H “ξινή” κατέφτασε μπουρινιασμένη στο γραφείο. Ούτε σκέψη για μια "Καλημέρα". Σπανίως τη λέει και πάντα με σφιγμένο στόμα. Διέσχισε το διάδρομο με στρατιωτικό βηματισμό και χώθηκε στο λαγούμι της. Ξεφόρτωσε με θόρυβο τα τσαμασίρια της. Λάπτοπ, τροφοδοτικό, καφέ κι ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο. Την παρακολουθούσα με προσοχή σκοπευτή που στοχεύει τον αντίπαλο. Δύσκολη μέρα ξεκίναγε κι είχα τη βεβαιότητα πως μου την είχε στημένη. Θα με φώναζε στο γραφείο της για μίτινγκ. Θα με πυροβολούσε με τις γουρλοματάρες της ορθάνοιχτες, πάνω απ’ τα χαμηλωμένα γυαλιά της. "Τα νούμερα του μήνα είναι απογοητευτικά… Δεν υπάρχουν δικαιολογίες… Έπρεπε να το είχες προβλέψει… Αν συνεχίσεις έτσι, θα σε δώσω στυγνά…" και άλλα πικρόχολα, πριν μου ρίξει τη χαριστική βολή.
Με φώναξε. Μπήκα στο γραφείο της, οπλισμένη σαν αστακός. Είχα ξενυχτήσει κατεβάζοντας αναφορές, νούμερα, πίνακες, μετρήσεις και πολύπλοκα γραφήματα με απεικονίσεις, ποσοστά και προϋπολογισμούς. Είχα προβλέψεις όλες τις πιθανές της ερωτήσεις και είχα προετοιμάσει αντίστοιχα τις απαντήσεις μου. Είχα προπονηθεί για στενό μαρκάρισμα και επιθετικό παιχνίδι. Όχι για να της πάω κόντρα. Για ν’ αποδείξω το αυτονόητο. Και να μην της επιτρέψω να μου κλέψει ούτε ένα δράμι απ’ την αξία μου.
Κοιταχτήκαμε με ύφος μονομάχων, λίγο πριν αρχίσουν το πιστολίδι. "Κάτσε!" μου είπε επιτακτικά. Κάθισα και την πυροβόλησα με μια μεγαλοπρεπή "Καλημέρα", νομίζοντας πως θα την αφοπλίσω και θα έρθει σε δύσκολη θέση. Πως θα αισθανθεί άσχημα για όλες τις καλημέρες που μου χρωστάει. "Έχεις το τηλέφωνο εκείνου του Μαστολόγου που μου έλεγες τις προάλλες; Πρέπει να πάω άμεσα. Και κοίτα… είναι και μια μαγνητική που πρέπει να κάνω. Κι όλο το αναβάλλω. Φοβάμαι πως δεν θα βγω ζωντανή από κείνο το μηχάνημα. Μαλακίες τώρα, ξέρεις… Με πιάσανε οι φοβίες μου πάλι…".
Την ώρα που την σάρωνε το μηχάνημα κι εγώ την παρατηρούσα πίσω απ’ το χοντρό τζάμι, προσπαθούσα να θυμηθώ τις ώρες που μεσολάβησαν απ’ το μίτινγκ στο γραφείο, ως το απόγευμα που ήρθαμε παρέα στο διαγνωστικό. Η ξινή με αιφνιδίασε πανηγυρικά για άλλη μια φορά. Νομίζω πως μου πέσανε τα χαρτιά απ’ τα χέρια, μ’ έπιασε ταχυπαλμία, δαγκώθηκα, βούτηξα σε πελάγη ενοχών κι όταν έφυγε ο κόμπος απ’ το λαιμό μου, της ψιθύρισα με σπασμένη φωνή: "Άντε σήκω!... Πάμε παρέα. Αυτό το θέαμα, δεν το χάνω με τίποτα…". Η ξινή με κοίταξε απορημένη. "Ποιο θέαμα;". "Να σε βάζουν στο φούρνο κι εγώ να σου χαμογελάω από μακριά! Δεν ξέρεις πόσο την περίμενα αυτή τη στιγμή!...". "Είσαι ηλίθια!..." μου είπε φρενιασμένη. Σηκώθηκε και χώθηκε στην αγκαλιά μου. Έκλαψε, τσαλακώθηκε, ξεφόρτωσε. Έβριζε χυδαία, με χτύπαγε στην πλάτη, άκουγα την καρδιά της να μουγκρίζει και να συσπάται. Λύγισα κι εγώ μαζί της, γίναμε ένα κουβάρι από δυο εύπλαστα σώματα που λίγο πριν, μοιάζανε ατσάλινα απ’ τον εγωισμό και την έπαρση.
"Θα είσαι απ’ έξω;", μου είπε λίγο πριν την φωνάξει ο χειριστής του μηχανήματος.
Με φώναξε. Μπήκα στο γραφείο της, οπλισμένη σαν αστακός. Είχα ξενυχτήσει κατεβάζοντας αναφορές, νούμερα, πίνακες, μετρήσεις και πολύπλοκα γραφήματα με απεικονίσεις, ποσοστά και προϋπολογισμούς. Είχα προβλέψεις όλες τις πιθανές της ερωτήσεις και είχα προετοιμάσει αντίστοιχα τις απαντήσεις μου. Είχα προπονηθεί για στενό μαρκάρισμα και επιθετικό παιχνίδι. Όχι για να της πάω κόντρα. Για ν’ αποδείξω το αυτονόητο. Και να μην της επιτρέψω να μου κλέψει ούτε ένα δράμι απ’ την αξία μου.
Κοιταχτήκαμε με ύφος μονομάχων, λίγο πριν αρχίσουν το πιστολίδι. "Κάτσε!" μου είπε επιτακτικά. Κάθισα και την πυροβόλησα με μια μεγαλοπρεπή "Καλημέρα", νομίζοντας πως θα την αφοπλίσω και θα έρθει σε δύσκολη θέση. Πως θα αισθανθεί άσχημα για όλες τις καλημέρες που μου χρωστάει. "Έχεις το τηλέφωνο εκείνου του Μαστολόγου που μου έλεγες τις προάλλες; Πρέπει να πάω άμεσα. Και κοίτα… είναι και μια μαγνητική που πρέπει να κάνω. Κι όλο το αναβάλλω. Φοβάμαι πως δεν θα βγω ζωντανή από κείνο το μηχάνημα. Μαλακίες τώρα, ξέρεις… Με πιάσανε οι φοβίες μου πάλι…".
Την ώρα που την σάρωνε το μηχάνημα κι εγώ την παρατηρούσα πίσω απ’ το χοντρό τζάμι, προσπαθούσα να θυμηθώ τις ώρες που μεσολάβησαν απ’ το μίτινγκ στο γραφείο, ως το απόγευμα που ήρθαμε παρέα στο διαγνωστικό. Η ξινή με αιφνιδίασε πανηγυρικά για άλλη μια φορά. Νομίζω πως μου πέσανε τα χαρτιά απ’ τα χέρια, μ’ έπιασε ταχυπαλμία, δαγκώθηκα, βούτηξα σε πελάγη ενοχών κι όταν έφυγε ο κόμπος απ’ το λαιμό μου, της ψιθύρισα με σπασμένη φωνή: "Άντε σήκω!... Πάμε παρέα. Αυτό το θέαμα, δεν το χάνω με τίποτα…". Η ξινή με κοίταξε απορημένη. "Ποιο θέαμα;". "Να σε βάζουν στο φούρνο κι εγώ να σου χαμογελάω από μακριά! Δεν ξέρεις πόσο την περίμενα αυτή τη στιγμή!...". "Είσαι ηλίθια!..." μου είπε φρενιασμένη. Σηκώθηκε και χώθηκε στην αγκαλιά μου. Έκλαψε, τσαλακώθηκε, ξεφόρτωσε. Έβριζε χυδαία, με χτύπαγε στην πλάτη, άκουγα την καρδιά της να μουγκρίζει και να συσπάται. Λύγισα κι εγώ μαζί της, γίναμε ένα κουβάρι από δυο εύπλαστα σώματα που λίγο πριν, μοιάζανε ατσάλινα απ’ τον εγωισμό και την έπαρση.
"Θα είσαι απ’ έξω;", μου είπε λίγο πριν την φωνάξει ο χειριστής του μηχανήματος.
"Το καλό που σου θέλω, να βγεις καλά από κει μέσα! Δυο βράδια ετοίμαζα την παρουσίασή μου, δεν θα πάει χαράμι τόσος κόπος για μια κωλοεξέταση"...
"Κάτι πρηξίματα στις μασχάλες… μπορεί και να μην είναι ανησυχητικό, αλλά…"
Φώναξαν τ’ όνομά της. Μου άφησε την τσάντα και το παλτό της και μπήκε σκυφτή στη μεγάλη αίθουσα. Σε λίγα λεπτά άκουγα τα μαρσαρίσματα του τομογράφου να διαπερνάνε το κορμί της.
Α ρε ξινή!...
Χρειάστηκαν δυο μασχάλες πρησμένες, να μας προσγειώσουν ανώμαλα απ’ τη στρατόσφαιρα του γραφείου.
Άντε να μας δω τώρα, που πατήσαμε γήινο έδαφος.
Εσύ, ξαπλωμένη στο θολωτό κρεβάτι του τομογράφου.
Κι εγώ να σε περιμένω απ’ έξω και να φυλάω σα πιστό σκυλί, τα τιμαλφή σου.
Την αγωνία, το φόβο και τη μοναξιά σου.
Και να μην έχω βρει ακόμα το γαμημένο το κουράγιο να σου πω ένα "Ευχαριστώ". Που με διάλεξες για συνεπιβάτη σου στην κάψουλα προσγείωσης.
Κι ένα "Συγνώμη" που δεν σε φώναξα ποτέ με τ’ όνομά σου.
"Κάτι πρηξίματα στις μασχάλες… μπορεί και να μην είναι ανησυχητικό, αλλά…"
Φώναξαν τ’ όνομά της. Μου άφησε την τσάντα και το παλτό της και μπήκε σκυφτή στη μεγάλη αίθουσα. Σε λίγα λεπτά άκουγα τα μαρσαρίσματα του τομογράφου να διαπερνάνε το κορμί της.
Α ρε ξινή!...
Χρειάστηκαν δυο μασχάλες πρησμένες, να μας προσγειώσουν ανώμαλα απ’ τη στρατόσφαιρα του γραφείου.
Άντε να μας δω τώρα, που πατήσαμε γήινο έδαφος.
Εσύ, ξαπλωμένη στο θολωτό κρεβάτι του τομογράφου.
Κι εγώ να σε περιμένω απ’ έξω και να φυλάω σα πιστό σκυλί, τα τιμαλφή σου.
Την αγωνία, το φόβο και τη μοναξιά σου.
Και να μην έχω βρει ακόμα το γαμημένο το κουράγιο να σου πω ένα "Ευχαριστώ". Που με διάλεξες για συνεπιβάτη σου στην κάψουλα προσγείωσης.
Κι ένα "Συγνώμη" που δεν σε φώναξα ποτέ με τ’ όνομά σου.