Το περσινό αποκαλόκαιρο, ετοιμαζόμουν για μετακόμιση. Φόρτωσα σ’ ένα παράθυρο του μπλόγκερ τα λιγοστά μου υπάρχοντα σε γνώσεις κι εμπειρία κι έβαλα πλώρη για ένα Απάγκιο μέρος. Το όνομα προέκυψε απ’ τη διάθεση. Αυθόρμητα, δίχως δεύτερη σκέψη. Κάπου που να μη το πιάνουν τα μπουρίνια του διαδικτύου, να είναι φιλόξενο και να μαζεύει φίλους. Είχα την τύχη να μου κάνουν ποδαρικό περισσότεροι φίλοι απ’ όσους είχα υπολογίσει. Και την ευλογία να με συντροφεύουν διαρκώς με τις σκέψεις και τα λόγια τους. Και δεν το μετράω σε αριθμούς και χτυπήματα (ποτέ δεν υπήρξα καλή στις δοσολογίες), αλλά σε ευδιαθεσία, συγκινήσεις και συντροφικότητα. 31 Αυγούστου πέρυσι, πάτησα για πρώτη φορά πάνω στη "Δημοσίευση Ανάρτησης". Τρελό καρδιοχτύπι και απέραντη συγκίνηση. Σαν να άνοιγα για πρώτη φορά με τα δικά μου κλειδιά, την πόρτα του σπιτιού μου. Δεν ήμουν μαθημένη βλέπετε στη διαχείριση, μόνο στο γράψιμο… Αν και δεν μ’ αρέσουν τα ευχολόγια και τα λιβανίσματα, ωστόσο δεν ξεχνώ πως αν δεν ήταν μερικοί φίλοι να με "σπρώξουν" εκείνη την περίοδο, δεν θα είχα τολμήσει αυτό το ξεκίνημα. Ο Θάνος, η Πέτρα, η Φλώρα, η Έλενα, η Αριστέα, η Χριστίνα, ήταν κάποιοι απ’ αυτούς. Είχαν προηγηθεί συζητήσεις, μηνύματα, φωτογραφίες, συμβουλές, προτροπές, ιδέες και πληροφορίες. "Άντε τέλειωνε μάνα μου γιατί έχουμε κι άλλες δουλειές!"… Κάπως έτσι αισθάνθηκα πως θα σκεφτόντουσαν, όσο εγώ λιποψυχούσα και δεν έκανα το μεγάλο βήμα. Τους οφείλω άπειρα "Ευχαριστώ" για την υπομονή και την επιμονή τους!
Ένα χρόνο μετά, κάνω ταμείο. Κλείνω με κέρδη. Το προσωπικό μου πλεόνασμα. Το θετικό σας πρόσημο στον ισολογισμό μου. Μικρές καταθέσεις όλων σας, στις μυστικές θυρίδες της καρδιάς μου. Στιχάκια, μαντινάδες, λόγια εμψυχωτικά, μουσικές, ανταλλαγές, αφιερώσεις, καινούριοι φίλοι, ιδέες, διαδικτυακά παιχνίδια, συμβουλές και πολύτιμα χαρίσματα.
Ζαλώθηκα τα δώρα, τις ευχές και την αγάπη σας, και πορεύομαι. Και δεν φανταζόμουν ποτέ, πως η φιλία και το νοιάξιμο δεν προϋποθέτουν μια συμβατική σχέση εκ του σύνεγγυς. Αναπτύσσονται και αιωρούνται στον αέρα, γίνονται θετική αύρα, μικροσωματίδια που εκτοξεύονται σα σαϊτιές και βρίσκουν τους στόχους τους.
Ίσως κάποτε διαπιστώσουμε πως αυτές οι "κοινότητες" που δημιουργήθηκαν, ήταν το αντίβαρο στην αβάσταχτη εσωστρέφεια και την παθητικότητα, που προτάσσει η εποχή. Το μυστικό μας καταφύγιο στους ανελέητους "βομβαρδισμούς" της κάθε μορφής εξουσίας, πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Οι κρυφοί μας κώδικες επικοινωνίας, οι ανταλλαγές και η διακίνηση αγαθών. Φιλικότητα, ενθάρρυνση, γνώση, έκφραση γνώμης και συντροφικότητα.
Είμαι απ’ αυτούς που θεωρούν πως δεν αρκεί ν’ αλλάξουμε κυβέρνηση για ν’ αναστρέψουμε την καταστροφική μας πορεία. Αλλά συνήθειες και τρόπο σκέψης. Και κυρίως, να διατηρούμε και να δυναμώνουμε τις καλές παρέες και τις συλλογικότητες.
Σας ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου για όλα όσα μοιραστήκαμε αυτή τη χρονιά!
- Ρε παιδιά, με το μπαρδόν κιόλας, μήπως έχετε κανένα ψιλό να πάρω ένα μπουκάλι νερό? Ξεροστάλιασα στη ζέστη ο καψερός.
Η παρέα που καθόταν κάτω απ’ τον πλάτανο του καφενείου, δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Ο ένας σκούνταγε τον αγκώνα του άλλου και κάτω απ’ το μαντεμένιο τραπεζάκι, οι κλωτσιές στους αστραγάλους πηγαίνανε σύννεφο. Ο πιο θαρραλέος της ηλικιωμένης παρέας, ρώτησε τους υπόλοιπους μεγαλόφωνα:
- Ρε παιδιά, ο πρωθουπουργός δεν είν’ αυτός? Ήμαρτον Κύριε!... - Ναι ρε Μήτσο, δίκιο έχεις... Ποιος είσαι Χριστιανέ μου? - Εγώ είμαι καλέ, δίκιο έχει ο κύριος. Ο πρωθυπουργός είμαι.... - Και τι κάνετε εδώ χάμω; - Γκρίνιαζε η κυρά στο σπίτι, είχε και φασίνα σήμερα και βγήκα ν’ αλλάξω τον αέρα μου. Αλλά μ’ έπιασε το ρημάδι το ισχίο μου και με γονάτισε. Να καθήσω λίγο στην παρέα σας; Κερνάτε καφέ; Επιβαρύνω; Δεν επιβαρύνω. - Τι ρωτάς αφού κάθισες ήδη; Παντελήηηηη... ψήσε έναν πολλά βαρύ και όχι για τον Πρόεδρο!... - Όχι κυρ Παντελή, φέρε καλύτερα ένα φρέντο καπουτσίνο. Ο ελληνικός μου πέφτει βαρύς. Και κάνα βουτηματάκι αν σου βρίσκεται. - Κατά πρώτον, φρέντους δεν σερβίρει το κατάστημα κυρ-Πρόεδρε. Σε καφενέ είμαστε, όχι στο Κόστα-Ναβαρίνο. - Αχ μη μου το θυμίζετε ρε παιδιά. Τι τράβηξα φέτος, να ξέρατε... Μ’ έπιασε η ισχιαλγία πάλι και την έβγαλα σουίτα-πισίνα και τούμπαλιν. Ούτε στην εκκλησία δεν πήγα με την Γιωργίτσα. Και περίμενε η φουκαριάρα πως και πως αυτές τις μέρες!... Να ισιώσει λίγο το κορμάκι μας απ’ την καθημερινή ταλαιπώρια και τον κάματο... Κυρ-Παντελή άκυρος ο καφές, πιάσε καλύτερα ένα ουζάκι. Και καμιά αντζούγια, λίγη ρώσικη και τίποτα ελίτσες αν σου βρίσκονται... Ε παιδιά; Τι λέτε; Επιβαρύνω; Δεν επιβαρύνω. - Με το συμπάθιο Πρόεδρε... πώς εσείς, δηλαδή θέλω να πω... πώς βρεθήκατε στο δρόμο και ζητιανεύετε για ένα μπουκάλι νερό; - Άνθρωπος είμαι κι εγώ ρε παιδιά… Έσπασα. Μη πιστεύετε αυτά που σας σερβίρουν στα κανάλια. Όλα είναι κατευθυνόμενα. Εγώ που με βλέπετε, δεν διαφέρω σε τίποτα απ’ όλους εσάς. Τις ίδιες ανησυχίες έχω, τους ίδιους πόνους και τα ίδια βάσανα. Που’σαι κυρ Παντελή, βάλε και κάνα αβγουλάκι να βράζει. E παιδιά; Επιβαρύνω; Δεν επιβαρύνω! - Πάντως εμείς δεν πήγαμε διακοπές κυρ-Πρόεδρε. Κι όλα αυτά που παράγγειλες, αποτελούν το μεσημεριανό μας γεύμα. Άσε που μας έχεις εξοντώσει με τους φόρους και τα χαράτσια και δεν περισσεύει ούτε για καφέ πια… Κι έτσι όπως το πάτε, σε λίγο καιρό θα κάνετε ανασκαφές στην Αθήνα. Δεν χρειάζεται να τρέχεις ως την Αμφίπολη. Εδώ να δεις πόσα ταφικά μνημεία θα σκαφτούν!... Συνταξιούχος και σφίγγα. Άνεργος και επιστήλιο. Τείχη ανθρώπινα απ’ τις ουρές που σχηματίζονται στα συσσίτια. Θα τρίβουν τα μάτια τους οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος. - Έγιναν λάθη και αδικίες που θα τα διορθώσουμε κύριοι. Αντί να λαϊκίζετε και να αναμασάτε τσιτάτα της αντιπολίτευσης, εμπιστευτείτε τα λόγια μου… Κυρ-Παντελή, αργεί εκείνο το αβγουλάκι που λέγαμε; - Η υπαρξιακή κρίση της κότας κυρ-Πρόεδρε, δεν επιτρέπει την έξοδο του αβγού απ’ τον κώλο της. Μπορεί να μην φάτε σήμερα αβγό, αλλά ο βασικός μου στόχος, ήταν ν’ αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία στο κοτέτσι και οι κότες να μπορούν να σταθούν στα πόδια τους και να παράγουν πρωτογενές πλεόνασμα αβγών. - Α καλά… Και για πότε το βλέπεις να βγαίνει; - Κοιτάξτε… οι προσπάθειες αποδίδουν. Ο κουμπάρος μου ο Σωτήρης που είναι επίτροπος στο διεθνές ορνιθοτροφείο, μ’ έβαλε σ’ ένα μηχανισμό ενίσχυσης της ορνιθοτροφίας και προώθησης της ρευστότητας αβγών. Ήδη κινούμαστε με ταχείς ρυθμούς προς την έξοδο. - Του αβγού; - Tης κότας. Θα αναλάβει η κάθε κότα τις ευθύνες της, θα πληρώσει εισφορές αλληλεγγύης και φόρους πολυτελούς διαβίωσης για την αντικειμενική αξία του κοτετσιού και στη συνέχεια θα μαδηθεί και θα οδηγηθεί στο σφαγείο. Για τις κότες που δεν έχουν αποδώσει τα τελευταία χρόνια τα αβγά που τους αναλογούσαν, έχει προβλεφθεί ρύθμιση. - Τι ρύθμιση; - Θα τους παρακρατούνται τα κλωσσόπουλα για τους επόμενους έξι μήνες και φυσικά θα ισχύσουν ελαφρύνσεις για τις κότες που ανήκουν σε ευπαθείς πληθυσμούς. - Με δουλεύεις κυρ-Παντελή! - Αμοιβαίο κυρ-Πρόεδρε… - Δεν υπολόγισες καλά με ποιον μιλάς γελοίε καφετζή! Μπορεί να καταδέχτηκα να έρθω στον καφενέ σου, μπορεί να μην έχω δύναμη στο ισχίο μου για να σου ρίξω μια κλωτσιά, αλλά ό,τι κι αν λες, ιστορικά η παρουσία μου έχει σηματοδοτήσει την παραμονή μας στην ευρωζώνη. - Κι εσύ δεν υπολόγισες καλά τις δυνατότητες της κότας. Μπορεί να ζει σε κοπάδι, να μην έχει φτερά δυνατά για να πετάξει και να προσφέρεται για εύκολο ξεζούμισμα και φάγωμα, αλλά ό,τι κι αν λες, ιστορικά έχει σηματοδοτήσει μιαν επανάσταση (*)
****
- Αντώνη χρυσέ μου ξύπνα!... Ήρθε ο σωφέρ, πρέπει να φύγουμε σιγά-σιγά. - Τι έγινε; Άρχισε η επανάσταση; Να καλέσουμε το ελικόπτερο! Γρήγορα να φύγουμε!... - Αχ πάλι όνειρα έβλεπες; Δεν είναι καλά τα νεύρα σου το τελευταίο διάστημα. Πάμε να πάρουμε το πρωινό μας και να φύγουμε. Αύριο πρέπει να σε δει ο γιατρός σου αναφανδόν! - Όνειρο ήταν δηλαδή; Δόξα τω Θεώ… αν ήξερες τι εφιάλτη έζησα!... - Τι πρωινό θα πάρεις καλέ μου; Να παραγγείλω αυγά Μπένεντικτ,με σος ολαντέζ; - Αυγά όχι! Να μην ξανακούσω για αυγά! Και για κότες εν γένει!....
* Η Επανάσταση της Κότας: Ο φόρος της «ορνιθολογίας» κρατούσε από την εποχή της κατάκτησης της Κρήτης από τους Βενετσιάνους: Οι κάτοικοι υποχρεώνονταν κάθε πρωτομηνιά («νεομηνία») να δίνουν σε κάθε φεουδάρχη μια κότα. Με τα χρόνια όμως, οι «δικαιούχοι» της κότας πλήθαιναν και το πράγμα καταντούσε αφαίμαξη. Στα 1470, οι Σφακιανοί κατάργησαν με το «έτσι θέλω» την απόδοση του φόρου. Οι Βενετσιάνοι φεουδάρχες απάντησαν με εντάλματα σύλληψης «οφειλετών της κότας» και κατάσχεσης περιουσιών. Οι Σφακιανοί επαναστάτησαν. Μαζεύτηκαν στην κορφή του Αγίου Θεοδώρου, πραγματοποίησαν συνέλευση κι έστειλαν στον Βενετσιάνο διοικητή των Χανίων έγγραφη διαμαρτυρία. Ο διοικητής έριξε στη φυλακή τους απεσταλμένους κι απέρριψε τη διαμαρτυρία. Ο ένοπλος αγώνας απλώθηκε σ’ όλα τα Σφακιά. Τρία χρόνια αργότερα, ο δούκας της Κρήτης ξεκίνησε από τον Χάνδακα κι έφτασε στα Σφακιά με προτάσεις: Οι Βενετσιάνοι γλίτωσαν τον μπελά αμνηστεύοντας τους παραβάτες και ματαιώνοντας τις δίκες που εκκρεμούσαν. Ο φόρος της «ορνιθολογίας» καταργήθηκε οριστικά σε όλο το νησί. Πηγή: http://www.historyreport.gr/
Φέτος είχε διακοπές λουξ, με διαμονή σε πεντάστερο. Καραμπινάτο! Πίσω μας το Βουνό των Κενταύρων, μπροστά μας δαντελένια παραλία, αριστερά μας το ψαροχώρι Άφυσσος, δεξιά μας ελαιώνες και πλατάνια, πάνω μας ο Θεός. Οι ντόπιοι μας υποδέχτηκαν χωρίς βραχιόλια και καθρεφτάκια. Μόνο ανεπιτήδευτα χαμόγελα, φιλόξενη διάθεση, φιλικές τιμές κι εξυπηρέτηση, σ’ έναν ευλογημένο τόπο, που όπως είπε κι ο αείμνηστος Μίσσιος: “Και μπουκάλια να φυτέψεις, θα φυτρώσουν”.
Το Πήλιο δεν χρειάζεται συστάσεις και περιγραφές. Το ζεις και δεν το αναλύεις. Και κάνεις και το σταυρό σου, ευχαριστώντας τον Πανάγαθο που σ’ έριξε σ’ αυτή τη γωνιά του πλανήτη. Η πρόσθετη πινελιά στον πίνακα των φετινών διακοπών μου, ήταν ο Θοδωρής. Είναι ο ιδιοκτήτης μιας ταβέρνας στην παραλία της Αφύσσου, που ξεκίνησε τη λειτουργία της απ’ τους γονείς του, πολλά χρόνια πριν. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία τους στολίζει τον καλαίσθητο κατάλογο, καθώς και το διάκοσμο του μαγαζιού. Η ταβέρνα του Θοδωρή, είναι η επιτομή του “Ολ ινκλούσιβ”. Για τους λάτρεις των ακριβών διακοπών και της ψευδεπίγραφης ευμάρειας. Απ’ τη μια μεριά, έχει στημένο το ψυγείο-βιτρίνα με ό,τι φρέσκο ψάρι βγάζει τα πρωινά, το γρι-γρι του χωριού. Ακριβώς απέναντι, στροβιλίζονται οι σούβλες με τα ψητά του. Όλα φτιαγμένα απ’ τον ίδιο και τυλιγμένα σε λαδόκολλες για να κρατάνε τα ζουμιά τους. Χειροποίητο κοκορέτσι από ντόπια κρέατα που το τρως και δακρύζεις απ’ τη συγκίνηση και κοντοσούβλι που σου κόβει την ανάσα η νοστιμιά του. Στα ενδότερα της κουζίνας, ετοιμάζει τα μαγειρευτά, τις σαλάτες και τα ορεκτικά του. Άγρια μύδια στον αχνό, πατατοσαλάτες με φρέσκα βότανα και δική του σάλτσα, βραστά λαχανικά με μπόλικο ελαιόλαδο και σκόρδο, τηγανητά κολοκυθάκια πασπαλισμένα με σουσάμι και ντόπιο τυρί και πατάτες τηγανητές κομμένες στο χέρι, διακοσμημένες με κλωναράκια δενδρολίβανου. Παντού κυριαρχεί η παρουσία των βοτάνων και των μυρωδικών. Όπως μας εξήγησε ένα βράδυ, το ψάχνει διαρκώς, ενημερώνεται για τις ευεργετικές τους ιδιότητες και εμπλουτίζει τις γεύσεις των φαγητών του. Τσίπουρο με γλυκάνισο, φτιαγμένο απ’ τον ίδιο. Κρασί επίσης. Εκτός των άλλων, διατηρεί το αμπέλι του σ’ ένα κεφαλοχώρι του Πηλίου και παρασκευάζει τα δικά του προϊόντα.
Δειλινό. Ο ήλιος αργοσβήνει στα γαλήνια νερά του Παγασητικού. Αφήνει μια χρυσή απόχρωση στην επιφάνεια του νερού, που διαχέεται ως το σημείο που καθόμαστε. Πρώτο τραπέζι παραλία. Το γρι-γρι ξεκινάει να ρίξει δίχτυα. Οι ερασιτέχνες ψαράδες ετοιμάζουν τα δολώματα και τα καλάμια τους. Η θάλασσα λάδι. Στις απολήξεις της, τα νερά πρασινίζουν απ’ το καθρέφτισμα των πεύκων που φτάνουν ως τ’ ακρόβραχα. Στο ασβεστωμένο πεζοδρόμιο, παρατάσσονται ολάνθιστες γλάστρες με ορτανσίες. Μια κυρία τις ποτίζει με τσίγκινο ποτιστήρι. Το οξύμωρο στην περιοχή αυτή, είναι πως αν και πνιγμένη στη βλάστηση, οι ντόπιοι διατηρούν πανέμορφους κήπους, μικρά μποστάνια και θεόρατα πιθάρια με εκτυφλωτικές βουκαμβίλιες και ηλίανθους. Σε συνδυασμό με τα καλοδιατηρημένα σπίτια, τις ξύλινες επιφάνειες και τις πέτρινες σκεπές που στραφταλίζουν σα λέπια ψαριού στο τελευταίο φως της μέρας, οι εικόνες παίρνουν μαγικές διαστάσεις και σε καθηλώνουν.
Τελευταίο βράδυ πριν την επιστροφή μας στην Αθήνα και το ηθικό είναι πεσμένο. Ο Θοδωρής ξεπροβάλλει απ’ την είσοδο της ταβέρνας, μας βλέπει και κατευθύνεται στο τραπέζι μας. Αρχοντικό ανάστημα, ψηλός κι ευθυτενής, πάντα καλοντυμένος και σένιος. Το χούι του είναι να παίρνει ο ίδιος παραγγελία. Ποτέ όρθιος. Τραβάει καρέκλα, κάθεται στην παρέα, καλησπερίζει και στήνει κουβέντα σαν να μιλάει σε φίλους. Είχαμε σκοπό να φάμε κάτι ελαφρύ και να γυρίσουμε νωρίς στο δωμάτιο για να ετοιμαστούμε για το αυριανό ταξίδι. Πριν έρθει κοντά μας, κάνει μια στάση στο μικρό στερεοφωνικό που είναι στηριγμένο σ’ ένα θεόρατο κορμό πλατάνου, πατάει το κουμπί, ρυθμίζει την ένταση και βγάζει το μπλοκάκι απ’ την τσέπη του. “Tου κόσμου τ’ ακριβά” τραγουδάει ο Μάλαμας κι εγώ αναρωτιέμαι αν είναι βαλτός για να μου κάνει το μαρτύριο του αποχαιρετισμού πιο βασανιστικό.
Διαλέγουμε φρέσκο καλαμάρι και σαλάτα. Και τσιπουράκι. Οι μερίδες είναι οικογενειακών προδιαγραφών και το ελαιόλαδο πλουσιοπάροχα ριγμένο. Στο διπλανό τραπέζι κάθονται ένα ζευγάρι Ολλανδών. Φίλοι του κι αυτοί. Τους προτείνει “Τράγο με πορτοκάλι”. Ο Ολλανδός δεν καταλαβαίνει. Ο Θοδωρής δεν κωλώνει. “Δε νταντ οφ δε λαμπρε!”. Ο Ολλανδός προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει. “Δε μπεστ κουκ ρε!...”. O Ολλανδός πείστηκε. Μέχρι να μας φέρει τα πρώτα, είχαμε ήδη γίνει μια παρέα. Η συζήτηση ξεκίνησε απ’ την κατασκευή του τσίπουρου και κατέληξε στην οικονομική κρίση. Ο Θοδωρής πηγαινοερχόταν ασταμάτητα και σχολίαζε με χειρονομίες, κεράσματα και αυτοσχέδιους αγγλισμούς. Η ταβέρνα είχε σχεδόν γεμίσει. Είχαμε γίνει μια μεγάλη παρέα. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα ζητήσαμε λογαριασμό. Αντ’ αυτού, μας κέρασε χριστόψαρο στα κάρβουνα. “Πού θα πάτε τόσο νωρίς; Μισό, να φέρω κρασάκι να συνοδέψουμε το ψάρι”…
Φεύγοντας την επόμενη μέρα, αναρωτιόμουν γιατί μένουν ανεκμετάλλευτοι άνθρωποι σαν τον Θοδωρή και τόποι σαν την πατρίδα του. Στην ορολογία της τεχνοκρατούμενης κοινωνίας μας, θα είχε –τουλάχιστον- το ρόλο του “Marketing Communications Manager”. Κατέχει τον τόπο του και τις ευκαιρίες που του παρέχει, κατασκευάζει μόνος του προϊόντα και σχεδιάζει τις υπηρεσίες του, τα προωθεί με εξαιρετικά επιτυχημένες μεθόδους, προσφέρει κίνητρα για να επιστρέψει ο πελάτης στο μαγαζί του, νοιάζεται για την ποιότητα και αξιολογεί την επιχείρησή του , πιάνοντας κατ’ ιδίαν συζήτηση με τους θαμώνες και ρωτώντας τους αν μείνανε ικανοποιημένοι. Η κοσμοθεωρία του εμπορίου, εφαρμοσμένη από έναν απλό άνθρωπο που μπορεί να μην διαθέτει περγαμηνές και πτυχία, αλλά είναι γνώστης της φύσης, διαθέτει την τεχνογνωσία, σέβεται την παράδοση και είναι ακούραστος εργάτης. Κι ένα βασανιστικό ερώτημα. Πώς γίνεται τούτος ο πάμπλουτος τόπος, με τους αντίστοιχους “Θοδωρήδες” διάσπαρτους σ’ όλη τη χώρα, να τελεί υπό το καθεστώς πτώχευσης;
(Για όσους -μοιραία- αναρωτηθούν, ο Θοδωρής μας έδινε ταμειακή απόδειξη, ανελλιπώς).
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά. Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένανε ορκιζόμαστε πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε. Απ’ την Παρθένο στο Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν’ ανάψουμε. Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.
Οδυσσέας Ελύτης, "Τα ρω του έρωτα"
Κολάζ "Η Παναγιά τα πέλαγα" του Οδυσσέα Ελύτη
Για την ιστορία, ο μήνας Αύγουστος πήρε το όνομά του απ' τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Οκταβιανό Αύγουστο. Όπως ο Οκταβιανός Αύγουστος διαδέχτηκε στην κεφαλή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τον Ιούλιο Καίσαρα, έτσι και ο μήνας Αύγουστος διαδέχεται κάθε χρόνο τον μήνα Ιούλιο. Το 40 π.Χ. ο Οκταβιανός πρόσθεσε αυθαίρετα μια επιπλέον ημέρα στον Αύγουστο, την οποία απέσπασε από τον Φεβρουάριο, ώστε να μη στερεί σε διάρκεια από τον Ιούλιο. Έτσι ο Αύγουστος, απέκτησε 31 και ο Φλεβάρης 28 ημέρες (Κουτσοφλέβαρος).