Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

Ε Κ Κ Ε Ν Ω C T E ✚

 


−Να τους πεις ότι πάντα είχαμε φωτιές και θα συνεχίσουμε σταθερά να έχουμε. Και κοίτα, μη σου πάρουν τον αέρα, με τσαμπουκά θα μιλάς, κι αν σε ζορίσουν πολύ, πέτα τους κανένα σουρεαλιστικό που δεν θα το καταλάβει κανείς τους.

−Σαν τι δηλαδή;

−Βάλε λίγη “κοσμογονία στην πυροπροστασία”, θα το θυμάσαι αυτό;… μπα… χλωμό το κόβω, σημείωσέ το στη φούχτα σου, μη πεις τίποτ’ άλλο που δεν πρέπει. Και προς Θεού, μη ξεχάσεις την “κουλτούρα εκκενώσεων” και πως φέτος είμασταν καλύτερα προετοιμασμένοι για τις φωτιές.

−Θα φάμε ξύλο, Πρόεδρε.

−Τι φοβάσαι ρε, δυο μέτρα ντερέκι πράμα; Έτσι να κάνεις με τις χερούκλες σου, θα χεστούν πάνω τους. Σιγά μη φοβηθείς εσύ! Ο γίγας της βουλής!

−Μια που το ΄φερε η κουβέντα, Πρόεδρε… Δεν πάμε να τσιμπήσουμε κάτι, γιατί απ’ το πρωί είμαι με δέκα αβγοφέτες και πέντ’ έξι παν κέικς.

−Nα πάμε, αλλά ποια κουβέντα το ’φερε;

−Οι γίγαντες που είπες. Έχει ανοίξει ένα ασιατικό στα βόρεια και σερβίρει το πιο άπαιχτο σούσι.

−Τι σχέση έχει το σούσι με τους γίγαντες;

−Όποια σχέση έχω εγώ με την κλιματική κρίση και την προστασία του πολίτη.

−Αυτός είσαι! Προχώρα, κι αν ζορίσουν τα πράματα, να θυμάσαι την αποστομωτική ατάκα που λέμε όλοι.

−Άσε, το ’χω, Πρόεδρε: “Η κυβέρνηση έχει υλοποιήσει ένα πολύ μεθοδικό σχεδιασμό για την αντιπυτιριδική προστασία”.

−Άσ’ το καλύτερα, μη μας κάψεις περισσότερο. Πες κάτι μίνιμαλ, δίχως πολυσύλλαβες λέξεις.

−Τι είναι πολυσύλλαβες;

−Πώς λέμε “καραβιδόψυχα”; Ή το άλλο, “καβουροδαγκάνες”; Γκέγκε;

−Άσε, το ’χω, Πρόεδρε: “Αστακομακαρανάδα, καπαρομηλόπιτα, παπαρδέλες με πάπια βιολογικής εκτροφής, φύκια κόμπου με καρπάτσιο ξιφία…”

−Ρε ψηλέ, συγκεντρώσου! “Θα δώσουμε τάχιστα αποζημιώσεις στους πληγέντες”. Πες μόνο αυτό. Θα το θυμάσαι;

−Να μη σώσω να ξαναφάω νιγκίρι, Πρόεδρε! Που πιο ιερό όρκο, δεν έχω.

−Για πες το να δούμε.

−Πέστο τζενοβέζε με μπουρίτο, έχεις δοκιμάσει; Μια που το ’φερε η κουβέντα ρωτάω.

−Τα πορτσίνι μου μέσα!  Λοιπόν, θα πεις κάτι εύκολο, γρήγορο και που δεν παραπέμπει σε φαγιά. “Η κλιματική κρίση φταίει”.

−Αχ, τα κληματόφυλλα! Τι ωραίος μεζές! Το ήξερες εσύ, Πρόεδρε, ότι δεν είναι μόνο για ντολμάδες; Μπορούμε να τυλίξουμε ό,τι θέλουμε. Από κρέατα μέχρι μαλάκια οστρακόδερμα.

❶ ❶ ❷

«Δύσκολη μέρα κι η σημερινή». Πες αυτό που φοριέται σε όλες τις περιστάσεις και, για φιλοδώρημα, άφησε λίγη ελπίδα για αποζημιώσεις. Καλοφάγωτα τα οικόπεδα και καλοστέριωτες οι λαμαρίνες που θα φυτρώσουν στα καμένα. Κι αν κάτι ταράξει τον αμέριμνο ύπνο σου στο ασφαλές σπιτικό σου, θα είναι ίσως μια κραυγή απ’ το υπερπέραν. Ένα κουτάβι που κάηκε ζωντανό ή ένας άνθρωπος που λύγισε καθώς αποχαιρετούσε το σπιτικό του με όλα του τα υπάρχοντα παραχωμένα βιαστικά σε μια πλαστική σακούλα.

Έχεις ακούσει το “κρακ” που κάνει η καρδιά ενός ανθρώπου τη στιγμή που καταρρέει; 112 παλμοί το λεπτό. Τόσο όσο χρειάζεται για να σταλεί ένα sms. Ή καλύτερα, για να κάνεις φλαμπέ με ούζο, όποιο μαλάκιο σού ταιριάζει περισσότερο.

[η φωτογραφία της ανάρτησης προέρχεται απ' το διαδίκτυο και ανήκει στο δημιουργό της]

Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Συμβουλές ενός γάτου

 

Πρόκειται για έναν γάτο κοινό, γέρο, και με εμφάνιση συνοικιακού μπακάλη. Δεν έχει τίποτα το εξωτικό, τίποτα από Σιάμ ή Περσία στο παθητικό του. Τα μουστάκια του αρχίζουνε να παίρνουνε το δρόμο των γηρατειών. Οσμίζεται ακόμη τα μικρά, τρυφερά ποντίκια, αλλά είναι ζήτημα αν μπορεί πια να παίζει μαζί τους.

Τις νύχτες, επάνω στα πυρωμένα κεραμίδια, μαζεύει ολόκληρον ένα λόχο από νεαρούς, άπειρους γάτους, και τους κάνει ένα είδος φροντιστηρίου. Έχει σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της πείρας. Ξέρει πολλά.

–   Παιδιά μου, τους λέει, ένας κοινός γάτος όπως εμείς δεν έχει και μεγάλες πιθανότητες ν’ αναδειχθεί στη ζωή. Θα τρέφεται πάντα με τ’ αποφάγια των ανθρώπων, και μόνο αν είναι πολύ τυχερός θα πετύχει κάποια γεροντοκόρη που να τον ταΐζει μπομπόνια. Κι αυτό θα διαρκέσει όσο η γούνα του είναι γυαλιστερή και ωραία. Να είστε βέβαιοι ότι μόλις αρχίσει να μαδάει, θα χάσει όλες τις εύνοιες, που θα δοθούν σε κάποιον άλλο γάτο.



–   Μάλιστα, συμφωνούν ειρωνικά οι νεαροί.

–   Παιδιά μου, τα καλά φαγητά τα τρώνε συνήθως οι άνθρωποι. Ψάρι άλφα ποιότητος δεν πρόκειται να γευθείτε ποτέ, εκτός κι αν αποφασίσετε να το κλέψετε. Η κλοπή, παιδιά μου, δεν είναι αμάρτημα. Αμάρτημα είναι η ανακάλυψη του κλέφτη. Αυτό που σας λέω, είναι μια σπαρτιατική συμβουλή.



Αν καταφέρνετε να ’σαστε τόσο καπάτσοι, ώστε να κλέβετε χωρίς να σας παίρνουνε μυρωδιά, να είστε βέβαιοι ότι θα περάσετε μια ζωή χαρισάμενη, τιμώμενοι και φθονούμενοι από όλους τους άλλους γάτους του κύκλου σας. Να κλέβετε, παιδιά μου, αλλά πολύ ελαφριά, πολύ έξυπνα, και όχι ψιλόψαρα. Όχι μαρίδες και γόπες. Όποιος κλέβει τέτοια είδη, κακοχαρακτηρίζεται και χάνει την καλή του φήμη. Μπαρμπούνια, λιθρίνια, τσιπούρες. Αυτά είναι που θα σας ανεβάσουν στην εκτίμηση του κοινού.

 


Ήταν μια ορεκτική συμβουλή που άρεσε σ’ όλους.

–   Με τις γατούλες, παιδιά μου, να είσαστε τρυφεροί και περιποιητικοί, όχι όμως να σας παίρνουν και τον αέρα. Αυτό που κάνετε και διαλαλείτε τους έρωτές σας με ηχηρά νιαουρίσματα, είναι μια καλή πολιτική. Όποιος έχει πολλούς έρωτες, κατακρίνεται από την κοινή γνώμη μόνο και μόνο γιατί η κοινή γνώμη τον ζηλεύει. Κατά βάθος, η κοινή γνώμη πολύ θα επιθυμούσε να ’χει κι αυτή έρωτες. Επειδή όμως δεν τα καταφέρνει, το ρίχνει στην ηθικολογία, λέξη με την οποία έχει βαφτίσει την κακοήθειά της.

Έκανε μια μικρή παύση γεμάτη σκέψεις.

–   Μπορείτε να χαρίζετε μικροπράματα στις γατούλες. Κάτι πρέπει να τρώνε κι αυτές από τα κλεμμένα. Αν το ξέρουνε ότι είναι κλεμμένα, δεν είναι ανάγκη να τους το λέτε κιόλας. Οι γατούλες δεν ενδιαφέρονται από πού τα έχεις, αλλά αν έχεις. Και μακριά από γούνες. Αν αρχίσετε να τους παίρνετε γούνες, δε θ’ αργήσει η ημέρα που θα αποπειραθούν να μαδήσουν και τη δική σας…



Ήταν ένα γάτος κοινός, γέρος, και γεμάτος πείρα απ’ τη ζωή.

 

*** Νίκος Τσιφόρος ***  Ο πρώτος Τσιφόρος των εκδόσεων Ερμής

[Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το pinterest και ανήκουν στους δημιουργούς τους]

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

Δώσε πόνο, Πρόεδρε!


Ήταν στην εκπνοή του 2011, την αξέχαστη εποχή που οι άνθρωποι αυτοκτονούσαν καθημερινά απ’ την απελπισία τους και το κέντρο είχε πλημμυρίσει από άστεγες οικογένειες. Επισκεπτόμασταν τακτικά τον ξενώνα αστέγων της ΜΚΟ ΚΛΙΜΑΚΑ στον Κεραμεικό. Εκεί είχαμε γνωρίσει πολλούς και αξιόλογους ανθρώπους που απ’ τη μια μέρα στην άλλη βρέθηκαν στο δρόμο, με τα λιγοστά υπάρχοντά τους σε μια πλαστική σακούλα και τα απομεινάρια της αξιοπρέπειάς τους να εξανεμίζονται με γοργούς ρυθμούς. Δεν θα ξεχάσω μια δράση που είχαμε κάνει με συναδέρφους μου στον ξενώνα, ένα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο πρωινό του Δεκέμβρη. Αφού τακτοποιήσαμε στην αποθήκη τους διάφορα είδη πρώτης ανάγκης και τρόφιμα που είχαμε συγκεντρώσει, στρώσαμε τα τραπεζάκια που υπήρχαν στο μικρό κήπο τους για να φάμε όλοι μαζί συντροφιά. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα συνεργείο του BBC που έκανε ρεπορτάζ, όπως μάθαμε αργότερα, για τη φτωχοποίηση της κοινωνίας, απόρροια των μνημονίων και των επιλογών της τότε πολιτικής ηγεσίας. Οι εικόνες απ’ τις συνθήκες διαβίωσης των αστέγων, εκτός απ’ την προβολή της Οργάνωσης -που ίσως και να είχε νόημα και να ενεργοποιούσε την αλληλεγγύη και τη στήριξη των προσπαθειών της-, ήταν ένα χαρακτηριστικό δείγμα της όλης εικόνας. Φτώχεια, περιθωριοποίηση, εξαθλίωση, φόβος, τέλμα.

Είχαν επιλέξει -όχι τυχαία- την ώρα του γεύματος. Δεν θα ξεχάσω την κάμερα του ξένου δημοσιογράφου που έκανε ζουμ στις μερίδες φαγητού και στο χέρι ενός εκ των αστέγων που τσιμπολογούσε με αμηχανία το φαγητό στο κεσεδάκι. Ο δημοσιογράφος εστίαζε με δραματικό τόνο στην πρόσκαιρη ανακούφιση της πείνας ενός αδύναμου συνανθρώπου. Δεν θα ξεχάσω τη ντροπή που ένιωσαν κάποιοι. Παράτησαν σύξυλο το τραπέζι κι έψαχναν γωνιά να κρυφτούν. Δεν θα ξεχάσω επίσης, τα αγανακτισμένα σχόλια μικρής μερίδας συναδέρφων που απορούσαν «Μα γιατί δεν τρώνε το φαΐ τους αφού πεινάνε;»

«Δεν είμαστε κρέας ούτε θέαμα για τις κάμερες. Είμαστε άνθρωποι σαν κι εσάς. Μέχρι χτες δούλευα και ήθελα λίγα χρόνια για να βγω στη σύνταξη. Με πετάξανε στο δρόμο, ούτε τα υπάρχοντά μου δεν μ’ αφήσανε να πάρω. Δεν θέλω να με δουν τα παιδιά μου σ’ αυτό το χάλι. Η ντροπή είναι που με σκοτώνει κι όχι το παγκάκι και η ανέχεια». Ήταν μερικές απ’ τις κουβέντες που μοιράστηκαν μαζί μου, όσοι είχαν το κουράγιο ν’ ανοιχτούν μετά απ’ αυτήν την εισβολή στο χώρο τους. Δεν θα ξεχάσω τον Λέοντα, μια ευγενική φυσιογνωμία, έναν καλλιεργημένο αγιογράφο και πνευματικό άνθρωπο που πρωτοστατούσε στις δράσεις του ξενώνα με τα έργα και τις ιδέες του. Δεν θα ξεχάσω την οδύνη όταν διάβασα, μετά από καιρό, πως “έφυγε” από απροσδόκητο πρόβλημα υγείας. Πόσο απροσδόκητος είναι άραγε  ο σωματικός θάνατος, όταν έχει ρημαχτεί ήδη η ψυχή του ανθρώπου;

Mε αφορμή το κατάπτυστο βιντεάκι με τον άστεγο που ο φιλεύσπλαχνος ηγέτης τον σπίτωσε τελικά, με αφορμή εκείνο το καρέ που του ψήνει καφεδάκι (με βάση τη γλώσσα του σώματος, αμφιβάλλω αν ο αποστειρωμένος επισκέπτης άγγιξε καν το φλιτζάνι) και με αφορμή την απάνθρωπη μεταχείριση των ευάλωτων, όταν είναι να μαζέψουν μερικές ψήφους ευκολόπιστων τηλεθεατών…

Μ’ αυτές τις αφορμές και με άλλες τόσες, θα ήθελα να κάνω μια μικρή σκηνοθετική παρατήρηση για το γύρισμα της μελό ταινιούλας. Εκείνο το άθλιο σκουριασμένο παραθυράκι του φωταγωγού που είχε πίσω του ο ατσαλάκωτος χορηγός του άστεγου, δεν έπρεπε να το διαλέξουν ως φόντο.

Όταν κάνεις γύρισμα περί αστεγίας και στην τσέπη σου έχεις τα κλειδιά του σπιτιού σου, δεν το βάζεις αυτό.

Κι όταν μιλάς σ’ έναν άστεγο, είναι σαν να προσκυνάς ένα εικόνισμα. Θέλει ταπεινότητα, το κεφάλι χαμηλωμένο και κυρίως όχι κάμερες. Αν θέλεις να λέγεσαι Άνθρωπος.

 

Σάββατο 10 Ιουνίου 2023

«Ουαί υμίν»

 


Θα μπορούσε να ήταν ένα κοινωνικό πείραμα. Aνήμερα του Αγίου Πνεύματος, στον προαύλιο χώρο μεγάλης και πολυτελούς ενορίας. Στο εσωτερικό γίνεται το αδιαχώρητο. Κοσμοσυρροή και γύρω απ’ το εξωτερικό μανουάλι του ναού, μια  μεγάλη μεταλλική κατασκευή με άμμο και στρογγυλές υποδοχές για τις λαμπάδες. Κυρίες με σφιχτοπιασμένους κότσους δεν προλαβαίνουν να τσιτσιρίζουν αρμαθιές κεριά στο σκουρόχρωμο ζουμί για ν’ ανοίξουν χώρο. Στο εξωτερικό πωλητήριο κεριών -το επίσημο, της εκκλησίας δηλαδή- σχηματίζεται ουρά από πιστούς που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους. Ανάμεσα στο πλήθος περιφέρονται νεαρές μανάδες και κοριτσάκια Ρομά που πουλάνε κεριά. «Πάρτε ένα κεράκι κι από ‘μένα, καλέ κυρία». Οι κυρίες ρίχνουν υποτιμητικές ματιές στ’ απλωμένα χέρια και παραμερίζουν ενοχλημένες. Κάποιες είναι και συνοφρυωμένες, λες και ήρθαν σ’ επαφή με κάτι μιαρό και παράταιρο απ’ την αισθητική τους.

Με την αρχική πρόθεση να γλυτώσω την αναμονή, αλλά και με την πεποίθηση πως η Αγία Τριάδα θα συνηγορούσε αναφανδόν να της ανάψω ένα κεράκι «μη επώνυμο», αλλά προερχόμενο απ’ την πραμάτεια ενός φτωχού κοριτσιού, την πλησίασα και της έδωσα λίγα κέρματα. Το κορίτσι πισωπάτησε τρομαγμένο. Τόσα παρακάλια που δεν συγκινούσαν κανέναν, παραξενεύτηκε μόλις με είδε ξαφνικά μπροστά της. Πήρε τα κέρματα και μου είπε συγκινημένο: «Πάρτε κι άλλα». «Μου φτάνουν αυτά», της αποκρίθηκα. Γυρνώντας για να πάω στην ουρά προς το μανουάλι, ακούω μια νεαρή κυρία να ρωτάει: «Πού πουλάνε κεριά;». Σύσσωμο το σώμα των πιστών, της υπέδειξε την παραπλήσια ουρά του επίσημου πωλητηρίου της εκκλησίας.  

«Γιατί δεν παίρνετε απ’ το κοριτσάκι που είναι πλάι σας; Κερί είναι κι αυτό. Και πιο ιερό μάλιστα». Το στιγμιαίο αντανακλαστικό της ήταν να στραφεί προς το κορίτσι. Εντελώς στιγμιαίο όμως. Επανήλθε γρήγορα στις εκκλησιαστικές της ρυθμίσεις. Ξεχώρισε στο πλήθος  το περιφερόμενο κορίτσι μ’ ένα μάτσο κεριά στα χέρια της, το σκανάρισε από πάνω ως κάτω και γύρισε προς το μέρος μου: «Μα αυτά δεν είναι της εκκλησίας». Διέκρινα στο πλήθος κάποια καλοχτενισμένα κεφάλια να ανεβοκατεβαίνουν, επαινώντας  την ηρωική στάση της. Εννοείται ότι η εν λόγω κυρία προσευχήθηκε στην ιερή εικόνα, με το επίσημο, αυθεντικό κερί της εκκλησίας,  πεπεισμένη πως έπραξε το χριστιανικό της καθήκον στο έπακρον.

Θα μπορούσε να ήταν ένα κοινωνικό πείραμα. Δεν ήταν όμως. Ήταν μια εντελώς αυθόρμητη και αυθεντική στιγμή που ανέδειξε τα κοινωνικά αντανακλαστικά μιας ομάδας ανθρώπων. Η τυφλή υποταγή στη συνήθεια και στο εκκλησιαστικό πρωτόκολλο είναι ανυπέρβλητα. Ακόμα κι αν στην άλλη μεριά της ζυγαριάς, είναι ένας ανήμπορος, ένας σακάτης ή ένα μικρό παιδί.

Καθόλου δεν θα με χάλαγε αν σηκωνόταν ξαφνικά ένας ανεμοστρόβιλος και μας έπαιρνε όλους παραμάζωμα. Ράσα, καντήλες, μεγαλόσταυρους, μάρμαρα, μανουάλια, εικόνες, κεριά αυθεντικά και κομποσκοίνια διαβασμένα στο κελί μιας ιεράς μονής (είχε κι απ’ αυτά). Να έδινε ένα σήμα  πως μας βαρέθηκε και μας σιχάθηκε η ψυχή Του…

Από μακριά, το κορίτσι με χαιρέτησε μ’ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο και χάθηκε ανάμεσα στο ιερό ποίμνιο.

Βαλτό ήταν;

------------------------------------------------------------------------------

(η φωτογραφία είναι τυχαία απ’ το διαδίκτυο και ανήκει στο δημιουργό της)