Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Φοντάνα ντι Ομόνοια



Οδός Μητροπόλεως, βράδυ Σαββάτου. Με σκυμμένο κεφάλι περιφερόταν άσκοπα στους άδειους δρόμους, σα δαρμένο σκυλί που οι ιδιοκτήτες του το πέταξαν στο δρόμο. Ήταν εμφανές πως δεν είχε συγκεκριμένο προορισμό, απλά τριγύριζε στα στενά, κλωτσώντας θυμωμένα ό,τι βρισκόταν στο διάβα του και σκουπίζοντας κάθε λίγο τα μάτια με τις παλάμες του. Κι ύστερα έχωνε τα υγρά του χέρια στις τσέπες, καμπούριαζε τους ώμους και χαμήλωνε το κεφάλι στον ανασηκωμένο γιακά του μπουφάν του, σαν υποβρύχιο που βυθίζεται ολοένα στον πυθμένα μιας θάλασσας.

Με το σαγόνι να έχει προσαράξει στο στέρνο του, σίγουρα δεν θα έβλεπε πού πήγαινε κι αν δεν του κόρναρε έγκαιρα και επίμονα ο οδηγός ενός διερχόμενου αυτοκινήτου (πού στο καλό βρέθηκε τέτοια ώρα στην ερημωμένη λεωφόρο; ) θα κατέληγε στο κρεββάτι, ή στο ψυγείο του εφημερεύοντος νοσοκομείου.

Ούτε που τον ένοιαξε για τη ζωή του που μπήκε σε κίνδυνο, πιο πολύ στεναχωρήθηκε για την τρομάρα που πήρε ο οδηγός. Βγήκε αλλόφρων ο άνθρωπος απ’ το κοκαλωμένο αυτοκίνητο κι έπεσε πάνω του για να δει αν είναι καλά. Του πρόσφερε κι ένα μπουκαλάκι νερό και τον ρώταγε με αληθινό ενδιαφέρον -όπως φανέρωνε η συμπεριφορά του- αν χτύπησε πουθενά κι αν θέλει να τον πάει κάπου με το αυτοκίνητο. Στο φως που έπεφτε πάνω τους απ’ τους αναμμένους  προβολείς, διέκρινε τα χαρακτηριστικά ενός νέου σχετικά άντρα -ίσως να ήταν και συνομήλικοι, όπως σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή- που διέθετε ευγένεια και ευαισθησία. Του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση πως δεν δίστασε στιγμή να τον αγγίξει, να τον ανασηκώσει προσεχτικά απ’ τα μπράτσα και να τον στηρίξει πάνω του, για να σιγοπερπατήσουν ως το μαρμάρινο πεζούλι του πεζοδρομίου. Τέτοιες εποχές και να σ’ αγγίζει αυθόρμητα ένας άγνωστος στο δρόμο, ήταν από σπάνιο, έως και απίθανο να συμβεί. Κι ήταν αυτό ακριβώς που τον έκανε να συνέλθει και να ανακτήσει το χαμένο του κουράγιο.

Πριν λίγη ώρα είχε παραλάβει -και επίσημα- τη «λύση σύμβασης εργασίας» απ’ το μαγαζί που, επί επτά συναπτά χρόνια, δούλευε σαν σερβιτόρος. “Αναδουλειές και αναγκαστική μείωση προσωπικού”, του είπε συγκαταβατικά ο ιδιοκτήτης, αποφεύγοντας να τον δει στα μάτια, ή έστω να γλυκάνει την πικρή στιγμή μ’ ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Αντιθέτως, με μια χειρουργική μάσκα να κρύβει τις εκφράσεις του, άφησε τα χαρτιά πάνω στο πάσο και του υπέδειξε με το βλέμμα να υπογράψει και να πάρει ένα αντίγραφο, μαζί με μια αόριστη υπόσχεση πως θα τον ειδοποιήσει μόλις η αγορά ανακάμψει. Έφυγε ντροπιασμένος απ’ το μαγαζί. «Ούτε ένα άγγιγμα, ρε γαμώτο!... Από μακριά, λες και είμαι κανένας χτικιάρης». Αυτό που πόνεσε αφόρητα, περισσότερο κι απ’ την απειλή της ανεργίας, ήταν η εξ αποστάσεως ψυχρή αναγγελία της απόλυσής του.

░ ░

«Σίγουρα είσαι καλά; Θέλεις να περπατήσουμε λίγο, για να δεις αν ζαλίζεσαι; Όχι, δεν σ’ αφήνω μόνο σου, αν δεν βεβαιωθώ πως είσαι εντάξει. Πώς σε λένε; Εμένα Χρήστο. Δεν έχω καμιά βιαστική δουλειά, μην ανησυχείς για μένα. Εσύ να ᾽σαι καλά. Περίμενε εδώ ένα λεπτό ν’ αφήσω το αμάξι στο πάρκινγκ κι έφτασα… Πήρα μια τρομάρα όμως, ρε φίλε!»

Με δειλά βήματα περπάτησαν χεραγκαλιά ως την Ομόνοια και χάζεψαν για λίγο το μεγαλοπρεπές σιντριβάνι με τους πολύχρωμους πίδακες που εκτοξεύονταν απ’ τα σπλάχνα του. Ήταν η μόνη έγχρωμη πινελιά στο ερεβώδες σκηνικό μιας κουρασμένης πόλης, με σκοτεινά κτήρια, βρώμικους δρόμους και μελαγχολικούς ανθρώπους. Μια ακριβοπληρωμένη παραφωνία στο κουφάρι μιας πόλης που αργοσβήνει.

Κόντρα  στο οργιώδες τεχνικολόρ της πλατείας, ένιωθε να βυθίζεται ολοένα στα σκοτάδια του πανικού και της ανασφάλειας. Κι ήταν μονάχα αυτή η στιγμιαία αναλαμπή που ένιωσε στα στιβαρά μπράτσα του άγνωστου άντρα, που του έδωσε ξαφνικά την αίσθηση πως δεν κινδυνεύει. Πως κάποιος του πέταξε ένα σωσίβιο απ’ το πουθενά, εκεί ακριβώς που όλα έδειχναν οριστικά και μάταια. Ο Χρήστος αποδείχτηκε το κατάρτι που βρέθηκε καταμεσής του άδειου πελάγους για να ξεκουράσει τη μοναξιά του, να σηκώσει ξανά τα κουρελιασμένα του πανιά και να συνεχίσει τη ρότα του στο ομιχλώδες τοπίο της ζωής του.  

− Δεν το κάνανε τουλάχιστον Φοντάνα ντι Ομόνοια, να ρίχναμε τώρα ένα κέρμα και να κάναμε μια ευχή, του ψιθύρισε ο Χρήστος, σε μια ύστατη προσπάθεια να του εκμαιεύσει ένα χαμόγελο. Δεν σταμάτησε στιγμή να τον κρατάει αγκαζέ μπροστά στο σιντριβάνι, σαν να βαστούσε έναν ηλικιωμένο συγγενή που τον πήγαινε βόλτα στο διάδρομο ενός νοσοκομείου.
− Και σαν τι θα ευχόσουν, ρε Χρήστο, αν ήταν μπροστά μας τώρα η Φοντάνα ντι Ομόνοια; τον ρώτησε με έκδηλη απορία.
− Το ίδιο με χτες, προχτές, και σίγουρα με τις επόμενες μέρες που θα μου ξημερώσουν, του απάντησε ο Χρήστος, κλείνοντάς του πονηρά το μάτι.
− Δηλαδή;
− Θα σου πω. Απ’ τον καιρό της καραντίνας, μου ξέμειναν μεγάλα αποθέματα αξόδευτης αγκαλιάς. Μου έλειψε το μοίρασμα, ρε παιδί μου, πώς να στο εξηγήσω;
− Κάπου πάει το μυαλό μου… για λέγε…
− Φεύγοντας απ’ το σπίτι απόψε, ευχόμουν να πέσω σ’ έναν άνθρωπο που θα το χρειαζόταν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο βάσανο απ’ το να έχεις σπάνια ομάδα και να μην υπάρχει συμβατός ασθενής να του δώσεις αίμα, κάπως έτσι ένιωθα…
Κι έπεσες στην κυριολεξία πάνω μου! Τη στιγμή ακριβώς που ευχόμουν κι εγώ, να βρεθώ στις ρόδες ενός αυτοκινήτου.
Τι λες, ρε άνθρωπε; Αποξενωμένος κι εσύ;
Απολυμένος, ρε Χρηστάρα. Μόλις είχα παραλάβει το χαρτί της απόλυσής μου. Να, εδώ το έχω. Ζεστό είναι ακόμα…
Kερνάω μπύρες. Είσαι;
Mα… για μπύρες είμαστε τώρα; Εγώ, δεν…
− Άντε, πάμε μια βόλτα ως τα Εξάρχεια. Είναι ένα μαγαζί που ξέρω τον ιδιοκτήτη του. Μου έχει μεγάλη υποχρέωση και… πού ξέρεις; Με την τύχη που έχουμε απόψε, μπορεί και να ζητάει κανένα γκαρσόνι. Τι λες;
Ότι κυνηγάς μονόκερους. Αυτό λέω, ρε Χρήστο!
− Έτσι ακριβώς το λένε το μαγαζί: “Μονόκερος”!!! Φύγαμε; 



Το κείμενο φιλοξενήθηκε στον ιστότοπο ΑΤΕΧΝΩΣ




Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Ο εφιάλτης του ήτα



Θα τρελαθώ! Ήρθε γράμμα απ’ το γραφείο στρατολογίας και με καλούν να παρουσιαστώ. Τους παίρνω τηλέφωνο. Βγαίνει ένα παλικάρι στη γραμμή, καλή του ώρα, ευγενικό παιδάκι ήτανε το καημένο, του λέω «Αγόρι μου χρυσό, μου στείλατε κλήση να παρουσιαστώ στη μονάδα τεθωρακισμένων στον Αυλώνα».  «Τύχη βουνό!» μου λέει το παλικάρι. «Εγώ πήρα μετάθεση για το τάγμα πεζικού στην Ορεστιάδα. Θα έχετε καλό βύσμα, πάντως…»

Πού να το πω και ποιος να με πιστέψει, Βαγγελίστρα μου; Εγώ, η Χαρούλα, το στερνοπαίδι του Τρύφωνα του Κατσίμπαλη, να πάω φαντάρος! Θα φάω τις κοτσίδες μου! Πήγα η καψερή με το γράμμα στο στρατολογικό γραφείο, να τους δείξω πως κάνουνε λάθος και να με σβήσουν απ’ τα κατάστιχά τους.

Ανοίγει τα κιτάπια του ο γαλονάς, σαλιώνει μια-μια τις σελίδες, φτάνει στο επίθετό μου, μου ρίχνει μια εξεταστική ματιά (ίδιος ο Κοντιζάς όταν του πάνε το πιάτο οι παίχτες στο μάστερ-σεφ) ξανακοιτάει τα χαρτιά του και με κατακεραυνώνει:
-      Μα εδώ γράφει πως είσαι άρρεν. Χάρης Κατσίμπαλης του Τρύφωνος. Ορίστε. Πέντε αδέρφια δεν είστε στην οικογένεια;  
-      Λάθος στρατηγέ μου. Τέσσερα αδέρφια και η υποφαινόμενη. Χάρις με βαφτίσανε. Χάρις Κατσίμπαλη του Τρύφωνα και της Νικολίτσας, Θεός σχωρέσ’ τους! Να, δείτε. Σας μοιάζω εγώ γι’ αρσενικό; Ήμαρτον Παναγία μου! Λάθος στην ορθογραφία έχει γίνει. Για ένα “ήτα” δηλαδή θα ντυθώ εγώ στο χακί;

Τι του προέταξα τα στήθια μου, τι του τράβηξα τις πλεξίδες μου, τι του κούνησα τον απαυτό μου, Θε μου συχώρα με, εκεί αυτός. Το γινάτι του.

-      Δε ξέρω τι λες εσύ. Εδώ είσαι καταχωρισμένος ως άρρεν κι έχουν καλέσει την κλάση σου. Σε δέκα μέρες παρουσιάζεσαι στο κέντρο νεοσύλλεκτων οπλιτών στον Αυλώνα. Αν έχεις αντίρρηση, κάνε μια αίτηση για επαναπροσδιορισμό φύλου και θα το εξετάσουμε. Αλλά θα πάρει πολύ χρόνο, να το ξέρεις. Μέχρι να βγει η απόφαση, θα κηρυχτείς λιποτάχτης. Κι αυτό να το ξέρεις. Δρόμο τώρα, γιατί έχουμε κι έναν φράχτη στον Έβρο να καλουπώσουμε.
-      Άμα είναι για τον Έβρο, να βοηθήσω η καψερή. Έχω κάτι κοντοχωριανούς στα μέρη αυτά κι αν θέλετε, μπορώ να τους μηνύσω. Τι πρόβλημα έχετε; Με τα μπαμπάκια μήπως; Έριξε πολύ χαλάζι φέτος, κάτι σβώλους να, με το συμπάθιο κιόλας, και καταστραφήκαν οι ανθρώποι. Τι να πεις;
-      Ποια μπαμπάκια, βρε, στραβάδι; Άε χάσου από μπροστά μου. Θα κάνω ειδική αναφορά για σένα στο διοικητή σου και θα πας τσιφ στον Έβρο για εκπαίδευση, έννοια σου! Θ’ αναστενάξουν οι ώμοι σου απ’ το πηλοφόρι. Δεν θα πάρεις απολυτήριο, αν δεν τελειώσει ο φράχτης.

Και κοπανάει με λύσσα τη δεξιά του παλάμη πάνω στο γραφείο… νννααα με πήγε απ’ την τρομάρα μου. Κατουρήθηκα πάνω μου, να στο σταυρό που σου κάνω! Αφού απ’ το τράνταγμα, πέσανε και κάτι μολυβοθήκες και μια αρμαθιά σφραγίδες στο πάτωμα. Για τέτοιο τράκο σου λέω! Ευτυχώς, έπεσα κι εγώ απ’ το κρεβάτι, φαρδιά-πλατιά στο μωσαϊκό. Ακούσανε το γδούπο τ’ αφεντικά μου, ορμάει στο δωμάτιο η κυρά μου, «Τι έπαθες, βρε, Χαρούλα νυχτιάτικα;» μου φωνάζει αγριεμένη. «Πάω φαντάρος κυρία Δόμνα μου», την καθησυχάζω εγώ. Δεν είχα συνέρθει ακόμα απ’ τον εφιάλτη, τόσο ζωντανός ήταν, που νόμιζα πως, από λεπτό σε λεπτό, θα μπουκάρει κι ο στρατηγός απ’ την πόρτα.

Καλός άνθρωπος η κυρία Δόμνα. Με μπουγέλωσε μ’ ένα ποτήρι νερό, μου έριξε και δυο ξανάστροφες να ξυπνήσω και μου ορμήνεψε τ’ όνειρο.
-      Άσχημα μαντάτα θα πάρεις, Χαρούλα μου. Κι αν ήταν υψηλόβαθμος ο γαλονάς, μεγάλες συμφορές σε περιμένουν. Τι βαθμό είχε; Θυμάσαι;
-      Πού να ξέρω η βαριόμοιρη τι βαθμό είχε; Σάματις έχω κάνει στρατό; Αχ, τι εφιάλτης ήτανε αυτός Παναγία-Παρθένα μου! Σας κοψοχόλιασα κι εσάς. Να με συγχωρνάτε, κυρία Δόμνα μου. Ξεράθηκα χτες το βράδυ απ’ την κούραση…
-      Καλό κι ευλογημένο ας είναι, Χαρούλα μου. Άντε, πέσε να κοιμηθείς γιατί αύριο έχεις πολλή δουλειά. Πρωί-πρωί να ετοιμάσεις τα παιδιά για το σχολείο. Και να συγυρίσεις τα δωμάτιά τους. Να καθαρίσεις και τον κήπο που έχει γεμίσει αγριόχορτα. Και να βοηθήσεις το μάστορα που περιμένουμε, σε παρακαλώ.
-      Τι μάστορα περιμένουμε κυρία Δόμνα μου;
-      Ένας φουκαράς είναι εκεί χάμω και τον μαζέψαμε να κάνει κανένα μεροκάματο. Θα χτίσουμε ένα φράχτη γύρω απ’ τον κήπο.
-      Τι θα χτίσουμε κυρία Δόμνα μου;
-      Έναν τσιμεντένιο φράχτη. Έχει παραγίνει το κακό μ’ αυτούς τους γείτονες. Κάθε τρεις και λίγο παραβιάζουν το συρματόπλεγμα. Προχτές πατήσανε στο γκαζόν μας, οι αχρείοι, και λέγανε πως το μπάρμπεκιου τούς ανήκει. Το μπάρμπεκιου μας! Το διανοείσαι;
-      Κι εγώ τι πρέπει να κάνω, κυρία Δόμνα μου; Να βγω με το γιαταγάνι και να φυλάω το γκαζόν μας;
-      Μη γίνεσαι γραφική, βρε, Χαρούλα! Θα βοηθήσεις στα τούβλα και στο σοβάντισμα. Κι όταν τελειώσουν τα χτισίματα, να βάλεις κι ένα χεράκι στο βάψιμο. Μη μας στοιχίσει κι ο κούκος-αηδόνι αυτός ο φράχτης. Καταλαβαίνεις…
-      Πώς δεν καταλαβαίνω! Και δε μου λέτε κυρία Δόμνα μου, αυτές τις δουλειές θα τις πλερωθώ έξτρα, φαντάζομαι. Δεν είναι στη σύμβασή μας. Σωστά μιλάω;
-      Ποια σύμβαση καημένη κι εσύ; Πάει η σύμβαση.
-      Πού πάει η σύμβαση κυρία Δόμνα μου; Θα τρελαθώ!
-      Άκου, Χαρούλα μου. Αύριο θα στο ανακοίνωνα, αλλά έτσι όπως το ᾽φερε η κουβέντα, ας τα πούμε εδώ και τώρα. Κάτσε, μη στέκεσαι… Και σταμάτα να με κοιτάς μ’ αυτές τις γουρλοματάρες σου!

Από δω το ᾽φερε, εκεί το πήγε, μου το ξεφούρνισε το όνειρο η κυρία Δόμνα. Πάνε τα ένσημα, πάνε τα ρεπά και οι υπερωρίες, “άμα θες να ᾽χεις τη δουλίτσα σου, κορίτσι μου, (έτσι με λέει όταν θέλει να με καλοπιάσει) θα σου κολλάω έξι ένσημα και θα παίρνεις το βασικό. Αλλά η δουλειά, δουλειά. Δεν αλλάζει τίποτα στις υποχρεώσεις σου.
-      Μα…
-      Αν δεν σ’ αρέσει, η πόρτα είναι ανοιχτή.
-      Κι ο κήπος δίχως φράχτη.
-      Με ειρωνεύεσαι, Χαρούλα; Νομίζω δεν έχεις αντιληφθεί το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής που πάθαμε. Και που σε κρατάμε δηλαδή, είναι γιατί είμαι πονόψυχη. Άντε κορίτσι μου, ξεκουράσου τώρα. Σκέψου τα όλα καλά κι αύριο το πρωί να είσαι στο πόστο σου. Καλό βράδυ.
Ζύγισα τα πράγματα και τ’ αποφάσισα. Σε δέκα μέρες παρουσιάζομαι στο στρατό. Θα κρατήσω το “ήτα”.
«Στρατιώτης πεζικού Χάρης Κατσίμπαλης, Α’ ΕΣΣΟ. Διατάξτε!»
Χαλάλι τα καψόνια. Και άρβυλα θα φορέσω, και καλλιόπες θα καθαρίσω, και φράχτη θα χτίσω, και σκοπιά θα φυλάω. Αλλά όχι για ένα μπάρμπεκιου. Για την πατρίδα, ρε, γαμώτο!


(οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ο κύριος Λάζαρος




Στο διπλανό μπαλκόνι, ο κύριος που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, έπιασε σήμερα το λακριντί μ’ ένα κοτσύφι. Μπορεί να είναι και σπουργίτι, δεν είμαι σίγουρη, πάντως είναι ένα μικρόσωμο φαιό πτηνό, που μας επισκέπτεται καθημερινά για να τσιμπολογήσει τα ψίχουλα που του αφήνει στο γείσο ο κύριος που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του. Μένοντας αναγκαστικά σπίτι και έχοντας, πλέον, άφθονο χρόνο για σκότωμα, σκέφτηκα πως θα ήταν αρκετά διασκεδαστικό να κρυφακούσω το παραλήρημα του γείτονα. «Γύρευε τι ζημιά έπαθε ο Χριστιανός που μιλάει με τα πουλιά», σκεφτόμουν με σαρδόνια διάθεση, καθώς τέντωνα τ’ αυτιά μου για να μην χάσω λέξη απ’ το μονόλογό του.



«Άιντε καλό μου, τσίμπα τα σποράκια των λουλουδιών και σύρε ως το παιδί μου στη δίπλα γειτονιά, να τα φυτέψεις στα γλαστράκια του». Αν δεν λογάριαζα το κενό που έχασκε μπροστά μου, θα έγερνα ευχαρίστως πάνω στην κουπαστή, για να δω τις αντιδράσεις του πτηνού. Η αλήθεια είναι ότι, μετά από κάθε φράση του κυρίου -που εξακολουθώ να μην θυμάμαι τ’ όνομά του-, ακουγόταν ένα λεπτεπίλεπτο τιτίβισμα. Ακολουθούσε ξανά η αντρική φωνή, τρυφερή και γλυκόηχη· κι αμέσως μετά, το κορφολόγημα του πτηνού στον πλατύφυλλο βασιλικό. Ανθρώπινοι φθόγγοι και γουργουρητά ευχαρίστησης, εναλλάσσονταν για κάμποση ώρα. «Αρχίζουν οι παρενέργειες της κλεισούρας», σκέφτηκα μειδιώντας στον εαυτό μου. Ακούω φωνές. Και τιτιβίσματα. Και ποιος ξέρει τι άλλο…


Αίφνης ακούστηκε ο κρυστάλλινος ήχος ενός ποτηριού που τσουγγρίζει ένα άλλο. Πράγμα πολύ περίεργο, αφού ο μεσήλικας άντρας ήταν μόνος. Κυριευμένη από μια αχαλίνωτη περιέργεια και αφού έριξα μια κατασκοπευτική ματιά τριγύρω για να βεβαιωθώ πως δεν με έβλεπε κάποιος γείτονας, έσκυψα στην κουπαστή και κρυφοκοίταξα στο διπλανό μπαλκόνι. Του κυρίου που ξεχνούσα τ’ όνομά του. Ήταν σκυμμένος πάνω σ' ένα μαρμάρινο τραπέζι, εμφανώς απορροφημένος απ’ αυτό που έβλεπε, με το κεφάλι στηριγμένο στις παλάμες του. «Καλή Ανάσταση μπαμπά. Στην υγειά μας!» Η φωνή προερχόταν απ’ τα γλιστερά σπλάχνα ενός υπολογιστή. Έμεινε ακίνητος για κάμποσα δευτερόλεπτα αντικρίζοντας την οθόνη. Ένα ποτήρι κρασί κι ένα ψηφιακό τσούγκρισμα με το παιδί του. Λίγα μέτρα μακριά απ’ το σπίτι του κι όμως τόσο απόμακρα, μια ανάσα πριν την Ανάσταση του Χριστού που φέτος μοιάζει σαν μια ατέρμονη αναρρίχηση στο Γολγοθά. Με το ένα του χέρι ακούμπησε ευλαβικά την οθόνη, σαν να άγγιζε ιερό εικόνισμα. Με το άλλο, σκούπισε τα μάτια του.


Το μικρόσωμο πτηνό, που μου διαφεύγει το όνομά του, τσιμπολογούσε τα τελευταία ψίχουλα στην άκρη του τραπεζιού. Σε κάθε τσιμπιά, ανασήκωνε το κεφαλάκι του και παρατηρούσε τον αμίλητο άντρα. Την άκρως σουρεαλιστική σκηνή, συμπλήρωσε το ωστικό κύμα μιας τηλεόρασης. Ο νίπτων σχολαστικά τας χείρας του αστέρας του θεάματος, δολοπλοκούσε πίσω απ’ τις τραβηγμένες κουρτίνες κάποιου διαμερίσματος. «Και κυρίως εσείς, γιαγιάδες και παππούδες, ακούστε με προσεχτικά, όχι ασπασμούς, όχι κοινωνικότητες δεξιά αριστερά…»


Τραβήχτηκα πίσω, πλημμυρισμένη με ενοχές για την αδιακρισία μου. Και για την κλοπή πνευματικών στιγμών στην οποία ανερυθρίαστα επιδόθηκα. Πάνω απ’ την ερημωμένη πόλη, αντηχεί διαρκώς το μονόσυρτο τηλεοπτικό μοιρολόι: «Στο πρώτο σύμπτωμα βήχα ή πυρετού, μένουμε σπίτι και παίρνουμε τηλέφωνο αμέσως τον γιατρό μας…» Κι ήταν η σπαραχτική απαγγελία του γείτονα -που ξαφνικά θυμήθηκα τ’ όνομά του- που έφερε το Άγιο Φως, αυτό που στήνει σκάλες ως τον ουρανό και γιατρεύει την πληγή που χαίνει.


«Έχουν αρχίσει να με κυκλώνουν επικίνδυνα οι ώρες.
Ακούω τα φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ανήσυχα χορικά.
Πρέπει να ζήσω τις αντίστροφες δυνάμεις.
Ω καρδιά μου - τρομαχτικότερη σελήνη!» (*)


Ο μικρόσωμος ακροατής των στίχων, τίναξε τα φτεράκια του και πέταξε ως το γείσο του μπαλκονιού. Κοίταξε φευγαλέα πίσω του κι ύστερα χάθηκε βιαστικός στα φλογισμένα μονοπάτια του ουρανού. Είχε να μεταφυτέψει τα φιντανάκια του κυρίου Λαζάρου.


(* Νίκος Καρούζος-Η χρησιμότητα της απειλής)


Το κείμενο συμμετέχει στη Φωτο-Συγγραφική σκυτάλη #5, που οργανώνει και συντονίζει η MaryPertax στο ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ. Η φωτογραφία που παραδίδω στην επόμενη συμμετέχουσα (Fish eye) ανήκει στον ταλαντούχο φίλο Θάνο Τσάκαλο και είναι απ’ τις αγαπημένες μου. Και η αντίστοιχη λέξη είναι: "Ψίθυρος"

Εγκάρδιες ευχές για τις μέρες που διανύουμε. Καλή Ανάσταση σ’ όλους, να μείνετε γεροί και να χαρείτε τις μικρές διαδρομές εντός των σπιτιών, που μπορεί και να κρύβουν πρωτόγνωρες εμπειρίες και προσωπικές ανατροπές.
(Περι)Μένουμε σπίτι και δεν διασπείρουμε τον ιό του φόβου!




Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Σφαίρα γενεθλίων


Κάθε φορά που αργούσες να γυρίσεις σπίτι, γινόμουν έξαλλος. Η μάνα σου με συγκρατούσε να μην σ’ αρπάξω απ’ την αλογοουρά και σε πλακώσω στις σφαλιάρες. Κι ήταν κάτι βράδια που ερχόμουν “φτιαγμένος” απ’ την υπηρεσία, ο Θεός να με συγχωρέσει, μα έβλεπα στο πρόσωπό σου όλα εκείνα τα τσογλάνια που μας πετάγανε μολότοφ, λίγο νωρίτερα. Πώς γλύτωσε απ’ τα χέρια μου εκείνο το κωλόπαιδο που μας έριξε το καπνογόνο μες στην κλούβα; Πώς; Άγιο είχαμε και δεν λαμπαδιάσαμε όλοι μας… Μα τι λέω; Oι άλλοι είχανε τον άγιο με το μέρος τους. Εγώ, όμως, δεν έπρεπε να ζήσω, εκείνο το βράδυ. Χίλιες φορές να γινόμουν κάρβουνο και να μην περνούσα αυτό το μαρτύριο που ζω τώρα… Να μην βρισκόμουν εδώ, απόψε. Ας γινόταν να γυρίσω το χρόνο, λίγες μέρες πίσω…


Απόψε είναι τα γενέθλιά σου. Αν ζούσες, θα σου έκανα ένα απ’ αυτά τα σαχλά δώρα που συνήθιζα να σου παίρνω, από τότε που ήσουν πιτσιρίκι. Όχι πως πολυνοιαζόμουν για γενέθλια και τέτοιες μαλακίες, πιο πολύ γούσταρα να μπαίνω στο μάτι της μάνας σου. Για να την θυμώσω και να της πάω κόντρα που σ’ ονειρευόταν επιστήμονα διανοούμενο. Κάτι βράδια που σηκωνόμουν για τουαλέτα κι έβλεπα το φως του δωματίου σου αναμμένο, σκύλιαζα. Ήξερα πως διαβάζεις πάλι, σε άκουγα να φυλλομετράς και να τακτοποιείς στα ράφια τα βιβλία σου, και με το ζόρι κρατιόμουν να μην χιμήξω μέσα και να τα κάνω όλα λαμπόγυαλο. Ήταν κι αυτή η φράση που μου είχες πει κάποτε, και μου θόλωνε το μυαλό, βρε αγόρι μου. “Εγώ, δεν πάω στρατό, δεν πιάνω όπλο στα χέρια μου, να το ξέρεις!” Κι ήταν το πιο μεγάλο ψέμα που μου είπες!


Θυμάσαι πέρσι που ᾽κλεισες τα δεκαοχτώ και σου ᾽κανα δώρο εκείνο το αεροβόλο; Η άλλη είχε φρικάρει και με κέντριζε σαν τη σφίγγα με τα μάτια της. Θυμάσαι τη φάση που αυτή ωρυόταν, κι εγώ σε γραπώνω απ’ την κουκούλα και κλειδωνόμαστε στην κουζίνα; Τι γέλια είχα ρίξει τότε, ο μαλάκας! Ήθελα να σε κάνω άντρα, έτσι το εννοούσα εγώ το πέρασμά σου στην ενηλικίωση. Κι όσο άκουγες τις τσιρίδες της και δείλιαζες, εγώ σου φώναζα: “Άσ’ τηνε, μωρέ, την υστερικιά, κι έλα να σου μάθω καλό σημάδι”. Κι ανοίγω το παραθυράκι της κουζίνας και… μπαμ-μπαμ-μπαμ… πάρ ᾽τα κάτω τα νεράντζια στον κήπο. “Ε; Με παραδέχεσαι, δικέ μου;” σου φώναζα πωρωμένος. Και τότε σου έδωσα το αεροβόλο. “Ρίξε, ρε!” Θυμάσαι;


Έτρεμες σαν το ψάρι, φουκαρά μου… Και πού να ᾽ξερες πως εγώ έτρεμα περισσότερο από σένα! Κι όταν έβαλες την κάνη στο λαιμό σου, κιότεψα. “Να την πατήσω να γελάσουμε κι άλλο;” Το δάχτυλό σου έσφιγγε σιγά-σιγά τη σκανδάλη και στ’ άρπαξα τελευταία στιγμή απ’ τα χέρια. Είχα πάθει σοκ. Ορκίστηκα πως, τέρμα τα νταϊλίκια μαζί σου. Τόσο μαλάκας ήμουν! Χρόνια παίζω μ’ αυτά τα μαραφέτια κι εσύ με αφόπλισες με μία σου φράση.


Το θυμάσαι κι αυτό; Καλό εργαλείο, αξιόπιστο και γρήγορο. Βρίσκει πάντα το στόχο του. Μας το δώσανε τις προάλλες στην υπηρεσία, για ν’ αποσύρουμε τα παλιά περίστροφα. Παλιατζούρες πια. Ενώ αυτό; Τεφαρίκι σου λέω, δικέ μου! Μα πού στο διάολο το ξετρύπωσες, μου λες; Το κρατούσα καλά κρυμμένο στο σπίτι. Έτσι νόμιζα, ο μαλάκας. Αχρησιμοποίητο ήταν. Ολοκαίνουργιο, του κουτιού! Μία σφαίρα έλειπε μόνο απ’ τη θαλάμη του. Αυτή που ξεσφήνωσαν απ’ την καρωτίδα σου. Την καθάρισα, τη γυάλισα και την έδωσα στη μάνα σου. Nα την έχει με τα πράγματά σου και να σε θυμάται. Τις υπόλοιπες σφαίρες τις πέταξα. Μία μου φτάνει. Ξέρω καλό σημάδι, τώρα πια. Στο ίδιο σημείο που μου έμαθες, εσύ, να σημαδεύω. Εδώ κάτω…


Χρόνια πολλά, αγόρι μου! Έρχομαι να το γιορτάσουμε παρέα… Άσε, πάλι μαλακίες λέω. Δεν έχω θέση στον παράδεισο που είσαι τώρα. Μια ζωή παραβίαζα το χώρο σου κι άρπαζα ό,τι σ’ έκανε ευτυχισμένο. Πατέρας να σου πετύχει!... Η τελευταία μου λεηλασία στο δωμάτιό σου, έγινε απόψε. Έκλεψα το φούτερ σου. Αυτό το μαύρο με την κουκούλα που δεν το έβγαζες από πάνω σου. Έχει τη μυρωδιά σου, ακόμα. Όλα μυρίζουν εσένα, πια. Όλα…


Σαν βεγγαλικό που ξερνάει τον κόκκινο καπνό του θα τιναχτεί το κεφάλι μου. Η ύστατη συγγνώμη μου, πριν ριχτώ καταμεσής στην κόλαση.




Είναι η συμμετοχή μου στη Φωτο-Συγγραφική σκυτάλη #4, που οργανώνει η MaryPertax στο ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ.


Με τη σειρά μου παραδίδω τη Φωτο-Σκυτάλη μου στην αγαπημένη μας φίλη Ρούλα Σμαραγδάκη. Είναι μια φωτογραφία εποχής, με Χριστουγεννιάτικο πνεύμα και νοσταλγική διάθεση. Πηγή:


Και η λέξη που θα πρέπει να χρησιμοποιήσει στην ιστορία της είναι: "παραμύθι"
Μαίρη μου, ένα ειλικρινές ευχαριστώ για την ομαδικότητα και τη συλλογική δουλειά που απολαμβάνουμε μέσα απ’ αυτό το παιχνίδι!

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Μαθήματα φωτογραφίας για αρχάριους


-       Τι τη θες τώρα τη φωτογραφία, βρε χριστιανέ μου; Τα χάλια μου είμαι…

-       Κάτσε βρε Χαρικλάκι που έχεις τα χάλια σου. Κούκλα είσαι! Εδώ κοίτα, θα βγει το πουλάκι τώρα.

-       Μην τρομάξει και φύγει το πουλάκι, έτσι που είμαι. Έλα κι εσύ πλάι μου, να βγάλουμε μία …πώς τις λένε είπαμε, αυτές που βγάζουν τώρα με τα κινητά τους;

-       Σέλφις, νομίζω…

-       Σελφ-σέρβις τις λένε, βρε, Χαράλαμπε! Δηλαδή, δεν μπορούμε να βγούμε μία, μαζί;

-       Δεν τραβάει τέτοιες η μηχανή μας, βρε Χαρικλάκι… Είναι απ’ τις παλιές, με το φιλμ και το διάφραγμα. Κάτσε να σε τραβήξω άλλη μία, με φλας.

-       Ναι, να τη στείλεις και στον Άγιο Πέτρο, για να με αναγνωρίσει όταν θα πάω στο σκοτεινό του θάλαμο. Έτσι, καλή είμαι;

-       Δεν θα το πιστέψεις βρε Χαρικλάκι, αλλά εγώ σε βλέπω ακόμα, σαν το μικρό μου κοριτσάκι.

-       Από βδομάδα, θα πάμε στον οφθαλμίατρο, Χαράλαμπε. Ο καταρράκτης σου έχει χειροτερέψει.

-       Βρε, λέγε ό,τι θέλεις, εσύ! Έχουμε πολλές πόζες ακόμα στο φιλμ. Πάρα πολλές, Χαρικλάκι μου!... Χαμογέλα μου, βρε, λίγο!
~ // ~

Το ζεστό σούρουπο τούς βρήκε ακόμα στο μικρό άλσος, να βολτάρουν πιασμένοι αγκαζέ, εκείνη να σταματάει για λίγο, να ξεκουράζει σ’ ένα παγκάκι τα πρησμένα της πόδια κι εκείνος, να κατευθύνεται στον υπαίθριο μικροπωλητή και να επιστρέφει μ’ ένα φεγγαρένιο χαμόγελο κοντά της. Με χέρια που έτρεμαν, ξετύλιξε απ’ τη ζελατίνα του ένα γλειφιτζούρι κοκοράκι και της το πρόσφερε, σαν να ήταν ένα ολάνθιστο μπουκέτο. «Στο χρωστούσα απ’ τα παλιά, Χαρικλάκι μου. Θυμάσαι;» της είπε όλο τρυφεράδα. «Πώς δε θυμάμαι; Η ζωή είναι ένα γλειφιτζούρι, μου έλεγες. Μαζί θα το γευτούμε, ως το τέλος. Μα τι πας και θυμάσαι, βρε, Χαράλαμπε; Θα σ’ ανέβει κι η πίεση… και το ζάχαρο… αχ, βρε, Χαράλαμπε!...»

Οι περαστικοί χάζευαν το ηλικιωμένο ζευγάρι που μοιραζόταν ένα κατακόκκινο γλειφιτζούρι, πονηρογελώντας ο ένας στον άλλο. Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω απ’ τις τσιμεντένιες κορυφογραμμές της πόλης και τα φλασάκια απ’ τις οθόνες των κινητών, φεγγοβολούσαν σαν πύρινες λαμπηδόνες τριγύρω τους. Σε λίγη ώρα, θα γινόντουσαν είδηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης∙ οι φωτογραφίες και τα βίντεο απ’ την τρυφερή και σπάνια αυτή εικόνα, θα μάζευαν πολλά “λάικ” στα στέκια του διαδικτύου, εκεί που οι άνθρωποι θαυμάζουν και αυτοθαυμάζονται, μέσα από ψηφιακές φωτογραφίες και έξυπνες ατάκες.

Οι  εικόνες που έχουν απομείνει στο φιλμ τους, όσο πάνε και λιγοστεύουν. Η παλιά τους αναλογική μηχανή θα παροπλιστεί, κλείνοντας για πάντα μέσα της τα καρέ μιας ολόκληρης, κοινής ζωής. Που είχε ηλιόλουστες μέρες, αλλά και άγριες βαρυχειμωνιές. Που άντεξε στο χρόνο και τη φθορά και αξιώθηκε να γλυκολειώνει, σαν ένα γλειφιτζούρι κοκοράκι.

-       Έλα Παναγία μου! Καλέ, εμείς είμαστε εδώ; Ποιος μας τράβηξε, βρε Χαράλαμπε;

-       Τις προάλλες στο αλσάκι, βρε Χαρίκλεια. Ξέχασες;

-       Μμμ… καλούτσικοι βγήκαμε, ε Χαράλαμπε; Μικροδείχνουμε, ή ιδέα μου είναι;

 (Σημ. η φωτογραφία της ανάρτησης είναι απ' το διαδίκτυο και ανήκει στο δημιουργό της)


Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Ευ θνήσκειν [Παίζοντας με τις λέξεις #19]


−Να᾽ρθεις να με ζητήσεις απ’ τον μπαμπά. Τι θα λένε στη γειτονιά που μ’ έχεις ακόμα αστεφάνωτη; Να βάλεις το καλό σου κουστούμι και να᾽ρθεις, Αργύρη μου… να παντρευτούμε με το καλό  και να φύγουμε αμέσως για το ταξίδι μας στη Βενετία… αύριο πρωί να᾽ρθεις σπίτι μου…

«Δεν έχει επιστροφή κύριε Αργύρη. Μονάχα αυτή η προσμονή που έχει επινοήσει, την κρατάει στη ζωή. Ό,τι σας φωτίσει ο Θεός από δω και πέρα. Υπομονή και φροντίστε να παίρνει την αγωγή της για να μην υποτροπιάσει».

−Το γαμπριάτικο κουστούμι; Έλα Παναγία μου! Χάζεψες κι εσύ, ρε πατέρα, τώρα; Στην αποθήκη θα ᾽ναι, τράβα βρες το. Ευκαιρία να κάνεις κι ένα ξεκαθάρισμα εκεί μέσα, κι ό,τι βρεις, χάρισμά σου. Ρε, τι πάθαμε με τα γερόντια!... Να ᾽χω τόσα βάσανα, κι αυτοί στην κοσμάρα τους!...
~ // ~

−Άργησες Αργύρη.
−Το χάπι σου Ευανθία… Δώδεκα πήγε…. Πιες το να πάμε στην εκκλησία.
−Τι όμορφος γαμπρός που είσαι! Αχ, κι αυτή η μοδίστρα δεν φάνηκε ακόμα να φέρει το νυφικό. Να ᾽ρθεις πάλι αύριο Αργύρη μου.  Δεν προλαβαίνουμε να στεφανωθούμε απόψε. Έχω να ετοιμάσω και τις βαλίτσες για το ταξίδι… Τι καιρό κάνει άραγε εκεί πέρα;
−Ξεκουράσου Ευανθίτσα μου. Θα φροντίσω εγώ τις βαλίτσες. Να, κοίτα, σου έφερα και φωτογραφίες απ’ τη Βενετία. Μ’ αυτό το βαπορέτο θα διασχίσουμε το μεγάλο κανάλι…
−Αύριο Αργύρη μου. Να φορέσεις το γαμπριάτικό σου και να ᾽ρθεις να με ζητήσεις. Ο μπαμπάς περιμένει…

Συγύρισε σχολαστικά το κομοδίνο της, όσο εκείνη παραδιδόταν σ’ έναν βαθύ ύπνο. Πάνω στα διαφημιστικά φυλλάδια με τις ρομαντικές εξορμήσεις στα βενετσιάνικα κανάλια, τακτοποίησε τα υγρά χαρτομάντηλα και το παλιό κουρδιστό ρολόι. Απ’ την προβλήτα μιας λαγκούνας πετάχτηκαν στάλες νερού, πάνω στην καρτέλα με τα χάπια. Το ποτήρι της λικνιζόταν με χάρη μπροστά στο παλάτι των Δόγηδων. Ο ψηλόλιγνος γονδολιέρης με το λευκό ψαθάκι, χαμογελούσε στο γυάλινο πυθμένα της κανάτας. Το πιεσόμετρο σκαρφάλωσε στη Γέφυρα των Στεναγμών, κι ο Αργύρης νόμισε προς στιγμή, πως διασχίζει μαζί με τους φυλακισμένους, το ύστατο μονοπάτι της ζωής∙ απ’ το δουκικό ανάκτορο, στην κόλαση των βασανιστηρίων και την εκτέλεση, εκεί που τους έστελνε η ανελέητη εξουσία των ιεροεξεταστών.

Πριν φύγει από κοντά της, ακούμπησε το ξύλινο εικόνισμα της Παναγίας πάνω στις αλαβάστρινες καμάρες του Αγίου Μάρκου∙ η άφεση των αμαρτιών θα ερχόταν με τα ορμητικά νερά της παλίρροιας, που ολοένα ένιωθε να πλησιάζουν απειλητικά.
Τακτοποίησε το κουστούμι του στην κρεμάστρα. Αύριο πάλι…
~ // ~
Κάθε πρωί ο Αργύρης φορούσε το γαμπριάτικο κουστούμι του, έσερνε τα βήματά του ως το κρεββάτι της και ζητούσε το χέρι της. Τα μοναχικά του βράδια τα ζέσταιναν οι μνήμες και οι ξεθωριασμένες φωτογραφίες του γάμου τους. Το ταξίδι που δεν πήγαν ποτέ, ναυάγησε στην επιφάνεια του κομοδίνου της.

Και κάθε μέρα η Ευανθία ξαναγεννιόταν απ’ τις στάχτες της. Λες και περίμενε υπομονετικά τους δύο Μαυριτανούς να χτυπήσουν την καμπάνα του Αγίου Μάρκου για να φύγει παρέα με τον σύντροφό της∙ καβάλα στο φτερωτό λιοντάρι, πέρασαν ένα βράδυ την αψιδωτή έξοδο προς τ’ αστέρια. 
* * * * * * * *
Σημείωση: η φωτογραφία είναι απ’ τη γαλλική ταινία “Amour” παραγωγής 2012, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Μίχαελ Χάνεκε με τους Ζαν Λουί ΤρεντινιάνΕμανουέλ Ριβά και Ιζαμπέλ Υπέρ.

Το ανεκπλήρωτο ταξίδι στην Βενετία, έγινε μέσα απ’ το 19ο παιχνίδι λέξεων που οργανώνει και φιλοξενεί η Μαρία, στο Χάρτινο Καραβάκι της.
Αφιερωμένο σ’ όλους τους απόμαχους της ζωής που έμειναν μαζί, 
ως το τέλος του “ταξιδιού” τους.
Ευχαριστώ θερμά, όλους όσους δίνουν το παρόν στο παιχνίδι μας και την Μαρία που το στηρίζει με συνέπεια και πολλή δουλειά. 
* * * * * * * *
Λίγα λόγια για το "Παίζοντας με τις λέξεις"
Η καταπληκτική ιδέα της Φλώρας του TEXNIS STORIES ήταν το σύνθημα για να γράφουμε και να διαβάζουμε ιστορίες και ποιήματα, επί χρόνια.
Κάθε μήνα, η Φλώρα πιστή στο ραντεβού με λέξεις που ανανεώνονταν, μας καλούσε να δημιουργήσουμε. Και το κάναμε.
Με αφορμή το παιχνίδι, γράφτηκαν εξαιρετικές ιστορίες και υπέροχα ποιήματα, ξεκαρδιστικά ευθυμογραφήματα, αγαπημένα παραμύθια, αλλά και πόσα άλλα!
Προσωπικά, οφείλω ένα μεγάλο “Ευχαριστώ” στην Φλώρα για το παιχνίδι που εμπνεύστηκε, για τη σκληρή δουλειά που έκανε όλα αυτά τα χρόνια και για μια πολύτιμη συλλογή απ’ τα χειροποίητα κοσμήματά της που στολίζουν τις μνήμες, τα συρτάρια και την καρδιά μου.

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

To φόβο του φιλιού τους να ᾽χετε! [φωτοσυγγραφική σκυτάλη #3]


«Κλείσε τα μάτια και ονειρέψου το πιο ζεστό φιλί
και όρμα
επάνω σε κάθε καταστολή
σε κάθε τοίχο σαν καρφί πέρνα απ’ την άλλη
μια τεράστια αγκαλιά γίνε αντίστασης.
Ο έρωτας είναι η εξέγερση»

(Απόσπασμα απ’ το ποίημα του Δημήτρη Καφετζή «Εξεγέρσου!», δημοσιευμένο για πρώτη φορά στο Περιοδικό Κατιούσα 01.12.2018)

«Θα σας θάψουμε ρε κωλόπαιδα, σαν τους παππούδες σας στον εμφύλιο», βρυχήθηκε ένας κρανοφόρος απ’ τη διμοιρία. Οι φυσούνες των αστυνομικών ξερνούσαν διαρκώς γερές δόσεις ληγμένων δακρυγόνων. Ο εμβληματικός αγωνιστής της εθνικής αντίστασης Μανώλης Γλέζος βρέθηκε για άλλη μια φορά στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων και δεν δίστασε να ορθώσει τη φωνή του μπροστά σ’ έναν πάνοπλο διμοιρίτη. «Ντροπή σας!» φώναξε με όση δύναμη είχε απομείνει στα κουρασμένα του πλεμόνια. Η απάντηση ήρθε μ’ ένα βίαιο σπρώξιμο κι έναν άνανδρο ψεκασμό χημικών, κατευθείαν στο πρόσωπό του.

Λίγα στενά πιο κάτω, οι προστατευτικές ασπίδες παρατάχτηκαν η μία πλάι στην άλλη, σχηματίζοντας ένα αδιαπέραστο τείχος από πλεξιγκλάς. Απανωτές χειροβομβίδες κρότου λάμψης έσκιζαν τον αττικό ουρανό, σκορπίζοντας τον πανικό. Ο δημοσιογράφος Μανώλης Κυπραίος έπεσε σφαδάζοντας στο οδόστρωμα. Λίγο πριν, προσπαθούσε να αποτυπώσει με το φωτογραφικό του φακό τη βάρβαρη συμπεριφορά των αστυνομικών, καθώς και τους κουκουλοφόρους που ετοιμάζονταν για επίθεση με καδρόνια, κρυμμένοι πίσω από τα ΜΑΤ, στο υπουργείο Οικονομικών. Αν και έδειξε εγκαίρως τη δημοσιογραφική του ταυτότητα στους επικεφαλής αστυνομικούς, η απάντηση ήταν η κατά μέτωπο επίθεση με χειροβομβίδα κρότου που του στέρησε την ακοή κι απ’ τα δυο του αυτιά και ένα άγριο ξυλοκόπημα από μέλη της αστυνομικής ομάδας ΔΕΛΤΑ, ενόσω προσπαθούσε να πάει πεζός σε κάποιο νοσοκομείο για πρώτες βοήθειες.

Στο μετρό του Συντάγματος έριχναν διαρκώς μεγάλες ποσότητες χημικών∙ αλλόφρονες πολίτες ξεχυνόντουσαν απ’ τις υπόγειες στοές προσπαθώντας ν’ ανασάνουν και να προφυλάξουν τα μάτια τους. Στην έξοδο τούς περίμεναν τα γκλομπς και οι βρισιές των αστυνομικών. Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Άνθρωποι να καίγονται απ’ τις φλόγες, να ποδοπατούν ο ένας τον άλλο και να κουτρουβαλούν στις σκάλες. 

Στην πολύπαθη πλατεία που θύμιζε πλέον πεδίο μάχης, είχε στηθεί ένα αυτοσχέδιο ιατρείο για τους τραυματισμένους διαδηλωτές, με εθελοντές γιατρούς και νοσηλευτές. Οι ομάδες καταστολής επιτέθηκαν οργανωμένα με δακρυγόνα και ξύλο. Οι γιατροί ούρλιαζαν με απόγνωση: «Ντροπή, εδώ είναι ιατρείο! Αυτά δεν γίνονται ούτε στον πόλεμο. Ακόμα κι εκεί, υπάρχει ανακωχή για να μαζέψεις και να φροντίσεις τους τραυματίες!» Οι διαμαρτυρίες των γιατρών δεν σταμάτησαν το αφιονισμένο γιουρούσι των ένστολων. Οι γιατροί αναγκάστηκαν να μεταφέρουν το ιατρείο στο μετρό, αλλά κι εκεί τους περίμεναν οι απανωτές ρίψεις χημικών.
~ // ~
Το ραντεβού τους ήταν κι απόψε στα λουλουδάδικα, μπροστά απ’ τα στημένα κιγκλιδώματα των αστυνομικών. Εν μέσω της λαοθάλασσας και των στριγκών ήχων απ’ τα δακρυγόνα, τις ιαχές και τις κατσαρόλες που κράδαιναν ρυθμικά οι διαδηλωτές, αγκαλιάστηκαν τρυφερά μπροστά απ’ τις ασπίδες και ύψωσαν το πιο εκκωφαντικό σύνθημα. Ένα γαληνεμένο φιλί, τρυφερό και αγαπησιάρικο, σχεδόν υπερκόσμιο, που αφόπλισε διαμιάς τους φαλαγγίτες, τους αγνόησε περιφρονητικά και τους έφτυσε κατάμουτρα. Τη φωτογραφία τους απαθανάτισαν οι δημοσιογράφοι εκείνη τη βραδιά κι έγιναν το σύγχρονο σύμβολο αντίστασης σε μια ρημαγμένη κοινωνία που αναζητούσε πεισματικά δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια. Δυο νέα παιδιά, απ’ αυτά που, άλλοτε τα χλευάζουμε για την παθητική τους στάση κι άλλοτε τα αποθεώνουμε και τα κάνουμε ήρωες, έγραψαν την επικεφαλίδα της ιστορίας. «Φιλιά στα μούτρα σας!» Με την αγάπη μας απαντάμε στα ρόπαλα και στις κλωτσιές σας. Όπως ξεκίνησαν θαρραλέα  οι πρώτοι διαδηλωτές στην Πορτογαλία, για να ρίξουν τη χούντα στη χώρα τους το ’74, με την θρυλική Επανάσταση των Γαρυφάλλων.

Φρύαξαν οι σιδερένιοι φρουροί της “τάξης” στη θέα των αγκαλιασμένων παιδιών. Η αντίδρασή τους ήταν το ίδιο γελοία, με αυτή των συναδέλφων τους, όταν παραμονές της χούντας [τον Απρίλιο του ’67], διέκοψαν έντρομοι τη συναυλία των Rolling Stones στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ο Μικ Τζάγκερ είχε την ατυχή έμπνευση να πετάξει στο κοινό κόκκινα γαρύφαλλα. Η κίνηση αυτή, είχε θεωρηθεί απ’ την αστυνομία ως προκλητική επίδειξη υποστήριξης του κομμουνισμού [ούτε κατά διάνοια] κι έτσι κατέβασαν το ρεύμα και ξαπόστειλαν κακήν κακώς το συγκρότημα και τους θεατές. Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, οι αμήχανοι αστυνομικοί επιστράτευσαν όλα τα μέσα καταστολής που διέθεταν∙ αύρες με κανόνι για εκτόξευση νερού, καταιγιστικές ριπές δακρυγόνων, ουρλιαχτά και επιδεικτικά χτυπήματα των γκλομπς στις ασπίδες τους. Ωστόσο, το ζευγάρι συνέχισε απτόητο το ατάραχο ταξίδι του στη φωτερή ατραπό της αγάπης. Πίσω τους, ηττημένοι και σιωπηλοί, οι θωρακισμένοι “φύλακες” της τάξης (και της τράπεζας).  Ίσως κάποιος απ’ τους κρανοφόρους να μελαγχόλησε στη διαπίστωση, πως είχε αντίκρυ του τον εαυτό του, τα προδομένα του όνειρα και τη ζωή που φοβήθηκε να διεκδικήσει.

Σημείωση: Η φωτογραφία είναι της Γεωργίας Παναγοπούλου [Eurokinissi] και τραβήχτηκε στις μαζικές διαδηλώσεις της Αθήνας, την περίοδο 2010-12, ενάντια στα μνημόνια.

  • -      Συμμετοχή στο δρώμενο «Φωτοσυγγραφική Σκυτάλη #3» που οργανώνει και συντονίζει η MaryPertax στη ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ.
  • -      Ευχαριστίες θερμές στην Μαίρη μας που μας έδωσε την αφορμή για ένα συλλογικό “τρέξιμο”, καθώς και  στον καλό φίλο Γιάννη για την επιλογή της φωτογραφίας αυτής.
  • -      Παραδίδω τη σκυτάλη μου στην Αριστέα, με μια φωτογραφία του Θάνου Τσάκαλου και προτεινόμενη λέξη το: «όνειρο» (ή τα "όνειρα" αν έχει πολλά...)


Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Χρονοτάξιδο



Τράβηξε το καλώδιο απ’ την πρίζα και τακτοποίησε τα σιδερωμένα στα συρτάρια τους. 
«Τα σώβρακα να τα σιδερώνεις, για να πεθαίνουν τα μικρόβια» άκουγε τη φωνή της συνείδησης απ’ το υπερπέραν. Ύστερα ετοίμασε το αυριανό φαγητό, αφού τεμάχισε με χειρουργική ακρίβεια το κρεμμύδι, έτσι ώστε αυτό να περάσει απαρατήρητο απ’ το ιεροεξεταστικό βλέμμα των παιδιών. Κάτι αξόδευτα κλάματα που είχαν μαζευτεί από καιρό στους κερατοειδείς, κατρακύλησαν στην κατσαρόλα και τσιγαρίστηκαν με τα δάκρυα απ’ το βατικιώτικο∙ «Από ξηροφθαλμία πάντως, δεν κινδυνεύεις, μικρή μου!» ξανακούστηκε η φωνή, απ’ τη χοάνη του απορροφητήρα αυτή τη φορά. Αργά το βράδυ, και αφού τα καλοσιδερωμένα σώβρακα φορέθηκαν και κοιμήθηκαν μακαρίως, μάζεψε τα κουράγια της, το τραπέζι, τα άπλυτα πιάτα, τα βρόμικα ρούχα και τα πεταμένα παιχνίδια στο σαλόνι. Στο γιορτινό χαρτόνι πάνω στο ψυγείο, τα παιδιά είχαν διαγράψει με κόκκινο μαρκαδόρο, άλλο ένα κουτάκι. «Τριάντα μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα». Έβγαλε το αγιοβασιλιάτικο μαγνητάκι, ξεκρέμασε το χαρτόνι κι άρχισε να τρίβει το κοκκινάδι που είχε ξεστρατίσει, πασαλείβοντας την επιφάνεια του ψυγείου. «Χο-χο-χο… ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει» της χαμογέλασε σαρδόνια η αγιοσύνη του. «Πού να τα βάζεις νυχτιάτικα με ανεξίτηλους αγίους;» σκέφτηκε και αποχώρησε παραδομένη και κατάκοπη. Αύριο πάλι…

Λίγο πριν βυθιστεί σ’ έναν ληθαργικό ύπνο, ανέσυρε το μαύρο τεφτέρι της για να κάνει το ταμείο της ημέρας. Σήμερα, έσβησε μια προσβολή απ’ τον μεγάλο. Σήμερα, μια απαξιωτική συμπεριφορά απ’ την κόρη. Σήμερα, μιαν άγρια σπρωξιά απ’ τον Θωμά. Σήμερα, μια αδικία απ’ τον προϊστάμενο. Σήμερα, έβγαλε ένα εισιτήριο με την αμαξοστοιχία. Χτες, είχε ετοιμάσει μια βαλιτσούλα με τα απαραίτητα∙ όλα κουβαριασμένα και ασιδέρωτα, των εσωρούχων συμπεριλαμβανομένων. Αύριο, θα έχει μετανιώσει που δεν τους άφησε πίσω, ένα μαγειρεμένο φαγάκι. Μεθαύριο, θα μάθει πως την ψάχνουν εναγωνίως όλοι τους, για να πραγματώσει τα “σήμερα” που τα άφησε σύξυλα κι εξαφανίστηκε.

Το τεφτέρι γέμισε πια. Απ’ την εύθρυπτη κιμωλία, δεν απόμειναν παρά ελάχιστοι, λευκοί κόκκοι. Ίδια απόχρωση με τις φύτρες που στολίζουν το στεφάνι των μαλλιών της. Τα έπιασε ένα σφιχτό κότσο, όπως τότε που μοσχομυρίζανε ξιδόνερο κι αρισμαρί, και ξάπλωσε νωχελικά στο παράθυρο του κουπέ. Το τρένο ξεκινάει το παλινδρομικό του ταξίδι πάνω στις ξύλινες τραβέρσες κι απ’ το παράθυρο χαζεύει τη διαδρομή προς το “χτες”. Θα μετρήσει αντίστροφα τις μέρες, τα χρόνια, τα όνειρα, θα κάνει σταθμό στο αρυτίδωτο πρόσωπο και στις νεανικές επιθυμίες που, κάποτε, είχαν υποκύψει στα τραύματά τους. Κι αυτή, όλο και θα μικραίνει∙ θα γίνει το κορίτσι με τα στιλπνά μαλλιά που μετράει αντίστροφα τις μέρες ως τα Χριστούγεννα. Ανυποψίαστη για τα βακτήρια που αναπτύσσονται στις ραφές των εσωρούχων και παντελώς αδιάφορη για κρεμμύδια, τρίφτες και τσιγαρίσματα σε κατσαρόλες.

Με την επίγνωση πως το αύριο θα είναι ίδιο κι απαράλλαχτο με το σήμερα, παραδόθηκε κι απόψε στο όνειρο της φυγής, κρυμμένη στο σιδερένιο τρενάκι που είχε μαζέψει νωρίτερα απ’ το σαλόνι.

Φέτος, θα ζητήσει απ’ τον αϊ-Βασίλη μια καινούργια κιμωλία…



Ήταν η συμμετοχή μου στη Φωτο-συγγραφική σκυτάλη ΙΙ
που διοργανώνει η Μarypertax στη Γήινη Ματιά για δεύτερη φορά.
Η φωτογραφία-σκυτάλη, μού παραδόθηκε απ’ το Αριστάκι μας
(Η ζωή είναι ωραία) και προέρχεται απ’ τον ιστότοπο:
Παραδίδω με τη σειρά μου τη σκυτάλη μου στη Μαρίνα 
μαζί με μια αγαπημένη φωτογραφία της πολυαγαπημένης μας
και με όλες μου τις ευχές για όμορφες εμπνεύσεις και καλούς
προορισμούς∙ στο παιχνίδι αλλά και στη ζωή της εν γένει.



[Μαρίνα μου, νομίζω πως είναι απ’ τα αγαπημένα σου θέματα…]