας λήξουν όλες οι καραντίνες του κόσμου, ας εμβολιαστούν άπαντα τα όντα επί της γης× όταν ανάμεσά μας κυκλοφορούν τέτοια ένστολα μικρόβια με μπλοκάκια-περίστροφα και ψυχές σαρκοφάγες, έχουμε λήξει ως ανθρώπινο είδος.

Τα σέβη μου στο ανέμελο κράτος σας!

Η είδηση εδώ


Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

«Το χωριό καιγότανε κι η νύφη εμβολιαζότανε»

 

Οι ανοιξιάτικοι βολβοί ανθίσανε πρώιμα στις γλάστρες και συστήνονται με τα αλεξανδρινά και τα κυκλάμινα. Η φύση, όση μάς απόμεινε δηλαδή άχτιστη και αμπάζωτη, έχει φορέσει το καταπράσινο φουστανάκι της και λιάζεται νωχελικά στον ήλιο τον ψεύτη. Γιατί οσονούπω, όπως απειλούν τα δελτία, έρχεται νέο κύμα του ιού, συνοδεία δριμύτατου ψύχους. Και να τα χιόνια, να οι πολικές θερμοκρασίες, να τα τουρτουρίσματα στα παγωμένα διαμερίσματα, ξαναβγάλε τα αμπέχονα και τις αρβύλες, τύλιξε και μια κουβερτούλα να την έχει το παιδί στο σχολείο, γιατί θα κάνουν μάθημα, λέει, με τα παράθυρα ανοιχτά.




Κι άντε να βρεις γωνιά στο σπίτι να ζεστάνεις λίγο την ανταριασμένη σου ύπαρξη. Να τρέμεις σύγκορμος και να μην ξέρεις αν είναι απ’ το φόβο, την παγωνιά, ή την αγωνία, εάν και πότε θα μπει στο λογαριασμό σου το περιβόητο βοήθημα με το αμύθητο ποσόν των πεντακοσίων και κάτι ψιλών. Ένας φίλος ανάβει το φούρνο στην κουζίνα και μαζεύονται όλοι τριγύρω με τα χέρια απλωμένα για να ζεσταθούν. Ό,τι μας φωτίσει το λαμπατέρ ας κάνουμε, για να μην ξυλιάσουμε!



Καλή νέα εβδομάδα να έχουμε και προσοχή στα παραπλανητικά μηνύματα των μέσων που αυτοπροσδιορίζονται ως “ενημερωτικά” και που μας θέλουν μονίμως ενοχικούς και αλληλοφαγωμένους.

Οι νέοι φταίνε για τη διασπορά του ιού.

Οι γιατροί φταίνε για τους θανάτους στα νοσοκομεία.

Οι συνταξιούχοι φταίνε που ζουν πολλά χρόνια.

Κι όταν ακούς την παροιμία «Όποιος βιάζεται -για το εμβόλιο- σκοντάφτει» απ’ αυτόν που το έκανε πρώτος και καλύτερος, ταίριαξέ το με μια άλλη σοφή παροιμία:

«Γλήγορος εις το χουλιάρι (*) κaι αργός εις τη δουλειά»




(*) Χουλιάρι: το κουτάλι της σούπας

***Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους ***

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Click away δισκία ανεμελιάς

 


Καταπίνονται αμάσητα κατά τη διάρκεια των γαλάζιων άρτων και θεαμάτων.

Στις ΜΕΘ μετράνε αντοχές και στην Ερμού μποτάκια.

Μη ξεχνάς να ξεχνάς ότι:

Χιλιάδες μικροέμποροι που έστησαν με αίμα μια μικρή επιχείρηση, που χρυσοπλήρωσαν για μια άδεια σε υπαίθριες αγορές, που φορτώθηκαν εμπόρευμα και περίμεναν τις γιορτές για να βγάλουν -τουλάχιστον- τα έξοδά τους, νέα παιδιά που ξεκίνησαν με όνειρα ένα μικρό συνοικιακό καφέ ή ένα σουβλατζίδικο, ένα παραδοσιακό μπακάλικο, ή ένα νυχάδικο τα κορίτσια που τέλειωσαν μια τεχνική σχολή, τα παιδιά που έλιωσαν τον απαυτό τους για να τελειώσουν ένα ωδείο και θα διέπρεπαν σε κάποιον άλλο πλανήτη που ο πολιτισμός δίνει τα φώτα του και δεν απλώνει ταπεινωτικά την παλάμη του στα πεζοδρόμια, όλοι αυτοί που τόλμησαν στην επιχειρηματικότητα, που επένδυσαν σε μια μικρή βιοτεχνία, που έσυραν όλη την οικογένεια να βάλει πλάτη στο στήσιμο, για μια ζωή με αξιοπρέπεια… και που δεν χωράνε στα μεγαλόπνοα σχέδια τύπου Πισσαρίδη, ή οποιουδήποτε βολεμένου οικονομολόγου που αποφασίζει για τις τύχες των άλλων. Οι ζωές των παιδιών που δουλεύουν στα σκλαβοπάζαρα των μεγαλομάγαζων, δίχως ωράρια και στην ουσία δίχως δικαιώματα, είναι απλά δεδομένα στα διαγράμματα ενός εξελόχαρτου. Απλό. Βάζεις σε μια κολώνα ανθρώπους, στη διπλανή αριθμούς, και πατάς το σύνολο.


Click
away το λένε στη γλώσσα των τεχνοκρατών, πάντα αρέσκονται σε ξενόγλωσσες και άνευ νοήματος ορολογίες. Ο θάνατος του εμποράκου, να το λέμε στα ελληνικά. Η γλώσσα μας, οι συνήθειές μας, το αλισβερίσι που γίνεται στις λαϊκές αγορές και στα πανηγύρια, η χαρά της βόλτας και του παζαρέματος, η επαφή με τον κόσμο, τα ντόπια προϊόντα των παραγωγών, οι άνθρωποι που φτιάχνουν μικρές κοινότητες, χαμογελάνε ο ένας στον άλλο, αλληλοϋποστηρίζονται, όλοι αυτοί οι “μικρομεσαίοι”, ο συμπαθής κλάδος που χρησίμευσε ως προεκλογικός άσσος στα πολιτικά παιχνίδια τους, για να έρθουν τώρα, να τους καταδικάσουν σε οικονομικό θάνατο, στυγνά και απροσχημάτιστα. Και ανέμελα.



Υστεριόγραφο: Περιδιαβαίνοντας στα βορβορώδη στέκια κάποιων επιφανών “κυριών” που άλλοτε σχολιάζουν ανερυθρίαστα την κομψότητα της Μάγδας Φύσσα κι άλλοτε βάζουν στο βουλημικό στόμα τους την «καταθλιπτική Ακρίτα» με μια καταβόθρα ακολούθων να ξερνάει χολή και μίσος, θυμήθηκα τον μικρό Παναγιώτη Ραφαήλ που έδωσε μια σκληρή μάχη για τη ζωή του και βγήκε νικητής. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του κ. Κικίλια να μην πάει στη Βοστόνη (αρνήθηκε την οικονομική στήριξη, γιατί κατά τη γνώμη του, δεν υπήρχε καμία ελπίδα, όποτε δεν χρειαζόταν να δαπανηθούν χρήματα για τη ζωή ενός παιδιού – είναι το εξελόχαρτο που λέγαμε), η ίδια κυρία λοιπόν, είχε υποστηρίξει τον πολιτικό της συνδαιτημόνα, χαρακτηρίζοντας “λαϊκιστές” όσους στήριξαν το παιδί και την οικογένειά του. Άλλη μια “μετατροπή” της γλώσσας και του νοήματος, η ανάγκη να θεραπευτεί ένα παιδί, βαφτίστηκε “εργαλειοποίηση”. Και η αλληλεγγύη του κόσμου βαφτίστηκε “έλλειψη σοβαρότητας”. 


ΥΓ. Για τη διάβρωση της γλώσσας και των εννοιών τα έλεγε ο Όργουελ στο βιβλίο του, να τα μελετάμε αυτά παιδιά, γιατί τα ζούμε στο πετσί μας.

Καλή χώνεψη σ’ όσους καταναλώνουν ακόμα δημοσιογραφικά απόβλητα!

Καλές αγορές σ’ όσους θα στηθούν στα πεζοδρόμια και μην ξεχάσετε ν’ ανάψετε ένα κεράκι στη μνήμη του εμποράκου. Μέρες που είναι…




Αυτός μάλλον πήρε τις κιλότες του κυρ-Μιχάλη


Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Ο ουρανός που θα γινόταν πιο γαλανός

Η θεία Ευμορφία ζει από χρόνια μόνη σ’ ένα διαμέρισμα στο κέντρο. Οι επαφές μας, λόγω της πανδημίας, περιορίζονται σ’ ένα καθημερινό τηλεφώνημα. Είναι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος, καλλιεργημένη, κοινωνική, και λατρεύει το θέατρο και το διάβασμα. Το τελευταίο διάστημα βέβαια, στερείται αυτές τις μικρές στοιχειώδεις απολαύσεις που της έδιναν ευεξία και ευλυγισία στις αρθρώσεις. Μια κυριακάτικη βόλτα με τις φίλες της, ένα σινεμαδάκι στο θερινό της περιοχής, μια θεατρική παράσταση το χειμώνα, ένα καφεδάκι στην πλατεία πριν ανηφορίσουν για τη λαϊκή αγορά τις Τετάρτες, κουβεντούλα για τις πετσοκομμένες συντάξεις και μικρές συνωμοσίες για ρεφενέ αλληλοτραπεζώματα, για να μη χάσουν αυτό το δέσιμο που αντέχει χρόνια. Στη δυστοκία των τελευταίων χρόνων, η μία βοηθούσε την άλλη, πάντα με διακριτικότητα και αγάπη.

Στη χροιά της φωνής της, το τελευταίο διάστημα, διέκρινα την ανησυχία της να κλιμακώνεται σε τρόμο, κι ένα συστηματικά τροφοδοτούμενο θυμό, που κατευθυνόταν δώθε κείθε, δίχως νόημα και ειρμό.  Με τον καιρό κατάλαβα πως η διάθεσή της ήταν ανάλογη με την ώρα που της τηλεφωνούσα. Αν ήταν νωρίς το πρωί, ήταν γεμάτη ενέργεια και έκανε σχέδια για τη μέρα της. Τις απογευματινές ώρες ήταν νευρική και ψέλλιζε κατηγόριες για τους νέους που δεν προσέχουν και βγαίνουν στις πλατείες. Πιο αργά, στη διάρκεια των βραδινών δελτίων ειδήσεων, η φωνή της γινόταν λυγμική, σαν ένα ανυπεράσπιστο ζώο που έχει παγιδευτεί θανάσιμα και κάνει τις ύστατες προσπάθειες να σωθεί. Ανάλογα με το κανάλι που παρακολουθεί, άλλοτε ψελλίζει κατηγόριες για τους απερίσκεπτους νέους κι άλλοτε πάλι για τους ηλικιωμένους στα γηροκομεία που… «αποτελούν μια υγειονομική βόμβα». Φυσικά και δεν έχει εικόνα για το τι γίνεται στα μέσα μεταφοράς και ποτέ δεν θα μάθει πως στα σχολεία τα παιδιά είναι στοιβαγμένα σε καταθλιπτικές αίθουσες. Έχει όμως μια μεταλλαγμένη οπτική για την κοινωνία, που την χαρτογραφεί σύμφωνα με τις συντεταγμένες των δημοσιογράφων. Τα βράδια τα περνάει ξάγρυπνη, πασχίζοντας να επιστρατεύσει τη λογική της απέναντι στο φοβικό σύνδρομο που καλλιεργείται συστηματικά στο υποσυνείδητό της. Αν και δεν την βλέπω, αφουγκράζομαι πως έχει βαρύνει και σέρνει μοιρολατρικά τα βήματά της. Τα παλιά της τεφτέρια με στιχάκια και μαντινάδες που, με την παραμικρή αφορμή, σκάρωνε και σημείωνε, πήγαν περίπατο. Οι μνήμες της από κάποια θεατρική παράσταση ή μια συναυλία που την είχαν σημαδέψει, καταποντίστηκαν οριστικά στο πηγάδι της λήθης. Το μοναδικό αντικείμενο συζήτησής μας πλέον, είναι τι είπε ο Παπαδάκης, ο Αυτιάς, ο Άρης, η Σία κι ο κάθε παρατρεχάμενος. «Μαραζώνεις, βρε, θεία». Φοβήθηκα να της το πω κι ας το σκεφτόμουν έντονα μετά από κάθε μας συνομιλία.

«Κλείσε επιτέλους την τηλεόραση και βάλε ραδιόφωνο, άκου μουσική και διάβασε βιβλία!». Είναι η καθημερινή μας διένεξη. Κι αυτό που φοβάμαι να της πω, είναι πως αν υποκύψει στις τηλεοπτικές σειρήνες, είναι σαν να υπογράφει την καταδίκη της. Και πως δεν έχουμε πια την πολυτέλεια να σταθούμε η μία στην άλλη, και πως η είσοδος σ’ ένα δημόσιο νοσοκομείο είναι ο προθάλαμος για άλλο ένα ανώνυμο φευγιό στη λίστα του θανάτου που ολοένα μακραίνει. Όλοι τσουβαλιασμένοι ως θύματα του θανατηφόρου ιού, στιγματισμένοι και στοιβαγμένοι στα ψυγεία των νεκροτομείων. Λες κι έχεις να απαλλαχτείς ένα μιαρό κομμάτι κρέας, κι όχι τον άνθρωπό σου. 

Οι συνοδοί στα νοσοκομεία δεν επιτρέπονται και τα κρεββάτια είναι σχεδόν ανύπαρκτα, και τα ελάχιστα μέσα που έχουν απομείνει σε χώρο και ανθρώπινες αντοχές, ξοδεύονται κατ’ επιλογή στα νεαρότερα θύματα. Κι ότι, ακόμα κι ο αποχαιρετισμός στα αγαπημένα μας πρόσωπα, τις ύστατες στιγμές της ζωής τους, είναι απαγορευμένος. Όλα πλέον γίνονται βάσει αυστηρών οδηγιών και εξ αποστάσεως. Κι αυτή  η ιεροτελεστία του αποχαιρετισμού και της ταφής, έχει καταντήσει μια απρόσωπη διεκπεραίωση, με υπογραφές και πρωτόκολλα, γιατί, όπως είπε η τηλεόραση: «ακόμα και οι νεκροί, είναι μεταδοτικοί».

Φοβάμαι να της πω πως όλοι αυτοί που τους έχει εικόνισμα κι ακουμπάει ευλαβικά πάνω τους τις ελπίδες της, είναι εκεί έξω και κόβουν πρόστιμα, υπογράφουν πτωχευτικούς νόμους, λοιδορούν τη νεολαία και εξαθλιώνουν τους ηλικιωμένους, διχάζουν και παραπληροφορούν, καλαμπουρίζουν με τα λαϊκά στρώματα και παίζουν στα ζάρια τις ζωές μας. Φοβάμαι να της πω πως το δημόσιο νοσοκομείο που με ζήλο υπηρέτησε επί σαράντα χρόνια, στο πλάι σπουδαίων γιατρών, έχει καταντήσει ένα υποβαθμισμένο δημόσιο κτίριο, παρατημένο στις αντοχές και το φιλότιμο όσων τιμούν τον όρκο και τις αξίες τους. Όσοι έχουν απομείνει ακόμα όρθιοι. Αυτοί που χειροκροτήθηκαν στα μπαλκόνια, για να χτυπηθούν λίγες μέρες μετά, απ’ τις μονάδες καταστολής. Ο Φαρισαϊσμός έχει διαχρονικό στυλ, σαν τις υπέρκομψες καρφίτσες της Μαρέβας.

Αχ, βρε θεία! Φοβάμαι πως φοβάσαι τους λάθος εχθρούς. Κι όταν σου γίνει συνήθειο να κυκλοφορείς μ’ ένα στιλέτο στο χέρι, και να θυμώνεις μονάχα μ’ όσους σου δείχνουν στο γυαλί, φοβάμαι μη καμιά φορά, το στρέψεις στον εαυτό σου… 



Φωτογραφία: NIRAV PATEL

 

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Καταλαβαινόμαστε τώρα (*)



Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου - πρώτη πάροδος δεξιά!

Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν

Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως.
Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ
            τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε.
Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε
Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται,
Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες,
Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα
            οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους
Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
            τῶν παιδιῶν τους.
Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται
            ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν
- ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται-
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως
-ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς
Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα,
            τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς
Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων.

[Μανόλη Αναγνωστάκη: "Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ." 

Το ποίημα ἀνήκει στὴ συλλογὴ “Ὁ Στόχος” (1970) και ήταν η πρώτη πράξη της ομαδικής-δημόσιας αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών] 


Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ένας από τους κορυφαίους ποιητές και αγωνιστές της μεταπολεμικής γενιάς, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο, για να απελευθερωθεί δυο χρόνια μετά, με τη γενική αμνηστία. Στο έργο του είναι αποτυπωμένες οι εμπειρίες του στο Γεντί Κουλέ, η εφιαλτική αναμονή του ως μελλοθάνατος, οι βασανισμοί και οι εκτελέσεις των συντρόφων, οι πληγές απ’ τον εμφύλιο, τα πολιτικά και προσωπικά αδιέξοδα της εποχής. 

Με την παγκόσμια πρωτοτυπία να τιμούμε την έναρξη του πολέμου και όχι την απελευθέρωσή μας απ’ τα ναζιστικά στρατεύματα, ας λήξουμε, επιτέλους, τις στρεβλές επετείους και τις ανούσιες παράτες με γαλανόλευκα σημαιάκια και (βαριε)στημένους επισήμους στα βάθρα. Γύρισε σελίδα η ιστορία. Αν υπάρχει ένας λόγος για να γιορτάσουμε φέτος, αυτός είναι στα σίγουρα η ιστορική και οριστική καταδίκη της εγχώριας ναζιστικής οργάνωσης. Αυτή ήταν η μέρα που ορθώθηκε το αντιφασιστικό κίνημα και ήχησε το σύγχρονο ΟΧΙ, όσο κι αν αυτό προπαγανδίστηκε και φιμώθηκε, εντέχνως και εγκαίρως, απ’ τα μέσα ε(ξ)ημέρωσης. Κι αν είναι ένας άνθρωπος που θα έπρεπε να τιμήσουμε σήμερα, αυτή είναι η Μάγδα Φύσσα. Κι αν υπάρχουν ανάμεσά μας οι νοσταλγοί των «φίλων του Χίτλερ» (**) οι απόγονοι των δωσίλογων και των μαυραγοριτών που χωρίς ίχνος ηθικής σφάγιασαν και ρήμαξαν τον τόπο μας, είναι γιατί η τακτική του Γκαίμπελς αποδείχτηκε τελικά αλάνθαστη και ανθεκτική στα χρόνια: «Όταν λες και ξαναλές ένα ψέμα, στο τέλος γίνεσαι πιστευτός». 



«Έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη» που έγραφε κι ο άλλος μεγάλος μας ποιητής, ο Ρίτσος. Κάποιοι βίωσαν τη φρίκη της κατοχής και του πολέμου και κάποιοι την έκαναν… επενδυτική ευκαιρία και αναπτυξιακή στόχευση”. Τι δεν καταλαβαίνεις;

Σημειώσεις:

*Ο τίτλος είναι απόσπασμα απ’ το Καπνισμένο Τσουκάλι του Γιάννη Ρίτσου.

** Η φιλοχιτλερική οργάνωση «Σύλλογος Φίλων του Χίτλερ εν Ελλάδι», είχε έδρα στην Αθήνα (Παπαρρηγοπούλου 9),καθώς και παράρτημα  στη Θεσσαλονίκη (Αγίου Μηνά 10). Για (ανατριχιαστικές) λεπτομέρειες των κατορθωμάτων τους, μπορείτε να επισκεφτείτε τον σχετικό σύνδεσμο.

Oι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο.

 

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Λίγη γραβιέρα, λίγα καλτσούνια και λίγος πυλώνας σταθερότητας

Αποκλειστικό φωτορεπορτάζ απ’ την εκδρομή του ζεύγους Πομπέου στη λεβεντογέννα Κρήτη. Οι προετοιμασίες για την υποδοχή τους ήταν πολύ σχολαστικές και κοπιαστικές. Εκτός απ’ τις ντιβανοκασέλες που ανοίχτηκαν για να κοιμηθούν οι καλεσμένοι, τις πικέ κουβέρτες απ’ το πατάρι, κάτι λινά σεντόνια με ρίγες -που μετά την αποχώρηση του ζεύγους θα γίνουν πουκαμίσες για το Υπουργείο Πολιτισμού- ποτίστηκαν τα ζαρζαβατικά στην αυλή και βγήκαν τα καλά σερβίτσια απ’ το σερβάν. Ουφ! Ξεχάσαμε κάτι

Βασανιστικά ερωτήματα έπεσαν στο τραπέζι. «Τι να βάλω αύριο Παναγία μου;» 

«Ο μεγάλος περίπατος στις γάστρες και στις πιατέλες» 

«Δεν τους πάμε και μια βόλτα στ’ αρχαία; Μην μας περάσουν τίποτ’ απολίτιστους» 


 Μετά το φαγοπότι και την κατανάλωση άφθονης ρακής, αρχίσανε κι οι μαντινάδες: 

-Άκου και μια μαντινάδα που σκέφτηκα να βαστώ στην Άγκυρα:

"Τούρκοι αν γιένει πόλεμος

δεν έχετε ελπίδες

δικά μας είναι τα νησιά

και οι βραχονησίδες

-Mε συγκινείς ρε Μάικουλ! Όταν λες δικά μας, τι ακριβώς εννοείς, όμως; 


Νυχτερινή βεγγέρα στο μπαλκονάκι που βλέπει θάλασσα. Εν τω μεταξύ, απ’ τις πολλές ρακές, η μία σύζυγος βγήκε διπλή στη φωτογραφία. 

Χαλαρός περίπατος στον αυλόγυρο του σπιτιού

Πάει κι αυτό. Στο καλό να πάνε οι άνθρωποι, να συγυρίσουμε κι εμείς το σπίτι, τώρα. Καλά παιδιά ο Μάικουλ και η Σούζαν, δε λέω, αλλά το κάνανε αχούρι. Κι επειδή ξέρω πόσο ανησυχούσατε για το αν πέρασαν καλά, σας ενημερώνω ότι έφυγαν απόλυτα ικανοποιημένοι. Απ’ τη φιλοξενία τους στο ταπεινό Ακρωτήρι, την εκδρομή τους στην αρχαία Απτέρα, τις γόνιμες συνομιλίες για τα ελληνοτουρκικά, κυρίως όμως απ’ τα ντολμαδάκια. Γιατί τελικά, ο σίγουρος πυλώνας σταθερότητας μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, είναι το ντολμαδάκι. 
Κι ας είναι και γιαλαντζί. 


             (Φωτογραφίες & μαντινάδα, προέρχονται απ’ το διαδίκτυο)

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Αναντάμ μπαμπαντάμ Ελληνόσποροι (;)

 

Πριν από έναν αιώνα, οι Έλληνες πρόγονοί μας, φόρτωναν σ’ ένα καράβι την ανάγκη και το όνειρο για ένα καλύτερο μέλλον και μετανάστευαν στην Αμερική. Εκεί τους υποδεχόντουσαν σαν εισβολείς που απειλούσαν την τιμή, την περιουσία και τα χριστά ήθη των “ορίτζιναλ Αμερικανών”. Όσο γνήσια μπορεί να θεωρείται βέβαια η αμερικάνικη φυλή, που δεν είναι παρά ένας καμβάς από αφομοιωμένες μεταναστευτικές ροές. Με την ίδια ψωροπερήφανη ξιπασιά και  το ίδιο “καλωσόρισμα”, υποδεχτήκαμε κι εμείς εδώ, πριν σαράντα χρόνια, τους πρώτους οικονομικούς μετανάστες από Αλβανία, Βαλκάνια και Ασιατικές χώρες. Ανεπιθύμητοι μεν, χρήσιμα και φτηνά εργατικά χέρια, δε. Μπροστά στο συμφέρον, κάναμε τα στραβά μάτια στη σημαία και τη φυλετική υπεροχή. Όπως είχε πει κι ο Ντίκενς: «Στο ένα μάτι έλαμπε η αφοσίωση (στη φυλή). Στο άλλο ο υπολογισμός».

Σήμερα, κάποιοι “καθαρόαιμοι” κανίβαλοι νοσταλγούν μαζικές εκκαθαρίσεις, φωτιές, τσεκούρια και Μακρονήσια. Ας ψάξουν λίγο στα συρτάρια τους. Μα σοβαρά τώρα; Eίναι σήμερα σπίτι που να μην έχει το τεφτέρ’ της Σμυρνιάς γιαγιάς με πολίτικες συνταγές; Ξεθωριασμένες φωτογραφίες απ’ την Αστόρια, το Σικάγο και τη Φλόριντα; Μια καρτ-ποστάλ απ’ την ελληνική παροικία στη Μελβούρνη και το Τορόντο; Το παραπονεμένο γράμμα του παππού που ταξίδεψε με το τρένο ως το Μόναχο, για να δουλέψει στο γερμανικό εργοστάσιο;  Έλληνες είναι σε κάθε γωνιά της γης. Και δεν πήγαν για τουρισμό. Και στο πρώτο οικονομικό κραχ που θα ξαναγίνει, πάλι με καραβιές θα φύγουμε εκτός συνόρων. Κι όλοι αυτοί που σήμερα πουλάνε μαγκιά στους ικέτες (κι όχι στο γείτονα που οργώνει τα νερά μας), στην πρώτη αναμπουμπούλα, θα σηκώσουν τα ρολά της παλιάς οικογενειακής φάμπρικας. Δωσίλογοι και μαυραγορίτες. Κι όσο πατριώτες είναι όλοι δαύτοι, άλλο τόσο “ειρηνιστής” είναι κι ο Τραμπ. Προτάθηκε, λέει, για το Νόμπελ Ειρήνης. Θα τρίζουν τα κόκκαλα του Αδόλφου…


«…Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το ποδάρι του ο τούρκικος στρατός στο χωριό, άραζαν καΐκια και μάς παίρναν. Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος- από ένα μαξούλι περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ’ ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια…».

Απόστολος Μυκονιάτης  (απ' το παραθαλάσσιο χωριό Ατζανός, κοντά στην Πέργαμο, απέναντι απ’ τη Λέσβο)

Ό,τι ζούμε σήμερα, είναι η επανάληψη της σύγχρονης ιστορίας μας. Μόνο οι “ήρωες” διαφέρουν. Θύτες, σκηνικό και παρασκήνιο, είναι τα ίδια.


«Πώς να σας το χαρακτηρίσω αυτό το πράμα. Καταστροφή. Δεν ήσαστε από μιά μεριά να βλέπατε τι είχε γίνει. Έμενε ο κόσμος εκεί στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε μια αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή παιδί μου. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράματα. Το τι ετραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δε λέγεται. Ατιμαστήκανε, γινήκανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε, τα ίδια. Προσπαθήσανε, γαμιόντουσαν, κάνανε χίλια δυο να βρίσκουν το ψωμί τους, μέχρι που να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε έξι παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ένας από δω, άλλα άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου. Τι να κάνανε και οι αρχές; Ποιον να πρωτοκυνηγήσουνε; Μήπως ήτανε ένα και δυο; Πολλά.

Και οι ντόπιοι δεν τους βλέπανε με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δύο. Φύγετε από εδώ ρε. Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες είναι πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήτανε εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουν, απατεώνες.

Και με τον καιρό αρχινάγαν να πηγαίνει κάθε άνθρωπος στο μέρος του. Άλλοι πήγαν στην Θάσο, άλλοι στη Τρίπολη, άλλοι στη Θεσσαλονίκη, άλλοι στας Σέρρας, Καβάλα, άλλοι στα νησιά, άλλοι στα Δωδεκάνησα. Χρόνο με χρόνο πήραν δρόμο. Όμως τώρα έχουν γίνει πρώτοι σε όλα. Όλοι αυτοί οι πρόσφυγες που βλέπεις είναι οι κυριώτεροι σε όλα. Είναι άνθρωποι της δουλειάς. Ο Ωνάσης π.χ., τον βλέπεις».

ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ - Αυτοβιογραφία εκδ. Παπαζήσης (απόσπασμα)

«Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών, παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας, μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΡΔΑΤΟΣ - Ιστορικός

«(…) θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων… (…) ετραυμάτισαν 17 πρόσφυγας, το πλείστον γυναίκας, πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους σταύλους, τους αχυρώνας, λεηλατήσαντες τας αποσκευάς…»

Εφημερίδα Παμπροσφυγική – αναφορά στους κατοίκους Ροδολείβος της Δράμας


«Να φορέσουν οι πρόσφυγες κίτρινα περιβραχιόνια για να τους ξεχωρίζουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες».

ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΩΤΑΚΗΣ - Εκδότης του «Πρωινού Τύπου», δημοσιεύτηκε το 1933



«Αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την περιουσία των προσφύγων, κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει…»

ΣΠΥΡΟΣ ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΣ – δημοσιεύτηκε το 1935 μετά τον εμπρησμό του προσφυγικού οικισμού στον Βόλο

Η Μακρόνησος όταν οι Πόντιοι και Ασσύριοι πρόσφυγες οδηγούνταν εκεί, για να απολυμανθούν! (φωτ.:National Geographic)

2 Φεβρουαρίου 1923. Με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών προβλέπεται η υποδοχή και απολύμανση των παλινοστούντων, σε στρατόπεδο που θα δημιουργηθεί στη Μακρόνησο.

Το 1931 η Μακρόνησος προτείνεται ως χώρος συγκέντρωσης των κομμουνιστών. Το 1935 αποφασίστηκε να μεταφέρονται εκεί οι εκτοπιζόμενοι κομμουνιστές, για την αποφυγή του κινδύνου μετάδοσης των ιδεών τους στα νησιά του Αιγαίου.

2020: Η Μακρόνησος προτείνεται και πάλι από μερίδα “Καθαρών Ελλήνων” ως νεκροταφείο ψυχών. Σύλλογοι γονέων σε πολλές πόλεις της χώρας απειλούν με καταλήψεις τα σχολεία που θα φιλοξενήσουν προσφυγόπουλα.

Κάποιοι τούς χειροκροτούν. Εύχομαι να νιώσουν στο πετσί τους τι σημαίνει προσφυγιά, εξορία, βασανιστήρια, ψυχολογική εξόντωση. Πώς είναι να κλείνεις τα μάτια του παιδιού σου. Και να περιφέρεσαι απελπισμένος στην επίγεια κόλαση, που κάποιοι την διαφημίζουν ως την πιο φιλόξενη γωνιά του πλανήτη.

Όταν οι Έλληνες έβρισκαν καταφύγιο στο Χαλέπι της Συρίας  PHOTO: LIBRARY OF CONGRESS

Το τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Χίου που εισηγείται την απαγόρευση εισόδου των «ομογενών» Μικρασιατών στην Ελλάδα (24.8/6.9.1922) ΑΡΧΕΙΟ Π.Γ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ


Δημοσίευμα εποχής για τους "Τουρκόσπορους". Πάσα ομοιότης με τα σημερινά δεν είναι καθόλου τυχαία.

Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας: 
«Προσφυγιά, προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε»

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Πομ πομ κι ο Θεός βοηθός!


Πριν λίγους μήνες, σύσσωμη η Ιερά Σύνοδος άνοιξε πυρ ομαδόν κατά της γιόγκα, του πιλάτες και παρεμφερών μεθόδων άσκησης και χαλάρωσης, με το επιχείρημα πως  αποτελούν λανθασμένες οδούς πνευματικής αναζήτησης. «Κανένας πιστός στα γυμναστήρια του διαβόλου» ωρυόντουσαν, στις αρχές του χρόνου, οι θρησκόληπτες γονυπετούσες που -τάχαμου- υπερασπίζονταν τη χριστιανική ιδεολογία. Λες κι ο Χριστός δίδαξε πως η σωματική άσκηση και η ψυχική χαλάρωση είναι απαγορευμένοι καρποί και πως όσοι παλεύουν να κρατηθούν όρθιοι -ψυχή τε και σώματι- τούς αξίζει μια θέση στην κόλαση! Λες κι αν ήταν τώρα κοντά μας, θα μας δίδασκε την άνευ όρων παράδοση  στο καθημερινό ψαλτήρι του φόβου, απ’ όλους τους άμβωνες της ενημέρωσης. Ενός φόβου ύπουλου και εξίσου καταστροφικού για την ψυχική υγεία και το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Ψιλά γράμματα θα μου πείτε. «Αγάπα το φόβο, το κανάλι και τη μάσκα σου».

Κι όταν διάβασα πως μαθήματα, όπως η κοινωνιολογία και τα καλλιτεχνικά, αποσύρθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες απ’ το μαθητικό πρόγραμμα, περίμενα πως, με το ίδιο σθένος που ξεσηκώθηκαν για το μάθημα των θρησκευτικών, θα επαναστατούσαν και πάλι οι θρησκευτικοί μας ηγέτες. Να υπερασπιστούν την πρόσβαση των παιδιών σε ουσιαστική μάθηση. Να έχουν αποκτήσει αυτογνωσία και υπευθυνότητα μέχρι την ενηλικίωσή τους, να εντρυφήσουν στις τέχνες τα παιδιά που έχουν δεξιότητες και που -προφανώς- θα μείνουν ανεκπλήρωτα τα όνειρά τους. Να μη χάσουν τη δουλειά τους οι καθηγητές των μαθημάτων αυτών, τόσοι επιστήμονες που επένδυσαν χρόνια και κόπους σ’ ένα υπαρκτό πεδίο σπουδών που, μετά από λίγα χρόνια, γίνεται ανύπαρκτο εργασιακά. Ματαίως περίμενα. Άχνα απ’ τα εκκλησιαστικά χαρακώματα.

Στην πρόσφατη ανακοίνωση του υπουργείου (παιδείας να το πω; ) πως στα σχολεία (που ακόμα παίζουμε στα ζάρια πότε θ’ ανοίξουν) εντάσσεται και το τσιρλίντινγκ, μετρούσα τις ώρες μέχρι το μεγάλο ξεσηκωμό των Πατέρων. Οραματιζόμουν σύγχρονους Παπαφλέσσες να παιανίζουν το λάβαρο της επανάστασης. Το ‘χα σίγουρο πως το ιερατείο θ’ απαιτήσει απ’ το κράτος -και θα συμβάλλει, λέει, και το ίδιο- στη δημιουργία καλύτερων αθλητικών υποδομών στα σχολεία. Να γίνουν κλειστά γυμναστήρια (όπως στην Αμερική που διαπρέπει το τσιρλίντινγκ), να γίνει και κανένα εργαστήριο πληροφορικής, να μπαλωθεί το σκισμένο φιλέ του βόλεϊ και ν’ αποκτήσουν πρόσβαση στη γυμναστική, στο κυλικείο, στις τουαλέτες και στις σχολικές εκδρομές, και  τα παιδιά με κινητικά προβλήματα. Επί ματαίω κι αυτή μου η προσμονή. Σιγή ιχθύος.

 


Καημένε μου, κύριε “Φλωρά,” των σχολικών μου χρόνων…

Που πάσχισες να μας μάθεις Όμηρο και στίχους του Σοφοκλή. Που ερχόσουν πρώτος στο σχολείο, κάθε πρωί, στρυμωγμένος στο παμπάλαιο σαραβαλάκι σου, με τη μπαλωμένη τσάντα σου ξέχειλη από βιβλία και σημειώσεις. Στα διαλείμματα, αντί για τυρόπιτα και καφέ στο γραφείο, πάσαρες στα μουλωχτά κάτι σκονάκια γνώσης στους πιο ψαγμένους της τάξης. Μαζί σου πρωτοψηλαφίσαμε το “Oh Freedom” της Μπαέζ και το “With God on Our Side” του Ντύλαν.

Ίδρωσες να μας κάνεις ν’ αγαπήσουμε τη γλώσσα, «Γιατί μόνο έτσι θα βγείτε απ’ το σκοτάδι, θα γίνετε άνθρωποι με ακονισμένη κρίση, με νου και με συνείδηση. Αφήστε τα λούσα και τις φιγούρες και πιάστε τους κλασσικούς μας συγγραφείς. Μελετήστε τον Καζαντζάκη και τον Ροΐδη. Ματώστε τον απαυτό σας στα βιβλία και ξεστραβωθείτε, μπας και γίνετε μια στάλα καλύτερη γενιά απ’ τη δικιά μου».

Έπεσαν οι βάσεις μας, κύριε Φλωρά. Έπεσαν κι οι αντιστάσεις μας, κι όπως το πάμε, θα πέσει κι ο γενικός διακόπτης. Ηττηθήκαμε στα σημεία, κύριε Φλωρά μου. Παράγουμε περισσότερες «Λίζες Παπασταύρου» απ’ όσες αντέχει η κοινωνία μας. Κι οι ματωμένοι κώλοι πάνω απ’ τα βιβλία, είναι ισότιμοι πλέον μ’ αυτούς που ιδρώνουν στις μυκονιάτικες ξαπλώστρες, πατεροχορηγούμενοι και κολλεγιοαναθρεμμένοι.

Καληνύχτα κύριε Φλωρά μου.

Στο τετράδιο και στην καρδιά μου, θα είναι για πάντα χαραγμένοι οι πολιτικοί στίχοι που μου έμαθες.

//Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες.//

(Maνώλης Αναγνωστάκης)



εικαστικό: Δημήτρης Αστερίου

photo: Cristina Garcia Rodero

 

Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

“Σουβενίρ” απ’ τις διακοπές

        Ο Μανώλης ο τραυματιοφορέας, οι νοσηλεύτριες βάρδιας, ο Χρήστος που, μαζί με τα φάρμακα, μοίραζε κι ένα αυτοσχέδιο αστείο, ανάλογα πόσο το σήκωνε η κατάσταση του αρρώστου, ο ηρωικός γιατρός που εξυπηρετούσε, ταυτόχρονα, προγραμματισμένα ραντεβού, έκτακτες εισαγωγές και τις αγωνιώδεις ερωτήσεις των συγγενών στους διαδρόμους. 

«Εδώ πέρα έρχονται περιστατικά απ’ ούλη την Κρήτη και τα γύρω νησιά που δεν έχουνε υποδομές. Πολλαπλασιάζονται οι αρρώστοι και λιγοστεύουμε εμείς. Καμιά κενή θέση δεν αναπληρώθηκε, καμιά πρόσληψη, καμιά μέριμνα για το προσωπικό, μόνο παχιά λόγια και χειροκροτήματα. Ας είναι δα… εμείς τ’ αγαπούμε αυτό που κάμουμε και δεν περιμένουμε από δαύτους, πράμα!» ήταν ο μονόλογος του Μανώλη κατά τη διαδρομή μας μέσα στο ασανσέρ, με το φορείο ανάμεσά μας. Αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν το ιδρωτάρι που έσταζε απ’ τη μάσκα του και μούσκευε τη λευκή του ρόμπα. Και το χαμόγελό του που δεν σταμάτησε στιγμή να στολίζει το ωραίο του βλέμμα. Με γλυκόλογα και έμφυτη ευγένεια ξεπροβόδισε την άρρωστή μας για την κρίσιμη εξέταση που είχε να κάνει. Κι αυτή του ανταπόδωσε τις ευχές και τα γλυκόλογα, καθώς την έσερνε στο διαγνωστικό θάλαμο. Ίσως ο Μανώλης να συνέβαλε στο ελάχιστο, για να βγει μια στάλα καλύτερη η εξέταση…

Ο χώρος αναμονής ενός δημόσιου νοσοκομείου, είναι το πιο αξιόπιστο δελτίο ειδήσεων σήμερα. Εδώ δεν υπάρχουν μασκοφόροι γραφιάδες και χάρτινοι πολιτικάντηδες της μιας χρήσης. Εδώ είναι το μέτωπο της μάχης. Κι αν αντέχει το στομάχι και τα μάτια, το παρακολουθείς ευλαβικά ως το τέλος. Τα φορεία πηγαινοέρχονται ασταμάτητα, απ’ το δρόμο ακούγονται οι σειρήνες των ασθενοφόρων, στον επάνω όροφο είναι τα κρούσματα της πανδημίας,  οι λιγοστοί συγγενείς που τους επιτρέπεται η παραμονή ανταλλάσσουν ματιές αγωνίας μεταξύ τους, νέα παιδιά με ορούς και φιάλες αίμα μπηγμένες στις φλέβες τους σέρνουν τα βήματά τους στο διάδρομο, να ξεκλέψουν λίγες αχτίδες ήλιου απ’ τα παράθυρα. «Σηκώθηκες παλικαράκι μου; Μπράβο σου, σιδερένιος, και γρήγορα σπίτι σου!» ακούστηκε μια ενθουσιώδης κραυγή κι ο νεαρός με το ωχρό πρόσωπο αναθάρρησε και καλημέρισε μ’ ένα νεύμα τον γείτονά του, απ’ το διπλανό θάλαμο.

Στο αντικρινό κρεββάτι του απλόχωρου δωματίου, είναι ξαπλωμένη η Ευτυχία. Μια πανέμορφη γυναίκα, λυγερόκορμη, με ξέμπλεκα τα μακριά της μαλλιά, γλυκομίλητη και με λεβέντικο βλέμμα. Αν δεν ήταν καρφωμένο το μελανιασμένο μπράτσο της σ’ ένα μηχάνημα με αλουμινόχαρτα και ορούς, θα ήταν τώρα κοντά στα τρία της παιδιά, στο σύντροφό της, στη ρουτίνα της καθημερινότητάς της, αυτή που όλοι εμείς περιφρονούμε ασυστόλως. «Το απόγευμα θα ᾽ρθούν και τα μικιά να τα δω που τα πεθύμησα». Κι άντε να βρεις λόγια τώρα, απ’ αυτά τα τετριμμένα και ανούσια, να στήσεις κουβέντα μαζί της. Που κάθε της λέξη είναι και μια ευθύβολη σφαίρα στο φόβο, κάθε της φράση κι ένα καλαμπούρι στο θηρίο που την πολεμάει. «Παρήγγειλα του Σήφη ένα κεφαλομάντηλο για όταν πέσουν τα μαλλιά μου κι αυτός ο αθεόφοβος τι μου έφερε; Ένα παρεό απ’ αυτά που φορούμε στη θάλασσα… Ίντα να πεις; Άντρες!...»

Σούρουπο στο λαβύρινθο του νοσοκομείου κι ο Μινώταυρος έχει σωριαστεί στα πατώματα απ’ τα τσαμπουκαλίδικα χτυπήματα της Ευτυχίας. Απ’ το σαλόνι του ορόφου, πίσω απ’ τις βαριές πόρτες, που ανοίγουν μόνο με την άδεια των γιατρών, ακούγονται παιδικές φωνούλες. Η Ευτυχία αγέρωχη και καμαρωτή, σπρώχνει το τροχήλατο μηχάνημα με το ελεύθερο χέρι της, διασχίζει το διάδρομο και πέφτει στις αγκαλιές των δικών της. Με μια υπερκόσμια ψυχραιμία, σαν να υποδεχόταν τα παιδιά απ’ το σχολείο, και το μόνο που είχε να φροντίσει, ήταν να τους βάλει να φάνε.

Η τηλεόραση στον τοίχο ξερνάει τις ειδήσεις της ημέρας. Φωτιές, θάνατοι, πλημμύρες, νέα κρούσματα, ρεκόρ ανεργίας και τα χαλαρά μπάνια του γραμμωμένου πρωθυπουργού, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από δω. Την έκλεισα γρήγορα. Να μη μολύνει το χώρο με τις βρωμερές της σαβούρες. Βγήκα ως το μπαλκόνι για καθαρό αέρα. Ας είναι να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι της! Το φθινόπωρο, μου είπε, έχει να δέσει τα ματσάκια της τ’ αμάραντα· δυόσμους, φασκόμηλα κι αρισμαρί. Έχει να πάει να προσκυνήσει στον Άγιο Φανούριο στις Βρύσσες, να γράψει τη μικρή στο ωδείο που της αρέσει η μουσική, να τους μαγειρέψει το αγαπημένο τους φαγητό, πατάτες τηγανητές με ξερό ανθοτύρι και ρίγανη. Να πάρει και μια περούκα, κοντά στο φυσικό της χρώμα θα διαλέξει, μήπως και ξεγελάσει τα παιδιά μέχρι να ξαναβγούν τα μαλλιά της κι ένα καφέ μολύβι για το περίγραμμα των φρυδιών, απ’ αυτά που είναι ανεξίτηλα και δεν ξεθωριάζουν.

Δεν ξέρω αν η (βολική) θεωρία της “προσωπικής ευθύνης” είναι αυτή που θα μας σώσει σ’ αυτό το χάος. Αυτό που ξέρω στα σίγουρα, είναι ότι υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι που ορίζουν μονάχοι το χρέος τους, δίχως να δίνουν σημασία στις παιδαριώδεις παραινέσεις των ακαμάτηδων πολιτικών. Κι αν υπάρχει ακόμα κάτι όρθιο σ’ αυτή την κοινωνία, είναι γιατί έχουμε ανθρώπους που πιστεύουν, οραματίζονται και παλεύουν για το ανέφικτο. Το concept (για να καταλαβαινόμαστε με τους αμερικανοσπουδαγμένους πολιτικούς μας), είναι ένα:

«Ένας αργάτης πελαγίσιος είναι ο νους, κι είναι η δουλειά του να μολώνει το χάος» (*)

(* Νίκος Καζαντζάκης – Ασκητική) 

 Πηγή φωτογραφιών