Τότε
τους λέγανε άπλυτους, μαλλιάδες, αλήτες και απειλή της σταθερότητας. Η
δημοσιογραφική μεραρχία της εποχής εκείνης διέθετε τα αλάνθαστα όπλα: Διαστρέβλωση
της αλήθειας , συκοφάντηση των εξεγερμένων φοιτητών και εργατών και αγιοποίηση
των εισβολέων. Αργότερα βέβαια, τα ίδια μέσα έγραφαν διθυραμβικά επετειακά
άρθρα για τους ανένταχτους φοιτητές που θυσιάστηκαν για να πέσει η χούντα των
συνταγματαρχών. Ίσως να κατέθεταν και στεφάνι στη μνήμη τους. Η δική τους “μνήμη”
πάντως, συρρικνώθηκε κατά πολύ και προσαρμόστηκε στη μεταπολιτευτική πραγματικότητα.
Αναρωτιέμαι
αν γινόταν σήμερα μια τέτοια εξέγερση, αν φοιτητές, μαθητές και εργαζόμενοι ξεχύνονταν
στους δρόμους διεκδικώντας “ψωμί-παιδεία-υγεία-ελευθερία”, πώς θα
τους αντιμετώπιζαν άραγε οι τηλεοράσεις, τα κανάλια, οι φυλλάδες και οι παρατρεχάμενοι
δημοσιογραφίσκοι, πανελίστες, τηλεκριτικοί, φουρθιώτηδες και πρωινατζούδες κι όλος
ο συρφετός της ε(ξ)νημέρωσης;
Πριν
48 χρόνια, η κορυφαία αντιδικτατορική εξέγερση είχε προβληθεί, από μέρος του τύπου,
ως «Φοιτητική αναρχία» και οι ηρωικοί φοιτητές ως “Διαδηλωταί
με πυροβόλα όπλα”. Φοβάμαι ότι, σήμερα, θα τους λοιδορούσαν ξανά με πηχυαίους
τίτλους στα δελτία: “Αντιεξουσιαστές, μπαχαλάκηδες, ταξικοί εχθροί, απειλή
για τη δημοκρατία”. Απ’ τις ρούγες και τα τηλεπαράθυρα θα ωρυόντουσαν πολιτευτάδες
και νοικοκυραίοι για την αναγκαιότητα της πανεπιστημιακής αστυνομίας και της καταστολής
τέτοιων φαινομένων. Ακόμα και με τη βία, αν χρειαστεί. Κι οι τηλεθεατές θα κουνούσαν
συγκαταβατικά το κεφάλι πριν γυρίσουν το κανάλι σε κάποιο ριάλιτι. Τι μας νοιάζει
κιόλας; Το δικό μας το παιδί θα ξυλοκοπηθεί;
Φοβάμαι
ότι από τότε που ο σπουδαίος μας ποιητής έγραψε αυτούς τους στίχους, δεν άλλαξαν και πολλά.
Οι φωλιές μας, χρόνια τώρα, παραμένουν καταλερωμένες. Οι λέξεις μας μεταλαγμένες
και τα νοήματα ξεπλυμένα στα μπουγαδόνερα της ενημέρωσης.
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβᾶμαι
τοὺς
ἀνθρώπους
ποὺ
μὲ
καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν
λεκέδες στὴ δική σου.
Φοβᾶμαι
τοὺς
ἀνθρώπους
ποὺ
σοῦ
κλείναν τὴν πόρτα
μὴν
τυχὸν
καὶ
τοὺς
δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς
βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο
νὰ
καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ
δακρύζουν.
Φοβᾶμαι
τοὺς
ἀνθρώπους
ποὺ
γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ
τὰ
σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ
τώρα τὰ
ξανασπάζουν
ὅταν
τοὺς
πιάνει τὸ
μεράκι τῆς
Φαραντούρη καὶ ἔχουν
καὶ
«ἀπόψεις».
Φοβᾶμαι
τοὺς
ἀνθρώπους
ποὺ
ἄλλαζαν
πεζοδρόμιο ὅταν σὲ
συναντοῦσαν
καὶ
τώρα σὲ
λοιδοροῦν
γιατὶ,
λέει, δὲν
βαδίζεις ἴσιο δρόμο.
Φοβᾶμαι,
φοβᾶμαι
πολλοὺς
ἀνθρώπους.
ΦΕΤΟΣ φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.
Το ποίημα του Μανόλη
Αναγνωστάκη «ΦΟΒΑΜΑΙ» γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1983 και δημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα Αυγή
(Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)