Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Καλή Χρονιά!


Ρεφενέ “ρεβεγιόν” απόψε, με ό,τι μας βρίσκεται διαθέσιμο.

Να καλοπιάσουμε το φόβο, να κάνουμε το φαρμάκι πετιμέζι, να γεφυρώσουμε τις αποστάσεις και να υποσχεθούμε ο ένας στον άλλο πως θα τη φτιάξουμε καλύτερη τη χρονιά που καταφτάνει.  

Κι όσο έξω μετρούν κεφάλια και χαμόγελα, ας μην τους κάνουμε το χατίρι. Μόνο με την αγάπη και την ανθρωπιά προχωράνε οι κοινωνίες μπροστά. Με ανθρώπους που τολμάνε να έχουν οράματα. Που είναι ρομαντικοί, ιδεολόγοι, που πολεμάνε έστω και για μια στάλα δικαιοσύνης, που κρατάνε σταθερές τις αξίες τους, που κάνουν πράξη την αλληλεγγύη. Που βιώνουν την αδικία με αξιοπρέπεια και το κεφάλι ψηλά.

Για όλους αυτούς, που τελικά είναι πολλοί.

˚*•̩̩͙•̩̩͙*˚ Καλή Πρωτοχρονιά και δύναμη στις ψυχές μας! ˚*•̩̩͙•̩̩͙*˚

 Photo: Henri Cartier-Bresson

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Δι’ ευχών

 


 «Ο  ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…» *

Καημένε μου Βάρναλη

και να ̓σουνα σε μια μεριά

να θωρούσες το σύγχρονο γέροντα

βαριαναστενάζοντα και νεφελοσκεπασμένο

κόπιασε να σε χαρώ

στην έρημη πόλη μου

εντός της μαθουσάλειας κάμαρής μου

να ξεγελάσουμε με κατιτίς

κι αυτά τα Χριστούγεννα

μέσα απ’ τα εικονίσματα φανερώσου

απ’ τα βιβλία σου τα ιερά ξεπρόβαλε

δεν έχω κι ένα ποτηράκι ρακή να σε φιλέψω

μόνο μια θαλασσοδαρμένη γωνιά νέμομαι

ένα τραπεζάκι σαρακιασμένο

ελάχιστα ψιχία εναπομείναντα απ’ τα χτες

μια καρέκλα παντέρημη

κι ένα καρφί πίσω απ’ την πόρτα

μια χλαίνη κλαίουσα και διάτρητη

ωσάν την γηραιάν καρδίαν μου

κρεμάμενη επί ξύλου

υπέρ πίστεως και πατρίδος πεσούσα

και εκ πενιχράς συντάξεως εκπεσούσα

 

κόπιασε κι εσύ

αόρατε καβαλάρη

αρχάγγελε και λυτρωτή μου

ντύθηκα την πανοπλία της λήθης

“αντέχει ακόμα ο παλιόγερος”

ραμφίζουν τ’ αγριοπούλια ολούθε

μα εγώ δεν χρήζω πλέον της αντιμισθίας τους

επιστρέφω νικητής στην παιδική μου φάτνη

ετούτο είναι το θαύμα Σου το μέγα

μεταλαβαίνω

το σώμα και το αίμα Σου

ένθεος και παραδομένος

στο έλεός Σου!»

Θαλπερή αύρα εισόρμησε 

στην υγρή κάμαρα

σπουργίτης κελάηδησε τη νεκρώσιμο

τσιμπολόγησε τ’ αντίδωρα

πάνω στο τραπέζι

και φτερούγισε ως το γαλάζιο ρυάκι

της απολησμονιάς

 

ένα μικρό αγόρι

έμπλεο χαράς

ξαναζούσε τα Χριστούγεννα

των αλκυονίδων εποχών

πανάλαφρη σαν κρυστάλλινη νιφάδα

ακροβολίστηκε η ψυχή του

αέρινη

όσο το φτεράκι

του συνεργού σπουργίτη.

 *Απόσπασμα απ’ “Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη” - Κώστας Βάρναλης (“Πεζός λόγος” εκδ. ΚΕΔΡΟΣ)

Πηγή φωτογραφίας


Συμμετείχε στο 26ο Συμπόσιο Ποίησης που οργάνωσε και φιλοξένησε, και φέτος, η Αριστέα μας.

Με εξαιρετικούς συνδαιτυμόνες κι αυτή τη φορά, συγκινητικές συμμετοχές που καταγράφουν εύγλωττα τη διάθεση των ημερών και μια άψογη πυργοδέσποινα που μας έκλεισε με τον πιο γλυκό τρόπο, ετούτη την ολότελα “πεζή” χρονιά. 

Εις το επανιδείν λοιπόν, ας είμαστε όλοι καλά, για ν’ ανταμώνουμε και να “ξεφαντώνουμε”.




Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Φως - Το xmas δέντρο των bloggers

 


Φρυκτωρίες με φωτιές φίλων

φίλιους φρύκτους να πυροδοτούν τους πυρσούς της ελπίδας

Φως-φανάρι πως φτάνουμε στο φινάλε


Φυτέψαμε τις λέξεις μας

φροντίσαμε τα φυντάνια τους

φυλλορροήσαμε τους φόβους μας

φορτίσαμε με φαντασία τις φθαρτές μας φλεβίτσες

να στήσουμε μια φάτνη φέτος

να υποδεχτούμε το θείο βρέφος

με φωνήεντα άχραντα

και φθόγγους ανεπίληπτους 

 

Κύριε, ελέησόν μας!

να φωταγωγήσουμε το φριχτό έρεβος

με φωτόσπαθα να σημαδέψουμε το στήθος του

την ώρα που κατάλευκα γιασεμάκια

θα φτιάχνουν αστρικά φάσματα στο θόλο Σου!



Λίγα λόγια για το διαδικτυακό δέντρο που εμπνεύστηκε και μας κάλεσε να στολίσουμε παρέα, η Μαρίνα Τσαρδακλή, μέσα απ’ το μπλογκ της:

"Εκεί που ερωτεύομαι τη ζωή"

Στολίζουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο βάζοντας ο καθένας το στολίδι του που δεν είναι άλλο από ένα θετικό μήνυμα. Κάθε μέρα αυτού του μήνα, και μέχρι να ολοκληρώσουμε τα 24 γράμματα, στολίζουμε συντροφιά με φίλους μπλόγκερς, επιλέγοντας ο καθένας μια λέξη που ξεκινάει απ’ το γράμμα που μας παρέδωσε  η Μαρίνα.

Όπως προφανώς θα καταλάβατε, το γράμμα μου είναι το φ και η λέξη που επιλέγω είναι το  << φως>>. Μια φράση του Καζαντζάκη σαν επίλογος και μια κρυφή προσδοκία να ξαστερώσει γρήγορα:

Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια!

Ευχές απ’ την καρδιά μου με παραδοσιακά κάλαντα απ’ την Κρήτη:


πηγή φωτογραφίας

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Click away δισκία ανεμελιάς

 


Καταπίνονται αμάσητα κατά τη διάρκεια των γαλάζιων άρτων και θεαμάτων.

Στις ΜΕΘ μετράνε αντοχές και στην Ερμού μποτάκια.

Μη ξεχνάς να ξεχνάς ότι:

Χιλιάδες μικροέμποροι που έστησαν με αίμα μια μικρή επιχείρηση, που χρυσοπλήρωσαν για μια άδεια σε υπαίθριες αγορές, που φορτώθηκαν εμπόρευμα και περίμεναν τις γιορτές για να βγάλουν -τουλάχιστον- τα έξοδά τους, νέα παιδιά που ξεκίνησαν με όνειρα ένα μικρό συνοικιακό καφέ ή ένα σουβλατζίδικο, ένα παραδοσιακό μπακάλικο, ή ένα νυχάδικο τα κορίτσια που τέλειωσαν μια τεχνική σχολή, τα παιδιά που έλιωσαν τον απαυτό τους για να τελειώσουν ένα ωδείο και θα διέπρεπαν σε κάποιον άλλο πλανήτη που ο πολιτισμός δίνει τα φώτα του και δεν απλώνει ταπεινωτικά την παλάμη του στα πεζοδρόμια, όλοι αυτοί που τόλμησαν στην επιχειρηματικότητα, που επένδυσαν σε μια μικρή βιοτεχνία, που έσυραν όλη την οικογένεια να βάλει πλάτη στο στήσιμο, για μια ζωή με αξιοπρέπεια… και που δεν χωράνε στα μεγαλόπνοα σχέδια τύπου Πισσαρίδη, ή οποιουδήποτε βολεμένου οικονομολόγου που αποφασίζει για τις τύχες των άλλων. Οι ζωές των παιδιών που δουλεύουν στα σκλαβοπάζαρα των μεγαλομάγαζων, δίχως ωράρια και στην ουσία δίχως δικαιώματα, είναι απλά δεδομένα στα διαγράμματα ενός εξελόχαρτου. Απλό. Βάζεις σε μια κολώνα ανθρώπους, στη διπλανή αριθμούς, και πατάς το σύνολο.


Click
away το λένε στη γλώσσα των τεχνοκρατών, πάντα αρέσκονται σε ξενόγλωσσες και άνευ νοήματος ορολογίες. Ο θάνατος του εμποράκου, να το λέμε στα ελληνικά. Η γλώσσα μας, οι συνήθειές μας, το αλισβερίσι που γίνεται στις λαϊκές αγορές και στα πανηγύρια, η χαρά της βόλτας και του παζαρέματος, η επαφή με τον κόσμο, τα ντόπια προϊόντα των παραγωγών, οι άνθρωποι που φτιάχνουν μικρές κοινότητες, χαμογελάνε ο ένας στον άλλο, αλληλοϋποστηρίζονται, όλοι αυτοί οι “μικρομεσαίοι”, ο συμπαθής κλάδος που χρησίμευσε ως προεκλογικός άσσος στα πολιτικά παιχνίδια τους, για να έρθουν τώρα, να τους καταδικάσουν σε οικονομικό θάνατο, στυγνά και απροσχημάτιστα. Και ανέμελα.



Υστεριόγραφο: Περιδιαβαίνοντας στα βορβορώδη στέκια κάποιων επιφανών “κυριών” που άλλοτε σχολιάζουν ανερυθρίαστα την κομψότητα της Μάγδας Φύσσα κι άλλοτε βάζουν στο βουλημικό στόμα τους την «καταθλιπτική Ακρίτα» με μια καταβόθρα ακολούθων να ξερνάει χολή και μίσος, θυμήθηκα τον μικρό Παναγιώτη Ραφαήλ που έδωσε μια σκληρή μάχη για τη ζωή του και βγήκε νικητής. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του κ. Κικίλια να μην πάει στη Βοστόνη (αρνήθηκε την οικονομική στήριξη, γιατί κατά τη γνώμη του, δεν υπήρχε καμία ελπίδα, όποτε δεν χρειαζόταν να δαπανηθούν χρήματα για τη ζωή ενός παιδιού – είναι το εξελόχαρτο που λέγαμε), η ίδια κυρία λοιπόν, είχε υποστηρίξει τον πολιτικό της συνδαιτημόνα, χαρακτηρίζοντας “λαϊκιστές” όσους στήριξαν το παιδί και την οικογένειά του. Άλλη μια “μετατροπή” της γλώσσας και του νοήματος, η ανάγκη να θεραπευτεί ένα παιδί, βαφτίστηκε “εργαλειοποίηση”. Και η αλληλεγγύη του κόσμου βαφτίστηκε “έλλειψη σοβαρότητας”. 


ΥΓ. Για τη διάβρωση της γλώσσας και των εννοιών τα έλεγε ο Όργουελ στο βιβλίο του, να τα μελετάμε αυτά παιδιά, γιατί τα ζούμε στο πετσί μας.

Καλή χώνεψη σ’ όσους καταναλώνουν ακόμα δημοσιογραφικά απόβλητα!

Καλές αγορές σ’ όσους θα στηθούν στα πεζοδρόμια και μην ξεχάσετε ν’ ανάψετε ένα κεράκι στη μνήμη του εμποράκου. Μέρες που είναι…




Αυτός μάλλον πήρε τις κιλότες του κυρ-Μιχάλη


Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

120 ml κονιάκ

 


//Mε το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
κοιτάζω εκστατικά
πίσω απ' τις στάλες της βροχής
ένα πολύχρωμο κόσμο…// [*}

Kαι μετράω τις αντοχές μου, τις απλώνω στο παγωμένο δωμάτιο, μήπως και φτουρήσουνε και με βγάλουν ως τα Χριστούγεννα. Μου λείπουν τ’ ανόθευτα γέλια, κάτι αγκαλιές σφιχτές, οι λέξεις οι δαντελένιες κι εκείνες οι καραμελωμένες αναμονές για τις γιορτές. Μου λείπουν οι βόλτες οι αναίτιες και τ’ απρόσμενα καλέσματα, δίχως το πώς και το γιατί. Μου λείπει η αυθόρμητη καλημέρα με το γείτονα, τα κουρασμένα χαμόγελα που έχουν τα κορίτσια στα ταμεία των σούπερ μάρκετ, το παιδικό μελίσσι που οδοιπορούσε χαρούμενο κάθε μεσημέρι, ζαλωμένο σχολικές τσάντες, συμβατές με τετράδια, κασετίνες, μολύβια και αδιαπραγμάτευτα όνειρα. Το ρούτερ του γείτονα δεν δουλεύει, μαμά, και μας λείπουν τα βασικά υλικά της συνταγής. Πώς να κάνεις μάθημα δίχως υπολογιστές και φορτιστές ευτυχίας, και πώς να φτιάξεις μελομακάρονα με δανεικό αλεύρι, μαμά; Πώς να μυρίσει το σπίτι σιρόπια και κανελλογαρύφαλλα από μια οθόνη; Δεν μου βγαίνει το μέτρημα, μαμά. Τόσοι οι νεκροί, τόσοι οι νεκροζώντανοι, τόσα τα χαρτόνια που στολίζουν πάλι φέτος τους δρόμους μας «Είμαι άνεργος, πεινάω». Μέλι ούτε για δείγμα και 120ml κονιάκ δεν τα χωράει ούτε το παγουρίνο μου, μαμά!

Μετράω αντίστροφα τις μέρες μέχρι να ελεηθώ μ’ ένα επίδομα, μετράω κι όλο με κλέβουν στο ζύγι, μαμά. Ουκέτι καιρός για χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα, γιατί φέτος θ’ αναβιώσουμε το «Μαζί τα φάγαμε» μ’ ένα  πλουσιοπάροχο «Εσύ φταις που πέθανες» και να μη σκας αν πεθάνουμε μαμά, γιατί στα Βέλγια και στα Λουξεμβούργα, λέει, πέθαναν περισσότεροι. Κουράστηκα να μετράω, τόσα τσουρέκια αγόρασε ο πρωθυπουργός απ’ τον Τερκενλή, τόσες εκατόμβες νεκρών, τόσες νεκρώσιμες μετακινήσεις και άσκοπες δημοσκοπήσεις, ούτε ξύσμα φιλότιμου και τόσες δόσεις υπέρκομψης ξεδιαντροπιάς. Πόσα φέρετρα με νεκρούς που έφυγαν άκλαυτοι και ασαβάνωτοι, με πόση κανονικότητα γλιστράνε μακριά μας οι παππούδες κι οι γιαγιάδες, πόσα χρόνια ζωής θα είχαν ακόμα άραγε, αν αντί για δημοσιογράφους ταΐζανε τη δημόσια υγεία, αν αντί για ηφαιστειακά καλέσματα σε τουρίστες με πανάκριβα διαφημιστικά σποτ, εξόπλιζαν -απ’ την άνοιξη- τα νοσοκομεία με γιατρούς και νοσηλευτές;  Αν αντί για τη Σαντορίνη και την Αντίπαρο ήταν όλοι τους στο μέτωπο της μάχης;  Αν αντί να αφοδεύουν δακρυγόνα και ξυλοκοπήματα, είχαν αγκαλιάσει με ενσυναίσθηση και ευθύνη τον Άνθρωπο;

Πόσα ml μελαγχολίας λέει η συνταγή, μαμά;


Χριστούγεννα [**}

Δεν περιμένω όμως τίποτα πια
Τον Αι Βασίλη απλώς τον λέγαν μπαμπά
Κι είν' ένας πρώην Έλλην αριστερός
Ένας θνητός
Με τ' όνειρό του δίχως στέγη καμιά
⭒☆━━━━━━━━━━━━━━━☆⭒

Τα πλεϊμομπίλ μου είν' εξαιτίας μου κουτσά
Σβησμένα στη σαμπάνια βεγγαλικά
Ίσως για κάποιους νά 'ναι ακόμα γιορτή
Μα ποιοι είν' αυτοί;
Ζουν σε θερμοκοιτίδες ή σε χωριά;

[*] ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

[**] Φοίβος Δεληβοριάς

Photo: "Christmas shop window in Paris, 1947" - Robert Doisneau

 

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Βασανιστές και βασανισμένοι

 [Βρείτε τις διαφορές]


Τηλεγράφημα του διεθνούς πρακτορείου UPI για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 1973
// Την ηµέρα εκείνη ήµουν υπηρεσία. Στο στρατό είχα δέκα µήνες. Ήµουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισµένων, στο Γουδί. Τότε οι “μαυροσκούφηδες” ήταν σώµα επιλέκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, µπήκαµε επιφυλακή. “Οι κοµουνιστές καίνε την Αθήνα”, µας έλεγαν κι εµείς τους πιστεύαµε. Θυµάµαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαµε στα κρυφά το σταθµό του Πολυτεχνείου. “Παλιοκουµμούνια, θα καλοπεράσετε!” λέγαµε.

Μισή ώρα µετά τα µεσάνυχτα της 16ης Νοεµβρίου η ίλη µου πήρε εντολή να ετοιµαστεί για έξοδο. Αποφασίστηκε να βγουν πέντε δικά µας άρµατα, κάτι γαλλικά ΑΜΧ30. Εγώ ήµουν οδηγός στο πρώτο άρµα που βγήκε στο δρόµο. [Στο ίδιο άρµα βρίσκονταν ο αξιωµατικός Μιχάλης Γουνελάς, ως επικεφαλής, ο ανθυπασπιστής Λάµπρος Κωνσταντέλλος, ως οδηγός εδάφους, ο λοχίας Στέλιος Εµβαλωµένος και ο Γιάννης Τίρπας.]

Τεθωρακισμένο μπροστά στο κτίριο της Βουλής, 17 Νοεμβρίου 1973
Στις 1.15' το πρωί της 17ης Νοεµβρίου φτάσαµε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαµε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του ΙΚΑ, στη στάση Σόνια, σταµατήσαµε, γιατί ο δρόµος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγµατα, φωτιές και ακινητοποιηµένα λεωφορεία. Με διάφορες µανούβρες αριστερά δεξιά, µπρος πίσω, άνοιξα το δρόµο και προχωρήσαµε. Όταν φτάσαµε στη διασταύρωση της λεωφόρου Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, µας έδωσαν εντολή να σταµατήσουµε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, µείναµε περίπου µία ώρα. Ο κόσµος θυµάµαι ότι µας φώναζε: “Είµαστε αδέρφια, είµαστε αδέρφια”. Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα!

Μας είπαν να πάµε κοντά στο Πολυτεχνείο, αλλά όχι µπροστά στην πόρτα. Αυτό κάναµε. Σταµατήσαµε λίγα µέτρα πιο πέρα. Φτάνοντας µπροστά στην πόρτα έστριψα το άρµα προς το Πολυτεχνείο, µε γυρισµένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυµάµαι ότι σηκώθηκα από τη θέση µου κι εγώ και το άλλο πλήρωµα. Δεκάδες φοιτητές κρέµονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι. Κι εγώ, να σκεφτείς, ότι τους έβλεπα σαν µαµούνια, που ήθελα να τα φάω!
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 1973, ώρα 10.00 π.μ.
Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρµατος και µου λέει: “Θα µπούµε µέσα, θα ρίξουµε την πύλη. Ετοιµάσου!” Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγµατα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρµατος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα σταµάτησα. Σταµάτησα σκόπιµα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισµα οι φοιτητές, τροµαγµένοι, έφυγαν προς τα πίσω. Αν έµπαινα µε ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτοµα, που εκείνη τη στιγµή ήταν κρεµασµένα στα κάγκελα.

Η καγκελόπορτα έπεσε αµέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθµευµένο το Μερσεντές, το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. Η αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνοµικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα κι εγώ από το άρµα και µπήκα στο χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα µπορούσε όµως και να υπάρχουν νεκροί.

              

















Ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ντερτιλής σκότωσε τον Μιχάλη Μυρογιάννη, 20 ετών, το μεσημέρι της 18ης Νοεμβρίου, μπροστά στο Πολυτεχνείο

Αστυνοµικοί κυνηγούσαν και χτυπούσαν τους φοιτητές όπου τους έβρισκαν. Αν δεν ήταν οι λοκατζήδες να τους σταµατήσουν -θυµάµαι ότι πολλές φορές πιάστηκαν στα χέρια µαζί τους-, δεν ξέρω κι εγώ τι θα γινόταν. Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολλοί χτυπηµένοι, θυµάµαι ότι είδα πολλούς τραυµατίες, ενώ τρεις τέσσερις ήταν σωριασµένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγµή ένας φοιτητής όρµησε καταπάνω µου και µου είπε: “Τι κατάλαβες τώρα που µπήκες;” Αφήνιασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: “Σκάσε, ρε κωλόπαιδο, µη σε καθαρίσω”. Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγµή... Αν έλεγε µια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήµουν. Ένας φασίστας.

Όπως περνούσαν οι φοιτητές, θυµάµαι ότι έριχναν µέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ό,τι προµήθειες είχαν µαζί τους. Όταν γυρίσαµε στο Γουδί, το άρµα έµοιαζε µε περίπτερο. Όσο σκέφτοµαι ότι οι φοιτητές µάς έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα, µετά απ' όσα τους κάναµε... Δεν µπορώ να το συγχωρέσω αυτό το πράγµα στον εαυτό µου. Σκέφτοµαι τι πήγα κι έκανα!...


Όταν γυρίσαµε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί µου έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόµουν ότι ήµουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι µεγάλο. [...]

Στο µεροκάµατο η ζωή µου άλλαξε 180 µοίρες. Έκανα όποια δουλειά µπορείς να φανταστείς. Εργάτης κατάλαβα ότι δεν µπορώ να έχω τα ίδια αιτήµατα µε τους εργοδότες. Εµένα, που µου έµαθαν να µισώ τους κοµουνιστές, ψήφισα δύο φορές ΚΚΕ!

Στη δουλειά, πριν από χρόνια, κάποιος άκουσε πώς µε λένε και ρώτησε αν έχω κάποια σχέση µε τον “πορτάκια”, όπως είπε, του Πολυτεχνείου. “Ξάδερφός µου είναι, µακρινός. Σκοτώθηκε σε τροχαίο”, απάντησα. Είµαι ένας άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ είκοσι χρονών. Ο έφεδρος στρατιώτης Α. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο! Οι φίλοι µου δεν ξέρουν ποιος είµαι, ούτε κανείς στη γειτονιά. Μόνο η γυναίκα µου το ξέρει. Της το είπα ύστερα από χρόνια. Στα παιδιά µου δεν το είπα ακόµα.

Ντρέποµαι γι' αυτό που ήµουν, γι' αυτό που έκανα. Στη θέση µου θα µπορούσε να βρεθεί ο καθένας, έφεδρος στρατιώτης ήµουν άλλωστε. Δε µε απαλλάσσει όµως αυτό. Μέχρι που µπήκα µέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής µου.

Είχαν µεγάλη ψυχή. Ήταν παλικάρια. Δεν ξέρω αν έχει νόηµα, αλλά θα ήθελα να τους πω µια µεγάλη συγγνώµη…//

[Α. Σκευοφύλαξ, οδηγός του τανκ που παραβίασε την καγκελόπορτα του Πολυτεχνείου 
Βήμα Reportage, 9 Νοεμ. 2003, έρευνα Κώστα Χατζίδη]


//…Όταν μετά την δικτατορία αποφυλακίστηκα, δούλευα σε μια επιχείρηση. Κάποιος με ζητούσε επίμονα. Τον κοιτώ, με κοιτά ήταν ένας από τους βασανιστές μου στην ασφάλεια. 
«Τι συμβαίνει; Πως από εδώ;» ρωτώ. 
«Ρε συ Χρόνη να, ..ντρέπομαι κιόλας, αλλά έχω ένα γιο, και δεν έχει δουλειά. Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;;. "

Πιάσαμε την κουβέντα. Μετά πήγαμε στη «Σμαρώ», ένα ουζερί στην Καισαριανή, τα ήπιαμε και κλαίγαμε και οι δυο. Κοίτα να δεις. Όταν είσαι επαναστάτης και μάλιστα ρομαντικός, για να μπορέσεις να επιβιώσεις μέσα από αυτή τη κρεατομηχανή που σε περνά η εξουσία, πρέπει να φυλάξεις τον πολιτισμό και την αξιοπρέπειά σου, σαν το ακριβότερο άρωμα. Να μην πέσεις στο επίπεδό τους. Μόνον αυτό σε σώζει σαν άνθρωπο. Αυτό είναι που σε κάνει άνθρωπο μέσα σε αυτή τη σύγκρουση. Αυτός είναι ο πολιτισμός. Αν βγαίναμε από τα πηγάδια που μας είχαν ρίξει, φορτωμένοι με χειροβομβίδες και μαχαίρια θα ήμαστε μια από τα ίδια… [...] 

Στη φυλακή με τους συγκρατούμενους μου λέγαμε, σαν παιχνίδι, τι δουλειά θα κάναμε στο μέλλον. 
«Χρονάρα εσύ τι θα κάνεις;» ρωτούσαν. 
«Ενωματάρχης στην ασφάλεια», απαντούσα. 

Κι αυτοί νόμιζαν ότι έτσι, εγώ θα έπαιρνα την εκδίκησή μου. Αλλά δεν το έλεγα με αυτό το σκοπό. Ήθελα να παρηγορώ τις μανάδες για τα παιδιά τους, που ήταν μέσα. Φανταζόμουνα τι τράβαγε η μάνα μου, που μου έφερνε κάθε μέρα καθαρά ρούχα για να παίρνει τα ματωμένα, ώστε να καταλαβαίνει κάθε πότε με βασανίζουν... //


Στις 20 Νοέμβρη συμπληρώνονται οχτώ χρόνια απ’ τον θάνατο του Χρόνη.
Για όσους εντρύφησαν στις σελίδες των βιβλίων του, ξέρουν πως δεν του αρμόζουν μνημόσυνα και τελετές. Στη μνήμη του Χρόνη αλλά και σ’ όλων των ανθρώπων που αφανίστηκαν απ’ τη ζωή, πιστοί όμως στις αξίες τους ως την ύστατη στιγμή, οφείλουμε ν’ ανοίξουμε επιτέλους τις διαθήκες που μας άφησαν. Ίσως και να βρούμε όλες τις απαντήσεις στα αγωνιώδη ερωτήματα που μας βασανίζουν. Ο Χρόνης άλλωστε, είχε μιλήσει πολλά χρόνια πριν, γι αυτά που βιώνουμε σήμερα…

//Βλέπω συνέχεια τους πάντες να δηλώνουν ότι είναι εναντίον της τρομοκρατίας κι αυτό είναι σωστό και καλό. Οποιονδήποτε φυσιολογικό άνθρωπο ρωτήσεις, «Ρε σύ, σου αρέσει να πάει ένας να βάλει μία βόμβα σε ένα τρένο και να σκοτωθούν εκατό άνθρωποι;» Θα σου πει «όχι». Είμαστε λοιπόν εναντίον της τρομοκρατίας. Τι είναι όμως η τρομοκρατία; Είναι μία μορφή βίας μη ελεγχόμενη από την κυρίαρχη εξουσία. Και βρισκόμαστε μπροστά στο παράλογο φαινόμενο. Ένα παιδάκι το οποίο ντύνεται με δυναμίτιδα και πάει να σκοτωθεί διατρανώνοντας την απελπισία του ή την σχιζοφρένειά του με τον Αλλάχ και λοιπά, δικό του πρόβλημα είναι, θεωρείται τρομοκράτης. Κι ένας πιλότος βομβαρδιστικού ο οποίος βομβαρδίζει σχολειά, νοσοκομεία, παιδιά, πρόσφυγες στο δρόμο και λοιπά και λοιπά, παρασημοφορείται ως ήρωας. Δεν είναι σχιζοφρενές αυτό; 

Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε και πού φαίνεται η υποκρισία τους; Γιατί, ρε κερατάδες, δεν δηλώνετε ότι είστε εναντίον της βίας. Βία είναι και η μια, βία είναι και η άλλη. Η μία είναι θεσμοθετημένη, η άλλη όχι. Ας συνεννοηθούμε. Γιατί δεν δηλώνουμε ότι είμαστε εναντίον της βίας; Γιατί τότε θα ξετυλίγαμε το κουβάρι της υποκρισίας και θα φτάναμε κάπου στην αλήθεια. Στο τι κοινωνία ζούμε, σε τι κόσμο ζούμε και πού οφείλονται αυτά τα πράγματα. 
Τώρα επιστρέφουμε στο παρελθόν …//

Σημείωση: Το παρόν αφιέρωμα είχε δημοσιευτεί αρχικά τον Νοέμβρη του 2015. Επιβεβαιώνοντας απόλυτα τον επίλογο του Χρόνη, το καταφέραμε κι αυτό: "Eπιστρέψαμε στον παρελθόν"...


Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Ο ουρανός που θα γινόταν πιο γαλανός

Η θεία Ευμορφία ζει από χρόνια μόνη σ’ ένα διαμέρισμα στο κέντρο. Οι επαφές μας, λόγω της πανδημίας, περιορίζονται σ’ ένα καθημερινό τηλεφώνημα. Είναι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος, καλλιεργημένη, κοινωνική, και λατρεύει το θέατρο και το διάβασμα. Το τελευταίο διάστημα βέβαια, στερείται αυτές τις μικρές στοιχειώδεις απολαύσεις που της έδιναν ευεξία και ευλυγισία στις αρθρώσεις. Μια κυριακάτικη βόλτα με τις φίλες της, ένα σινεμαδάκι στο θερινό της περιοχής, μια θεατρική παράσταση το χειμώνα, ένα καφεδάκι στην πλατεία πριν ανηφορίσουν για τη λαϊκή αγορά τις Τετάρτες, κουβεντούλα για τις πετσοκομμένες συντάξεις και μικρές συνωμοσίες για ρεφενέ αλληλοτραπεζώματα, για να μη χάσουν αυτό το δέσιμο που αντέχει χρόνια. Στη δυστοκία των τελευταίων χρόνων, η μία βοηθούσε την άλλη, πάντα με διακριτικότητα και αγάπη.

Στη χροιά της φωνής της, το τελευταίο διάστημα, διέκρινα την ανησυχία της να κλιμακώνεται σε τρόμο, κι ένα συστηματικά τροφοδοτούμενο θυμό, που κατευθυνόταν δώθε κείθε, δίχως νόημα και ειρμό.  Με τον καιρό κατάλαβα πως η διάθεσή της ήταν ανάλογη με την ώρα που της τηλεφωνούσα. Αν ήταν νωρίς το πρωί, ήταν γεμάτη ενέργεια και έκανε σχέδια για τη μέρα της. Τις απογευματινές ώρες ήταν νευρική και ψέλλιζε κατηγόριες για τους νέους που δεν προσέχουν και βγαίνουν στις πλατείες. Πιο αργά, στη διάρκεια των βραδινών δελτίων ειδήσεων, η φωνή της γινόταν λυγμική, σαν ένα ανυπεράσπιστο ζώο που έχει παγιδευτεί θανάσιμα και κάνει τις ύστατες προσπάθειες να σωθεί. Ανάλογα με το κανάλι που παρακολουθεί, άλλοτε ψελλίζει κατηγόριες για τους απερίσκεπτους νέους κι άλλοτε πάλι για τους ηλικιωμένους στα γηροκομεία που… «αποτελούν μια υγειονομική βόμβα». Φυσικά και δεν έχει εικόνα για το τι γίνεται στα μέσα μεταφοράς και ποτέ δεν θα μάθει πως στα σχολεία τα παιδιά είναι στοιβαγμένα σε καταθλιπτικές αίθουσες. Έχει όμως μια μεταλλαγμένη οπτική για την κοινωνία, που την χαρτογραφεί σύμφωνα με τις συντεταγμένες των δημοσιογράφων. Τα βράδια τα περνάει ξάγρυπνη, πασχίζοντας να επιστρατεύσει τη λογική της απέναντι στο φοβικό σύνδρομο που καλλιεργείται συστηματικά στο υποσυνείδητό της. Αν και δεν την βλέπω, αφουγκράζομαι πως έχει βαρύνει και σέρνει μοιρολατρικά τα βήματά της. Τα παλιά της τεφτέρια με στιχάκια και μαντινάδες που, με την παραμικρή αφορμή, σκάρωνε και σημείωνε, πήγαν περίπατο. Οι μνήμες της από κάποια θεατρική παράσταση ή μια συναυλία που την είχαν σημαδέψει, καταποντίστηκαν οριστικά στο πηγάδι της λήθης. Το μοναδικό αντικείμενο συζήτησής μας πλέον, είναι τι είπε ο Παπαδάκης, ο Αυτιάς, ο Άρης, η Σία κι ο κάθε παρατρεχάμενος. «Μαραζώνεις, βρε, θεία». Φοβήθηκα να της το πω κι ας το σκεφτόμουν έντονα μετά από κάθε μας συνομιλία.

«Κλείσε επιτέλους την τηλεόραση και βάλε ραδιόφωνο, άκου μουσική και διάβασε βιβλία!». Είναι η καθημερινή μας διένεξη. Κι αυτό που φοβάμαι να της πω, είναι πως αν υποκύψει στις τηλεοπτικές σειρήνες, είναι σαν να υπογράφει την καταδίκη της. Και πως δεν έχουμε πια την πολυτέλεια να σταθούμε η μία στην άλλη, και πως η είσοδος σ’ ένα δημόσιο νοσοκομείο είναι ο προθάλαμος για άλλο ένα ανώνυμο φευγιό στη λίστα του θανάτου που ολοένα μακραίνει. Όλοι τσουβαλιασμένοι ως θύματα του θανατηφόρου ιού, στιγματισμένοι και στοιβαγμένοι στα ψυγεία των νεκροτομείων. Λες κι έχεις να απαλλαχτείς ένα μιαρό κομμάτι κρέας, κι όχι τον άνθρωπό σου. 

Οι συνοδοί στα νοσοκομεία δεν επιτρέπονται και τα κρεββάτια είναι σχεδόν ανύπαρκτα, και τα ελάχιστα μέσα που έχουν απομείνει σε χώρο και ανθρώπινες αντοχές, ξοδεύονται κατ’ επιλογή στα νεαρότερα θύματα. Κι ότι, ακόμα κι ο αποχαιρετισμός στα αγαπημένα μας πρόσωπα, τις ύστατες στιγμές της ζωής τους, είναι απαγορευμένος. Όλα πλέον γίνονται βάσει αυστηρών οδηγιών και εξ αποστάσεως. Κι αυτή  η ιεροτελεστία του αποχαιρετισμού και της ταφής, έχει καταντήσει μια απρόσωπη διεκπεραίωση, με υπογραφές και πρωτόκολλα, γιατί, όπως είπε η τηλεόραση: «ακόμα και οι νεκροί, είναι μεταδοτικοί».

Φοβάμαι να της πω πως όλοι αυτοί που τους έχει εικόνισμα κι ακουμπάει ευλαβικά πάνω τους τις ελπίδες της, είναι εκεί έξω και κόβουν πρόστιμα, υπογράφουν πτωχευτικούς νόμους, λοιδορούν τη νεολαία και εξαθλιώνουν τους ηλικιωμένους, διχάζουν και παραπληροφορούν, καλαμπουρίζουν με τα λαϊκά στρώματα και παίζουν στα ζάρια τις ζωές μας. Φοβάμαι να της πω πως το δημόσιο νοσοκομείο που με ζήλο υπηρέτησε επί σαράντα χρόνια, στο πλάι σπουδαίων γιατρών, έχει καταντήσει ένα υποβαθμισμένο δημόσιο κτίριο, παρατημένο στις αντοχές και το φιλότιμο όσων τιμούν τον όρκο και τις αξίες τους. Όσοι έχουν απομείνει ακόμα όρθιοι. Αυτοί που χειροκροτήθηκαν στα μπαλκόνια, για να χτυπηθούν λίγες μέρες μετά, απ’ τις μονάδες καταστολής. Ο Φαρισαϊσμός έχει διαχρονικό στυλ, σαν τις υπέρκομψες καρφίτσες της Μαρέβας.

Αχ, βρε θεία! Φοβάμαι πως φοβάσαι τους λάθος εχθρούς. Κι όταν σου γίνει συνήθειο να κυκλοφορείς μ’ ένα στιλέτο στο χέρι, και να θυμώνεις μονάχα μ’ όσους σου δείχνουν στο γυαλί, φοβάμαι μη καμιά φορά, το στρέψεις στον εαυτό σου… 



Φωτογραφία: NIRAV PATEL

 

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Καταλαβαινόμαστε τώρα (*)



Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου - πρώτη πάροδος δεξιά!

Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν

Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως.
Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ
            τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε.
Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε
Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται,
Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες,
Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα
            οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους
Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
            τῶν παιδιῶν τους.
Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται
            ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν
- ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται-
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως
-ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς
Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα,
            τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς
Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων.

[Μανόλη Αναγνωστάκη: "Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ." 

Το ποίημα ἀνήκει στὴ συλλογὴ “Ὁ Στόχος” (1970) και ήταν η πρώτη πράξη της ομαδικής-δημόσιας αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών] 


Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ένας από τους κορυφαίους ποιητές και αγωνιστές της μεταπολεμικής γενιάς, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο, για να απελευθερωθεί δυο χρόνια μετά, με τη γενική αμνηστία. Στο έργο του είναι αποτυπωμένες οι εμπειρίες του στο Γεντί Κουλέ, η εφιαλτική αναμονή του ως μελλοθάνατος, οι βασανισμοί και οι εκτελέσεις των συντρόφων, οι πληγές απ’ τον εμφύλιο, τα πολιτικά και προσωπικά αδιέξοδα της εποχής. 

Με την παγκόσμια πρωτοτυπία να τιμούμε την έναρξη του πολέμου και όχι την απελευθέρωσή μας απ’ τα ναζιστικά στρατεύματα, ας λήξουμε, επιτέλους, τις στρεβλές επετείους και τις ανούσιες παράτες με γαλανόλευκα σημαιάκια και (βαριε)στημένους επισήμους στα βάθρα. Γύρισε σελίδα η ιστορία. Αν υπάρχει ένας λόγος για να γιορτάσουμε φέτος, αυτός είναι στα σίγουρα η ιστορική και οριστική καταδίκη της εγχώριας ναζιστικής οργάνωσης. Αυτή ήταν η μέρα που ορθώθηκε το αντιφασιστικό κίνημα και ήχησε το σύγχρονο ΟΧΙ, όσο κι αν αυτό προπαγανδίστηκε και φιμώθηκε, εντέχνως και εγκαίρως, απ’ τα μέσα ε(ξ)ημέρωσης. Κι αν είναι ένας άνθρωπος που θα έπρεπε να τιμήσουμε σήμερα, αυτή είναι η Μάγδα Φύσσα. Κι αν υπάρχουν ανάμεσά μας οι νοσταλγοί των «φίλων του Χίτλερ» (**) οι απόγονοι των δωσίλογων και των μαυραγοριτών που χωρίς ίχνος ηθικής σφάγιασαν και ρήμαξαν τον τόπο μας, είναι γιατί η τακτική του Γκαίμπελς αποδείχτηκε τελικά αλάνθαστη και ανθεκτική στα χρόνια: «Όταν λες και ξαναλές ένα ψέμα, στο τέλος γίνεσαι πιστευτός». 



«Έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη» που έγραφε κι ο άλλος μεγάλος μας ποιητής, ο Ρίτσος. Κάποιοι βίωσαν τη φρίκη της κατοχής και του πολέμου και κάποιοι την έκαναν… επενδυτική ευκαιρία και αναπτυξιακή στόχευση”. Τι δεν καταλαβαίνεις;

Σημειώσεις:

*Ο τίτλος είναι απόσπασμα απ’ το Καπνισμένο Τσουκάλι του Γιάννη Ρίτσου.

** Η φιλοχιτλερική οργάνωση «Σύλλογος Φίλων του Χίτλερ εν Ελλάδι», είχε έδρα στην Αθήνα (Παπαρρηγοπούλου 9),καθώς και παράρτημα  στη Θεσσαλονίκη (Αγίου Μηνά 10). Για (ανατριχιαστικές) λεπτομέρειες των κατορθωμάτων τους, μπορείτε να επισκεφτείτε τον σχετικό σύνδεσμο.

Oι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο.

 

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Λίγο ακόμα…

 


«Άντε αγάπη μου. Λίγο ακόμα να στεριώσουμε κάπου και να κάνουμε τη φαμίλια μας…»

«Λίγο ακόμα να μεγαλώσει το παιδί, να σπουδάσει και να πάρει τη στράτα του…»

«Λίγο ακόμα να ξεχρεώσουμε το δάνειο, ν’ ανασάνουμε μια σταλιά, να χαρούμε όση ζωή μάς απόμεινε…»

«Λίγο ακόμα να τελειώσει και το φανταρικό του…»

«Θα τα βολέψουμε Μάρθα μου, τελειώνουν κι οι δόσεις του στεγαστικού, λίγο ακόμα και θα χαρούμε κι εμείς…»

~ // ~

O Στέργιος κι η Μάρθα είχαν εφεύρει τη δική τους κλίμακα για να μετρούν τις δεκαετίες της ζωής τους. Το “λίγο ακόμα” τους, ξεκίνησε την εποχή που ένωσαν τις ζωές τους κι έφτασε ως τα γεράματά τους. Εκείνος τότε, άρτι αφιχθείς απ’ την Ρουμανία εκεί όπου κατέφυγαν οι γονείς του, μετά τον εμφύλιο, ως πολιτικοί πρόσφυγες. Κυνηγημένοι κομμουνιστές κι οι δυο τους, έστησαν τις ζωές τους πάνω στις στάχτες και μεγάλωσαν με αγάπη και φροντίδα το μονάκριβο αγόρι τους. Ο πατέρας του τον μύησε στην τέχνη της μουσικής, κι ο Στέργιος θα γινόταν ένας ταλαντούχος βιρτουόζος του βιολιού, αν δεν τους προλάβαιναν οι πολιτικές αναταραχές και η απώλεια των γονιών του. Οι απέλπιδες προσπάθειες των ελληνικών κοινοτήτων να επαναπατριστούν ναυάγησαν οριστικά και οι περισσότεροι δεν κατάφεραν να ξαναδούν την πατρίδα τους, εξαιτίας της εγκληματικής ολιγωρίας της ελληνικής κυβέρνησης. Ανάμεσά τους ήταν και οι γονείς του. 

~ // ~

«Χορεύετε δεσποινίς;» Η γνωριμία τους έγινε σ’ ένα βορειοελλαδίτικο κεφαλοχώρι, εκεί όπου κατέφυγε ο “νεαρός υπαίθριος βιολιστής” φιλοξενούμενος σε μια μακρινή θεία, τη μοναδική διασωθείσα συγγενή απ’ τα ξεκληρισμένα σόγια των γονιών του. Οι λιγοστοί εναπομείναντες που γλύτωσαν τις εκτελέσεις απ’ τους ΜΑΥδες και τους χωροφύλακες, άφησαν τα κοκκαλάκια τους, άλλοι εξορισμένοι στη Γυάρο, κι άλλοι στα ρουμανικά χώματα. 

Η “πανέμορφη νεαρά ενζενί” που περιόδευε μ’ ένα μπουλούκι θεατρίνων, είχε μόλις τελειώσει το νούμερό της και ζύγιζε με τη ματιά της τον νεαρό που υποκλινόταν μπροστά της. Το βαλσάκι που έριχνε και την αυλαία στην επιθεώρηση που «εφιλοξενείτο στο ιστορικόν καφενείον του Θύμιου Ζαμπέλη, ειδικώς διαμορφωμένον δια την περίστασιν» ήταν η απαρχή ενός μεγάλου έρωτα. Πίσω απ’ το γαριασμένο σεντόνι, που επιστρατεύτηκε και για χρέη θεατρικής αυλαίας, διαγράφονταν οι φιγούρες τους να χορεύουν ανάλαφρα, σαν ερωτευμένοι ημίθεοι που ίπτανται τρυφερά προς την ευτυχία.

Η σχέση τους ξεκίνησε όταν άρχισαν να διαλύονται τα μπουλούκια και η χώρα έμπαινε στην τροχιά της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Δούλεψαν σκληρά με συνεχείς μετακινήσεις σε πανηγύρια και υπαίθρια γλέντια, ο Στέργιος καθιερώθηκε ως λαϊκός μουσικός που έπαιζε με το δοξάρι του τις χαρές και τα βάσανα του κοσμάκη και η Μάρθα σαν πιστό σκυλί να τον ακολουθεί κατά πόδας και να φροντίζει τα πάντα. Απ’ το κούρντισμα του βιολιού, ως το καλοσιδερωμένο του κουστούμι και το σωστό κουμάντο στα έσοδά τους. Προλάβανε τις καλές εποχές που, με σκληρή δουλειά, έβγαζαν ένα αξιοσέβαστο μεροκάματο.

~ // ~

“Δεν είμαστε γέροι, γέρο μου, νεαροί υπερήλικες είμαστε!” Τον πείραζε εκείνη, κι ας έβλεπε τις βαθιές χαρακιές στα πρόσωπά τους, κι ας είχε προσέξει το ελαφρύ τρέμουλο στα χέρια του που δεν μπορούσαν πια ούτε ένα βιμπράτο να παίξουν στο βιολί. Μήτε μπορούσε να συγκρατήσει ό,τι έπιανε, τις προάλλες τού έπεσε το φλιτζάνι με το πιατέλο, χύθηκε κι ο καφές στο πάτωμα κι έκανε ένα μαυριδερό λεκέ στα πλακάκια, κι εκείνος κοιτούσε αποσβολωμένος τα σκούρα ζουμιά που λέρωναν τους αρμούς, σαν παραμορφωμένη καρδιά που στραγγίζει το μαύρο αίμα της, του φάνηκε. Έτρεμε σύγκορμος κι έβαλε το καλό του χέρι στήριγμα, για να κατευνάσει το ανεξέλεγκτο, να το συνεφέρει απ’ την ταραχή, να το μαλώσει για τη ζημιά, λες κι ήταν ξένο σώμα που εισέβαλλε στη ζωή του για να την κάνει καθημερινό μαρτύριο.

Από εκείνη τη μέρα, το έκαναν συνήθειο να πίνουν απ’ το ίδιο φλιτζάνι. Με πρόσχημα τις οδηγίες του γιατρού να μετριάσουν τους καφέδες, η Μάρθα βρήκε μια πρώτης τάξεως δικαιολογία να τον προστατεύει από τέτοια μικρά ατυχήματα. “Θα μαθαίνω και τα μυστικά σου, που τόσα χρόνια δεν αξιώθηκες να μου τα εμπιστευτείς”, του είπε με προσποιητά αυστηρό βλέμμα, καθώς του στήριζε το φλιτζάνι στο στόμα για να ρουφήξει την πρώτη γουλιά. “Σιγά τα μυστικά, λες και ξεκολλήσαμε ποτέ οι δυο μας!  Μια ζωή τσιμπούρι ο ένας στον άλλο, μόνο βιολί δεν έχουμε παίξει ακόμα παρέα. Αν ήταν τρόπος, θα μου βαστούσες και το δοξάρι, ε Μαρθούλα;”  

~ // ~

Ανήμερα της γιορτής της, τους βρήκε το κακό. “Ένας ισχυρός σεισμός έπληξε την πόλη και προξένησε σοβαρές ζημιές σε κτίρια και υποδομές. Μέχρι στιγμής δεν έχουν αναφερθεί θύματα”, έλεγε το δελτίο ειδήσεων εκείνη τη μέρα. Η οικογενειακή τους φωτογραφία βρέθηκε πεταμένη στο δρόμο, μαζί με ό,τι απόμεινε απ’ την κάμαρά τους. Ολόκερη η σκεπή είχε ξεκολλήσει απ’ τη βάση της, κι αν δεν ήταν προχωρημένη η ώρα, θα τους καταπλάκωνε στο κρεββάτι τους. Στη μικρή αυλή που έπιναν αμέριμνοι εκείνο το πρωινό τον καφέ τους, αντίκρυσαν όλα τους τα “λίγο ακόμα” να σωριάζονται σε συντρίμμια τριγύρω τους. “Μη γυρίσεις πίσω το κεφάλι σου, γέρο μου!” έσφιξε το χέρι της στο μπράτσο του και του έδινε το ρυθμό. Η φωνή της ακούστηκε σαν αδέξια δοξαριά που γρατζούναγε με πόνο το θηλυκό παραμιλητό της.

«Μόνο μπροστά θα βλέπουμε. Λίγο ακόμα και θα περάσει κι αυτό. Φτάνει που είμαστε όρθιοι. Φτάνει που είμαστε μαζί!...»

Είχε πάρει το μάτι της το μισοθαμμένο βιολί. Μονάχα ο κοχλίας και η μισή ταστιέρα είχαν απομείνει ραγισμένα πάνω απ’ τα  χαλάσματα.  Σαν ετοιμοθάνατος που αποχαιρετά με περηφάνεια τη ζωή.


πηγή φωτογραφίας: https://www.newyorker.com

photographer: Platon

 




Η συμμετοχή μου στον 6ο γύρο της Φωτο-Συγγραφικής Σκυτάλης που διοργανώνει
η Μαίρη στην Γήινη Ματιά της, όπου μπορείτε να παρακολουθήσετε την πορεία της μέχρι τώρα.
Με τη σειρά μου παραδίδω την παρακάτω φωτογραφία στον επόμενο “δρομέα” μας, Βασίλη Διακοβασίλη, με τη συνοδευτική λέξη: Χάρτης

Photo by: Pedro Luis Raota 

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Λίγη γραβιέρα, λίγα καλτσούνια και λίγος πυλώνας σταθερότητας

Αποκλειστικό φωτορεπορτάζ απ’ την εκδρομή του ζεύγους Πομπέου στη λεβεντογέννα Κρήτη. Οι προετοιμασίες για την υποδοχή τους ήταν πολύ σχολαστικές και κοπιαστικές. Εκτός απ’ τις ντιβανοκασέλες που ανοίχτηκαν για να κοιμηθούν οι καλεσμένοι, τις πικέ κουβέρτες απ’ το πατάρι, κάτι λινά σεντόνια με ρίγες -που μετά την αποχώρηση του ζεύγους θα γίνουν πουκαμίσες για το Υπουργείο Πολιτισμού- ποτίστηκαν τα ζαρζαβατικά στην αυλή και βγήκαν τα καλά σερβίτσια απ’ το σερβάν. Ουφ! Ξεχάσαμε κάτι

Βασανιστικά ερωτήματα έπεσαν στο τραπέζι. «Τι να βάλω αύριο Παναγία μου;» 

«Ο μεγάλος περίπατος στις γάστρες και στις πιατέλες» 

«Δεν τους πάμε και μια βόλτα στ’ αρχαία; Μην μας περάσουν τίποτ’ απολίτιστους» 


 Μετά το φαγοπότι και την κατανάλωση άφθονης ρακής, αρχίσανε κι οι μαντινάδες: 

-Άκου και μια μαντινάδα που σκέφτηκα να βαστώ στην Άγκυρα:

"Τούρκοι αν γιένει πόλεμος

δεν έχετε ελπίδες

δικά μας είναι τα νησιά

και οι βραχονησίδες

-Mε συγκινείς ρε Μάικουλ! Όταν λες δικά μας, τι ακριβώς εννοείς, όμως; 


Νυχτερινή βεγγέρα στο μπαλκονάκι που βλέπει θάλασσα. Εν τω μεταξύ, απ’ τις πολλές ρακές, η μία σύζυγος βγήκε διπλή στη φωτογραφία. 

Χαλαρός περίπατος στον αυλόγυρο του σπιτιού

Πάει κι αυτό. Στο καλό να πάνε οι άνθρωποι, να συγυρίσουμε κι εμείς το σπίτι, τώρα. Καλά παιδιά ο Μάικουλ και η Σούζαν, δε λέω, αλλά το κάνανε αχούρι. Κι επειδή ξέρω πόσο ανησυχούσατε για το αν πέρασαν καλά, σας ενημερώνω ότι έφυγαν απόλυτα ικανοποιημένοι. Απ’ τη φιλοξενία τους στο ταπεινό Ακρωτήρι, την εκδρομή τους στην αρχαία Απτέρα, τις γόνιμες συνομιλίες για τα ελληνοτουρκικά, κυρίως όμως απ’ τα ντολμαδάκια. Γιατί τελικά, ο σίγουρος πυλώνας σταθερότητας μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, είναι το ντολμαδάκι. 
Κι ας είναι και γιαλαντζί. 


             (Φωτογραφίες & μαντινάδα, προέρχονται απ’ το διαδίκτυο)