«Να ξετελέψω δα τα χορταρούδια και θα σας εκάμω πιταράκια που σας
αρέσουνε».
Τα χορταρούδια της γιαγιάς που
τότε τα περιφρονούσαμε και ψάχναμε ευκαιρίες να πάρουμε στη ζούλα κανένα
σουβλάκι απ’ το λιμάνι, εκτιμήθηκαν δεόντως με τα χρόνια κι η διατροφική τους
αξία αναγνωρίστηκε πανηγυρικά. Αν η γιαγιά βλέπει από κει πάνω τα πιάτα της να διαπρέπουν σήμερα σαν γκουρμεδιές στο
εξωτερικό, θα σφίγγει το κεφαλομάντηλό της χαμογελαστή και θα μας
κατακεραυνώνει με τη στεντόρεια φωνή της: «Θωρείτε
βρε κοπέλια που σας τα’λεγα τοτεσάς;»
Η γιαγιά δεν είχε χρυσούς σκούφους και καριέρα στην τηλεόραση, ούτε
γράμματα ήξερε, ούτε συνταγές και
πάγκους παρασκευής διέθετε. Τα χόρτα του
τόπου της, ήταν αυτά που κράτησαν ταϊσμένη την οικογένεια στα χρόνια της
γερμανικής κατοχής, συνοδευόμενα σπανίως με κανένα καρβέλι που φυγάδευε με
χίλιους κινδύνους κάποιο απ’ τα εννιά παιδιά της και που αν δεν ήταν η πείνα να
τους έχει κάνει αγριμοπόδαρους, οι γερμαναράδες θα τους είχαν στήσει στο εκτελεστικό
με συνοπτικές διαδικασίες. Από τότε, τα χόρτα και τα βοτάνια της Κρήτης
γινήκανε αγαπημένη συνήθεια και μ’ αυτά γιατροπόρεψε και ανάστησε παιδιά και
εγγόνια.
Τα χορταρούδια της
γιαγιάς, απόκτησαν με το χρόνο πολυδιάστατες χρήσεις και φιλοσοφικές
προεκτάσεις. Τα αγριόπρασσα, οι καυκαλήθρες και τα μυρώνια, για τσιγαριαστά τσικάλια
με κατσικάκι. Ο στύφνος, οι βρούβες, τα σταμναγκάθια και οι ασκόλυμπροι,
βρασμένα με λαδάκι και μπόλικο λεμόνι. Οι άγριες αγκινάρες, ωμές με ξυδάκι για
τις νηστίσιμες μέρες της Μεγαλοβδομάδας. Αγριομάραθα, κουτσουνάδες και λάπαθα
για πίτες και γιαχνιστά τσικάλια με χοχλιούς. Ασφόδελους, αμανίτες και
σπαράγγια, για σφουγγάτα στη χόβολη. Και τα θρυλικά γυάλινα βαζάκια της με τα
δίκταμα, τις μαλοτήρες, τ’ αρισμαρί και τα φασκόμηλα, αλφαδιασμένα στο μικρό
ραφάκι της κουζίνας, με μια λευκή δαντελίτσα καρφωμένη στο γείσο, πάντα σ’
ετοιμότητα να προσφέρουν τις θεραπευτικές τους ιδιότητες, συνοδεία θυμαρίσιου
μελιού ή σιροπιού από πετιμέζι. Η “αντιβίωση”
της γιαγιάς αποδείχτηκε αλάνθαστη και αποτελεσματικότατη.
Στα χρόνια της ευδαιμονίας και της πολυφαγίας, η γιαγιά έμεινε πιστή στις
παραδόσεις της. Τα πιάτα της μας περίμεναν πάντα αχνιστά και μοσχομυριστά,
αραδιασμένα πάνω στο λινό τραπεζομάντηλο, όσο αυτή μας καλωσόριζε με τα χέρια
της ορθάνοιχτα στην αυλόπορτα. Η μερίδα της
ήταν πάντα λιγοστή, μα καλοχόρταινε να μας παρατηρεί να γεμίζουμε τις αισθήσεις
και το στομάχι μας με τις λαχταριστές μαγεριές της. Ένα τσούρμο παιδιά τότε, με
τις φανέλες μας ιδρωμένες απ’ το παιχνίδι και τα μάγουλά μας γδαρμένα απ’ την
αλισάχνη, γεμίζαμε τις αποσκευές μας με εικόνες, τρυφερές στιγμές κι αληθινό
νοιάξιμο· η συρμαγιά μας για το μέλλον, που τότε δεν μπορούσαμε να την
εκτιμήσουμε ως της άξιζε.
Κάθε σούρουπο, καθώς
η νύχτα σκέπαζε τρυφερά με το σεντόνι της την πόλη, με προβολέα το φεγγάρι να
φωτίζει το ενετικό κάστρο και υπό την πολύβουη ορχήστρα των τζιτζικιών, η αυλή
της γιαγιάς γινόταν ιερή τράπεζα κι
εμείς μύστες μιας πανάρχαιας τελετής που υμνούσε την αγάπη, το φιλότιμο, την
καθαρή ματιά και το στητό περπάτημα. Κατέβαινε κι ο παππούς απ’ το ουράνιο μεϊντάνι
του, παρέα με τον Φουσταλιέρη που έπαιζε το μπουλγαρί του και πλάι απ’ το
πιθάρι με τη βυσσινιά βουκαμβίλια, χόρευε ο πατέρας με τα χέρια του ανοιγμένα
σαν το Χριστό πάνω στο σταυρό του, με τα βυζαντινά του μάτια δακρυσμένα απ’ την
κατάνυξη «Όσο βαρούν τα σίδερα / αμάν-αμάν βαρούν τα μαύρα ρούχα…».
Ζωντάνευαν
οι διηγήσεις της γιαγιάς για τις παλιές αποσπερίδες, τότε που σχημάτιζαν
μικρούς πύρινους κύκλους από παρέες κι αυτοσχέδια γλέντια, για να ξορκίζουν τον
πόνο τους και να μένουν ενωμένοι σα μια γροθιά απέναντι στον κατακτητή. Με
μοναδικά όπλα το σεβασμό στις ρίζες τους και την επίγνωση του χρέους τους. Παθιασμένοι με το παρόν που τους έλαχε να ζήσουν κι έντιμοι
με την ιστορία που άφηναν πίσω τους.
Η γιαγιά έφυγε στα βαθειά της γεράματα, έχοντας τη συνείδησή της εναργή και
σε πλήρη λειτουργία. Πριν
απαντηθεί με το σύντροφό της στο μπεντένι του Θεού, μας εμπιστεύτηκε τον κωδικό
πρόσβασης στην ευζωία: «Να μη τρώτε μπουνταλές, αμέ μόνο ό,τι σας
πέμπει η μάνα-γη… γιάε, τα χορταρούδια και τα μάθια σας! Ούλα σας τα ορμήνεψα,
ξα σας τώρα!»
Τη γιαγιά τη βλέπουμε τακτικά να ξεκορφίζει με το κρητικό μαχαίρι και το
υφαντό της βουργιάλι τους μπαξέδες του παραδείσου, να στήνει βεγγέρες με το
παρεάκι της και να ροζωνάρει με τους αγγέλους. Εκεί
που τελειώνει η θάλασσα κι αρχινάει η γραμμή τ’ ουρανού, στο φαράγγι των νεκρών στο Ζάκρο, στις
χαραυγές του Φραγκοκάστελου παρέα με τους Δροσουλίτες, στα γκρέμια του
Ψηλορείτη συντροφιά με τους Κουρήτες που φυλάνε ακόμα τα περάσματα των θεών ως
το ξωκλήσι της Παναγιάς στην αετοφωλιά του Μέρωνα, εκεί που δραπετεύουν οι
θνητοί αφήνοντας πίσω τις πολύτιμες κληρονομιές τους.
Ένα κερί αναμμένο στη μνήμη τους να σιγοκαίει την προσδοκία μας. Πως θα μυρίζουν βασιλικούς και μαντζουράνες οι
χειμώνες μας, πως θ’ ακούγονται τα βήματά τους στα κεφαλόσκαλα, πως τα λόγια
τους θ’ ανθίζουν στους χωματένιους δρόμους, θα βγάζουν αγριοφράουλες και
δυόσμους και θα καθόμαστε αντάμα στα γιορτινά τραπέζια, να υψώνουμε ποτήρια και
να καλοπιάνουμε τα σύννεφα στ’ Αστερούσια, να παραμερίζουν για λίγο τα
περάσματά τους, να κοινωνούμε μαζί τους το πρώτο κρασί του βαρελιού και τα
καζανέματα και τα γλέντια στις απάνω γειτονιές.
[Φιλοξενήθηκε στο ΑΝΕΜΟΛΟΓΙΟ του Γιώργου Ιατρίδη, τον οποίο
ευχαριστώ θερμά!]
Σημείωση:
Οι φωτογραφίες είναι απ’ το διαδίκτυο