Ιστορία
[ Πρωτοχρονιάτικης] μέρας - ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ [*]
- Πόσο λέει τα κάστανα; Τέσσερα και πενήντα; Χριστός και
Παναγία!
- Τι τα θες τα κάστανα χριστιανή μου;
- Τ’ αποθύμησα βρε Μπάμπη μου!
- Ας πάρουμε τα χρειαζούμενα και βλέπουμε… Κανένα
σαλατικό δεν θα βάλουμε στο τραπέζι;
- Να, εκεί έχει τα τρία μαρούλια ένα ευρώ. Πάμε να τα δούμε από κοντά;
- Λυπημένα μου φαίνονται όσο τα πλησιάζουμε... Ρε Φωφώ
δεν παίρνουμε κανένα χορταράκι να βράσουμε λέω γω;
- Σιγά μη φάνε τα εγγόνια σου ζοχούς! Τρελλάθηκες μωρέ
Μπάμπη;
- Ας είναι… μαρούλια το λοιπόν.
- Και λίγα κρεμμυδάκια
με άνηθο, ε Μπάμπη μου;
- Το κοτόπουλο με τι θα το σιάξεις;
- Με πατατούλες, τι άλλο; Νάξου να πάρουμε, που δεν
μαυρίζουν.
- Είναι λίγο τσιμπημένες οι Ναξιώτικες. Να πάρουμε
Νευροκοπίου που τις έχει και προσφορά;
- Άντε καλά… να μείνει και κάνα ψιλό να τους δώσουμε ένα
χαρτζηλικάκι. Η μικρή θέλει καινούργια παπούτσια.
- Θυμάσαι άλλες χρονιές τι δώρα τους κάναμε βρε Φωφώ;
- Αν θυμάμαι λέει!... Τι γέλια είχαμε στο τραπέζι κάθε
παραμονή! Τι χαρές Παναγία μου! Θυμάσαι τον Σπυράκο με το τρενάκι πώς έκανε;
- Αμ η Φωτεινούλα με κείνη την κούκλα που κατουριόταν και
την άλλαζε; Ξετρελλάθηκε το κοριτσάκι μας με την κούκλα την κατρουλού!... Να
πάρουμε και κάνα φρουτάκι;
- Μήλα που είναι η εποχή τους να πάρουμε. Πάμφθηνα τα
έχουν.
- Η κόρη μας έχει μαραζώσει στη δουλειά… είναι χλωμή ή
είναι ιδέα μου;
- Χρυσή την έχω κάνει να πίνει πορτοκαλάδες… θα πάθει
τίποτα στο τέλος και να δω τι θα κάνουμε… τόσες
ώρες που δουλεύει! Δυο-τρία κιλά πορτοκάλια βάλτε μας… για στύψιμο σας παρακαλώ!
- Να πάρουμε και λίγες
σταφίδες, είναι δυναμωτικές. Πόσο πάνε ρε μάστορα οι σταφίδες;
- Ένα τέταρτο βάλτε μας… θα τις δώσουμε στα παιδιά, εμείς
δεν έχουμε ανάγκη πια, ε Μπάμπη μου;
- Έτσι που
σταφιδιάσαμε, τι ανάγκη να έχουμε ρε γυναίκα; Καλά στερνά τώρα!
- Σουστ!... φάε τη
γλώσσα σου χριστιανέ μου!
- Τι μου το θύμησες; Κοίτα κάτι γλώσσες που έχει ο ψαράς! Αν μπορέσουμε τον άλλο μήνα,
να πάρουμε δυο-τρεις να τις σιάξουμε στο τηγάνι.
- Αν μας έρθει κουτσουρεμένη πάλι, ούτε σαφρίδια δεν
μπορούμε να πάρουμε Μπάμπη μου!
- Και να σκεφτείς πως δούλευα τριάντα χρόνια στο
εργοστάσιο με τις κονσέρβες. Τόσα ψάρια πέρασαν απ’ τα χέρια μου και τώρα δεν
μπορώ να φάω ούτε λέπι!
- Άσε τις συγκινήσεις
μη μου πάθεις τίποτα και δεν είμαστε για έξοδα τώρα! Πάμε λίγο και στα
ρούχα να χαζέψουμε;
- Και δεν πάμε; … Ωραία πασούμια έφερε ο Πόντιος. Να σου
πάρω ένα καινούργιο ζευγάρι; Φτηνά τα έχει… έχουν και γουνίτσα μέσα, να κρατάν
ζεστά τα ποδάρια σου.
- Μια χαρά είναι αυτά που έχω. Κάλτσες να πάρουμε που σου
έχουν τρυπήσει όλες.
- Γερές είναι ακόμα, θα τις μαντάρεις λίγο και θα τον
βγάλω κι αυτόν το χειμώνα, αν θέλει ο Θεός. Πάμε σιγά-σιγά; Κουράστηκα να σέρνω
το καρότσι…
- Και λίγα λεμόνια να πάρουμε… για το κοτόπουλο.
- Να ξαναπεράσουμε κι απ’ τα κάστανα. Μπορεί να χαμήλωσε
την τιμή, πού ξέρεις;
- Δεν πειράζει Μπάμπη μου, άστα για τον άλλο μήνα. Μαζί
με τις γλώσσες…
- Άμε να δώσεις κι αυτά τα ψιλά στον Πακιστανό… έρεψε ο
φουκαράς ! Κάθε βδομάδα και πιο λιανός είναι!
- Δώσ’ μου και
λίγες σταφίδες βρε Μπάμπη, να τις
φάει να στυλωθεί με τόσο κρύο που κάνει… Παγωμένο ήταν το χεράκι του… Άντε,
πάμε γέρο μου… πέρασε η ώρα.
~//~
- Ωωωωχ, η μέση
μου με τσάκισε πάλι… κρύο δεν έχει εδώ μέσα;
- Το παράθυρο… αχ μωρέ Φωφώ, ανοιχτό το άφησες; Θα
μπουντιάσουμε πάλι!
- Αποκλείεται! Θυμάμαι που τράβηξα το μάνταλο πριν
φύγουμε. Άσε τις τσάντες κι άμε να το κλείσεις γρήγορα!
- Παναγία Παρθένα!
- Τι έγινε χριστιανέ μου; Φάντασμα είδες; … Μπάμπη;…
Μπάμπη τι έπαθες;
- Κα… κάποιος μπήκε στο σπίτι Φωφώ!
- Τι τσάντες είναι αυτές Χριστέ μου; Τι μας βρήκε μέρα
που είναι;
- Πήραμε εμείς λωτούς και μπανάνες; Κι αυτά τα χάρτινα
χωνιά τι είναι;… Κύριε Μεγαλοδύναμε!... Ψάρια!... Γλώσσες και τσιπούρες!... Και
μπρόκολα και σπανάκια!... Και κάστανα! Και σοκολάτες… και παντόφλες και
κάλτσες… και παιδικά παπούτσια… και μια φόρμα γυμναστικής…
- Το νούμερο του Σπυράκου μας!... Ανάθεμά με αν
καταλαβαίνω τι έγινε!
- Τι είν’ αυτά εκεί κάτω απ’ την κουρτίνα;
- Για κάτσε να δω. Δυο… σταφίδες παραπεταμένες…
~//~
Είχε ήδη μεσημεριάσει. Στους κρύους δρόμους ακούγονταν ολοένα και λιγότερα παιδικά
τρεχαλητά, ανακατεμένα με φωνές και μεταλλικούς
ήχους απ’ τα τριγωνάκια. Σαν μια γιορτινή ορχήστρα δίχως μαέστρο, που οι
μελωδίες της έσβηναν σιγά-σιγά στο βόμβο της πόλης. Ο τελευταίος πάγκος της λαϊκής
είχε ήδη αποσυναρμολογηθεί και φορτωθεί στην καρότσα του παραγωγού. Δυο τρεις
ηλικιωμένοι μάζευαν απ’ τα κράσπεδα των πεζοδρομίων τα φρούτα και τα λαχανικά
που είχαν ξεμείνει ανάμεσα στα σκουπίδια. Ο καπνός απ’ το μπουρί μιας σόμπας, υψωνόταν με γκρίζα βολ-πλανέ απ’ την
καμινάδα μιας παλιάς μονοκατοικίας. Πάνω απ’ το μαντεμένιο καπάκι της, δυο
ζευγάρια ροζιασμένα χέρια ήταν απλωμένα με κατάνυξη και γλυκάδα. Τ’ ακροδάχτυλά
τους πλεγμένα τρυφερά, κι ύστερα να ξεμακραίνουν για λίγο και να γυρίζουν τα
κάστανα που ροδοψήνονταν στην πυρωμένη λαμαρίνα. Το βράδυ βρήκε όλη την
οικογένεια γύρω απ’ την ξυλόσομπα, με τον παππού να λέει ιστορίες στα εγγόνια
του και την γιαγιά να πετάγεται διαρκώς στη μικρή τους κρεββατοκάμαρα και να σταυροκοπιέται
δακρυσμένη στα εικονίσματα.
“Μην ακούτε που λένε οι μεγάλοι πως δεν υπάρχει Άϊ -Βασίλης παιδιά μου. Μα
αν προσπαθείτε να τον δείτε με τα μάτια σας, ποτέ δεν θα τα καταφέρετε. Μόνο με
τα μάτια της καρδιάς σας να παρατηρείτε και θα νιώσετε πως υπάρχει διαρκώς πλάϊ σας,
σας προστατεύει και σας προσφέρει τα δώρα του τα ευλογημένα. Και μην πιστεύετε πως έρχεται πάνω σε έλκηθρα
απ’ τις βόρειες χώρες. Μπορεί φέτος να μας ήρθε μ’ ένα καϊκι απ’ τη φουρτουνιασμένη
θάλασσα, ή κρυμμένος στη καρότσα ενός φορτηγού. Μπορεί να είναι χλωμός,
μελαμψός ή κιτρινιάρης. Να μην φοράει κόκκινη στολή, αλλά μπαλωμένα ρούχα και
τρύπια παπούτσια. Μπορεί να σας απλώσει το παγωμένο του χέρι για ελεημοσύνη, μα
θα είναι μόνο για να νιώσετε το άγγιγμά του και να πάρετε την ευλογία του”.