Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

Μια πρόσκληση και στιγμές μιας υπέροχης εκδήλωσης

 


Το βράδυ της Δευτέρας που μας πέρασε, είχα την τιμή και την απέραντη χαρά να συμμετέχω στην εκδήλωση που οργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος του Δήμου μας Αργώ. Αφορούσε τα έργα από ορισμένους Ηρακλειώτες συγγραφείς και ποιητές, μία εκ των οποίων ήταν και η υποφαινόμενη. Η σκηνοθέτης και ηθοποιός Τασιλένα Βουδούρη διάβασε δύο κείμενά μου απ’ τις «Ιστορίες της διπλανής κρίσης» και «Στα παπούτσια των άλλων». Και τις απογείωσε με την ερμηνευτική της δεξιότητα, όπως θα διαπιστώσετε κι εσείς στο βίντεο.



Ήταν πέρα από κάθε προσωπική μου προσδοκία η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε σ’ αυτή τη ζεστή συνάντηση. Η αλληλεπίδραση με τους φίλους που γέμισαν τη Βίλα Στέλλα, αλλά και η συνύπαρξη με τους άλλους 4 δημιουργούς, ήταν μια αξέχαστη εμπειρία. Αν και ετερόκλητα τα έργα μας, ωστόσο είχαμε ως συνεκτικό κρίκο την αγάπη μας για τη λογοτεχνία και την έκφραση, μέσα από διαφορετικές διαδρομές ο καθένας μας. Ευχαριστώ από καρδιάς όλους τους φίλους που βρέθηκαν κοντά μας και ήταν πολλοί. Και μου χάρισαν απέραντη συγκίνηση…

Τα κορίτσια απ' την θεατρική μας ομάδα "Οι Τσαλακωμένοι"

Συντροφιά με τους ανθρώπους του συλλόγου και τους υπόλοιπους φίλους που τιμήθηκαν

Με την Τασιλένα

Ο Φοίβος Ζαντές ήταν ο νεώτερος ποιητής της παρέας, φοιτητής της Φιλοσοφικής και ενεργό μέλος των φοιτητικών κινημάτων. Την προηγούμενη της εκδήλωσης, στη διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων στο κέντρο, δέχτηκε τα "στοργικά χάδια" των αστυνομικών. Στο τέλος της εκδήλωσης, συγκίνησε η ποιητική εκδοχή του γι' αυτή την εμπειρία.


Η πρόσκληση που αναφέρω στον τίτλο της ανάρτησης, αφορά την προσεχή βράβευσή μου απ’ την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, το Σάββατο 24 Φεβρουαρίου στις 10:00 π.μ., στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, Ακαδημίας 50, Αίθουσα ‘Αντώνη Τρίτση’. Το έργο μου «Εμπριμέ χρόνια» κέρδισε το 1ο βραβείο στην κατηγορία ‘Μυθιστόρημα’ και η χαρά μου είναι απερίγραπτη…


Είναι ένα μυθιστόρημα που αγαπάω πολύ και σύντομα θα εκδοθεί σε βιβλίο, απ’ τις εκδόσεις 24γράμματα. Αν σας παίρνει η ώρα και ο δρόμος, θα χαρώ πολύ να σας δω στις απονομές.

Κι αν ήθελα να βρω λέξεις για να περιγράψω τη συγκίνηση που ένιωσα όταν άκουσα τις ιστορίες μου δια στόματος Τασιλένας, θα διάλεγα τα λόγια του Σεφέρη:

“Καταλαβαίνει κανείς πως δουλεύει καλά, όταν κάθε περιστατικό, το πιο μικρό και ασήμαντο, της καθημερινής ζωής του και της σκέψης του, έρχεται, σαν μοναχό του, και βάζει ένα πετραδάκι στο πράγμα που φτιάνει”.

Γιατί οι ήρωες των ιστοριών μου, είναι βγαλμένοι από κάτι μικρές κι ασήμαντες στιγμές της ζωής μου… που έμειναν όμως ανεξίτηλες στο χρόνο.

Για την ιστορία, η Τασιλένα με είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα, αν της επιτρέπω να αφεθεί στο συναίσθημα και να εκφραστεί ελεύθερα απ’ αυτό που θα διάβαζε. «Φυσικά», της είπα. «Αυτό είναι και το ζητούμενο». Στο τέλος της δεύτερης ιστορίας «Μίτινγκ με την ξινή», η Τασιλένα έσπασε. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη μοναδική στιγμή…

 


Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

“Σε ικετεύω, σκότωσέ με!”

 Μια ιδέα-μια έμπνευση [*]



“Γιατρέ, δεν χρειάζομαι θεραπευτική αγωγή. Ας μιλήσουμε σαν γιατρός προς γιατρό. Δεν σκοπεύω να χαπακώνομαι σ’ όλη μου τη ζωή προκειμένου να ξεχνάω πρόσκαιρα την προδοσία που έγινε εις βάρος μου”.

“Επειδή θέλεις να μιλάμε στην κοινή μας γλώσσα, Αντιγόνη, σε διαβεβαιώνω ότι δεν σε αντιμετωπίζω σαν μια κοινή απατημένη σύζυγο. Καταλαβαίνω απόλυτα την οδύνη σου. Δώσε λίγο χρόνο για να ξεπεραστεί το αρχικό σοκ και πάρε αυτά τα ηρεμιστικά για ένα σύντομο διάστημα. Πρέπει να κοιμάσαι τα βράδια και να επιστρέψεις στην καθημερινότητά σου. Εμείς, θα τα λέμε τακτικά. Θα κάνω ό,τι είναι ανθρωπίνως και ιατρικώς εφικτό, για να βγεις αλώβητη απ’ αυτή τη δοκιμασία. Moνάχα εμπιστεύσου με, σε παρακαλώ!...”

Στο βιβλίο επισκέψεων ασθενών, ο ψυχίατρος Παύλος Σαρηγιάννης είχε σημειώσει το τελευταίο ραντεβού της ημέρας με την οικογενειακή φίλη του Αντιγόνη Βαλάση. Ήθελε να δώσει περισσότερο χρόνο και όλη του την προσοχή σ’ αυτή τη συνεδρία, ανταποδίδοντας έτσι και τις δικές της υπηρεσίες όλα αυτά τα χρόνια της φιλίας τους. Κάθε φορά που δεινοπαθούσε από έναν απροσδόκητο πονόδοντο -κι αυτό συνήθως γινόταν σε μέρες αργίας-, η Αντιγόνη άνοιγε με προθυμία το οδοντιατρείο της και τον φρόντιζε. Η δουλειά της ήταν υποδειγματική και ποτέ δεν τον χρέωνε για τις υπηρεσίες της, παρά μόνο για τα υλικά που χρησιμοποιούσε. Κι επειδή η παιδιόθεν φοβία του ψυχίατρου ήταν η καρέκλα του οδοντίατρου -κάτι που τον ταλαιπώρησε πολύ με την φιλάσθενη οδοντοστοιχία που διέθετε-, ένιωθε πάντα υποχρεωμένος απέναντί της. Θα προτιμούσε βέβαια να μην υπήρχε αυτή η τραγική συγκυρία για να της ανταποδώσει την υποχρέωση…

“Αντιγόνη Βαλάση, 55 χρονών. Οδοντίατρος. Πρώτη αναγνωριστική συνεδρία. Δεν υπάρχει ιστορικό ψυχικής νόσου. Αιτία προσωρινής διαταραχής: η ανακάλυψη της απιστίας του επί 20ετίας συζύγου της με την επιστήθια φίλη της. Οι συνθήκες της αποκάλυψης την αιφνιδίασαν και της άφησαν ψυχικά τραύματα. Δείχνει καταρρακωμένη. Συστήθηκε φαρμακευτική αγωγή (βενζοδιαζεπίνες) σε συνδυασμό με ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες. Επόμενο ραντεβού μετά από 5 ημέρες”.

Ο Σαρηγιάννης ολοκλήρωσε τις σημειώσεις του και έκλεισε τον καινούργιο ‘φάκελο ασθενούς’ στον υπολογιστή του. Μετά από λίγο θα κλείδωνε προβληματισμένος την εξώπορτα του ιατρείου του και θα αποχωρούσε.

~ // ~

[2 μήνες μετά. Απόσπασμα απ’ τη δικογραφία της υπόθεσης:]

“Το τελευταίο διάστημα η αδελφή μου είχε γίνει αγνώριστη. Παραμελούσε τις υποχρεώσεις της, ακύρωνε καθημερινά τα ραντεβού στο ιατρείο της και απομονώθηκε στον εαυτό της. Εκείνο το πρωί του Σαββάτου που την επισκέφτηκα στο σπίτι της, μου ζήτησε ν’ ανέβουμε στην ταράτσα για να μου δείξει κάτι, όπως μου είπε. Μόλις πλησιάσαμε στα κάγκελα, με άρπαξε απ’ τα χέρια και μου ζήτησε επιτακτικά να την ρίξω στο κενό. «Σε ικετεύω, βοήθα με αδερφούλα μου να λυτρωθώ απ’ αυτό το μαρτύριο!...» Έκλαιγε γοερά και ήταν εκτός εαυτού. Δεν την αναγνώριζα… Παραληρούσε για την προδοσία που της έκαναν ο άντρας και η κολλητή της και πως της ήταν αδύνατον να το διαχειριστεί. Την τράβηξα με όση δύναμη είχα προς το κέντρο της ταράτσας. Μου πήρε αρκετή ώρα μέχρι να την συνεφέρω λίγο και να κατέβουμε στο διαμέρισμά της. Όχι, ο άντρας της δεν ήταν εκεί. Είχε εγκαταλείψει το σπίτι τους, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί το προηγούμενο βράδυ. «Μ’ αυτή την παλιοβρώμα την Αννέτα το σκάσανε», έτσι μου είπε. Της έδωσα ένα χάπι απ’ αυτά που είχε στο κομοδίνο της και περίμενα μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Γύρισα για λίγο σπίτι μου για να το συζητήσω με την οικογένεια και ν’ αποφασίσουμε από κοινού τι θα κάνουμε. Όταν επέστρεψα το βράδυ στο διαμέρισμά της, ήταν άφαντη”.

~ // ~

[«Η εκδίκηση του νεκρού» - 2 μέρες πριν την παρουσίαση:]

Kαταπληκτική δουλειά, γιατρέ! Με τέτοιο αστραφτερό χαμόγελο, θα γοητεύσω στην παρουσίαση του βιβλίου μου, μεθαύριο. Θα μου κάνετε την τιμή να είστε κι εσείς; Aν οι υποχρεώσεις σaς το επιτρέπουν βέβαια. Σάββατο βράδυ στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Τι λέτε; Θα τα καταφέρετε;”

Όση ώρα περίμενε απάντηση απ’ την οδοντίατρο, παρατηρούσε παραξενεμένος τις συσπάσεις στη γυρισμένη πλάτη της, καθώς τοποθετούσε στον κλίβανο τα χρησιμοποιημένα εργαλεία.

“’Η εκδίκηση του νεκρού’. Αυτός δεν είναι ο τίτλος σας; Είμαι σίγουρη πως άλλο ένα best seller θα προστεθεί στη λίστα με τα βιβλία σας, κύριε Μοσκώφ. Και ναι, θα έρθω οπωσδήποτε. Έχω ένα λόγο παραπάνω για να το κάνω…”

Ο Ερρίκος Μοσκώφ, καταξιωμένος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, έκανε τις εξής διαπιστώσεις, καθώς αποχωρούσε εκείνο το βράδυ απ’ το οδοντιατρείο της Βαλάση.

Πρώτον, ήταν μια εξαιρετική γιατρός. Τα κιτρινισμένα απ’ τα τσιγάρα και την προχωρημένη ηλικία δόντια του, έδωσαν τη θέση τους σε μια κατάλευκη οδοντοστοιχία που, στο εξής, θα του επέτρεπαν να χαμογελάει με καμάρι.

Δεύτερον, ήταν μια μυστηριώδης γυναίκα τελικά. Δεν τον χρέωσε για την πολύμηνη εργασία της και το μόνο αντάλλαγμα που ζήτησε, ήταν να διαβάσει έναν ευμεγέθη πάκο με τις σημειώσεις της και να γράψει το επόμενο βιβλίο του με θέμα τη βιογραφία της.

Μ’ αυτές τις σκέψεις και μ’ έναν σφραγισμένο φάκελο υπό μάλης, βρέθηκε στην εξώπορτα της πολυκατοικίας που στεγαζόταν το οδοντιατρείο της Αντιγόνης Βαλάση. Υποσχέθηκε να μελετήσει τα χειρόγραφά της και να επικοινωνήσουν την επόμενη εβδομάδα για να κανονίσουν μια συνάντηση. Το ίδιο βράδυ θα έριχνε μια βιαστική ματιά στις πρώτες σελίδες και στη συνέχεια θα τις επέστρεφε άρον-άρον στον φάκελο, για να τον παραχώσει τελικά στο συρτάρι του. Δεν θα ολοκλήρωνε ποτέ την ανάγνωση, αφού την βρήκε μελοδραματική και αταίριαστη με το ύφος του.  Τι δουλειά άλλωστε είχε αυτός με βιογραφίες; Τον περίμενε μια θριαμβευτική βραδιά με την παρουσίαση του τελευταίου του έργου και δεν είχε επ’ ουδενί βλέψεις ν’ αλλάξει το είδος γραφής που υπηρετούσε με συνέπεια τα τελευταία χρόνια. “Να δω βέβαια πώς θα της το σερβίρω με τρόπο…” σκεφτόταν ενόσω αυτοθαυμαζόταν, χαμογελαστός, μπροστά στον καθρέφτη του. Κάτι θα σκαρφιζόταν. Ως την επόμενη εβδομάδα, ήταν βέβαιος πως θα έβρισκε μια ευγενική δικαιολογία για να την αποφύγει, αλλά και ένα ακριβό δώρο για να μετριάσει την υποχρέωσή του απέναντί της.

Προς μεγάλη του ανακούφιση, τη βραδιά της παρουσίασης, διαπίστωσε πως η οδοντίατρος δεν ήταν ανάμεσα στο πολυπληθές κοινό του. Ωστόσο δεν έφευγε απ’ το μυαλό του η εκκρεμότητα που είχε μαζί της. “Θα της τηλεφωνήσω οπωσδήποτε από βδομάδα, να τελειώνω μ’ αυτή την ιστορία” σκεφτόταν το ίδιο βράδυ που βούρτσιζε τα κατάλευκα δόντια του. “Δεν έχω παρά μονάχα να την επισκεφτώ μ’ ένα καλό δώρο για να πατσίσουμε, μάλλον ένα κόσμημα…”

~ // ~

[2 μήνες πριν]

Στο μικρό καφέ που στεγαζόταν στο ισόγειο της πολυκατοικίας, η Αντιγόνη Βαλάση συνήθιζε να παίρνει τον πρωινό καφέ της, πριν ανοίξει το οδοντιατρείο της. Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό έδειχνε απρόθυμη να ανέβει ως τον τέταρτο όροφο και κάθισε για αρκετή ώρα σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι, με το απλανές βλέμμα της να χαζεύει τους περαστικούς. Κάθε τόσο, γυρνούσε ανήσυχη προς τα ενδότερα του μαγαζιού και τον αναζητούσε με τα μάτια της. Ο Παράσχος κατάλαβε πως δεν θα ξεμπέρδευε πάλι εύκολα με δαύτην. Την πλησίασε, αφού παρέδωσε στον μεταφορέα μια παραγγελία με καφέδες και νερά. “Πήγαινε στη δουλειά σου, να κάνω κι εγώ τη δικιά μου. Θα τα πούμε το βράδυ στο γνωστό μέρος. Φύγε όμως τώρα. Έχω πολλή δουλειά”.

Αν υπήρχε κάποιος περαστικός στο μέρος που συναντήθηκαν το ίδιο βράδυ, σίγουρα θα παραξενευόταν απ’ το θέαμα που θα αντίκρυζε, ακόμα κι αν δεν άκουγε ούτε λέξη απ’ όσα ειπώθηκαν. Το σημείο όμως που επέλεγαν για τις κρυφές συναντήσεις τους ήταν εντελώς απόμερο, μακριά απ’ τον τελευταίο οικισμό της περιοχής. Εκείνη έβγαλε απ’ την τσάντα της ένα μικρό περίστροφο και το κράδαινε στο μέρος του, με την κάνη γυρισμένη προς το μέρος της. Εκείνος έκανε αδέξιες κινήσεις για να την αποφύγει. Του μιλούσε ψιθυριστά με ακατάληπτες φράσεις, σχεδόν λαχανιασμένη. Της απαντούσε με τα χέρια του σηκωμένα ψηλά, με το βλέμμα της άρνησης αποτυπωμένο στο πρόσωπό του. Εκείνη ξέσπασε στα κλάματα. Την αγκάλιασε τρυφερά απ’ τους ώμους και την τράβηξε προς το παρκαρισμένο αυτοκίνητό της. Σε λίγη ώρα θα ξεκινούσε τη διαδρομή του, κι αφού θα διέσχιζε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι, θα έβγαινε στον κεντρικό δρόμο.

~ // ~

[2 μήνες μετά. Απόσπασμα απ’ τη δικογραφία της υπόθεσης:]

Παράσχος Δελατόλας. 35 χρονών, υπάλληλος του καφέ μπαρ, απ’ όπου η Βαλάση έπαιρνε κάθε πρωί τον καφέ της. Απ’ τον καιρό που επισκεπτόμουν το οδοντιατρείο της, μου είχε τραβήξει την προσοχή αυτός ο τύπος. Τον είχα δει αρκετές φορές να βγαίνει απ’ το ιατρείο, αφού του έφτιαχνε την σάπια οδοντοστοιχία του, όπως μου είχε εμπιστευτεί η Βαλάση. Τον λυπόταν γιατί δεν είχε χρήματα για τέτοιες ‘πολυτέλειες’ -αυτή τη λέξη είχε χρησιμοποιήσει- και εκείνη ανέλαβε τη θεραπεία του δωρεάν. Ομολογώ πως μου μπήκαν πονηρές σκέψεις στο μυαλό, βλέποντας τη στενή σχέση που είχαν δημιουργήσει. Γρήγορα όμως οι υποψίες μου εξαϋλώθηκαν, αφού διαπίστωσα πως επρόκειτο όντως για ένα προβληματικό άτομο. Και η αγαπημένη μου οδοντίατρος ήταν πάντα δοτική σ’ όποιον είχε ανάγκη. Μέχρι την ημέρα που επισκέφτηκα το ιατρείο της για να διαπιστώσω γιατί δεν απαντούσε στις κλήσεις μου, είχα ξεχάσει εντελώς την παρουσία του. Ναι σωστά, είχαμε συμφωνήσει να μιλήσουμε στα τέλη του περασμένου Ιούνη. Το θυμάμαι καλά, γιατί πριν μια βδομάδα είχε γίνει η παρουσίαση του βιβλίου μου, στην οποία η Βαλάση δεν ήρθε, παρότι μου είχε υποσχεθεί πως θα είναι παρούσα. Στην τελευταία μας συνάντηση, μου είχε παραδώσει ένα πακέτο με χειρόγραφες σημειώσεις της και εγώ θα αναλάμβανα να γράψω τη βιογραφία της. Ωστόσο δεν φάνηκε το βράδυ της παρουσίασης κι εγώ την αναζήτησα στο τηλέφωνο. Την καλούσα συνεχώς επί μέρες. Το κινητό της έδειχνε ότι είναι εκτός σύνδεσης και το σταθερό του ιατρείου δεν απαντούσε. Την ημέρα που επισκέφτηκα το ιατρείο της, αντίκρυσα ένα σημείωμα κολλημένο στην πόρτα της. ‘Το ιατρείο θα παραμείνει κλειστό λόγω θερινών διακοπών’, κάτι τέτοιο έγραφε…

Βγαίνοντας απ’ την πολυκατοικία, αναγνώρισα αμέσως τον υπάλληλο του καφέ-μπαρ που ήταν στο ισόγειο. Ήταν ο Παράσχος. Δίχως δεύτερη σκέψη, μπήκα στο μαγαζί και παράγγειλα καφέ. Μόλις ήρθε να με σερβίρει, τον ρώτησα ευθέως για την εξαφανισμένη οδοντίατρο. Του είπα για τις ανησυχίες μου και του ζήτησα να μου πει τι γνωρίζει για την υπόθεση. Υπαινίχτηκε τον ανήξερο και μου ζήτησε το λόγο που απευθύνομαι σ’ αυτόν –‘έναν απλό καφετζή-, όπως μου είπε. Δικαιολογήθηκα πως το κάνω λόγω της φιλικής σχέσης που ήξερα πως έχουν. Μου προξένησαν υποψίες οι νευρικές αντιδράσεις και οι αμήχανες απαντήσεις του. Έδειχνε πως ήθελε να με ξεφορτωθεί, επικαλούμενος πως πρέπει να γυρίσει στο πόστο του. Ωστόσο, το μαγαζί ήταν απολύτως άδειο εκείνη την ώρα.

Εκείνο που με κινητοποίησε και πήγα κατευθείαν στην αστυνομία, ήταν ο επίλογος στις σημειώσεις της Βαλάση:

‘Κι αν οι σελίδες αυτές απ’ τη ζωή μου, αποτυπώνουν ένα μικρό ανυπεράσπιστο κορίτσι, ο κρυφός μου πόθος είναι να βρω κάποιον να το δολοφονήσει’…

Στην αστυνομία πληροφορήθηκα πως δεν έχει δηλωθεί εξαφάνιση απ’ τον σύζυγο. Έμαθα μάλιστα από γνωστό μου πρόσωπο μέσα στο τμήμα πως, αν και τον ειδοποίησαν για την καταγγελία μου, εκείνος δήλωσε απροθυμία να βοηθήσει, αφού είχε απομακρυνθεί απ’ τη συζυγική εστία το τελευταίο διάστημα. Στράφηκα στους συγγενείς της, αλλά κι αυτοί δεν είχαν ιδέα για την τύχη της. Κι όπως ήδη γνωρίζετε, από κοινού με την αδερφή της Βαλάση, πήραμε την πρωτοβουλία να ξεκινήσουμε τις διαδικασίες αναζήτησής της”.

~ // ~

[«Κατά παραγγελία δολοφονία» - Aπ’ το οπισθόφυλλο του τελευταίου βιβλίου του Ε. Μοσκώφ]

Η πρόχειρα θαμμένη σορός μιας γυναίκας ανακαλύπτεται τυχαία από κυνηγόσκυλα, σε μια έρημη περιοχή του Μαρκόπουλου. Έχει πυροβοληθεί πισώπλατα από κοντινή απόσταση. Στ’ αυτιά της φοράει ωτασπίδες. Ο ιατροδικαστής εκτιμάει πως η δολοφονία διαπράχθηκε το τελευταίο 24ωρο.

Ένας νεαρός εμπλέκεται στην υπόθεση και οι έρευνες γρήγορα θα οδηγήσουν σ’ αυτόν. Μετά από αντιφάσεις, θα ομολογήσει πως εκτέλεσε την διακαή επιθυμία της οδοντιάτρου να την λυτρώσει απ’ το μαρτύριο που ζούσε. Οι σημειώσεις που είχε αφήσει η εκλιπούσα στον συγγραφέα -με την προοπτική να γραφεί η βιογραφία της-, αλλά και το γεγονός ότι δεν υπήρξε οικονομικό κίνητρο, ελάφρυναν την ποινή του δράστη, αλλά και δίχασαν την κοινή γνώμη.

Το όπλο του εγκλήματος βρέθηκε πεταμένο λίγα μέτρα μακριά απ’ το πτώμα. Η υπόθεση έκλεισε για την αστυνομία. Ωστόσο δεν ερευνήθηκε επαρκώς το γεγονός ότι το μικρό περίστροφο που έκοψε το νήμα ζωής της οδοντιάτρου, προερχόταν απ’ την προσωπική συλλογή του συζύγου της, την οποία διατηρούσε στην παράνομη γκαρσονιέρα που ενοικίαζε για τις εξωσυζυγικές του συνευρέσεις. Κι η γυναίκα του δεν είχε ποτέ πρόσβαση εκεί…”

Σημείωση: Το βιβλίο του Μοσκώφ διακρίθηκε ως «το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς». Ο διάσημος συγγραφέας θα αναζητήσει τον Παράσχο, μετά την αποφυλάκισή του, για να του αποδώσει μέρος των εισπράξεων και να προτείνει να του γράψει την βιογραφία του. Ο Παράσχος όμως είναι εξαφανισμένος…

ëΗ ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και είναι εμπνευσμένη απ’ την δολοφονία που συγκλόνισε την Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1994. Πληροφορίες και πηγή, εδώ:

[*] Η συμμετοχή μου στο νέο συγγραφικό δρώμενο: “Μια ιδέα – μια έμπνευση” που οργανώνει και συντονίζει ο Γιάννης μας στον ΗΔΥΠΟΤΟΝ

Στην κατηγορία «Μυστήριο» και με κεντρική ιδέα την παρακάτω φράση:

"Μια γυναίκα, επισκέπτεται έναν επώνυμο συγγραφέα. Τού κάνει μια ελκυστική πρόταση να της γράψει τη βιογραφία της. Ο συγγραφέας θα την αναζητήσει τις αμέσως επόμενες μέρες για να προχωρήσουν. Η γυναίκα όμως έχει εξαφανιστεί"

 


 [Oι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους]


Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

25 Λέξεις #15 ~Συμμετοχή~

 


«Τι να τον κάνω τον ουρανό δίχως φεγγάρι;» είπε ο ρομαντικός.

Και περιφρόνησε το στεναγμό του γαλαξία.

Τις ματωμένες ψυχές τις είπε σύννεφα, ο αγιογδύτης!»

 


Συμμετείχε στο δρώμενο 25 Λέξεις # 15 [blog: ΚΕΙΜΕΝΟ της Μαρίας Νικολάου]

Μια φωτογραφία, 25 λέξεις και προσωπικές διαδρομές πάνω στον καμβά της Μαρίας. Υπέροχη εμπειρία και καταπληκτικές συμμετοχές. Όλες συγκεντρωμένες εδώ, με τις αντίστοιχες βαθμολογίες. Συγχαρητήρια από καρδιάς στη νικήτρια Άννα και ένα μεγάλο «Ευχαριστώ» στη διοργανώτρια και εμπνεύστρια του δρώμενου.