-
Το σχολείο πατιέται.
-
Έχει δίκιο ο άνθρωπος, το σχολείο πατιέται και κινδυνεύουν τα παιδιά μας.
-
Μιλιούνια τα μικρόβια που κουβαλάνε σου λέει! Να τους κάνουν ειδικά
σχολεία, να γίνουν πρώτα άνθρωποι κι ύστερα βλέπουμε…
-
Σκάσε Ρωξάνη! Τώρα ομιλώ εγώ κι εσύ οφείλεις να το βουλώσεις Ρωξάνη!
-
Για καλό και για κακό, κλείνουμε τα παράθυρα, κλειδώνουμε και την εξώπορτα…
-
Χραααπ… βάζουμε και το συρτάκι. Πώς; Κάτι
κρατάει κι αυτό.
-
Και… δεν ξέρω μήπως… βάλουμε και το τραπεζάκι πίσω απ’ την πόρτα ε;
-
Πως, πως! Γιατί όχι και τις ντουλαπίτσες; Να μην περάσει ούτε κουνούπι!
-
Αστειεύεστε κύριε; Όποιος φυλάει τα
σχολεία του, έχει τα μισά. Στα αμπαρώνω, στα κλειδώνω, στα συρταρώνω, σου βάζω
και τη ντουλαπίτσα, κι άντε να δούμε πώς θα μπεις εσύ μετά!
-
Άντε να μπεις εσύ μετά, παλιοπρόσφυγα που θες και σχολείο! Για κορόϊδα μας περνάς
ε;
-
Κύριοι! Ας ηρεμήσουμε λίγο
παρακαλώ. Επιτέλους… σύλλογος γονέων είμαστε, ας μη
συμπεριφερόμαστε ως λαχαναγορίτες!
-
Τρέχει κάτι με τους λαχαναγορίτες ρε δερβισόπαιδο;
-
Όχι κύριε, προς Θεού! Σχήμα
λόγου ήταν. Γιατί να
μην κάνουμε έναν ήρεμο διάλογο και να ψηφίσουμε με ψυχραιμία κι όχι μ’ αυτούς τους
αλαλαγμούς και τις απειλές;
-
Ήρεμοι είμαστε ρε χαϊβάνι!
Άμα τους αφήκουμε, θα μας ξεκάνουν όλους. Χρααατς…. στο γόνατο θα μας σφάξουν
αυτούνοι.
-
Διαφωνώ! Με το να σπέρνουμε το φόβο και τη μισαλλοδοξία στα παιδιά μας, τα δηλητηριάζουμε
και τα μυούμε στο ρατσισμό.
-
Ρε ουστ από δω αίσχος της ράτσας μας!
-
Μα κι εσείς από προσφυγική οικογένεια δεν προέρχεστε κύριε; O παππούς σας δεν ήταν ξεριζωμένος Ρωσοπόντιος
απ’ τον Καύκασο;
-
Ρε άντε να σε δει κάνας γιατρός που θα μου πεις εμένα… ξέρεις ποιος είμ’
εγώ ρε;
-
Ξέρω.
-
Σκύψε λίγο να σου πω… κρύβε ονόματα. Μη λες
ονόματα. Λέγε με «πάτερ». Θα καταλάβω. Και Ελένη να με πεις, πάλι θα καταλάβω.
-
Μα δεν είναι άδικο; Κι εσείς πρόσφυγες στην Αμερική βρεθήκατε και τα παιδιά
σας σπούδασαν εκεί. Θα θέλατε να τα είχαν αποκλείσει απ’ τα σχολεία και να τους
φερόντουσαν όπως κάνουμε εμείς τώρα εδώ;
-
Τα δικά μου ήταν καθαρά και είχαν και βιβλιάριο υγείας. Αμή!
(τον τάπωσα ε;)
-
Καλά τα λέει ο άνθρωπος. Λοιπόν να τελειώνουμε. Αύριο στέλνουμε φιρμάνι στο υπουργείο κι αν δεν
συμμορφωθούν προς τα υποδείξεις μας, βάζουμε λουκέτο και δεν ξεκινάνε μαθήματα
στον αιώνα τον άπαντα!
-
Ρε μπουρλότο θα του βάλουμε άμα χρειαστεί!
-
Ρωξάνη το σκασμό! Τώρα μιλάω
εγώ. Γκέγκε;
(Η
Ρωξάνη σηκώθηκε σιχτιρίζοντας απ’ την καρέκλα και κινήθηκε προς την έξοδο. Απ’
τα νεύρα της, πήρε σβάρνα ένα θρανίο κι αυτό έπεσε με δύναμη πάνω στην κλειστή
πόρτα της αίθουσας. Δημιουργήθηκε πανικός γιατί μερικοί απ’ τους συνέδρους,
νόμιζαν πως κάποιοι προσπαθούσαν να παραβιάσουν την πόρτα και να επιτεθούν στους
γονείς. Κάποιοι κρύφτηκαν κάτω απ’ τα σχολικά θρανία, άλλοι άρπαξαν καρέκλες
και τις έβαλαν ασπίδες μπροστά τους, ένας τσουρόμαγκας πήδηξε απ’ το παράθυρο
στο προαύλιο και κάποιες κυρίες τσίριζαν υστερικά και εκτός εαυτού. Ειδοποιήθηκε
η αστυνομία και σε λίγη ώρα λύθηκε το μυστήριο με τον άγνωστο «εισβολέα» που
ετοίμαζε τρομοκρατική επίθεση στο σχολείο).
-
Άντε πηγαίνετε σπίτια σας και ηρεμήστε. Κοτζάμ μεγάλοι άνθρωποι είστε και
φοβάστε και τη σκιά σας.
-
Μα ακούσαμε ποδοβολητά κυρ-αστυνόμε μου! Μιλιούνια ήταν απ’ έξω οι
αλλόθρησκοι και στο τσακ μας προλάβατε ζωντανούς!
-
Τώρα εδώ που τα λέμε…
ποδοβολητά δεν ακούστηκαν. Ένας χτύπος στην πόρτα ακούστηκε και γίναμε όλοι
βενζινάκατοι απ’ την τρομάρα μας. Έτσι
δεν είναι κύριε Περδικούλη μου;
«Το μίσος όταν είναι σκέτο μίσος δεν
είναι ανίατο. Ο θυμωμένος κάποτε κουράζεται ή χορταίνει. Το μίσος εξατμίζεται,
φεύγει. Μίσος μπολιασμένο με φόβο, αυτό ναι, είναι δυσκολογιάτρευτο…»
Απ’ τον πρόλογο
του βιβλίου «Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχοι» του Μενέλαου Λουντέμη.
Κρίμα που αυτά τα... "καθαρά" παιδιά -ενδεχομένως- δεν θα εντρυφήσουν ποτέ στα
βιβλία του…
[Ο διάλογος είναι βασισμένος στην ταινία του Σακελλάριου
«Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες»,
γυρισμένη το 1960]