Mια ιδέα – Μια έμπνευση #2
Θεατρικό έργο σε 3 πράξεις
ΠΡΟΣΩΠΑ:
Βλάσσης (Ο
μεγάλος αδερφός του Σταμάτη που
σκοτώθηκε σε τροχαίο πριν ένα χρόνο. Το πατρικό πετρόχτιστο σπίτι κληροδοτείται
εξ ολοκλήρου σ’ αυτόν, μετά και τον πρόσφατο θάνατο της μητέρας τους, της
κυρίας Ελένης. Θέλει να το κάνει
χειμερινό ορμητήριο στο κοντινό χιονοδρομικό κέντρο. Με τα μετρητά που
κληρονόμησε, ο στόχος είναι εφικτός και η ζωή του προδιαγράφεται άνετη.
Εριέττα (Ο
δεσμός του Βλάσση που ξεκίνησε πριν από έξι μήνες. Επίσης, παλιά αγάπη του
Σταμάτη, ωστόσο για διάφορους λόγους, δεν υπήρξαν ποτέ ζευγάρι)
Στέλιος και Λίνα
(Συνάδερφος του Βλάσση και παλιός του φίλος απ’ το σχολείο. Με την Λίνα είναι
ζευγάρι εδώ και χρόνια και σκοπεύουν να παντρευτούν άμεσα. Την ανακοίνωση του
γάμου και τους λόγους που προέκυψαν για την επίσπευσή του, θα την κάνουν απόψε
το βράδυ)
Βαγγέλης (Συνταξιούχος
αστυνομικός, οικογενειακός φίλος της κυρίας Ελένης, ζει στο κεφαλοχώρι και
φροντίζει στοιχειωδώς το σπίτι, χωρίς να του το έχει ζητήσει κανείς. Ξέρει
οικογενειακά μυστικά για όλους του συγχωριανούς του και πολλά απ’ αυτά αφορούν
την οικογένεια του Βλάσση. Νωρίτερα απόψε, είδε φώτα στο ερημωμένο σπίτι και
αποφάσισε να πάει ως εκεί για να δει τι συμβαίνει. Έχει όπλο μαζί του. Την ώρα
που κατευθύνεται στο σπίτι, κόβεται το ρεύμα. Με τη γροθιά του χτυπάει την
πόρτα, αποφασισμένος για όλα)
Η ΣΥΝΘΗΚΗ:
Δύο ζευγάρια τριανταπεντάρηδων
που ανήκουν στην αστική ελίτ, ξεκινούν για πασχαλινή εξόρμηση στο πατρικό του
Βλάσση, σ’ ένα ορεινό χωριό του Παρνασσού. Έχουν προμηθευτεί τρόφιμα, ποτά και
ξύλα για το τζάκι. Η πρόγνωση για σφοδρή κακοκαιρία που θα χτυπήσει την περιοχή,
δεν τους πτοεί. Το ολοκαίνουργιο θηριώδες τζιπ του Βλάσση θεωρείται ασφαλές.
Ακόμα κι αν αποκλειστούν όμως, το θεωρούν μια θαυμάσια ευκαιρία για να ξεφύγουν
απ’ την ένταση της πόλης και να γευτούν λίγη περιπέτεια. Το βράδυ ανάβουν φωτιά
στο κάτω δώμα και κάθονται γύρω απ’ το τζάκι, απολαμβάνοντας χαλαρά το ποτό
τους. Ο χιονιάς έξω λυσσομανάει. Κόβεται το ρεύμα. Αρχίζουν ν’ ανησυχούν όταν
διαπιστώνουν ότι τα κινητά τους δεν έχουν σήμα. Ξαφνικά, κάποιος χτυπάει τη
βαριά ξύλινη πόρτα. Μετράνε κεφάλια και είναι όλοι εκεί. Ποιος είναι ο
απρόσμενος επισκέπτης;
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
ΣΚΗΝΗ 1:
ΒΛΑΣΣΗΣ: Ποιος διάολος
είναι νυχτιάτικα;
EΡΙΕΤΤΑ:
Μην ανοίξεις! Δεν θα ‘ναι για καλό.
ΒΛΑΣΣΗΣ: Θα γκρεμίσει
την πόρτα αυτός ο σατανάς. Δεν τον ακούς πώς βαράει;
ΣΤΕΛΙΟΣ: Πάμε ν’
ανοίξουμε μαζί. Μπορεί να είναι κανένας κυνηγός που ξέμεινε στο βουνό.
ΛΙΝΑ: Καλού κακού,
κράτα τη μασιά. Έτσι που είναι πυρωμένη, όποιος κι αν είναι, θα το σκεφτεί καλά
αν ήρθε για κακό.
ΕΡΙΕΤΤΑ: Και το μπαλτά
που κόβατε τα ξύλα. Να, εκεί κάτω είναι.
ΒΛΑΣΣΗΣ: (κατευθύνεται
στην πόρτα και φωνάζει πριν ανοίξει) Ποιος είναι;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (με
καθησυχαστική φωνή) Ο Βαγγέλης είμαι, απ’ το χωριό. Βλάσση… εσύ είσαι αγόρι
μου; Ο Βαγγέλης είμαι, δε με θυμάσαι; Ο φίλος της συγχωρεμένης της μάνας σου.
ΒΛΑΣΣΗΣ: (ξεκλειδώνει
ανόρεχτα την πόρτα, κάνοντας μια γκριμάτσα βαρεμάρας στην παρέα που
παρακολουθεί με απορία τη σκηνή) Κύριε Βαγγέλη! Τι κάνετε εδώ πάνω τέτοια
ώρα; (Προσπαθεί να διακρίνει το πρόσωπο του επισκέπτη στην αντανάκλαση της
φωτιάς και τον περνάει μέσα μόλις διαπιστώνει ότι όντως είναι ο παλιός
οικογενειακός φίλος τους).
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (τινάζει
το χιόνι απ’ το αμπέχονό του και σκουπίζει τα άρβυλά του, πριν προχωρήσει στα
ενδότερα) Να με συγχωρείς, βρε Βλάσση, αλλά ανησύχησα που είδα, νωρίτερα,
τα φώτα αναμμένα. Ε, και είπα να πεταχτώ ως εδώ μήπως μπήκανε τίποτα διαρρήκτες.
Μας έχουν ρημάξει, τώρα τελευταία στις κλεψιές!
ΒΛΑΣΣΗΣ: (παρατηρεί
έντρομος τον επισκέπτη να στηρίζει στην κάσα της πόρτας μια κυνηγετική
καραμπίνα) Τούτο δω το μαραφέτι, τι το φέρατε μαζί σας; Είμαστε που είμαστε
στα μαύρα σκοτάδια… αυτό μας έλειπε τώρα!
ΕΡΙΕΤΤΑ: (φοβισμένη) Βεβαιωθείτε,
σας παρακαλώ, ότι είναι απενεργοποιημένο!
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (χαμογελάει
ειρωνικά) Έννοια σας! Πρωτάρης είμαι, θαρρείτε;
ΒΛΑΣΣΗΣ: Βολευτείτε εδώ
μαζί μας, μέχρι να ξανάρθει το ρεύμα. Να σας συστήσω κιόλας. Ο Στέλιος, η Λίνα,
κι από ‘δω η Εριέ…
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Η Εριέττα.
Ξέρω. Έχουμε γνωριστεί με την κοπέλα.
ΒΛΑΣΣΗΣ: (με το
βλέμμα του σαστισμένο να πηγαινοέρχεται στον Βαγγέλη και στην Εριέττα)
Έχετε γνωριστεί; Πότε; Αφού εμείς… θέλω να πω… δεν έχουμε ξανάρθει μαζί στο
χωριό…
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Είναι πιο
παλιά, τότε που ζούσε ο συγχωρεμένος ο αδερφός σου. Δεν με θυμάσαι, κορίτσι μου;
(Ξαφνικά, η λάμπα πάνω
απ’ τα κεφάλια τους άρχισε να σπινθηρίζει. Το ρεύμα ήρθε για λίγα δευτερόλεπτα
κι ύστερα ξαναβυθίστηκαν στο σκοτάδι. Η Εριέττα είχε λουφάξει τρομαγμένη πλάι
στο τζάκι και συνδαύλιζε τα ξύλα με κενό βλέμμα. Οι υπόλοιποι κάθονταν τριγύρω
της
ο Στέλιος με την Λίνα πάνω σ’ ένα μπαουλοντίβανο και ο Βλάσσης σ’ ένα κούτσουρο
που το είχε στημένο ανάμεσα στην πόρτα -που ήταν ακουμπισμένη η καραμπίνα- και
στο καθιστικό που ήταν οι υπόλοιποι. Η ερώτηση του επισκέπτη αιωρήθηκε
αναπάντητη για λίγα δευτερόλεπτα, προκαλώντας αμηχανία στην παρέα. Ο Βλάσσης
σηκώθηκε όρθιος και πήρε το λόγο, γεμίζοντας ένα καθαρό ποτήρι με το ποτό που
έπιναν. Το πρόσφερε στον Βαγγέλη και βολεύτηκε σε μια μαξιλάρα, πλάι στην
Εριέττα).
ΒΛΑΣΣΗΣ: Καλύτερα να
μέναμε Αθήνα τελικά. Δεν το περιμέναμε πως θα έχει τόσο χιόνι Πασχαλιάτικα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Έτσι είναι ο
καιρός εδώ πάνω, αγόρι μου. Αργούν να λιώσουν τα χιόνια, κι όπως λέγανε τα
μερομήνια, φέτος θα έχουμε βαρυχειμωνιά.
ΒΛΑΣΣΗΣ: Θα μείνουμε
πολλή ώρα δίχως ρεύμα άραγε; Τι λένε οι προβλέψεις σας, κύριε Βαγγέλη;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Συνήθως, με
τέτοιο χιονιά, κάνει κι ένα μερόνυχτο μέχρι να καθαρίσουν τα καλώδια. Μην το
περιμένετε να ‘ρθει σύντομα. Αποκλείεται!
ΣΤΕΛΙΟΣ: Κι εσείς πώς
θα γυρίσετε στο χωριό; Έχετε αλυσίδες φαντάζομαι…
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Έννοια σου,
απ’ όλα έχω. Τίποτα δεν το αφήνω στην τύχη του. ΤΙΠΟΤΑ…
(Η Λίνα με την Εριέττα
κινήθηκαν προσεκτικά προς το παράθυρο. Το ολόλευκο τοπίο αντιφέγγιζε στο πυκνό
σκοτάδι και φώτιζε αμυδρά τον περίβολο του σπιτιού. Σαν να έκαναν την ίδια
ακριβώς σκέψη, ψιθύρισαν ταυτόχρονα η μία στην άλλη):
ΛΙΝΑ: Δεν υπάρχει
κανένα αυτοκίνητο έξω.
ΕΡΙΕΤΤΑ: Και πώς διάολο
ήρθε ως εδώ;
ΒΛΑΣΣΗΣ: (τρομαγμένος)
Tι
καμπάνες είν’ αυτές που ακούγονται;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Απ’ την
εκκλησία μας είναι αγόρι μου. Τα δώδεκα ευαγγέλια είναι απόψε. Ο Χριστός μας
ξεκινάει την πορεία του προς τον Γολγοθά…
ΣΤΕΛΙΟΣ: Τόσο δυνατά
που ακούγεται! Σαν να είναι δίπλα μας η εκκλησία…
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Είναι
χιλιόμετρα μακριά. Κάτω στον κάμπο. Εμείς το έχουμε συνηθίσει πάντως. Σε κάθε
λειτουργία, θες για χαρά, θες για προμήνυμα κακού, είναι το καμπάνισμα που μας
ειδοποιά. (Προσπαθεί να διακρίνει την ώρα στο ρολόι του) Να, τέτοια ώρα
θα ξεκινάει ο Μυστικός Δείπνος… Η προδοσία του Χριστού κοντοζυγώνει.
ΒΛΑΣΣΗΣ: (αποφασισμένος
να διώξει ευγενικά τον ανεπιθύμητο επισκέπτη) Εμείς πάντως, κύριε Βαγγέλη,
θα πάμε να ξεκουραστούμε σιγά σιγά. Να μας συγχωρείτε, αλλά ήταν πολύ
κουραστική μέρα και δεν βλέπω μπροστά μου απ’ τη νύστα…
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Έτσι ήταν κι
ο συγχωρεμένος ο Σταμάτης εκείνο το βράδυ. Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΣΟΥ! Θυμάσαι πώς σερνόταν
απ’ την κούραση ο φουκαράς;
ΒΛΑΣΣΗΣ: (εκνευρισμένος)
Τι σχέση έχει τώρα αυτό; Πού κολλάει ο Σταμάτης; Δεν κατάλαβα!...
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Συμπάθα με
αγόρι μου, μα δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου εκείνο το βράδυ. Καλή ώρα σαν κι
απόψε ήταν. Η μάνα σας η συγχωρεμένη ζύμωνε τα τσουρέκια, εσύ ήσουν κλεισμένος
στο δώμα απάνω, μιλούσες με τις ώρες στο τηλέφωνο, μού παραπονιόταν η μάνα σας,
κι ο Σταμάτης ήταν από νωρίς φτιαγμένος… ξέρεις τώρα… μ’ αυτά που έπινε…
ΒΛΑΣΣΗΣ: (κινείται
απειλητικά προς τον Βαγγέλη) Τι θες και τα σκαλίζεις τώρα αυτά; Τι διάολο
θέλεις νυχτιάτικα;
ΣΤΕΛΙΟΣ: (μπαίνει
στη μέση) Δεν γυρνάτε σπίτι σας σιγά σιγά, κύριε Βαγγέλη; Δεν είναι ώρα για
τέτοιες κουβέντες. Σας παρακαλώ, πάρτε το κουμπούρι σας και πηγαίνετε!...
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (στρέφεται
στην Εριέττα) Κι εσύ κορίτσι μου, τι λες; Να φύγω;
ΒΛΑΣΣΗΣ: Μην την
ανακατεύεις την Εριέττα! Το καλό που σου θέλω!...
ΕΡΙΕΤΤΑ: (αποσβολωμένη)
Εγώ δεν ξέρω τίποτα… εγώ… δεν θυμάμαι, δεν…
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (με το βλέμμα
υψωμένο στα ξύλινα δοκάρια του σπιτιού) Ουκ εγώ σε είδον εν των κήπω μετ’ αυτού;
Πάλιν ουν ηρνήσατο ο Πέτρος και ευθέως αλέκτωρ εφώνησεν…
ΛΙΝΑ: Δεν είναι καλά ο
άνθρωπος. Παραληρεί!...
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Ε, όχι και
παραλήρημα το άγιο ευαγγέλιο! Ο Πέτρος απαρνείται τον Ιησού, κοπέλα μου. Δεν
έχεις πατήσει ποτέ το πόδι σου σε εκκλησία τέτοιες μέρες;
(Οι καμπάνες χτυπούν
πένθιμα κι αντηχούν δυνατά και μονότονα. Διακόπτουν προς στιγμή την ένταση και
αποσπούν την προσοχή όλης της παρέας. Ο Βαγγέλης πηγαινοέρχεται σκεφτικός στο
χώρο και οι υπόλοιποι τριγυρίζουν ανήσυχοι κοντά του. Σαν να θέλουν να τον
προλάβουν, σε περίπτωση που πλησιάσει το όπλο του. H φωτιά
σιγοσβήνει και το δωμάτιο βυθίζεται στο σκοτάδι).
ΣΚΗΝΗ 2:
ΕΡΙΕΤΤΑ: (αποκομμένη
απ’ τους άλλους, με απόκοσμο βλέμμα να κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο) Εκείνο
το βράδυ… μαζί μου μιλούσε ο Βλάσσης.
ΒΛΑΣΣΗΣ: Εριέ…
ΕΡΙΕΤΤΑ: (τον
διακόπτει ουρλιάζοντας) Τι θες κι εσύ τώρα; Αφού τα ξέρει ό λ α! Ο Λ Α!
ΛΙΝΑ: Τι ξέρει δηλαδή;
Τι γίνεται εδώ, ρε παιδιά;
ΣΤΕΛΙΟΣ: Μην
ανακατεύεσαι κι εσύ τώρα!... Κάτσε στη γωνιά σου και μη μιλάς!
ΛΙΝΑ: Μπα; Θα μου
απαγορέψεις και να μιλάω; Δεν πας καλά, αγόρι μου!
ΒΛΑΣΣΗΣ: Βουλώστε το
επιτέλους! Δεν σας αντέχω!... Δεν μπορώ να γυρίζω πίσω, με στοιχειώνουν αυτές
οι μνήμες…
ΕΡΙΕΤΤΑ: (με το βλέμμα
της καρφωμένο στο κενό, σχεδόν ενοχικά) Με τον Σταμάτη είχαμε μιλήσει
νωρίτερα. Πριν μιλήσουμε μαζί και πριν γίνει…
αυτό που έγινε. Μου τηλεφωνούσε όλο το πρωί. Τριάντα αναπάντητες βρήκα
στο κινητό μου. Το σήκωσα κάποια στιγμή και του μίλησα. Δεν γινόταν να τραβήξει
άλλο αυτή η κατάσταση…
ΒΛΑΣΣΗΣ: Τι πράμα;
Είχατε ήδη μιλήσει; Και γιατί δεν μου το είπες αυτό; Γιατί δεν μου το είπες, ρε
πούστη μου; Γ Ι Α Τ Ι ; (έξαλλος, την ταρακουνάει απ’ τους ώμους)
ΕΡΙΕΤΤΑ: (με απάθεια)
Τι να σου πω δηλαδή; Δεν ήξερες ότι ήταν καψούρης μαζί μου; Εσύ δεν μου έλεγες
πόσο σε φτιάχνει που τελικά διάλεξα ε σ έ ν α; Που ο Σταματάκης έμεινε με το
πουλί στο χέρι και…
ΒΛΑΣΣΗΣ: (την
χαστουκίζει με μανία) Πόσο πουτάνα είσαι!
ΣΤΕΛΙΟΣ: (μπαίνει στη
μέση να τους χωρίσει) ΡΕ ΒΛΑΣΣΗ! Τι είν’ αυτά τώρα;
ΒΛΑΣΣΗΣ: Παράτα μας κι
εσύ, ρε Στέλιο! Μονίμως κάνεις τον Κινέζο, ρε πούστη μου!... Λες και τα έβρισκε
στο περίπτερο αυτά που κατάπινε ο Σταμάτης… Άντε τώρα!...
ΛΙΝΑ: Ποιο περίπτερο;
Τι εννοείς, ρε Βλάσση;
ΕΡΙΕΤΤΑ: Γι αυτά που
κούμπωνε ο συγχωρεμένος, λέει ο Βλάσσης. Καλά, δεν είχες πάρει είδηση ότι ο
Σταμάτης ήταν καμένος από καιρό;
ΛΙΝΑ: (κοιτάει τους πάντες
σαστισμένη) Και τι σχέση έχει ο Στέλιος μ’ αυτά; Σ Τ Ε Λ Ι Ο ;;; Τι λέει η
φιλενάδα μας;
ΒΛΑΣΣΗΣ: Κόφτε το
επιτέλους! Εριέττα, βάλε κάνα ξύλο στη φωτιά. Θα ψοφήσουμε απ’ το κρύο απόψε,
γαμώ το χιόνι τους…
ΕΡΙΕΤΤΑ: (ρίχνει ένα
κούτσουρο και μονολογεί μπροστά στη φλόγα) Λινάκι, δεν θέλω να σε
στεναχωρήσω, αλλά ο καλός σου κάνει κι άλλες δουλίτσες εκτός απ’ τα λογιστικά.
Διακινεί κάτι σκονάκια που σε στέλνουν τσιφ στους εφτά ουρανούς…
ΣΤΕΛΙΟΣ: (κινείται
απειλητικά προς την Εριέττα & την σπρώχνει) Αν δεν ήσουν εσύ που τον δούλευες
ψιλό γαζί τόσα χρόνια, δεν θα έπεφτε στις ουσίες! Εξαιτίας σου τα ξεκίνησε,
μωρή σκρόφα! Μιλάς κι από πάνω!
ΒΛΑΣΣΗΣ: Τι εννοείς ότι
τον δούλευε τόσα χρόνια; Εριέττα; Έπαιζε κάτι με τον αδερφό μου και δεν το
ήξερα;
ΛΙΝΑ: (ειρωνικά)
Για πες μας, Εριέττα… Μήπως αυτή ήταν η ιστορία που ξεκαρδιζόσουν στα γέλια
κάθε φορά που μας την έλεγες, κρυφά απ’ τον Βλάσση; Μ’ έναν γελοίο τύπο που
έπεσε στα σκληρά για πάρτη σου;
ΕΡΙΕΤΤΑ: (θυμωμένη
προς την Λίνα) Φίλη να σου πετύχει! Μόνο εγώ κρατάω επτασφράγιστα τα
μυστικά σου. Φίδι, ε φίδι!...
ΣΤΕΛΙΟΣ: Ποια μυστικά;
Τι λέει αυτή, ρε Λίνα;
ΕΡΙΕΤΤΑ: Καλός μαλάκας
είσαι κι εσύ! Απ’ τη μια τού πούλαγες τον θάνατο, κι απ’ την άλλη παρηγορούσες
την κυρά Ελένη στην κηδεία του!
ΒΛΑΣΣΗΣ: (αποσβολωμένος
απ’ τις αποκαλύψεις, σχεδόν τρεκλίζοντας) Παράτα τον αυτόν και πες μου στα
ίσια. Είχες δώσει ελπίδες στον Σταμάτη; Για σένα έφυγε σαν τρελός εκείνο το
βράδυ;
ΕΡΙΕΤΤΑ: Πού να ξέρω
εγώ γιατί έφυγε; Αφού δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Είκοσι στροφές έκανε
το αμάξι… φυσαρμόνικα έγινε, δεν θυμάσαι;
ΒΛΑΣΣΗΣ: (την πιάνει
απ’ το λαιμό) Σ Κ Υ Λ Α!!! Αν το
έκανε για σένα, θα σε…
ΕΡΙΕΤΤΑ: (τον κόβει)
Κι εσύ, αφού τον είδες πώς ήταν, γιατί δεν έκανες τίποτα; Γιατί του έδωσες το
αμάξι; Αφού ήξερες ότι με τα χάλια που είχε, ήταν σίγουρο πως θα τρακάρει!
ΣΤΕΛΙΟΣ: Ναι, ρε συ
Βλάσση! Δεν έπρεπε να του δώσεις κλειδιά…
ΛΙΝΑ: Ε, δεν του
κακόπεσε βέβαια και του Βλάσση μας ο χαμός του αδερφού του!
ΒΛΑΣΣΗΣ: (της χυμάει
με άγριες διαθέσεις, ο Στέλιος μπαίνει ανάμεσά τους & τον συγκρατεί) Τι
εννοείς μωρή;
ΕΡΙΕΤΤΑ: Να σου πω εγώ
τι εννοεί. Κοτζάμ σπιταρόνα και όλο το μετρητό τους στην τράπεζα καρπώθηκες!
Αυτό εννοεί!
ΒΛΑΣΣΗΣ: Δεν θα βγεις
από δω μέσα ζωντανή! Στ’ ορκίζομαι πως θα σε κάνω κ ο μ μ άτ ι α!
(Οι καμπάνες της
εκκλησίας ήχησαν δυνατά, σαν κροτάλισμα όπλου. Ήταν η ώρα που ακουγόταν το
πέμπτο ευαγγέλιο και ο Ιούδας έβρισκε τραγικό θάνατο στον «Αγρό αίματος». Από
μια θεοσκότεινη γωνιά του καθιστικού, ακούστηκε απόκοσμη η φωνή του Βαγγέλη που
όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσε αμίλητος τις συνομιλίες).
ΣΚΗΝΗ 3:
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Kαι ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ
ανεχώρησε, και απελθών απήγξατο…
ΒΛΑΣΣΗΣ: Τον είχα
ξεχάσει αυτόν τον μαλάκα. Πού ήταν καταχωνιασμένος τόση ώρα;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (με έκφραση
ειρωνείας & απογοήτευσης) Ο Σταμάτης θα ζούσε σήμερα. Κι η μάνα σας θα
ζούσε. Αν δεν ήσουν εσύ, που τους είχες όλους γραμμένους στ’ αρχίδια σου! (σηκώνει
το όπλο που ήταν πεσμένο στο πάτωμα και σημαδεύει προς τη μεριά του Βλάσση)
ΒΛΑΣΣΗΣ: (προσπαθεί
να μείνει ψύχραιμος) Κι εσύ τι ζόρι τραβάς με το σόι μας δηλαδή;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (καμπουριάζει,
αλλοιώνει τη φωνή του και προσποιείται κάποιον άλλο) Αδερφούλη μου, σε ικετεύω…
δώσε μου τα κλειδιά του αυτοκινήτου… πρέπει να πάω επειγόντως κοντά της… Σ
Ε Ι Κ Ε Τ Ε Υ Ω!!!
ΒΛΑΣΣΗΣ: (με γουρλωμένα
μάτια) Τι… τι στο διάολο κάνεις; Ποιος είσαι, γαμώ τη τρέλα μου;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (επανέρχεται
στην κανονική στάση σώματος & αυστηρή φωνή) Ο πατέρας του. Δικό μου
παιδί ήταν ο Σταμάτης. Η συγχωρεμένη η μάνα σας έβρισκε παρηγοριά στην αγκαλιά
μου, κάθε φορά που την ξυλοφόρτωνε ο πατέρας σας. Δεν θυμάσαι που ερχόταν κάθε
τρεις και λίγο στο τμήμα να τον καταγγείλει;
ΒΛΑΣΣΗΣ: (χλωμιάζει
και κρατάει με φρίκη το κεφάλι του) Η μάνα μου; Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ, ΡΕ;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Και η Εριέττα
σου θα ζούσε. Και οι άλλοι τρεις θα ζούσαν…
ΒΛΑΣΣΗΣ: Ποιοι άλλοι τρεις;
Ο Στέλιος κι η Λίνα εννοείς;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Και το μωρό τους,
τρεις στο σύνολο. Αφού το ήξερες πως είναι γκαστρωμένη, δεν το ήξερες;
ΒΛΑΣΣΗΣ: Tι… τι εννοείς;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Για τα
επτασφράγιστα μυστικά σας, Βλάσση αγόρι μου. Για τον φίλο σου τον κερατά που έτσι
θα ξεχρέωνε τις τύψεις του για τον Σταμάτη. Ένα συμβόλαιο αμοιβαίας σιωπής
μεταξύ σας. Όλα καλά και άγια καμωμένα. (Οπλίζει και σημαδεύει εκεί που
στέκεται αποσβολωμένος ο Βλάσσης)
(Οι καμπάνες ηχούν και
πάλι εκκωφαντικά. Πλησιάζει η ώρα για το δωδέκατο ευαγγέλιο. Το θείο δράμα κορυφώνεται.
Ο τάφος του Χριστού σφραγίζεται και φρουρείται απ’ τους Αρχιερείς και
Φαρισαίους. Λίγες ώρες μετά, στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, καταφτάνει
επείγον σήμα για πιθανό επεισόδιο στο πετρόχτιστο σπίτι του βουνού. Οι
αστυνομικοί που με δυσκολία διέσχισαν το αποκλεισμένο απ’ τα χιόνια μονοπάτι,
βρέθηκαν σ’ ένα αποτρόπαιο θέαμα. Τέσσερα πτώματα ανθρώπων νεαρής ηλικίας,
πυροβολημένα με κυνηγετική καραμπίνα. Εικάζεται ότι ο δράστης -και πιθανότατα
αυτόχειρας- ήταν ένας εξ αυτών, αφού βρέθηκε χτυπημένος στον κρόταφο, με το
όπλο δίπλα στη σορό του. Απ’ το κοντινό χωριό ακούγονται χαρμόσυνες οι καμπάνες
της «Πρώτης Ανάστασης». Ένα δακρυσμένο βλέμμα υψώνεται στον τρούλο της μικρής
εκκλησίας που είναι αγιογραφημένος με τον Χριστό Παντοκράτορα. Απ’ το καμπυλωτό
παράθυρο ανάμεσα στις αγγελικές μορφές που τον περιβάλλουν, μια φωτεινή δέσμη
πέφτει στο πρόσωπο του Βαγγέλη. Είναι ακριβώς η στιγμή που ψάλλει με κατάνυξη
και ψυχική ανάταση:
«Ἀνάστα,
ὁ
Θεός, κρῖνον τὴν
γήν, ὅτι σὺ
κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι
τοῖς ἔθνεσι.
Κρίνατε
ὀρφανῷ
καὶ πτωχῷ,
ταπεινὸν καὶ
πένητα δικαιώσατε…»
Η συμμετοχή μου στην 2η
ενότητα του συγγραφικού δρώμενου “Μια ιδέα-μια έμπνευση” που συντονίζει ο καλός
μας φίλος Γιάννης στο blog
του Ηδύποτον με την παρακάτω κεντρική ιδέα
πλοκής:
«Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός / μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του / της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σάς αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;»
Ευχαριστώ θερμά τον Γιάννη
για την έμπνευση και όλο το συντονισμό του πρότζεκτ.
Εύχομαι ολόψυχα Καλή
Ανά(σ)ταση, Ειρήνη και Αγάπη εντός μας Y
[Φωτογραφία: Nίκος Οικονομόπουλος]