- Κίνηση.
- Θα φας;
- Τι έφτιαξες;
- Τ’ αγαπημένο σου.
- Λαγό στιφάδο;
- Λαχανοντολμάδες βρε!
- Aυτό είναι δικό σου αγαπημένο.
- Παλιά ήταν και δικό σου.
- Tότε που τους έφτιαχνε η μάνα μου, ήταν. Οι δικοί σου είναι ολίγη από λαχανόρυζο.
- Καιρός να το μάθεις λοιπόν! Η μανούλα σου χρησιμοποιούσε ντολμαδοτυλιχτή!
- Τι… τι είπες;
- Αμέ! Γι αυτό έβγαιναν ομοιόμορφοι, σαν οπλίτες σε στρατιωτική παρέλαση.
- Κι εσένα σου πήρα, αλλά βγαίνουν σαν το πατρινό καρναβάλι τα ντολμαδάκια σου.
- Η ουσία δεν είναι στο σχήμα, αλλά στο περιεχόμενο.
- Μμμμ… η ντολμαδοφιλόσοφος!
- Δικά σου λόγια είναι. Τα ξέχασες;
- Δεν αφορούσαν τα ντολμαδάκια τότε που στα έλεγα.
- Αλλά;
- Εσένα.
- Υπονοείς κάτι για το σχήμα μου;
- Ξεχνάς πως ήσουν σαν ντολμάς παραγεμισμένος;
- Σ’ άρεσα τότε. Μ’ έλεγες το “σαρμαδάκι” σου, θυμάσαι;
- Έχει ζεστό νερό;
- Δεν θα φας ε;
- Με πλήγωσε αυτό που είπες για τη μάνα μου… δηλαδή, γιαλαντζί ντολμάδες έτρωγα τόσα χρόνια;
- Έπρεπε να το μάθεις κάποτε… θα φας τελικά;
- Δεν θα της το συγχωρέσω ποτέ. Μ’ άφησε να ζω σ’ ένα ψέμα. Εγώ… εγώ που ήμουν τόσο περήφανος για τους ντολμάδες της!
- Τόσα φαγητά και γλυκά σου έκανε… βρες κάτι άλλο για να’ σαι περήφανος.
- Κι εσύ παλιά με φώναζες “σουτζουκάκι” σου… θυμάσαι;
- Τότε… πώς ξεμείναμε έτσι από λαδερά μωρέ Θανάση;
- Κατακτήσαμε το τύλιγμα του ντολμά και ξετυλιχτήκαμε εμείς οι ίδιοι.
- Να τους βάλω στο ψυγείο;
- Να το βάλεις στα σκουπίδια!
- Το φαϊ;
- Το μαραφέτι αυτό… και μην ξανακούσω για ντολμαδοτυλιχτές! Κομμένα τα πάσης φύσεως βοηθήματα σ’ αυτό το σπίτι!
- Να ρίξω δυο αυγουλάκια στο τηγάνι να τελειώνουμε;
- Ναι… σαρμαδάκι μου!
- Κι ύστερα να ντολμαδοτυλιχτούμε όπως παλιά;
- Σουτζουκάκι δεν έχει;
- Στ’ αυγά το θες;
- Όχι μωρέ… να τ’ ακούω θέλω! Να λαδώσουμε λίγο τη μηχανή που λέγαμε…