Χτες το βράδυ η γιαγιά ανέβασε πυρετό. Ήταν από μέρες άρρωστη και ήθελε
νοσηλεία, αλλά ο γιατρός της μας είπε να το ξεχάσουμε για δημόσιο νοσοκομείο. «Αν
δεν έχει ιδιωτική ασφάλεια, είναι πιο ασφαλές να την έχετε σπίτι. Τουλάχιστον
θα έχει ένα κρεββάτι να κοιμάται, αντί να την πετάξουν σ’ ένα ράντσο», μας είπε
επί λέξει. Η μαμά επέμενε ότι χρειάζεται ενδοφλέβια αντιβίωση και έναν
εξειδικευμένο γιατρό να την περιθάλψει. Ο οικογενειακός μας γιατρός δεν της απάντησε,
μόνο κούνησε μ’ ένα συμπονετικό μειδίαμα το κεφάλι του. «Εξειδικευμένο
γιατρό… ενδοφλέβια αγωγή… μα πού ζούνε αυτοί οι άνθρωποι;» μονολογούσε
καθώς άνοιγε την πόρτα για να φύγει.
Είχε πάρει να σουρουπώνει όταν καλέσαμε το ασθενοφόρο. «Μη χάνουμε άλλο
χρόνο… ψήνεται στον πυρετό», φώναζε πανικόβλητη η μαμά, καθώς έπαιρνε με
τρεμάμενα χέρια τις Πρώτες Βοήθειες. Πέρασαν τρεις ώρες περίπου μέχρι ν’
ακούσουμε τη σειρήνα στο δρόμο. Η γιαγιά δεν είχε πλέον επαφή με το περιβάλλον
και η ανάσα της ολοένα και βάραινε. Η μαμά έπαιρνε και ξανάπαιρνε το 166 και η
απάντηση ήταν η ίδια. «Έχουμε τρία επείγοντα περιστατικά με παιδάκια και μία
έγκυο. Αμέσως μετά, θα κινηθούμε προς εσάς». Καημένη γιαγιά! Σ’ αυτή την
ηλικία, να θέλεις και ασθενοφόρα! Αντί να κάτσεις ήσυχα-ήσυχα να πεθάνεις στη
γωνιά σου, θες κι εσύ μεγαλεία! Εξαιτίας σου βουλιάζουν τα δημόσια ταμεία. Εσύ,
και κάτι ασυνείδητοι καρκινοπαθείς, οδηγείτε την οικονομία μας στα βράχια!
Κάποιος άνοιξε την τηλεόραση, ίσως ο μπαμπάς που δεν άντεχε αυτή τη
βασανιστική αναμονή. Μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο, ενημερωθήκαμε απ’ τα δελτία
ειδήσεων πως η χώρα βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης και πως συντελείται
επανάσταση στον χώρο της υγείας με καινοτόμες παρεμβάσεις στα νοσοκομεία και
ριζικές ανακαινίσεις στα κέντρα υγείας. Όταν ακούστηκε η φωνή του πρωθυπουργού
να δηλώνει στις κάμερες: “Βήμα-βήμα χτίζουμε το νέο Εθνικό
Σύστημα Υγείας, το οποίο έχουμε οραματιστεί και το οποίο αξίζουν όλες οι
Ελληνίδες και όλοι οι Έλληνες», η γιαγιά έβγαλε έναν
βαθύ αναστεναγμό που κλιμακώθηκε σε βογκητό. Τυχαίο θα πρέπει να ήταν, γιατί όπως
είπαμε, δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Ούτε η γιαγιά, ούτε κι ο πρωθυπουργός.
Η επόμενη είδηση
αφορούσε την ‘επανάσταση’ στο χώρο της παιδείας. «Έρχεται το ψηφιακό
σχολείο!» αναφώνησε με στόμφο η εκφωνήτρια. Η γιαγιά ξαναβόγκηξε. Η μαμά
βογκούσε στο τηλέφωνο: «Έρχεται το ασθενοφόρο, γαμώ την τρέλα μου; ΤΗΝ
ΧΑΝΟΥΜΕ, ΣΑΣ ΛΕΩ!...». Η φωνή απ’ την άλλη άκρη του τηλεφώνου, βογκούσε κι
αυτή. Κάτι για υποστελέχωση της υπηρεσίας, κάτι για σωματική και ψυχική
εξάντληση των πληρωμάτων, κάτι άλλα για ασθενοφόρα-σαράβαλα που μένουν
παροπλισμένα λόγω βλάβης και διάφορα άλλα δυσνόητα… Στο τέλος, την ρώτησε
απελπισμένος: «Δεν σας βρίσκεται κανένα αγροτικό με καρότσα, να την πάτε
μόνοι σας;»
Έχουν περάσει δυο μερόνυχτα
απ’ αυτό το βράδυ και η γιαγιά είναι αποθηκευμένη σ’ ένα ράντσο κάποιου
διαδρόμου, στο βάθος κάποιου νοσοκομείου. Πλάι της είναι μια σακούλα με τα
αναλώσιμα υλικά που μας είπαν ν’ αγοράσουμε, μια αλλαξιά σεντόνια, οι
εικονίτσες της και οι τελευταίες εξετάσεις της για να τις δει ο γιατρός που,
κάποιαν απροσδιόριστη στιγμή, θα περνούσε. Τα ρυτιδιασμένα χεράκια της έχουν
γίνει μπλαβί απ’ τα πολλά τρυπήματα. Ο φλεβοκαθετήρας που ο νοσηλευτής παιδευόταν
επί ώρα να της βάλει, ήταν απ’ τα χειρίστης ποιότητας υλικά που υπάρχουν
-ακόμα- διαθέσιμα στα νοσοκομεία. «Να λέτε και δόξα τω Θεώ που τον βρήκαμε
κι αυτόν! Κινέζικος-ξεκινέζικος, τη δουλίτσα του θα την κάνει!»
Από μια ανοιγμένη
τηλεόραση κάποιου θαλάμου, ακούγονται τα νέα απ’ τη Γάζα και τα ρημαγμένα
νοσοκομεία της. Αίμα παντού. Η γιαγιά συνεχίζει να μην έχει επαφή με το
περιβάλλον. Απ’ τη φλεβίτσα της πετάγεται αίμα. Ο καθετήρας έσπασε. Ταυτόχρονα,
μια ρουκέτα σκάει στο κτίριο που κάποτε ήταν νοσοκομείο. Παιδιά ουρλιάζουν
αιμόφυρτα, μανάδες τραβάνε τα μαλλιά τους με απόγνωση, ακούγονται μονάχα σφυριχτά
από βόμβες που σκάνε τριγύρω, η μαμά κλαίει με αναφιλητά, ανακατεύονται τα
δάκρυα και γίνονται χείμαρρος, τι να πρωτοκλάψεις ετούτες τις ώρες, οι ηγέτες διαπραγματεύονται
-λέει η εκφωνήτρια- μια νοσηλεύτρια τρέχει σαν παλαβή από θάλαμο σε
θάλαμο με τρύπια γάντια και πρησμένα πόδια, η γιαγιά καρφώνει το βλέμμα της στο
λεκιασμένο ταβάνι, μυρίζει αίμα και βρωμιά ο διάδρομος… απ’ έξω ακούγονται
διαδηλώσεις, οι κρότοι των δακρυγόνων μπλέκονται με τις βόμβες των Ισραηλινών, ένας
υπουργός πανηγυρίζει για τα απογευματινά χειρουργεία κι ένα αόρατο χέρι αγγίζει
τρυφερά το δικό της. Ούτε μια στιγμούλα δεν χρειάστηκε. Τόσο κράτησε το πέρασμά
της στην αιωνιότητα. Ευτυχώς ο Θεός που, πάντα, η γιαγιά πίστευε, ήταν
φιλεύσπλαχνος μαζί της. Δεν της άξιζε άλλη κόλαση.
Ή όπως θα το έλεγαν οι νεοφιλελεύθεροι τεχνοκράτες στη γλώσσα τους: «Το κοντέρ της μηδενίστηκε. Next?»
[Η
φωτογραφία προέρχεται απ’ το διαδίκτυο και ανήκει στον δημιουργό της]