Τότε που οι χριστουγεννιάτικες
μπάλες ήταν γυάλινες και απαστράπτουσες. Στα κλαδιά του δέντρου απλώναμε
λωρίδες από βαμβάκι που παρίστανε το χιόνι. Απ’ το ίδιο υλικό ήταν και οι
λευκές νιφάδες που κολλούσαμε στο τζάμι (δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα στην
αγορά τα σπρέι χιονιού, καθώς και τα σπρέι αφαίρεσης χιονιού).
Το ραδιόφωνο έπαιζε από νωρίς το πρωί παραδοσιακά κάλαντα απ’ όλη την Ελλάδα και ακολουθούσε το ‘πλούσιο εορταστικό πρόγραμμα’ με χριστουγεννιάτικα τραγούδια απ’ την ‘παλιά δισκοθήκη’. Αγαπημένα ελληνικά και ξένα κομμάτια συνόδευαν τις προετοιμασίες για το γιορτινό τραπέζι. Κι ενόσω η αλησμόνητη φωνή της Δόμνας Σαμίου έδινε τη θέση της στον Frank Sinatra και τον Dean Martin, η λαμαρίνα με το ψητό (εισαγόμενο αρνάκι Νέας Ζηλανδίας ήταν η τάσης της εποχής), ετοιμαζόταν για την αλερετούρ διαδρομή ως τον φούρνο της γειτονιάς. Καλές οι σύγχρονες κουζίνες και οι φούρνοι με διακόπτες αφής, αλλά σαν εκείνη τη μυρωδιά που ανέδυε η λαμαρίνα, καθώς την κουβαλάγαμε με τις εφημερίδες πίσω στο σπίτι, δεν υπάρχει.
Η ‘Ραδιοτηλεόραση’ με
το εορταστικό πρόγραμμα πάνω στο κολλαριστό σεμεδάκι του μακρόστενου τραπεζιού,
πλάι στην κρυστάλλινη φοντανιέρα γεμάτη με τζοκόντες και νουαζέτες για τους
επισκέπτες. Στον επάργυρο δίσκο παραταγμένα τα κολονάτα ποτηράκια για λικέρ
βύσσινο (απ’ το θρυλικό ΑΚΡΟΝ ΙΛΙΟΝ ΚΡΥΣΤΑΛ) και παραδίπλα τα πιατάκια απ’ το καλό μας
σερβίτσιο (αυτό που έκανε εμφανίσεις μονάχα σε γιορτές και σχόλες).
Οι κυλιόμενες σκάλες
της μνήμης θα μας ανεβάσουν ως τον έβδομο όροφο του ΜΙΝΙΟΝ. Εκεί που μας
περίμενε πιστά κάθε χρόνο ένας Άι Βασίλης, απ’ τις πιο γλυκές και σταθερές
αξίες της παιδικής μας ηλικίας. Σε μια εποχή που ο όρος ‘shopping therapy’ δεν
είχε εφευρεθεί ακόμα, μια ολόκληρη πόλη ζούσε τον δικό της καταναλωτικό
παράδεισο. Ένα μαγικό σκηνικό με κινούμενες κούκλες στις τεράστιες βιτρίνες που
ζωντάνευαν τους ήρωες της Disney. Στριμωξίδι στον έκτο όροφο για να δούμε
ζωντανό θεατρικό με την Μαριάννα Τόλη και τον Ντάνο Λυγίζο κι ύστερα γραμμή για
τους έβδομους ουρανούς της παιδικής μας αθωότητας. Τα πρώτα μας view master με κλασικά
παραμύθια, ήταν αυτά που χαράχτηκαν για πάντα στις μνήμες μας.
Επιστροφή στο σπίτι με
τον ηλεκτρικό απ’ την Ομόνοια ή το λεωφορείο απ’ την Πλατεία Κάνιγγος. Αν
βρίσκαμε αδειανές θέσεις, ρίχναμε τον πιο μακάριο ύπνο στις αγκαλιές των δικών
μας. Ήταν τότε που η αγορά δεν είχε πλημμυρίσει ακόμα με ηλεκτρονικά παιχνίδια
και ακριβές κονσόλες. Τα παιχνίδια ήταν λιγοστά, τυλιγμένα μ’ εκείνο το λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο χαρτί ‘πολυτελείας’.
Στην παραμορφωτική
αντανάκλαση απ’ την κατακόκκινη μπάλα του δέντρου, εκείνες οι μνήμες
αναβοσβήνουν με νοσταλγία και πληρότητα. Ίσως ήμασταν η τυχερή γενιά που
πρόλαβε να ζήσει την παιδική της αθωότητα, πασπαλισμένη με μπόλικη χρυσόσκονη
και παραμύθι. Κι όσο κι αν ήταν λεπτές και εύθραυστες οι μπάλες εκείνες,
αποδείχτηκαν ανθεκτικές και ανεκτίμητες. Σαν το ξύλινο τρενάκι που κυλούσε
ανυποψίαστο στις ράγες του, δίχως έγνοιες και κυρίως δίχως φόβο.
Στους δαιδαλώδεις τροχιόδρομους
της ενήλικης ζωής μας, εκείνον τον γέρο-καρβουνιάρη θ’ ανακαλούμε ισοβίως. Θα
στριμωχνόμαστε στο μπροστινό κουπέ, πλάι στον μολυβένιο στρατιώτη και το ξύλινο
αλογάκι. Στους ‘τυχερούληδες’ της Εl Greco και στην αχώριστη φίλη μας την Παταπούφα.
Στη ρομαντική κούκλα με το λουλουδάτο κρινολίνο και το πλαστικό μωρό με το ενσωματωμένο
δισκάκι ομιλίας κάτω απ’ τη φουφούλα του. Θα στριφογυρίζουμε την ξύλινη σβούρα
και θα ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια με την κουρδιστή μαϊμού και το ντέφι της.
Πέρασε η ώρα. Πάω να δω
την ‘Ωραία Κοιμωμένη’ μέσα απ’ το παλιό σπιτάκι-view master. Κλικ στη λευκή καμινάδα και
ξεκινάει το παραμύθι…
Καλά και ευσπλαχνικά
Χριστούγεννα να έχουμε Y
κουράγιο και δύναμη στο ζόρικο παιχνίδι της καθημερινότητας. Αξίζει να είμαστε
μέλη της γραφικής κοινότητας που οραματίζεται έναν παραμυθένιο κόσμο. Να παραμένουμε
τα πιτσιρίκια που διεκδικούν το μερτικό τους στην ελπίδα και την τρυφερότητα.
[*]
Ο τίτλος της ανάρτησης είναι εμπνευσμένος απ’ το συγκλονιστικό ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη
ëΟι φωτογραφίες της ανάρτησης
προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους