Κάθε φορά που αργούσες να γυρίσεις σπίτι, γινόμουν έξαλλος. Η μάνα σου με συγκρατούσε να μην σ’ αρπάξω απ’ την αλογοουρά και σε πλακώσω στις σφαλιάρες. Κι ήταν κάτι βράδια που ερχόμουν “φτιαγμένος” απ’ την υπηρεσία, ο Θεός να με συγχωρέσει, μα έβλεπα στο πρόσωπό σου όλα εκείνα τα τσογλάνια που μας πετάγανε μολότοφ, λίγο νωρίτερα. Πώς γλύτωσε απ’ τα χέρια μου εκείνο το κωλόπαιδο που μας έριξε το καπνογόνο μες στην κλούβα; Πώς; Άγιο είχαμε και δεν λαμπαδιάσαμε όλοι μας… Μα τι λέω; Oι άλλοι είχανε τον άγιο με το μέρος τους. Εγώ, όμως, δεν έπρεπε να ζήσω, εκείνο το βράδυ. Χίλιες φορές να γινόμουν κάρβουνο και να μην περνούσα αυτό το μαρτύριο που ζω τώρα… Να μην βρισκόμουν εδώ, απόψε. Ας γινόταν να γυρίσω το χρόνο, λίγες μέρες πίσω…
Απόψε είναι τα γενέθλιά σου. Αν ζούσες, θα σου έκανα ένα απ’ αυτά τα σαχλά δώρα που συνήθιζα να σου παίρνω, από τότε που ήσουν πιτσιρίκι. Όχι πως πολυνοιαζόμουν για γενέθλια και τέτοιες μαλακίες, πιο πολύ γούσταρα να μπαίνω στο μάτι της μάνας σου. Για να την θυμώσω και να της πάω κόντρα που σ’ ονειρευόταν επιστήμονα διανοούμενο. Κάτι βράδια που σηκωνόμουν για τουαλέτα κι έβλεπα το φως του δωματίου σου αναμμένο, σκύλιαζα. Ήξερα πως διαβάζεις πάλι, σε άκουγα να φυλλομετράς και να τακτοποιείς στα ράφια τα βιβλία σου, και με το ζόρι κρατιόμουν να μην χιμήξω μέσα και να τα κάνω όλα λαμπόγυαλο. Ήταν κι αυτή η φράση που μου είχες πει κάποτε, και μου θόλωνε το μυαλό, βρε αγόρι μου. “Εγώ, δεν πάω στρατό, δεν πιάνω όπλο στα χέρια μου, να το ξέρεις!” Κι ήταν το πιο μεγάλο ψέμα που μου είπες!
Θυμάσαι πέρσι που ᾽κλεισες τα δεκαοχτώ και σου ᾽κανα δώρο εκείνο το αεροβόλο; Η άλλη είχε φρικάρει και με κέντριζε σαν τη σφίγγα με τα μάτια της. Θυμάσαι τη φάση που αυτή ωρυόταν, κι εγώ σε γραπώνω απ’ την κουκούλα και κλειδωνόμαστε στην κουζίνα; Τι γέλια είχα ρίξει τότε, ο μαλάκας! Ήθελα να σε κάνω άντρα, έτσι το εννοούσα εγώ το πέρασμά σου στην ενηλικίωση. Κι όσο άκουγες τις τσιρίδες της και δείλιαζες, εγώ σου φώναζα: “Άσ’ τηνε, μωρέ, την υστερικιά, κι έλα να σου μάθω καλό σημάδι”. Κι ανοίγω το παραθυράκι της κουζίνας και… μπαμ-μπαμ-μπαμ… πάρ ᾽τα κάτω τα νεράντζια στον κήπο. “Ε; Με παραδέχεσαι, δικέ μου;” σου φώναζα πωρωμένος. Και τότε σου έδωσα το αεροβόλο. “Ρίξε, ρε!” Θυμάσαι;
Έτρεμες σαν το ψάρι, φουκαρά μου… Και πού να ᾽ξερες πως εγώ έτρεμα περισσότερο από σένα! Κι όταν έβαλες την κάνη στο λαιμό σου, κιότεψα. “Να την πατήσω να γελάσουμε κι άλλο;” Το δάχτυλό σου έσφιγγε σιγά-σιγά τη σκανδάλη και στ’ άρπαξα τελευταία στιγμή απ’ τα χέρια. Είχα πάθει σοκ. Ορκίστηκα πως, τέρμα τα νταϊλίκια μαζί σου. Τόσο μαλάκας ήμουν! Χρόνια παίζω μ’ αυτά τα μαραφέτια κι εσύ με αφόπλισες με μία σου φράση.
Το θυμάσαι κι αυτό; Καλό εργαλείο, αξιόπιστο και γρήγορο. Βρίσκει πάντα το στόχο του. Μας το δώσανε τις προάλλες στην υπηρεσία, για ν’ αποσύρουμε τα παλιά περίστροφα. Παλιατζούρες πια. Ενώ αυτό; Τεφαρίκι σου λέω, δικέ μου! Μα πού στο διάολο το ξετρύπωσες, μου λες; Το κρατούσα καλά κρυμμένο στο σπίτι. Έτσι νόμιζα, ο μαλάκας. Αχρησιμοποίητο ήταν. Ολοκαίνουργιο, του κουτιού! Μία σφαίρα έλειπε μόνο απ’ τη θαλάμη του. Αυτή που ξεσφήνωσαν απ’ την καρωτίδα σου. Την καθάρισα, τη γυάλισα και την έδωσα στη μάνα σου. Nα την έχει με τα πράγματά σου και να σε θυμάται. Τις υπόλοιπες σφαίρες τις πέταξα. Μία μου φτάνει. Ξέρω καλό σημάδι, τώρα πια. Στο ίδιο σημείο που μου έμαθες, εσύ, να σημαδεύω. Εδώ κάτω…
Χρόνια πολλά, αγόρι μου! Έρχομαι να το γιορτάσουμε παρέα… Άσε, πάλι μαλακίες λέω. Δεν έχω θέση στον παράδεισο που είσαι τώρα. Μια ζωή παραβίαζα το χώρο σου κι άρπαζα ό,τι σ’ έκανε ευτυχισμένο. Πατέρας να σου πετύχει!... Η τελευταία μου λεηλασία στο δωμάτιό σου, έγινε απόψε. Έκλεψα το φούτερ σου. Αυτό το μαύρο με την κουκούλα που δεν το έβγαζες από πάνω σου. Έχει τη μυρωδιά σου, ακόμα. Όλα μυρίζουν εσένα, πια. Όλα…
Σαν βεγγαλικό που ξερνάει τον κόκκινο καπνό του θα τιναχτεί το κεφάλι μου. Η ύστατη συγγνώμη μου, πριν ριχτώ καταμεσής στην κόλαση.
Είναι η συμμετοχή μου στη Φωτο-Συγγραφική σκυτάλη #4, που οργανώνει η MaryPertax στο ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ.
Με τη σειρά μου παραδίδω τη Φωτο-Σκυτάλη μου στην αγαπημένη μας φίλη Ρούλα Σμαραγδάκη. Είναι μια φωτογραφία εποχής, με Χριστουγεννιάτικο πνεύμα και νοσταλγική διάθεση. Πηγή:
Και η λέξη που θα πρέπει να χρησιμοποιήσει στην ιστορία της είναι: "παραμύθι"
Μαίρη μου, ένα ειλικρινές ευχαριστώ για την ομαδικότητα και τη συλλογική δουλειά που απολαμβάνουμε μέσα απ’ αυτό το παιχνίδι!