«Α» όπως Άνοια,
σκέφτηκε. «Θ» όπως Θυσίες. «Γ» όπως Γέννες. «Φ» όπως Φροντίδα. «Ξ» όπως Ξενύχτια.
«Π» όπως Πόνος. «Γ» όπως Γηρατειά. «Μ» όπως Μοναξιά, «Φ» όπως Φόβος. Τα δάκρυα
που έτρεχαν απ’ τα μάτια της στη διάρκεια της εξέτασης, τα δικαιολόγησε στο
γιατρό, πως «είναι απ’ τις διασταλτικές σταγόνες που μου βάλατε».
«Τα πήγατε περίφημα
στην εξέταση. Είστε τυχερή. Θα πρέπει να έχετε κλάψει πολύ στη ζωή σας», της
είπε ο οφθαλμίατρος καθώς έσβηνε τον οπτομετρικό πίνακα. «Αυτή η υπερβολική δακρύρροια ξέρετε, σάς προστάτεψε
από ξηροφθαλμίες και ερυθρότητες. Και η πρεσβυωπία σας έμεινε σταθερή, πράγμα
σπάνιο για την ηλικία σας. Μπράβο σας!» Να που βγήκε και κάτι ωφέλιμο απ’
τα τόσα κλάματα, μονολογούσε σαρκαστικά μπροστά στον καθρέφτη του ασανσέρ. Βουρκωμένη
-από χαρά αυτή τη φορά- βγήκε στην ηλιόλουστη μέρα.
Η εξέταση ρουτίνας πήγε
θαυμάσια και καταπώς το συνήθιζε από χρόνια, κοντοστάθηκε στο μικρό καφέ του
πεζόδρομου για να κεράσει ένα περιποιημένο πρωινό τον εαυτό της. «Περιμένετε
παρέα;» την ρώτησε ευγενικά η σερβιτόρα. «Όχι πια, κορίτσι μου». Παράγγειλε
στην κοπέλα που την κοιτούσε χαμογελαστή, έβαλε τα πρεσβυωπικά γυαλιά κι έσκυψε
στο βιβλίο της. Βάσανο να μην έχεις κάτι ή κάποιον να περιμένεις. Να ’χεις διεκπεραιώσει
με επιτυχία όλες τις αναμονές του βίου σου και να σκαρώνεις τώρα νοητές εκκρεμότητες
για να ’ναι το μυαλό σε λειτουργία.
«Έχετε λίγο χρόνο;» τη ρώτησε
δειλά η κοπέλα, καθώς άφηνε το φλιτζάνι μπροστά της.
«Aπό χρόνο άλλο τίποτα,
κορίτσι μου. Δεν ξέρω μάλιστα πώς να τον ξοδέψω», απάντησε η ηλικιωμένη
γυναίκα, παρατηρώντας την κοπέλα πάνω απ’ τα γυαλιά της.
«Ξέρετε, αυτό το
διάστημα, κάνω τη μεταπτυχιακή μου εργασία. Σπουδάζω ψυχολογία με ειδίκευση στην
τρίτη ηλικία. Συγγνώμη αν σας φέρνω σε δύσκολη θέση, αλλά θα ήθελα πολύ να μιλήσουμε
για τη ζωή σας. Φαίνεστε μια γοητευτική προσωπικότητα».
«Εγώ γοητευτική; Σε
καλό σου κορίτσι μου, ξέρεις πόσο χρονών είμαι;»
«Τα μάτια μαρτυράνε την
ηλικία του ανθρώπου. Κι εσείς έχετε δροσερό και λαμπερό βλέμμα. Λοιπόν, θα μου
παραχωρήσετε λίγο απ’ το χρόνο σας, κάποια στιγμή; Μόνο να μου φέρετε λίγες λέξεις
όταν συναντηθούμε. Μπορείτε;”
«Tι λέξεις δηλαδή;» Κατέβασε
τα γυαλιά της και κοίταξε παραξενεμένη την κοπέλα.
«Φανταστείτε πως είστε
στο γιατρό και σας ζητάει να του διαβάσετε γράμματα και αριθμούς, για να ελέγξει
την όρασή σας. Εγώ θα ήθελα να μου διαβάσετε τις λέξεις που έχετε κρυμμένες
μέσα σας. Τι λέτε;»
«Θα προσπαθήσω… Δεν μου
έχουν ξαναζητήσει τέτοιο πράγμα».
«Είναι τόσο απλό,
ωστόσο λίγοι άνθρωποι αφιερώνουν ελάχιστο απ’ το χρόνο τους για να το κάνουν. Παρατηρείστε
τον εαυτό σας στη διάρκεια της ημέρας και το βράδυ σημειώστε τις λέξεις σας. Εν
ανάγκη, ανακαλύψτε ένα καινούργιο γλωσσάρι που θα εκφράζει αυτό που είστε
σήμερα, μετά από τόση διαδρομή που έχετε διανύσει. Είναι ένα μαγικό ταξίδι, θα
δείτε!»
Έφυγε φουριόζα απ’ το καφέ,
με μιαν άγρια χαρά να την έχει κυριεύσει. Είχε πάλι ένα σωρό πράγματα να φροντίσει.
Σημειωματάριο, μολύβια, γόμες. Μνήμες, απουσίες, ενθύμια. Φωτογραφίες,
γράμματα, νυφιάτικα στέφανα και βαφτιστικούς σταυρούς. Σελιδοδείκτες στο βιβλίο
της ζωής της που έπρεπε ν’ ανατρέξει. Να βρει τις λέξεις που τις έχει
προσπεράσει αλλά αυτές περιμένουν υπομονετικά να τις δει κατάματα. Έστω και με
τα πρεσβυωπικά μάτια της.
«Γ» όπως Γυναίκα, σκέφτηκε
στο δρόμο της επιστροφής.
Γενναίο που είναι να ’χεις
ποτίσει χωράφια με τα δάκρυά σου!
Φωτογραφία: ΚΩΣΤΑΣ ΚΙΤΣΟΣ “ΠΡΕΣΒΥΩΠΙΑ”
ëH
φωτογραφία πήρε το 3ο βραβείο στο φωτογραφικό διαγωνισμό «Η εικόνα μιας λέξης»