Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Η Αγία Σιωπή

 

No Voice, Masoumeh Jafari, Αφγανιστάν, 2019

O Ταξιάρχης είναι ειδικευόμενος γιατρός, διορισμένος στην Ποκρισιά, ένα ακριτικό νησί του ανατολικού Αιγαίου, μια ανάσα απ’ τα τουρκικά παράλια. Δεν έχει επισκεφτεί ποτέ αυτό το νησί και έχει πλήρη άγνοια για τις συνθήκες που επικρατούν εκεί. Μόλις ειδοποιήθηκε για το διορισμό του, χρησιμοποίησε τον χάρτη και πληροφορίες απ’ το διαδίκτυο για να το εντοπίσει. Με το πλοίο της γραμμής φτάνει ως το Μεγαλονήσι κι από εκεί επιβιβάζεται σ’ ένα μικρό πλοιάριο που εκτελεί, καθημερινά, το δρομολόγιο προς την Ποκρισιά. Στα λίγα λεπτά της διαδρομής μαθαίνει πως το ιδιόκτητο σκάφος εκτελεί και χρέη πλωτού ‘σκουπιδιάρικου’, αφού μεταφέρει χρόνια τώρα στο Μεγαλονήσι το περιεχόμενο των κάδων του γειτονικού νησιού. Παρά τις μόνιμες διαμαρτυρίες των κατοίκων στο Μεγαλονήσι, το παλιό λατομείο στα νότια του νησιού τους έχει μετατραπεί σε άτυπη χωματερή.

Η γραφική καρτ ποστάλ του μικρού λιμανιού της Ποκρισιάς, που διακρίνεται πλέον καθαρά απ’ την κουπαστή, αλλοιώνεται απ’ τους ξεχειλισμένους με πλαστικές σακούλες κάδους που είναι παραταγμένοι στην αποβάθρα, πλάι στους κάβους που δένει το πλοιάριο. Ανάμεσα στα πολυτελή σκάφη της στενόστομης μαρίνας ο Ταξιάρχης διακρίνει ένα σαπιοκάικο. Στην πρύμνη του είναι στοιβαγμένα ξεφούσκωτα πορτοκαλί σωσίβια, αυτά που χρησιμοποιούν οι διακινητές για τη μεταφορά μεταναστών. Παγώνει το αίμα του όταν ανακαλεί μια είδηση που είχε διαβάσει πρόσφατα γι’ αυτό το νησί. Ο ήχος του εισερχόμενου μηνύματος στο κινητό διακόπτει τον ειρμό της σκέψης του. Ξέρει τον αποστολέα. «Τελικά έγινε αυτό που φοβόμασταν. Αποφυλακίζεται. Να προσέχεις, είναι αδίστακτος».

Τα μηνίγγια του σφυροκοπούν δαιμονισμένα, νιώθει τον φλοιό του κεφαλιού του έτοιμο να εκραγεί. Η φωνή του ηλικιωμένου βαρκάρη τον αποσπάει απ’ τις σκέψεις. «Αποβιβαστείτε, παρακαλώ». Μια ογκώδης ταλαιπωρημένη βαλίτσα αργοκυλάει τις ρόδες της ως το Κέντρο Υγείας του νησιού, ένα μεταλλικό λυόμενο κουτί δίχως παράθυρα, σφηνωμένο σε μια χωμάτινη αλάνα έξω απ’  το λιμάνι. Τον υποδέχονται οι τοπικοί άρχοντες. Δήμαρχος, παπάς και λιμενάρχης. Ο αστυνομικός διευθυντής έστειλε, μέσω του Δημάρχου, το θερμό του καλωσόρισμα στον νέο γιατρό, αλλά να τον συγχωρεί, λέει, γιατί λόγω ανειλημμένης υποχρέωσης, δεν μπορούσε να έρθει. Σύντομα βέβαια, ο Ταξιάρχης θα μάθαινε απ’ τα σούσουρα στο νησί πως ο εν λόγω γαλονάς πιάστηκε στα πράσα να χρηματίζεται από επιχειρηματία διασκέδασης, για να κάνει τα στραβά μάτια στις παραβάσεις του.

Στο πτυσσόμενο κρεββάτι του ιατρείου υπάρχει ένα μωρό, τυλιγμένο σε κουβέρτα αλουμινίου. Είναι το πρώτο πράγμα που διακρίνει ο Ταξιάρχης. Δίχως δεύτερη σκέψη τρέχει προς το υφασμάτινο παραβάν. Το παραμερίζει. Όντως υπάρχει ένα μελανιασμένο μωρό. Σκουρόχρωμο πρέπει να ήταν για όσο πρόλαβε να ζήσει, σκέφτεται σιωπηλά. Απλώνει τα χέρια του να το αγγίξει. Μήπως προλαβαίνει ακόμα να το επαναφέρει… Οι φωνές των αρχόντων πίσω του πέφτουν σαν ριπές όπλου και τον ακινητοποιούν:

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Μην κάνετε τον κόπο. Είναι νεκρό.

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Το ξέβρασε πριν λίγο το κύμα. Είχαμε ένα ναυάγιο τις προάλλες στο νησί. Πρέπει να πνιγήκαν όλοι τους.

ΠΑΠΑΣ: Ο Θεός να συγχωράει τις ψυχές τους…

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Βρήκατε κι άλλες σορούς, δηλαδή; Τους καταγράψατε; Θέλω να δω το έγγραφο που συντάξατε.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Το ναυάγιο έγινε ανοιχτά, ίσως και εκτός των συνόρων μας.

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Δεν είμαστε αρμόδιοι για περιοχές εκτός των ορίων μας. Ίσως να τους μαζέψανε οι Τούρκοι απέναντι…

ΠΑΠΑΣ: Κι αν όχι οι Τούρκοι, σίγουρα θα επιλήφθηκε η FRONTEX.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Το σίγουρο είναι πως, είτε ζωντανούς είτε νεκρούς, κάποιος θα τους περιμάζεψε. Αλίμονο, έτσι θα τους αφήσανε τόσους ανθρώπους;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Πώς ξέρετε πόσοι ήταν, αφού δεν έφτασαν ως εδώ;

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (εκνευρισμένος): Tώρα τι ψάχνετε, ακόμα δεν πατήσατε το πόδι σας στο νησί μας; Πήραμε σήμα απ’ την ελληνική ακτοφυλακή και γνωρίζουμε πόσοι περίπου επέβαιναν στο σκάφος.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (σκουπίζει τον ιδρώτα του): Σωστά. Απ’ την ελληνική ακτοφυλακή. Το σίγουρο είναι πως το ναυάγιο έγινε κοντά στις τουρκικές ακτές, κάτι που δεν αναγνωρίζει βέβαια η Τουρκία.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Δηλαδή, μου λέτε ότι σήμερα βρήκατε στη θάλασσα αυτό το μωρό πνιγμένο; Και τι κάνετε; Δεν θα ακολουθήσετε τη διαδικασία;

ΠΑΠΑΣ: Θεός φυλάξοι! Να κάνουμε κηδεία κανονική για ένα αλλόθρησκο βρέφος; Φωτιά θα πέσει να μας κάψει, γιατρέ μου!

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Ελάτε, μη σκοτίζεστε άλλο μ’ αυτό. Έχετε πολλά και σοβαρά περιστατικά που χρήζουν των υπηρεσιών σας. Ενημερωθήκατε απ’ τον προκάτοχό σας;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Όχι, δεν είναι τόσο απλό όσο το σκέφτεστε. Εδώ έχουμε ένα νεκρό μωρό. Πρέπει να ενημερώσω επειγόντως την υπηρ…

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (έχει χάσει την ψυχραιμία του): Κανέναν δεν θα ενημερώσεις. Το ‘πακέτο’ θα φύγει με το καραβάκι. Κι αν δεν κάνουμε γρήγορα και μας φύγει, θ’ αρχίσει να βρωμίζει αυτό το πράμα…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (Ξεδιπλώνει μια σακούλα σκουπιδιών με γοργές κινήσεις): Πάτερ, βάλε ένα χεράκι κι εσύ. Γρήγορα… Οι άλλοι κοντεύουν να ξεφορτώσουν όλους τους κάδους. Ίσα που προλαβαίνουμε.

ΠΑΠΑΣ (Παραχώνει το κεφαλάκι του μωρού στη σακούλα):  Κύριε Ιησού Χριστέ ανάπαυσον την ψυχή του δούλου σου…

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Θα… θα το πετάξετε στα σκουπίδια; Είστε τρελοί; Kάντε όλοι στην άκρη. Μόνο πάνω απ’ το πτώμα μου θα γίνει αυτό!...

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (ανοίγει την πόρτα και ξεφωνίζει): Eεεε, καπετάνιο! Κράτει τις μηχανές. Σου φέρνουμε ‘πακέτο’…

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Kids Hope, Artif Akari, Αφγανιστάν, 2019

Παρά τις διαμαρτυρίες του Ταξιάρχη που παρακολουθεί άναυδος, το ‘πακέτο’ φορτώθηκε άρον άρον στο καραβάκι, αφού πετάχτηκε στις στοίβες των σκουπιδιών. Μόλις ακούστηκε η κόρνα της αναχώρησης, τέσσερις καρέκλες παρατάσσονται στο ιατρείο. Οι τρεις απέναντι στη μία που κάθεται ο γιατρός. Η μεταλλική πόρτα κλείνει ερμητικά πίσω του κι αν δεν ήταν άλλο ένα μήνυμα που ακούστηκε απ’ το κινητό του, ήταν έτοιμος να τους κατακεραυνώσει. “Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”.

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (σαρκαστικά): Λοιπόν. Για να τελειώνουμε αυτή την παρωδία. Ό,τι είδες, δεν το είδες.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Κι ό,τι άκουσες, δεν το άκουσες.

ΠΑΠΑΣ (σταυροκοπιέται με το βλέμμα ψηλά): Ελέησον ημάς ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου…

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Δεν… δεν θα το αφήσω αυτό έτσι. Θα σας αναφέρω στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου. Θα… κάνω τώρα κιόλας μια αναφορά…

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (τον διακόπτει): Θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια, γιατρέ! Συγγνώμη κιόλας, πάτερ.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Για το καλό σου αγαπητό μου παιδί… παράτα τους ηρωισμούς και τις μεγαλοστομίες. Φαντάζεσαι πως το υπουργείο δεν γνωρίζει; Νομίζεις πως θα βρεθεί, έστω κι ένας, εκεί μέσα που θα δώσει σημασία στις αναφορές σου;

ΠΑΠΑΣ: Είναι μεγάλη αμαρτία, παιδί μου, να κρίνουμε τας βουλάς του Θεού…

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (με αψύ ύφος): Δικές τους οδηγίες ακολουθούμε, βρε χαϊβάνι! Τι θαρρείς; Πως θ’ αφήνουμε τον κάθε αράπη να θρονιάζεται στον τόπο μας;

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (ενοχλημένος): Υπερβάλλετε τώρα, κύριε Λιμενάρχα! Μην τον παρεξηγείς, γιατρέ. Έχει περάσει των παθών του τον τάραχο στο νησί μας. Ήρωας είναι και, κανονικά, θα έπρεπε να τον παρασημοφορήσουμε.

ΠΑΠΑΣ: Θα μας είχαν σφαγιάσει οι αλλόθρησκοι αν δεν ήταν το ένδοξο λιμενικό μας! Ήρωες, ήρωες τω όντι…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (συγκαταβατικά): Άλλωστε… δεν ευθυνόμαστε εμείς για τον πνιγμό του βρέφους. Οι γονείς του είχαν την απερισκεψία να βάλουν τη ζωή του σε κίνδυνο. Εμείς τι φταίμε;

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Είναι και το άλλο. Όποιος πάει κόντρα στο δημόσιο αίσθημα είναι σαν να υποσκάπτει τα θεμέλια της δημοκρατίας μας. Μονάχα η κυβέρνηση και οι πολιτειακοί άρχοντες είναι σε θέση να σταθμίζουν τους κινδύνους για τη χώρα και ν’ αποφασίζουν. Κι εμείς οφείλουμε να υπακούμε τις οδηγίες τους. Έγινα κατανοητός;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Μα εδώ έχουμε ένα μωρό πνιγμένο… Πώς το παραβλέπετε αυτό;

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Έχεις πλήρη άγνοια, γιατρέ μου, γι’ αυτό βασανίζεσαι από τέτοια διλήμματα. Ρώτησε κι εμάς που δίνουμε καθημερινές μάχες με τα στίφη που καταφτάνουν στο μικρό νησί μας. Κι αφού επιμένεις, άκου κι αυτό. Τα μωρά τους τα εργαλειοποιούν αυτοί οι ίδιοι... Τα ρίχνουν στο νερό για να κερδίσουν τις εντυπώσεις και να εκβιάσουν την εκλεγμένη μας κυβέρνηση. Άσε που δίνουν πατήματα και σ’ αυτούς τους… τους άθλιους τους ακτιβιστές…

ΠΑΠΑΣ (σιγοντάρει κουνώντας το κεφάλι του): Που συκοφαντούν την πατρίδα μας στο εξωτερικό, οι ανίεροι προδότες!...

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Που θα μας πει εμάς το κάθε τσουτσέκι ποια είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα… Δεν ξέρουμε εμείς δηλαδή και ξέρουν αυτοί!

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Και οι ντόπιοι εδώ; Είναι σύμφωνοι μ’ αυτά που μου λέτε; Συναινούν να πετάτε μωρά στα σκουπίδια;

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (εκνευρισμένος) : Nα τους αφήσεις ήσυχους τους ντόπιους! Αρκετά βάσανα έχουν στη ζωή τους. Δεν θα τους φορτώσεις κι άλλα, με τις απερίσκεπτες εμμονές σου!

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (κομπιάζοντας): Δεν… δεν έχω τέτοια πρόθεση. Εγώ… να βοηθήσω θέλω.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Και πολύ καλά κάνεις! Να αφοσιωθείς στο έργο σου και να συντάξεις μια αναφορά με τις ανάγκες μας για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Να την στείλουμε εγκαίρως στο υπουργείο και να φροντίσω εγώ μετά για την έγκρισή της. Γιατί… τι νομίζεις; Αν πάμε ενάντια στις εντολές της εκλεγμένης μας κυβέρνησης, θα συνεχίσουν να μας χρηματοδοτούν; Ο κρατικός προϋπολογισμός για την υγεία είναι πολύ επιβαρυμένος. Φαντάζεσαι να γίνουν κι εδώ περικοπές; Και να στερηθούμε το Ιατρικό Κέντρο; Και την παρουσία σου, φυσικά…

ΠΑΠΑΣ (με γουρλωμένα μάτια): Ασφαλώς και δεν θα βάλεις σε κίνδυνο την ασφάλεια των νησιωτών, τέκνον μου. Είμαι βέβαιος πως θα πράξεις το εθνικώς ορθόν.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (συνοφρυωμένος): Αυτό που μου ζητάτε είναι ενάντια στις αρχές μου και στον όρκο που έδωσα. Δεν μπορώ…

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (τον διακόπτει λυσσασμένος): Ποιες αρχές σου, ρε ψωραλέε; Ότι βάλαμε όλοι πλάτη να διοριστείς στον νησί μας και να σου εξασφαλίσουμε στέγη και διατροφή, κι εσύ μάς γράφεις κανονικά, είναι στις αρχές σου; Ότι θα ξέμενες αδιόριστος και θα φιλούσες χεσμένες ποδιές για να σε χώσουν κάπου για να μην ψωμολυσσάξεις, είναι κι αυτό στις αρχές σου; Κι ότι σε κυνηγάει να σε τσιμεντώσει ο μεγαλοεργολάβος που έχωσες στη φυλακή;… Στα παπάρια σου κι αυτός;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (πανικόβλητος): Πώς… πώς το ξέρετε εσείς αυτό;

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Όλα τα ξέρουμε εμείς. Κι αυτά που δεν ξέρεις ούτε κι εσύ ο ίδιος για τον εαυτό σου.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (συγκαταβατικά): Μα πήγες να τα βάλεις κι εσύ με το πρώτο όνομα στο χώρο της υγείας; Πόσο επιπόλαιος είσαι, βρε παιδί μου! Υπήρχε περίπτωση να κάνει φυλακή ο επικεφαλής των ιδιωτικών δομών υγείας, από μια… μια ψευτοκαταγγελία σου περί δήθεν ύποπτων αναθέσεων απ’ τον υπουργό μας; Τον εκλεγμένο υπουργό μας;;;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Δεν ήταν ψευτοκαταγγελία! Ήταν μια απολύτως στοιχειοθετημένη κατηγορία για ένα ολόκληρο κύκλωμα που διακινούσε πλαστές συνταγές για…

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (χτυπάει δυνατά το χέρι του στο τραπέζι): Οι καταγγελίες σε μάραναν, ηλίθιε! Λες και το κράτος δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά του και περιμένει από σένα… Δηλαδή, όλοι εμείς που εμπιστευόμαστε και ψηφίζουμε αυτή την κυβέρνηση, είμαστε βλάκες. Κι εσύ ο έξυπνος!

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Ωστόσο, δεν μου είπατε πώς τα ξέρετε εσείς αυτά…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον, γιατρέ μου. Ο άνθρωπος αυτός αποφυλακίζεται σύντομα. Είναι θέμα χρόνου να ανακαλύψει πού βρίσκεσαι.

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Θα είσαι το επόμενο ‘πακέτο’ που θα στείλουμε απέναντι, ντόκτορ! Χα χα χα…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (κουνάει αυστηρά το δάχτυλο): Παρακαλώ κύριε Λιμενάρχα! Δεν επιτρέπω επ’ ουδενί απειλές εδώ μέσα!

ΠΑΠΑΣ: Ειρήνη υμίν, τέκνα μου!

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Λοιπόν γιατρέ, άκου προσεκτικά για να το λήξουμε το θέμα. Ο τύπος που σε κυνηγάει γνωρίζει εκ των έσω τα πάντα για σένα. Πού έμενες, τους συγγενείς και τους φίλους σου, τα στέκια σου και φυσικά πού διορίστηκες για να κάνεις την ειδικότητά σου. Η δική μας παρέμβαση στο υπουργείο για να σε στείλουν εδώ, ήταν μια ευγενική χορηγία -μπορείς να το πεις κι έτσι- προς ένα λαμπρό επιστήμονα που θα διαπρέψει. Εσένα δηλαδή!

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Ευχαριστώ, αλλά δεν…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (σφίγγει τη γροθιά του): ΜΗ ΜΕ ΔΙΑΚΟΠΤΕΙΣ ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ!... Λοιπόν… Αν καθίσεις φρόνιμα και κάνεις τη θητεία σου εδώ, δίχως να δημιουργείς προβλήματα, ο τύπος θα ξεχάσει και την ύπαρξή σου ακόμα.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Για ποιο λόγο θα είναι τόσο μεγαλόκαρδος;

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Γιατί, αφού ολοκληρωθεί η θητεία σου, το υπουργείο δεν θα δύναται πλέον να χρηματοδοτεί τοπικό Κέντρο Υγείας και ειδικευόμενους σαν κι εσένα. Οι λόγοι είναι προφανείς. Με τη συρρίκνωση του πληθυσμού και την οικονομική στασιμότητα, είναι μοιραίο να ενταχθούμε στην ευρύτερη περιφέρεια νήσων.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Δηλαδή, οι ντόπιοι στο νησί σας, δεν θα έχουν γιατρό; Μα πώς…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (τον διακόπτει): Φυσικά και θα έχουν. Το νέο Πολυδύναμο Κέντρο Υγείας στο Μεγαλονήσι, είναι ήδη σε τροχιά υλοποίησης. Μέχρι να ολοκληρωθεί, εμείς σου προσφέρουμε τη θέση και τα μέσα για μια αξιοπρεπή διαβίωση.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (σαν να του ήρθε αναλαμπή): Και η ανάθεση αυτού του έργου έχει γίνει στον όμιλο του…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: … Του διώκτη σου. Μπράβο! Το βρήκες.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Κι αν… αν αρνηθώ; Η οικογένειά μου γνωρίζει πως απειλείται η ζωή μου. Αν πάθω κάτι, θα πάνε κατευθείαν στον εισαγγελέα… έχουν αδιάσειστα στοιχεία σάς λέω…

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (χαμογελάει περιπαιχτικά): Στον εισαγγελέα λέει…Αχ… πόσο μαλάκας είναι, Θε μου! Συγγνώμη, πάτερ…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Άκου κύριε «εισαγγελέα» γιατί η υπομονή μου εξαντλήθηκε. Θα φορέσεις τη λευκή σου ρομπίτσα, θα κρεμάσεις το ωραίο σου στηθοσκόπιο και θα κόβεις συνταγές για διουρητικά και αντικαταθλιπτικά. Τα γερόντια θα κάνουν ουρά από αύριο στην πόρτα σου. Θα βλέπεις αυτά που πρέπει να βλέπεις και θα αγνοείς οτιδήποτε βάζει σε κίνδυνο την ασφάλεια μας. Γκέγκε;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (τρέμοντας): Είστε όλοι σας…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Είμαστε όλοι μας μάρτυρες για τη σεξουαλική παρενόχληση που έκανες στην αθώα κοπελίτσα που σε επισκέφτηκε πριν λίγο.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (ουρλιάζει): ΕΓΩ; ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ, Ε Γ Ω;

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Ένα τηλεφώνημα να γίνει στον φίλτατο δημοσιογράφο της πρωινής ζώνης και όλα τα τηλεοπτικά συνεργεία θα καταφτάσουν αύριο εδώ. Ποιον θα πιστέψουν νομίζεις; Εσένα;

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Ή τους τοπικούς άρχοντες του νησιού μας;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (πιάνει με απόγνωση το κεφάλι του): Παπά; Κι εσύ θα ψευδομαρτυρήσεις;

ΠΑΠΑΣ (με ύφος Πόντιου Πιλάτου): Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, παιδί μου. Ο κλήρος ήταν ανέκαθεν αρωγός της δημοκρατίας.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Κι αν επιμείνεις στις παντελώς στρεβλές σου ιδεοληψίες, είναι περιττό να σου επισημάνω ότι δυναμιτίζεις την καριέρα σου και τις αιματηρές θυσίες που έκαναν οι γονείς σου για να σπουδάσεις. Ευτυχώς που δεν ζουν για να μη δουν την κατρακύλα σου, αγόρι μου…

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Η παιδοφιλία, ντόκτορ, είναι ασυγχώρητη αμαρτία. Η κοινωνία μας δεν θέλει να βλέπει νεκρά μωρά και πνιγμένους μετανάστες, αλλά ψοφάει για τέτοια θέματα. Και ξέρεις φαντάζομαι τι θα σε περιμένει στη φυλακή… θα σε γλεντήσουν κανονικά οι… ‘ασθενείς’ σου… χα χα χα…

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

My Family, Fateme Hossini, Αφγανιστάν, 2019

Ο Ταξιάρχης με ρομποτικό βηματισμό σηκώνεται απ’ την καρέκλα του. Ξεκρεμάει τη λευκή ρόμπα απ’ τον καλόγερο, την φοράει πάνω απ’ τα ρούχα του και παίρνει θέση στο γραφείο. Ξεφυλλίζει ανέκφραστος το βιβλίο ασθενών και σηκώνει για λίγο το βλέμμα του προς τους τρεις άρχοντες.

-Κύριοι, αν δεν έχετε κάτι άλλο προς ενημέρωσή μου, παρακαλώ επιτρέψτε μου να αναλάβω τα καθήκοντά μου.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (με θριαμβευτικό ύφος): Έτσι μπράβο. Και για τα… μελλοντικά ‘πακέτα’ που θα πρέπει να τακτοποιήσουμε;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (αγνώριστος): Ποια πακέτα λέτε, δήμαρχε; Δεν καταλαβαίνω. Η μοναδική μου έγνοια είναι να συντάξω μια αναφορά για τις ελλείψεις που έχουμε ώστε να εξασφαλίσουμε τα κονδύλια απ’ το υπουργείο μας.

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Και για τα τυχόν… ‘ατυχήματα’ που θα έχουμε στη θάλασσά μας;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Δεν με αφορούν ζητήματα που άπτονται των δικών σας εξουσιών, κύριε Λιμενάρχα. Το καθήκον μου είναι να παρέχω αδιαλείπτως και ευσυνηδείτως τις ιατρικές μου υπηρεσίες, προς όφελος του νησιού και εν γένει της πατρίδας μας.

ΠΑΠΑΣ: Αύριο θα τελέσω έναν ιερό αγιασμό στο ιατρείο μας, για να έχουμε τη βοήθεια του Θεού στο πλευρό μας. Σκέφτηκα μάλιστα να ανακοινώσουμε στα κανάλια την άφιξη του λαμπρού μας επιστήμονα και να έχουμε απευθείας σύνδεση αύριο, στην πρωινή εκπομπή. Και τώρα αδερφοί, ας αποσυρθούμε στις δουλειές μας. Ν’ αφήσουμε τον αγαπητό Ταξιάρχη στα καθήκοντά του. Την ευλογία μου, τέκνον μου!

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Το ίδιο βράδυ ένα μήνυμα στέλνεται απ’ το κινητό του.

«Το θέμα τακτοποιήθηκε. Ουδείς λόγος ανησυχίας πλέον. Ενημέρωσε και όλη την παρέα, σε παρακαλώ. Και το καλοκαίρι σάς περιμένω όλους για διακοπές, εδώ. Η Ποκρισιά είναι ένας μαγευτικός τόπος. Εγκαταστάθηκα ήδη σ’ ένα πανέμορφο στούντιο με θέα στο πέλαγος. Καλή μας αντάμωση».

Στο βάθος του ορίζοντα ένα σμήνος τεράστια θαλασσοπούλια κάνει χαμηλές πτήσεις προς την απέναντι χωματερή στο Μεγαλονήσι. Είναι η ώρα του γεύματος. Και ως φαίνεται απ’ τα μανιασμένα τους φτεροκοπήματα, έχουν στήσει γερό τσιμπούσι απόψε.

 


Είναι η συμμετοχή μου στον τρίτο κύκλο του δρώμενου: Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση

Ο Γιάννης, ως εμπνευστής και συντονιστής της ιδέας αυτής, έχει δώσει ως Κεντρική Ιδέα Πλοκής, το παρακάτω κείμενο. Πάνω σ’ αυτό το μοτίβο, δημιουργούνται διηγήματα που εμπλουτίζουν την πλατφόρμα με την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη μας. Όσοι πιστοί, προσέλθετε…

//Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα.

Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της.

Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά:

“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού//

ëΟι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται από έργα μεταναστών από την Μόρια που δημοπρατήθηκαν στον οίκο Christies (2020)

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

“Σε ικετεύω, σκότωσέ με!”

 Μια ιδέα-μια έμπνευση [*]



“Γιατρέ, δεν χρειάζομαι θεραπευτική αγωγή. Ας μιλήσουμε σαν γιατρός προς γιατρό. Δεν σκοπεύω να χαπακώνομαι σ’ όλη μου τη ζωή προκειμένου να ξεχνάω πρόσκαιρα την προδοσία που έγινε εις βάρος μου”.

“Επειδή θέλεις να μιλάμε στην κοινή μας γλώσσα, Αντιγόνη, σε διαβεβαιώνω ότι δεν σε αντιμετωπίζω σαν μια κοινή απατημένη σύζυγο. Καταλαβαίνω απόλυτα την οδύνη σου. Δώσε λίγο χρόνο για να ξεπεραστεί το αρχικό σοκ και πάρε αυτά τα ηρεμιστικά για ένα σύντομο διάστημα. Πρέπει να κοιμάσαι τα βράδια και να επιστρέψεις στην καθημερινότητά σου. Εμείς, θα τα λέμε τακτικά. Θα κάνω ό,τι είναι ανθρωπίνως και ιατρικώς εφικτό, για να βγεις αλώβητη απ’ αυτή τη δοκιμασία. Moνάχα εμπιστεύσου με, σε παρακαλώ!...”

Στο βιβλίο επισκέψεων ασθενών, ο ψυχίατρος Παύλος Σαρηγιάννης είχε σημειώσει το τελευταίο ραντεβού της ημέρας με την οικογενειακή φίλη του Αντιγόνη Βαλάση. Ήθελε να δώσει περισσότερο χρόνο και όλη του την προσοχή σ’ αυτή τη συνεδρία, ανταποδίδοντας έτσι και τις δικές της υπηρεσίες όλα αυτά τα χρόνια της φιλίας τους. Κάθε φορά που δεινοπαθούσε από έναν απροσδόκητο πονόδοντο -κι αυτό συνήθως γινόταν σε μέρες αργίας-, η Αντιγόνη άνοιγε με προθυμία το οδοντιατρείο της και τον φρόντιζε. Η δουλειά της ήταν υποδειγματική και ποτέ δεν τον χρέωνε για τις υπηρεσίες της, παρά μόνο για τα υλικά που χρησιμοποιούσε. Κι επειδή η παιδιόθεν φοβία του ψυχίατρου ήταν η καρέκλα του οδοντίατρου -κάτι που τον ταλαιπώρησε πολύ με την φιλάσθενη οδοντοστοιχία που διέθετε-, ένιωθε πάντα υποχρεωμένος απέναντί της. Θα προτιμούσε βέβαια να μην υπήρχε αυτή η τραγική συγκυρία για να της ανταποδώσει την υποχρέωση…

“Αντιγόνη Βαλάση, 55 χρονών. Οδοντίατρος. Πρώτη αναγνωριστική συνεδρία. Δεν υπάρχει ιστορικό ψυχικής νόσου. Αιτία προσωρινής διαταραχής: η ανακάλυψη της απιστίας του επί 20ετίας συζύγου της με την επιστήθια φίλη της. Οι συνθήκες της αποκάλυψης την αιφνιδίασαν και της άφησαν ψυχικά τραύματα. Δείχνει καταρρακωμένη. Συστήθηκε φαρμακευτική αγωγή (βενζοδιαζεπίνες) σε συνδυασμό με ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες. Επόμενο ραντεβού μετά από 5 ημέρες”.

Ο Σαρηγιάννης ολοκλήρωσε τις σημειώσεις του και έκλεισε τον καινούργιο ‘φάκελο ασθενούς’ στον υπολογιστή του. Μετά από λίγο θα κλείδωνε προβληματισμένος την εξώπορτα του ιατρείου του και θα αποχωρούσε.

~ // ~

[2 μήνες μετά. Απόσπασμα απ’ τη δικογραφία της υπόθεσης:]

“Το τελευταίο διάστημα η αδελφή μου είχε γίνει αγνώριστη. Παραμελούσε τις υποχρεώσεις της, ακύρωνε καθημερινά τα ραντεβού στο ιατρείο της και απομονώθηκε στον εαυτό της. Εκείνο το πρωί του Σαββάτου που την επισκέφτηκα στο σπίτι της, μου ζήτησε ν’ ανέβουμε στην ταράτσα για να μου δείξει κάτι, όπως μου είπε. Μόλις πλησιάσαμε στα κάγκελα, με άρπαξε απ’ τα χέρια και μου ζήτησε επιτακτικά να την ρίξω στο κενό. «Σε ικετεύω, βοήθα με αδερφούλα μου να λυτρωθώ απ’ αυτό το μαρτύριο!...» Έκλαιγε γοερά και ήταν εκτός εαυτού. Δεν την αναγνώριζα… Παραληρούσε για την προδοσία που της έκαναν ο άντρας και η κολλητή της και πως της ήταν αδύνατον να το διαχειριστεί. Την τράβηξα με όση δύναμη είχα προς το κέντρο της ταράτσας. Μου πήρε αρκετή ώρα μέχρι να την συνεφέρω λίγο και να κατέβουμε στο διαμέρισμά της. Όχι, ο άντρας της δεν ήταν εκεί. Είχε εγκαταλείψει το σπίτι τους, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί το προηγούμενο βράδυ. «Μ’ αυτή την παλιοβρώμα την Αννέτα το σκάσανε», έτσι μου είπε. Της έδωσα ένα χάπι απ’ αυτά που είχε στο κομοδίνο της και περίμενα μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Γύρισα για λίγο σπίτι μου για να το συζητήσω με την οικογένεια και ν’ αποφασίσουμε από κοινού τι θα κάνουμε. Όταν επέστρεψα το βράδυ στο διαμέρισμά της, ήταν άφαντη”.

~ // ~

[«Η εκδίκηση του νεκρού» - 2 μέρες πριν την παρουσίαση:]

Kαταπληκτική δουλειά, γιατρέ! Με τέτοιο αστραφτερό χαμόγελο, θα γοητεύσω στην παρουσίαση του βιβλίου μου, μεθαύριο. Θα μου κάνετε την τιμή να είστε κι εσείς; Aν οι υποχρεώσεις σaς το επιτρέπουν βέβαια. Σάββατο βράδυ στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Τι λέτε; Θα τα καταφέρετε;”

Όση ώρα περίμενε απάντηση απ’ την οδοντίατρο, παρατηρούσε παραξενεμένος τις συσπάσεις στη γυρισμένη πλάτη της, καθώς τοποθετούσε στον κλίβανο τα χρησιμοποιημένα εργαλεία.

“’Η εκδίκηση του νεκρού’. Αυτός δεν είναι ο τίτλος σας; Είμαι σίγουρη πως άλλο ένα best seller θα προστεθεί στη λίστα με τα βιβλία σας, κύριε Μοσκώφ. Και ναι, θα έρθω οπωσδήποτε. Έχω ένα λόγο παραπάνω για να το κάνω…”

Ο Ερρίκος Μοσκώφ, καταξιωμένος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, έκανε τις εξής διαπιστώσεις, καθώς αποχωρούσε εκείνο το βράδυ απ’ το οδοντιατρείο της Βαλάση.

Πρώτον, ήταν μια εξαιρετική γιατρός. Τα κιτρινισμένα απ’ τα τσιγάρα και την προχωρημένη ηλικία δόντια του, έδωσαν τη θέση τους σε μια κατάλευκη οδοντοστοιχία που, στο εξής, θα του επέτρεπαν να χαμογελάει με καμάρι.

Δεύτερον, ήταν μια μυστηριώδης γυναίκα τελικά. Δεν τον χρέωσε για την πολύμηνη εργασία της και το μόνο αντάλλαγμα που ζήτησε, ήταν να διαβάσει έναν ευμεγέθη πάκο με τις σημειώσεις της και να γράψει το επόμενο βιβλίο του με θέμα τη βιογραφία της.

Μ’ αυτές τις σκέψεις και μ’ έναν σφραγισμένο φάκελο υπό μάλης, βρέθηκε στην εξώπορτα της πολυκατοικίας που στεγαζόταν το οδοντιατρείο της Αντιγόνης Βαλάση. Υποσχέθηκε να μελετήσει τα χειρόγραφά της και να επικοινωνήσουν την επόμενη εβδομάδα για να κανονίσουν μια συνάντηση. Το ίδιο βράδυ θα έριχνε μια βιαστική ματιά στις πρώτες σελίδες και στη συνέχεια θα τις επέστρεφε άρον-άρον στον φάκελο, για να τον παραχώσει τελικά στο συρτάρι του. Δεν θα ολοκλήρωνε ποτέ την ανάγνωση, αφού την βρήκε μελοδραματική και αταίριαστη με το ύφος του.  Τι δουλειά άλλωστε είχε αυτός με βιογραφίες; Τον περίμενε μια θριαμβευτική βραδιά με την παρουσίαση του τελευταίου του έργου και δεν είχε επ’ ουδενί βλέψεις ν’ αλλάξει το είδος γραφής που υπηρετούσε με συνέπεια τα τελευταία χρόνια. “Να δω βέβαια πώς θα της το σερβίρω με τρόπο…” σκεφτόταν ενόσω αυτοθαυμαζόταν, χαμογελαστός, μπροστά στον καθρέφτη του. Κάτι θα σκαρφιζόταν. Ως την επόμενη εβδομάδα, ήταν βέβαιος πως θα έβρισκε μια ευγενική δικαιολογία για να την αποφύγει, αλλά και ένα ακριβό δώρο για να μετριάσει την υποχρέωσή του απέναντί της.

Προς μεγάλη του ανακούφιση, τη βραδιά της παρουσίασης, διαπίστωσε πως η οδοντίατρος δεν ήταν ανάμεσα στο πολυπληθές κοινό του. Ωστόσο δεν έφευγε απ’ το μυαλό του η εκκρεμότητα που είχε μαζί της. “Θα της τηλεφωνήσω οπωσδήποτε από βδομάδα, να τελειώνω μ’ αυτή την ιστορία” σκεφτόταν το ίδιο βράδυ που βούρτσιζε τα κατάλευκα δόντια του. “Δεν έχω παρά μονάχα να την επισκεφτώ μ’ ένα καλό δώρο για να πατσίσουμε, μάλλον ένα κόσμημα…”

~ // ~

[2 μήνες πριν]

Στο μικρό καφέ που στεγαζόταν στο ισόγειο της πολυκατοικίας, η Αντιγόνη Βαλάση συνήθιζε να παίρνει τον πρωινό καφέ της, πριν ανοίξει το οδοντιατρείο της. Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό έδειχνε απρόθυμη να ανέβει ως τον τέταρτο όροφο και κάθισε για αρκετή ώρα σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι, με το απλανές βλέμμα της να χαζεύει τους περαστικούς. Κάθε τόσο, γυρνούσε ανήσυχη προς τα ενδότερα του μαγαζιού και τον αναζητούσε με τα μάτια της. Ο Παράσχος κατάλαβε πως δεν θα ξεμπέρδευε πάλι εύκολα με δαύτην. Την πλησίασε, αφού παρέδωσε στον μεταφορέα μια παραγγελία με καφέδες και νερά. “Πήγαινε στη δουλειά σου, να κάνω κι εγώ τη δικιά μου. Θα τα πούμε το βράδυ στο γνωστό μέρος. Φύγε όμως τώρα. Έχω πολλή δουλειά”.

Αν υπήρχε κάποιος περαστικός στο μέρος που συναντήθηκαν το ίδιο βράδυ, σίγουρα θα παραξενευόταν απ’ το θέαμα που θα αντίκρυζε, ακόμα κι αν δεν άκουγε ούτε λέξη απ’ όσα ειπώθηκαν. Το σημείο όμως που επέλεγαν για τις κρυφές συναντήσεις τους ήταν εντελώς απόμερο, μακριά απ’ τον τελευταίο οικισμό της περιοχής. Εκείνη έβγαλε απ’ την τσάντα της ένα μικρό περίστροφο και το κράδαινε στο μέρος του, με την κάνη γυρισμένη προς το μέρος της. Εκείνος έκανε αδέξιες κινήσεις για να την αποφύγει. Του μιλούσε ψιθυριστά με ακατάληπτες φράσεις, σχεδόν λαχανιασμένη. Της απαντούσε με τα χέρια του σηκωμένα ψηλά, με το βλέμμα της άρνησης αποτυπωμένο στο πρόσωπό του. Εκείνη ξέσπασε στα κλάματα. Την αγκάλιασε τρυφερά απ’ τους ώμους και την τράβηξε προς το παρκαρισμένο αυτοκίνητό της. Σε λίγη ώρα θα ξεκινούσε τη διαδρομή του, κι αφού θα διέσχιζε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι, θα έβγαινε στον κεντρικό δρόμο.

~ // ~

[2 μήνες μετά. Απόσπασμα απ’ τη δικογραφία της υπόθεσης:]

Παράσχος Δελατόλας. 35 χρονών, υπάλληλος του καφέ μπαρ, απ’ όπου η Βαλάση έπαιρνε κάθε πρωί τον καφέ της. Απ’ τον καιρό που επισκεπτόμουν το οδοντιατρείο της, μου είχε τραβήξει την προσοχή αυτός ο τύπος. Τον είχα δει αρκετές φορές να βγαίνει απ’ το ιατρείο, αφού του έφτιαχνε την σάπια οδοντοστοιχία του, όπως μου είχε εμπιστευτεί η Βαλάση. Τον λυπόταν γιατί δεν είχε χρήματα για τέτοιες ‘πολυτέλειες’ -αυτή τη λέξη είχε χρησιμοποιήσει- και εκείνη ανέλαβε τη θεραπεία του δωρεάν. Ομολογώ πως μου μπήκαν πονηρές σκέψεις στο μυαλό, βλέποντας τη στενή σχέση που είχαν δημιουργήσει. Γρήγορα όμως οι υποψίες μου εξαϋλώθηκαν, αφού διαπίστωσα πως επρόκειτο όντως για ένα προβληματικό άτομο. Και η αγαπημένη μου οδοντίατρος ήταν πάντα δοτική σ’ όποιον είχε ανάγκη. Μέχρι την ημέρα που επισκέφτηκα το ιατρείο της για να διαπιστώσω γιατί δεν απαντούσε στις κλήσεις μου, είχα ξεχάσει εντελώς την παρουσία του. Ναι σωστά, είχαμε συμφωνήσει να μιλήσουμε στα τέλη του περασμένου Ιούνη. Το θυμάμαι καλά, γιατί πριν μια βδομάδα είχε γίνει η παρουσίαση του βιβλίου μου, στην οποία η Βαλάση δεν ήρθε, παρότι μου είχε υποσχεθεί πως θα είναι παρούσα. Στην τελευταία μας συνάντηση, μου είχε παραδώσει ένα πακέτο με χειρόγραφες σημειώσεις της και εγώ θα αναλάμβανα να γράψω τη βιογραφία της. Ωστόσο δεν φάνηκε το βράδυ της παρουσίασης κι εγώ την αναζήτησα στο τηλέφωνο. Την καλούσα συνεχώς επί μέρες. Το κινητό της έδειχνε ότι είναι εκτός σύνδεσης και το σταθερό του ιατρείου δεν απαντούσε. Την ημέρα που επισκέφτηκα το ιατρείο της, αντίκρυσα ένα σημείωμα κολλημένο στην πόρτα της. ‘Το ιατρείο θα παραμείνει κλειστό λόγω θερινών διακοπών’, κάτι τέτοιο έγραφε…

Βγαίνοντας απ’ την πολυκατοικία, αναγνώρισα αμέσως τον υπάλληλο του καφέ-μπαρ που ήταν στο ισόγειο. Ήταν ο Παράσχος. Δίχως δεύτερη σκέψη, μπήκα στο μαγαζί και παράγγειλα καφέ. Μόλις ήρθε να με σερβίρει, τον ρώτησα ευθέως για την εξαφανισμένη οδοντίατρο. Του είπα για τις ανησυχίες μου και του ζήτησα να μου πει τι γνωρίζει για την υπόθεση. Υπαινίχτηκε τον ανήξερο και μου ζήτησε το λόγο που απευθύνομαι σ’ αυτόν –‘έναν απλό καφετζή-, όπως μου είπε. Δικαιολογήθηκα πως το κάνω λόγω της φιλικής σχέσης που ήξερα πως έχουν. Μου προξένησαν υποψίες οι νευρικές αντιδράσεις και οι αμήχανες απαντήσεις του. Έδειχνε πως ήθελε να με ξεφορτωθεί, επικαλούμενος πως πρέπει να γυρίσει στο πόστο του. Ωστόσο, το μαγαζί ήταν απολύτως άδειο εκείνη την ώρα.

Εκείνο που με κινητοποίησε και πήγα κατευθείαν στην αστυνομία, ήταν ο επίλογος στις σημειώσεις της Βαλάση:

‘Κι αν οι σελίδες αυτές απ’ τη ζωή μου, αποτυπώνουν ένα μικρό ανυπεράσπιστο κορίτσι, ο κρυφός μου πόθος είναι να βρω κάποιον να το δολοφονήσει’…

Στην αστυνομία πληροφορήθηκα πως δεν έχει δηλωθεί εξαφάνιση απ’ τον σύζυγο. Έμαθα μάλιστα από γνωστό μου πρόσωπο μέσα στο τμήμα πως, αν και τον ειδοποίησαν για την καταγγελία μου, εκείνος δήλωσε απροθυμία να βοηθήσει, αφού είχε απομακρυνθεί απ’ τη συζυγική εστία το τελευταίο διάστημα. Στράφηκα στους συγγενείς της, αλλά κι αυτοί δεν είχαν ιδέα για την τύχη της. Κι όπως ήδη γνωρίζετε, από κοινού με την αδερφή της Βαλάση, πήραμε την πρωτοβουλία να ξεκινήσουμε τις διαδικασίες αναζήτησής της”.

~ // ~

[«Κατά παραγγελία δολοφονία» - Aπ’ το οπισθόφυλλο του τελευταίου βιβλίου του Ε. Μοσκώφ]

Η πρόχειρα θαμμένη σορός μιας γυναίκας ανακαλύπτεται τυχαία από κυνηγόσκυλα, σε μια έρημη περιοχή του Μαρκόπουλου. Έχει πυροβοληθεί πισώπλατα από κοντινή απόσταση. Στ’ αυτιά της φοράει ωτασπίδες. Ο ιατροδικαστής εκτιμάει πως η δολοφονία διαπράχθηκε το τελευταίο 24ωρο.

Ένας νεαρός εμπλέκεται στην υπόθεση και οι έρευνες γρήγορα θα οδηγήσουν σ’ αυτόν. Μετά από αντιφάσεις, θα ομολογήσει πως εκτέλεσε την διακαή επιθυμία της οδοντιάτρου να την λυτρώσει απ’ το μαρτύριο που ζούσε. Οι σημειώσεις που είχε αφήσει η εκλιπούσα στον συγγραφέα -με την προοπτική να γραφεί η βιογραφία της-, αλλά και το γεγονός ότι δεν υπήρξε οικονομικό κίνητρο, ελάφρυναν την ποινή του δράστη, αλλά και δίχασαν την κοινή γνώμη.

Το όπλο του εγκλήματος βρέθηκε πεταμένο λίγα μέτρα μακριά απ’ το πτώμα. Η υπόθεση έκλεισε για την αστυνομία. Ωστόσο δεν ερευνήθηκε επαρκώς το γεγονός ότι το μικρό περίστροφο που έκοψε το νήμα ζωής της οδοντιάτρου, προερχόταν απ’ την προσωπική συλλογή του συζύγου της, την οποία διατηρούσε στην παράνομη γκαρσονιέρα που ενοικίαζε για τις εξωσυζυγικές του συνευρέσεις. Κι η γυναίκα του δεν είχε ποτέ πρόσβαση εκεί…”

Σημείωση: Το βιβλίο του Μοσκώφ διακρίθηκε ως «το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς». Ο διάσημος συγγραφέας θα αναζητήσει τον Παράσχο, μετά την αποφυλάκισή του, για να του αποδώσει μέρος των εισπράξεων και να προτείνει να του γράψει την βιογραφία του. Ο Παράσχος όμως είναι εξαφανισμένος…

ëΗ ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και είναι εμπνευσμένη απ’ την δολοφονία που συγκλόνισε την Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1994. Πληροφορίες και πηγή, εδώ:

[*] Η συμμετοχή μου στο νέο συγγραφικό δρώμενο: “Μια ιδέα – μια έμπνευση” που οργανώνει και συντονίζει ο Γιάννης μας στον ΗΔΥΠΟΤΟΝ

Στην κατηγορία «Μυστήριο» και με κεντρική ιδέα την παρακάτω φράση:

"Μια γυναίκα, επισκέπτεται έναν επώνυμο συγγραφέα. Τού κάνει μια ελκυστική πρόταση να της γράψει τη βιογραφία της. Ο συγγραφέας θα την αναζητήσει τις αμέσως επόμενες μέρες για να προχωρήσουν. Η γυναίκα όμως έχει εξαφανιστεί"

 


 [Oι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους]


Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

«Τα χάπια σου, τα πήρες;»

 


Ήταν η καθιερωμένη ‘καληνύχτα’ τους λίγο πριν κλείσουν αποκαμωμένοι τα βλέφαρά τους και παραδοθούν στις αγκάλες του Μορφέα. Κι ας το ήξεραν καλά κι οι δυο τους πως ακολουθούσαν κατά γράμμα τις οδηγίες των γιατρών. Πιεσόμετρο, φάρμακα, γιαουρτάκι με λίγα λιπαρά και συγκινήσεις με ρέγουλο, ήταν η απαράβατη καθημερινότητά τους. Παρέα μ’ ένα παλιό μπαστούνι από ξύλο κρανιάς, ψηλόκορμο σαν τον Φιλάρετο, στηριγμένο στην αλουμινένια περπατούρα της Δαφνούλας του. Στην είσοδο της μικροσκοπικής γκαρσονιέρας τους, χωμένης σ’ ένα απ’ τα τεράστια συγκροτήματα γκρίζων πολυκατοικιών στο κέντρο της πόλης.

Θα σφηνώσει την κουβέρτα τρυφερά γύρω απ’ τους ώμους της, να μη βρει χαραμάδα η παγωνιά να τρυπώσει στο γέρικο κορμί της, κι αυτή θα κουρνιάσει στην αγκαλιά του και θα του υπενθυμίσει το ταξίδι που έχουν σ’ εκκρεμότητα και που όλο το αναβάλλουν και πως αύριο που θα έχει λιακάδα, είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία να πάνε ως εκεί. Θα της υποσχεθεί πως, αν ξημερωθούν κι έχουν δυνάμεις, θα πάρουν τα μπαστούνια τους και θα σύρουν τα βήματά τους ως την πλατεία. «Θα σε κεράσω και ρυζόγαλο απ’ το Πελίτ», θα της ψιθυρίσει στο ημίφως κι αυτή θα του γκρινιάξει πως θα τους ανέβει πάλι το ζάχαρο με τα καμώματά του αυτά. Κι όλο θα κουκουβίζει πλάι του, με τα πόδια της διπλωμένα μέσα στα δικά του, παλιά συνήθεια κι αυτή, από τότε που τουρτούριζαν στις υγρές χαμοκέλες της νιότης τους και ζεσταινόντουσαν απ’ τα χνώτα τους και μια λάμπα πετρελαίου.

Αν είχε όντως λιακάδα την επόμενη μέρα, θα ξεροστάλιαζαν ολημερίς στο σκουροπράσινο παγκάκι της πλατείας. Άραγε να ήταν ακόμα σκαλισμένα τα ονόματά τους στο ροζιασμένο ξύλο; «Με τόσα στρώματα βερνίκι που θα το ’χουν περάσει, θα έχουν σβήσει πια» θα της έλεγε στη διαδρομή. «Και τι μ’ αυτό;» θα του αποκρινόταν με πείσμα, «εμείς έχουμε τις μνήμες μας που δεν τις σβήνει κανένα βερνίκι!»

Αν είχε λιακάδα την επόμενη μέρα, θα γινόντουσαν ξανά δυο ερωτευμένα παιδιά που διεκδικούν αδιαπραγμάτευτα την ευτυχία τους. Θα αντάλλαζαν πεταχτά φιλιά και όρκους αγάπης και θα ξανασκάλιζαν τα ονόματά τους στο παγκάκι, κάτω απ’ το ασημένιο φως του φανοστάτη. Η διαδρομή ως την πλατεία, μια ευθεία δρόμος που παλιά την έκαναν με γρήγορες δρασκελιές, τώρα φάνταζε σαν μια οδύσσεια που ήθελε υπομονή και κουράγιο. «Όσο μπορείτε, να περπατάτε» ήταν η συμβουλή του γιατρού. Κι άντε να του εξηγήσεις τώρα του επιστήμονα πως τα ρημαγμένα πόδια κρέμονται σαν βαλσαμωμένα κούτσουρα στα γέρικα κορμιά. Πόδια που πενθούν για όσα δεν πρόλαβαν να περπατήσουν, πόδια που δεν πάτησαν ποτέ σε ηλιόλουστες λεωφόρους, παρά μονάχα σε καρόδρομους με αγκάθια και αγριόπετρες.

Ευτυχώς που δεν είχε λιακάδα την επόμενη μέρα. Άνοιξαν οι ουρανοί και ξέπλυναν με τα δάκρυα του Θεού τις ανομίες των ανθρώπων. Κομμένοι κορμοί δέντρων, λαμαρίνες θεόρατες που έκλειναν την πρόσβαση στην πλατεία, ξεριζωμένα παγκάκια, αποκεφαλισμένοι φανοστάτες, σκουριασμένες παιδικές κούνιες και ξεριζωμένα αγριολούλουδα απ’ τα άρβυλα των φρουρών της τάξης. Όλα τα συντρίμμια που είχαν αφήσει πίσω τους οι ταχυμεταφορείς της ανάπτυξης, έγιναν μια άμορφη μάζα φθαρτών υλικών.

Μανταλώσανε το παράθυρο να μη γλιστρήσει η βροχή απ’ τα φουσκωμένα κουφώματα. Οι αφίσες στον αντικρινό τοίχο μούλιασαν. Ένα παιδί είχε γράψει με κατακόκκινη μπογιά χτες βράδυ το σύνθημα. «ΑirBnb παντού – Γείτονες πουθενά». Πάνω στο κομοδίνο, το τικ τακ του ρολογιού ακούγεται σαν χαλασμένη βρύση που ξερνάει τις τελευταίες σταγόνες της κλεψύδρας. Σύμβαση ορισμένου χρόνου κατάντησαν τη ζωή. «Κι αυτοί οι συνταξιούχοι, δεν πεθαίνουν κιόλας… ζούνε αρκετά χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή τους» όπως είχε πει κάποτε κι ένας πολιτικός γυρολόγος.

«Τα χάπια σου, τα πήρες

Σαν το φυλλαράκι που έπεσε ηττημένο απ’ το κομμένο δεντρί της πλατείας, ακούστηκε η φωνή της. Πού πήγε και θυμήθηκε βραδιάτικα το παραπονιάρικο ηπειρώτικο που τραγουδάγανε παλιά στο κουζινάκι τους;

Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμιούμαι και λυπιούμαι,
θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πααίνω.

 


ëΗ συμμετοχή μου στο δρώμενο «Στείλε μήνυμα» που οργανώνει η Mαίρη στη ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ της. Μια εικόνα και μια ιστορία, όπως ο καθένας μας την εμπνέεται και την εκφράζει. Η συγκεκριμένη είναι αφιερωμένη σε κάτι «πεισματάρηδες και κακομαθημένους συνταξιούχους» που αντί να πάνε να πεθάνουν, αυτοί κάθονται και αγαπιούνται. Οι αθεόφοβοι!...

Σάββατο 13 Μαΐου 2023

Μανάδες παντός καιρού

 



Mετά από σκληρές διαπραγματεύσεις με την εκπρόσωπο των οικονομικών θεμάτων, το αίτημα ναυάγησε.

«Δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για έκτακτες παροχές. Το χρέος μας ξεπερνά κατά πολύ το εισόδημά μας και κινδυνεύει να μην είναι βιώσιμο».

«Δηλαδή δεν γίνεται να τις πάρω;»

«Όχι! Ίσως το 2024 και εφόσον καταφέρουμε να ενταχθούμε σ’ ένα νέο δημοσιονομικό πλαίσιο. Άφησέ τις πίσω στο ράφι, τώρα αμέσως!»

Παρασκευή απόγευμα. Ταμείο νούμερο 6, σε μεγάλο σούπερ μάρκετ. Το αίτημα αφορούσε ένα κουτάκι καραμέλες, που το μεγαλύτερο εκ των τριών κοριτσιών της οικογένειας ζητούσε επιτακτικά να προσθέσουν στο καρότσι με τα λιγοστά ψώνια τους. Τα παρακάλια της ακολούθησαν διαμαρτυρίες και παράπονα. «Επειδή είμαι η μεγαλύτερη, μια ζωή με ρίχνεις, εμένα… τι ζητάω μωρέ;… ένα κουτάκι καραμέλες είναι…»

Οι καραμέλες επέστρεψαν άρον άρον στο ράφι τους και τέσσερις γυναικείες φιγούρες, απ’ όλη την ηλικιακή κλίμακα, αποχώρησαν προς την έξοδο σα δαρμένα σκυλιά. Η πιο μικρή της παρέας ίσως και να μην είχε κατανοήσει εντελώς τι είχε γίνει. Προχωρούσε με ανέμελα βηματάκια πίσω απ’ τις αδερφές της, χαζεύοντας τον κόσμο τριγύρω, τα καλάθια του νοικοκυριού και τα πολύχρωμα μπαλόνια μας εταιρείας που εμπορεύεται ρεύμα «σε απίστευτα χαμηλές τιμές».

Αύριο, ίσως να χαρίσει μια ζωγραφιά στη μητέρα της με καρδούλες και λουλούδια. Μεθαύριο, ίσως να θυμώσει κι αυτή για μια ανεκπλήρωτη επιθυμία της. Αργότερα που θα γίνει κι αυτή μητέρα, ίσως να φοράει το ίδιο φθαρμένο πανωφόρι και να σέρνει το καρότσι της ζωής με όση αξιοπρέπεια μπορέσει να διασώσει.

Κι όποιος δεν έχει δει μια τέτοια σκηνή από κοντά, καλύτερα να μη μιλάει για σκληρούς διαπραγματευτές και σπουδαίους τραπεζίτες που «καταστρώνουν σχέδια διάσωσης» και «πασχίζουν να εξοικονομήσουν κονδύλια», βουλιαγμένοι στη δερμάτινη πολυθρόνα του γραφείου τους. Είναι πολύ εύκολο να εποπτεύεις τράπεζες και δείκτες ρευστότητας. Αλλά είναι πολύ ζόρικο και θέλει γερό στομάχι να παραδέχεσαι δημόσια την ήττα σου στο παιδί σου.

Χρόνια πολλά σ’ όλες τις μανάδες που παλεύουν άγριους δράκους με φωτόσπαθα. Που τα βράδια καταστρώνουν σχέδια επιβίωσης, μετράνε κουπόνια, ψιλά και υπολείμματα αντοχών κι ύστερα ξαναγίνονται μικρά κορίτσια, φορούν το νεανικό τους φουστάνι και βουρκώνουν για τα ματαιωμένα τους όνειρα. Πίσω απ’ τα ερωτικά ραβασάκια της νιότης τους, ίσως να σημειώσουν τη λίστα με τα ψώνια της επόμενης βδομάδας. Κουτσουρεμένη πάντα, αλλά με περισσή ευθύνη. Και αγάπη.

Και με την προσδοκία να υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα για ένα κουτάκι καραμέλες…

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

Δαχτυλιές στα τζάμια

 


Όχι μωρέ, δεν ανησυχώ για εσάς. Σιγά που θα χολοσκάσω. Tα νεύρα μου έχω που λερώνετε τα τζάμια. Πάνω που τα είχα κάνει λαμπίκο. Ούτε ένα τόσο δα αλλόγλωσσο λεκεδάκι δεν υπήρχε. Όλα παστρικά, χριστιανικά και γαλανόλευκα. Κι αν περιμένετε τώρα με περισσό θράσος να σας ανοίξω την εξώθυρα, είστε γελασμένα. Δεν υποκύπτω στα παιδικά σας τσαλίμια, εγώ! Και να λέτε κι ευχαριστώ που δεν σας πυροβολώ στο δόξα πατρί. Που δεν σας βουτάω πίσω στη θάλασσα να σας φάνε οι σμέρνες. Που δεν σας περνάω απέναντι στο ξερονήσι να ψοφήσετε απ’ τη δίψα.

Tι παραμιλάς πάλι, ρε Παντελή; Ποιος σε πείραξε;

Τι ρωτάς κι εσύ; Δεν βλέπεις πώς ρήμαξε η ζωή μας; Φύγανε τα παιδιά μας μετανάστες κι ερήμωσε το νησί μας, Παναγή. Και σα να μην έφταναν τόσα βάσανα, μας κουβαλήθηκαν κι οι βρωμιάρηδες από τ’ αντικρινά παράλια.

Τι σου κάνανε δηλαδή; Εσύ ούτε που έχεις πατήσει ποτέ να συνδράμεις, κάθε που έχουμε διάσωση.

Aν είσαι χριστιανός!... Πώς είναι δυνατόν να συντρέχεις τους αλλόθρησκους;

Κι εσύ που είσαι, τι χριστιανικό κάνεις στη ζωή σου, ρε Παντελή;

Είναι να το ρωτάς; Δεν είμαι ολημερίς στο εκκλησάκι μας να το φροντίζω; Δεν το καθαρίζω ανελλιπώς, δεν ποτίζω τους βασιλικούς, δεν τρέχω κάθε μέρα στο ξεροβόρι για να τραβώ την τριχιά της καμπάνας μας, δεν ασπρίζω κάθε Λαμπρή τις πεζούλες, δεν ανάβω τα καντήλια κάθε που σουρουπώνει, δεν γυαλίζω τα τάματα και τα μανουάλια; Μα κάτι ερωτήσεις που κάνεις, καημένε!

Καλά όλα αυτά, Παντελή. Μόνο που έτσι τα ορίζει η εκκλησία κι όχι η χριστιανοσύνη μας.

Και ποιος είναι ο εκπρόσωπος του Χριστού μας, ωρέ Παναγή; Δεν είναι ο Δεσπότης μας; Οι άγιοι πατέρες μας; Αν δεν ακούσουμε τις δικές τους προσταγές, ποιανού τα φιρμάνια θα υπακούσουμε;

Να σε ρωτήσω κάτι που το ‘χω απορία, μωρέ Παντελή;

Και δε ρωτάς;

Τόσα ναυάγια γινήκανε στις ακτές μας. Τόσες φορές βγήκαμε μια χούφτα συγχωριανοί να τους περιμαζέψουμε απ’ τα μανιασμένα νερά, τόσα παγωμένα κορμάκια που ξέβγαλε αυτή η θάλασσα… και μια φορά δεν χτύπησες την καμπάνα!

Άλλη δουλειά δεν έχω, παρά να βαράω το σήμαντρο κάθε τρεις και λίγο. Και τι θα γινόταν δηλαδή, θα ζωντανεύαν οι πνιγμένοι;

Να καλέσεις τους χριστιανούς να ’ρθουν να κάνουν το χρέος τους, Παντελή. Κι αν δεν μπορούν να πέσουν στο νερό να σώσουν έναν συνάνθρωπο, τουλάχιστον να την χτυπούσες πένθιμα κάθε που τους παραχώνετε σ’ εκείνη τη χωματερή ψυχών στο διάσελο. Ούτε ένα κατευόδιο δεν αξίζουν οι δύσμοιροι; Έτσι το λέει η χριστιανοσύνη σου;

Εγώ δεν έχω τέτοια αρμοδιότητα. Η καμπάνα χτυπάει όπως το ορίζει ο ιερός κανόνας. Τα παράπονά σου στον Δεσπότη! Κι άσε με τώρα γιατί έχω να καθαρίσω όλα τα τζαμιλίκια. Δες πώς τα κάνανε τα βρωμόπαιδα! Όλη τη μέρα κρεμόντουσαν απ’ έξω σαν αγριοπούλια και σκούζανε στη γλώσσα τους. Χτίκιασα μέχρι να τα διώξω.

Στο καφενείο άκουσα πως τα πήρατε με τις πέτρες. Αληθεύει;

Και τι να κάναμε δηλαδή; Να τ’ αφήναμε να μπουν στην εκκλησιά μας; Να μολύνουν τα ιερά και τα όσιά μας; Μα τι μου λες, βρε Παναγή;

Σου λέω πως όσους δεν τους σκότωσαν οι πόλεμοι κι οι θάλασσες, τους αποτελειώσανε τα κοράκια, Παντελή. Βάρα εσύ την καμπάνα σου στον άγιο κι ύστερα πετροβόλα τους κατατρεγμένους. Άναβε τις καντήλες σου και γύρνα την πλάτη σου στα παιδιά που έρχονται ικέτες στα πόδια σου. Να το βράσω το τελετουργικό σου, Παντελή!

//

Τα τζάμια τ’ αναθεματισμένα δεν ξεθαμπώνανε με τίποτα. Λες κι είχαν χαραχτεί πάνω τους οι παιδικές μορφές που εκλιπαρούσαν ν’ ανοίξουν οι πύλες του παραδείσου. Κι έτσι όπως ανταμώσανε τα βλέμματα των παιδιών με τις μορφές των αγίων στο εσωτερικό του ναού, ακούστηκε άξαφνα το αναίτιο καμπάνισμα, από αόρατο χέρι που ανέμιζε δυνατά την τριχιά. Ο Παντελής σταυροκοπήθηκε. Η μανιασμένη φωνή του Παναγή απομακρυνόταν ολοένα, καθώς κατηφόριζε προς τη θάλασσα.

 // 

Τρίβε Παντελή, ξεπέτσιασε τα γυαλιά και τις πέτρες. Και κάθε που ακούγεται το ανεπίστρεπτο πετάρισμα μιας ψυχής, εσύ βάρα την καμπάνα σου. Τι αξία έχει ο θρηνητικός σπαραγμός μιας μάνας, μπροστά στο απαράβατο τελετουργικό σου; Πόσο πιο θλιβερή μπορεί να είναι μια θάλασσα που την ταΐζουμε ανθρώπινο κρέας, απ’ τη μάταιη συνειδητοποίηση πως η κλεψύδρα σου ξοδεύτηκε στα ντιν-νταν και στο παράχωμα πτωμάτων; Κι όταν αποκάμεις τα τζάμια, να δω πώς θα ξεσκοτεινιάσεις τη συνείδηση σου… Εκεί σε θέλω, κυρ Παντελή!

 


ëΗ συμμετοχή μου στον 5ο κύκλο της μίνι σκυτάλης, ένα δρώμενο που οργανώνει η Mary Pertax στο ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ. Με όχημα μια φωτογραφία, ταξιδεύουμε τις σκέψεις και ξεδιπλώνουμε τις ιστορίες μας. Καλή συνέχεια στους επόμενους “δρομείς” αυτής της υπέροχης συλλογικής διαδρομής.