Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

"O Παχύς και ο Αδύνατος" [Α. Π. Τσέχωφ]

 


Στο σιδηροδρομικό σταθμό του τσάρου Νικολάου συναντήθηκαν δυο φίλοι. Ένας παχύς κι ένας αδύνατος. O Παχύς μόλις είχε γευματίσει στο σταθμό, και τα χείλια του, γεμάτα λίπος, γυάλιζαν σαν γινωμένα βύσσινα. Μύριζε κρασίλα κι άρωμα. O Αδύνατος μόλις κατέβηκε από το βαγόνι, φορτωμένος με βαλίτσες, μπόγους και κιβώτια. Αναδινόταν από πάνω του μια μυρουδιά από χοιρομέρι και κατακάθια καφέ. Πίσω από τη ράχη του ξεμύτιζαν μια αδύνατη γυναίκα με μακρουλό πιγούνι, η γυναίκα του, κι ένα ψηλό γυμνασιόπαιδο με μισοκλεισμένα τα μάτια, ο γιος του.

«Πορφύρη!», αναφώνησε ο Παχύς βλέποντας τον Αδύνατο. «Εσύ; Αγαπητέ μου, αγαπητέ μου! Χρόνια και ζαμάνια!»

«Έλα Χριστέ και Παναγιά!», είπε έκπληκτος ο Αδύνατος. «Μίσια! Παιδικέ μου φίλε! Από πού έρχεσαι;»

Oι δυο φίλοι αλληλοασπάστηκαν τρεις φορές έχοντας καρφωμένα ο ένας στον άλλον τα δακρυσμένα μάτια τους. Έμειναν κι οι δυο ευχάριστα κατάπληκτοι.

«Καλέ μου φίλε!», άρχισε να λέει ο Αδύνατος μετά τον ασπασμό. «Πού να το περιμένω! Να, αυτή είναι μια έκπληξη! Κοίταξέ με λοιπόν καλά! Τι όμορφος που ήμουνα! Τι γοητευτικός και δανδής! Αχ, κι εσύ, Θεέ μου! Πώς είσαι λοιπόν; πλούσιος; παντρεμένος; Εγώ, όπως βλέπεις, παντρεύτηκα… Να, αυτή εδώ είναι η γυναίκα μου, η Λουίζα, το γένος Βάντσενμπαχ… Λουθηρανή… Κι αυτός είναι ο γιος μου, ο Ναθαναήλ, μαθητής στην τρίτη τάξη. Αποδώ, Ναθάνια, είναι ο παιδικός μου φίλος! Φοιτούσαμε μαζί στο Γυμνάσιο!»

O Ναθαναήλ σκέφτηκε λιγάκι κι έβγαλε το καπέλο.

«Στο Γυμνάσιο φοιτούσαμε μαζί!», συνέχισε ο Αδύνατος. «Θυμάσαι το παρατσούκλι που μας είχαν βγάλει; Εσένα σε φώναζαν Ηρόστρατο, επειδή έκαψες με το τσιγάρο ένα δημόσιο βιβλίο· κι εμένα Εφιάλτη, γιατί μου άρεσε να είμαι μαρτυριάρης. Χο, χο… Τι παιδιά που ήμασταν! Μη φοβάσαι, Ναθάνια! Πήγαινε κοντά του… Κι αποδώ η γυναίκα μου, το γένος Βάντσενμπαχ… Λουθηρανή».

O Ναθαναήλ σκέφτηκε λίγο και κρύφτηκε πίσω από τον πατέρα του.

«Λοιπόν, πώς περνάς φίλε;», ρώτησε ο Παχύς κοιτάζοντας με ενθουσιασμό τον φίλο του. «Υπηρετείς ακόμα; Πού;»

«Υπηρετώ, αγαπητέ μου! Έχω τον όγδοο βαθμό, κοντεύει δυο χρόνια τώρα. Πήρα και το παράσημο Στανισλάβα*. O μισθός είναι μικρός… Ε, δόξα να 'χει ο Θεός! Η γυναίκα μου παραδίνει μαθήματα μουσικής, κι εγώ, συμπληρωματικά, φτιάχνω ξύλινες ταμπακιέρες. Πολύ καλές ταμπακιέρες! Τις πουλάω ένα ρούβλι τη μία. Αν κάποιος πάρει πάνω από δέκα, τότε, καταλαβαίνεις, του κάνω και σκόντο. Κάπως τα καταφέρνουμε. Υπηρετούσα, ξέρεις, σ' ένα τμήμα, αλλά τώρα πήρα μετάθεση για εδώ, ως τμηματάρχης, στον ίδιο Oργανισμό… Λοιπόν, εσύ πώς τα πας; Σίγουρα θα είσαι πια σύμβουλος; Ε;»

«Όχι, αγαπητέ μου, ανέβα πιο ψηλά», είπε ο Παχύς. «Έχω ήδη φτάσει μυστικός σύμβουλος… Έχω δυο παράσημα».

O Αδύνατος ξαφνικά χλώμιασε, έμεινε σύξυλος κι αμέσως ύστερα το πρόσωπό του παραμορφώθηκε σ' ένα πλατύ χαμόγελο. Έδειχνε σαν να έβγαζε σπίθες από τα μάτια και το πρόσωπό του. Το σώμα του μαζεύτηκε, καμπούριασε, στένεψε… Oι βαλίτσες του, οι μπόγοι και τα κιβώτια κουβαριάστηκαν, ζάρωσαν… Το μακρύ πιγούνι της γυναίκας του έγινε ακόμα πιο μακρουλό. O Ναθαναήλ στάθηκε τεντωμένος σε στάση προσοχής και κούμπωσε όλα τα κουμπιά της στολής του…

«Εγώ, εξοχότατε… Χαίρω πολύ! Φίλος, ας πούμε, παιδικός και να που, ξαφνικά, μεταμορφώνεστε σ' έναν τέτοιον άρχοντα! Χι, χι».

«Φτάνει λοιπόν, πάψε!», είπε μορφάζοντας ο Παχύς. «Γιατί αυτό το ύφος; Εγώ κι εσύ είμαστε φίλοι από παιδιά κι αυτή εδώ η δουλοπρέπεια δεν έχει κανένα νόημα!».

«Προς Θεού… Τι, εσείς…», κρυφογέλασε ο Αδύνατος, ζαρώνοντας πιο πολύ ακόμα. «Η ευμένεια της εξοχότητάς σας… είναι σαν ζωογόνα δροσιά… Να, εξοχότατε, αποδώ ο γιος μου ο Ναθαναήλ… η γυναίκα μου η Λουίζα, Λουθηρανή, ας πούμε…»

O Παχύς ήθελε να αντιδράσει κάπως, αλλά στο πρόσωπο του Αδύνατου ήταν ζωγραφισμένος τόσος σεβασμός, τόση γλυκάδα και τόση ευλαβική ξινάδα, που στον Μυστικό Σύμβουλο έφερναν αναγούλα. Έδωσε το χέρι του στον Αδύνατο να τον αποχαιρετήσει κι έστρεψε τα νώτα του.

O Αδύνατος, πιάνοντας το χέρι, έσφιξε τα τρία δάχτυλα, υποκλίθηκε από το κεφάλι ως τα πόδια και γέλασε χαιρέκακα, σαν Κινέζος: «Χι, χι, χι». Η γυναίκα του χαμογέλασε. O Ναθαναήλ έσυρε το πόδι του σε στάση προσοχής και το πηλήκιο από το κεφάλι του έπεσε κάτω. Ήταν και οι τρεις ευχάριστα κατάπληκτοι.

                   *παράσημο Στανισλάβα: ένα από τα κατώτερα παράσημα της τσαρικής Ρωσίας

 

Ά. Τσέχωφ [μτφρ. Β. Ντινόπουλος, Η αγάπη και 32 άλλα διηγήματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας)

»»————««

 

Πρωτοδημοσιευμένο το 1883, το σύντομο διήγημα του Tσέχωφ παρουσιάζει με ανθρωπιά, χιούμορ και λεπτή παρατήρηση τις ανθρώπινες σχέσεις (και την αλλοτρίωσή τους) στο περιβάλλον των γραφειοκρατών της τσαρικής Pωσίας. Όντας θερμός οπαδός των νέων ιδεών, σε μια εποχή που η απάνθρωπη μεταχείριση του ρωσικού λαού τον είχε οδηγήσει στη θρησκοληψία, το διχασμό και την αλλοτρίωση, ο Τσέχωφ  καταγράφει με ρεαλισμό αλλά και υπαινικτικό λόγο την καθημερινότητα, προσπαθώντας να συνεισφέρει στην ψυχική και πνευματική ανάταση της κοινωνίας. Ένα απ’ αυτά τα έργα του, είναι ο «Παχύς & ο Αδύνατος». Πίσω απ’ τη φαινομενικά λιτή του διήγηση, κρύβονται ένα σωρό συμβολισμοί. 

Όπως είχε γράψει και ο Κονσταντίν Στανισλάφσκι: «Μόνο όταν διαβάσεις και ξαναδιαβάσεις τα έργα του Τσέχωφ, μπορείς να ανακαλύψεις τα βάθη που ήταν κρυμμένα κάτω απ’ τη φαινομενικά ασήμαντη επιφάνεια».

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

Καταπληκτικά!

Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα του στη χώρα με τον καταπληκτικό κυβερνήτη, τα καταπληκτικά του έργα και την ακόμα πιο καταπληκτική ποιότητα ζωής. Ο κύριος Τάδε, ένα “τεμάχιο” όπως τον χαρακτήριζαν, πριν χρόνια, στις γερμανικές φάμπρικες, περιφέρεται στους καταπληκτικούς δρόμους της πόλης, με μια μεγάλη σακούλα ανακύκλωσης υπό μάλης. Μετά τις παγωμένες μέρες του χιονιά -Κύριος οίδε πώς δεν τον βρήκαν κοκκαλωμένο στη χαμοκέλα του- η επιστροφή του στην καταπληκτική “κανονικότητα” ήταν μονόδρομος. Σουλάτσο στο δρόμο με τους λογιών λογιών κάδους και αλίευση χρήσιμων αντικειμένων. Ο κύριος Τάδε είναι γρήγορος και πρακτικός. Το έμπειρο μάτι του, αν και θολωμένο απ’ τις κακουχίες, δεν τον πρόδωσε ποτέ. Μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα γραφείου, ένας σαραβαλιασμένος σκελετός κρεβατιού, ένα λιγδιασμένο στρώμα κι ένα σκουριασμένο ερμάριο, ήταν αυτά που κατά καιρούς είχε ξεχωρίσει στα στοιβαγμένα σκουπίδια των καταπληκτικών του γειτόνων.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο κύριος Τάδε έχει επιπλώσει επαρκώς τον καπλαμαδένιο του οικίσκο, στις καταπληκτικές παρυφές μιας ρεματιάς. Σε μια σπιθαμή χωραφιού, προσωρινώς προσφερθείσα απ’ τις δημοτικές αρχές, που ανάλογα τον καιρό, άλλοτε πνίγεται στα λασπονέρια, κι άλλοτε ζέχνει ψοφίμια και καμένα λάστιχα. Εκεί διάγει τον καταπληκτικό του βίο, ο κύριος Τάδε.

Ευθυτενής και χαμογελαστός μπαίνει στο μικρό καφέ της πλατείας, παρατηρώντας με ενδιαφέρον τους λιγοστούς θαμώνες. Κοντοστέκεται κάτω απ΄τη θερμαινόμενη πυραμίδα, τόσο όσο του επιτρέπει ο χρόνος μέχρι να τον αγριοκοιτάξει ο ιδιοκτήτης. Σέρνει αργοκίνητα τα παπούτσια του ένα γύρο στο μαγαζί, κοιτάζει φευγαλέα τις σφολιάτες και τα λαχταριστά κρουασάν μέσα στο θερμοθάλαμο και ρουθουνίζει με ευχαρίστηση τη μυρωδιά του καφέ που σταλάζει αχνιστός σ’ ένα φλιτζάνι. Τα βήματά του είναι βαριά και θορυβώδη. Ένας παρατηρητικός άνθρωπος θα καταλάβαινε πως, σ’ αυτή τη μικρή διαδρομή μέχρι την έξοδο, προπορεύονται τα παπούτσια κι ακολουθούν πιλαλώντας τα πόδια του. Κανείς όμως εκ των θαμώνων δεν ασχολήθηκε μ’ αυτό το αλλόκοτο θέαμα κι έτσι ο κύριος Τάδε αποσύρεται ηττημένος απ’ το προσκήνιο.

Ένα ζευγάρι θεόρατα άρβυλα, ξεχειλωμένα και γδαρμένα, ήταν η λεία της ημέρας. Πόση χαρά πήρε μόλις τα ανέσυρε απ’ τον δημοτικό κάδο με τα είδη ένδυσης και υπόδησης! Του πέφτανε λίγο μεγάλα βέβαια, αλλά για όλα υπάρχει λύση. “Κάποτε θα ήταν στις δόξες τους αυτά τα πατούμενα”, μονολογούσε καθώς παραγέμιζε μ’ εφημερίδες τα κουντεπιέ για να τα φέρει στα μέτρα του. Ικανοποιημένος απ’ το αποτέλεσμα, βγήκε καμαρωτός για την καθιερωμένη του βόλτα, με μια παιδαριώδη διάθεση να δείξει στον κόσμο τα καινούργια του παπούτσια. Είχε αφήσει και τα κορδόνια λυτά, ελπίζοντας, επί ματαίω, πως κάποιος χριστιανός θα του φώναζε “Προσέξτε μην παραπατήσετε, κύριε!

Ο κύριος Τάδε ζει στην καταπληκτική εποχή που η χώρα παράγει ό, τι και πριν εξήντα χρόνια. Πολιτικές φαμίλιες, πέτρες, και οικονομικούς μετανάστες. Μετά από μια καταπληκτική θητεία στις φάμπρικες της Βαυαρίας, επιστρέφει στα πάτρια για να επενδύσει τις οικονομίες του σε μια μικρή επιχείρηση. Στη μεγάλη κρίση με τα μνημόνια και τις απανωτές χρεοκοπίες, αναγκάστηκε να βάλει λουκέτο. Αν είχε το κουράγιο ίσως και να είχε φουντάρει απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού του, πριν το κατασχέσει η τράπεζα. Δεν το έκανε όμως. Διατηρούσε ακόμα μέσα του μικρά αποθέματα ελπίδας.  "Άντε και καλή πατρίδα" ευχόταν επί χρόνια με τους συμπατριώτες του, τους “γκασταρμπάιτερ” όπως τους αποκαλούσαν οι Γερμανοί. Πώς να βάλει λουκέτο σ’ αυτό το όνειρο που τον κράτησε ζωντανό επί χρόνια;

Στην υποτιθέμενη κάμαρά του, κάθεται εξουθενωμένος στην άκρη του στρώματος, βγάζει τα παπούτσια απ’ τα πόδια του, τα στήνει αντίκρυ του, σκύβει και τα παρατηρεί σκυθρωπός. «Χειρότερη φτώχεια είναι η μοναξιά, παιδιά μου. Όλα τ’ αντέχει ο άνθρωπος, εκτός απ’ αυτή τη ρημάδα την αίσθηση πως είναι ανεπιθύμητος». Απόκριση δεν παίρνει, μόνο που τα δυο πελώρια αγριοπάπουτσα γίνονται ορθάνοιχτα στόματα να τον κατασπαράξουν, και τα κορδόνια μαλλιά ξέμπλεκα που ξεχύνονται απ’ τις βρωμερές τρύπες τους.

Στο αυγινό φως της νέας μέρας, ο κύριος Τάδε ξενιτεύτηκε οριστικά και αμετάκλητα. Ποιος να το πίστευε πως από “Προσωρινά φιλοξενούμενος” στη Γερμανία, θα κατέληγε “Άπορος νεκρός” στην πατρίδα;  Άλλο ένα τεμάχιο β’ διαλογής που θα παραχωθεί στο ψυγείο μήπως και βρεθεί συγγενής να το θάψει. Κι ο μόνος καημός του ήταν να μη ταξιδέψει πάλι ανυπόδητος, όπως τότε στην αποβάθρα για το Μόναχο, όταν αναγκάστηκε να δώσει μπαξίσι το ρολόι και τα καινούργια παπούτσια του, σ’ ένα λαμόγιο που τον έβαλε στη λίστα επιβατών. Γι’ αυτό και ο χτεσινός ενθουσιασμός του σαν ανακάλυψε αυτά τα θεόσταλτα άρβυλα, που δεν ήταν παρά το πολυπόθητο εισιτήριό του για τη “γραμμή της ελπίδας(*).  Μετά απ’ την επίγεια κόλαση που έζησε, μπορεί και να του αναλογεί ένας “καταπληκτικός” ουρανός. Μ’ αυτή την ελπίδα έφυγε ξανά. 

Artwork: Vincent Van Gogh  “A Pair of Shoes”

(*) Έτσι έλεγαν οι μετανάστες την αποβάθρα (υπ’ αριθμ. 11) όπου τερμάτιζαν τα τρένα που τους μετέφεραν από Αθήνα ή Θεσσαλονίκη στο Μόναχο. Τα ταξίδια αυτά χαρακτηρίζονταν ως “μεταφορές” απ’ τους Γερμανούς.  Και οι άνθρωποι ως “τεμάχια”.