«Χρόνια πολλά κυρ-Λευτέρη!» ακούστηκε η βραχνιασμένη φωνή του καφετζή
απ’ το μικρό κουζινάκι που έψηνε τον πρώτο καφέ της μέρας. Ένα υποτονικό «Να’σαι
καλά ρε φίλε...» ακούστηκε μέσα απ’ τα κιτρινισμένα δόντια του
εορταζόμενου, καθώς έσερνε την καρέκλα
του ανάποδα για να βλέπει έξω. Καθάρισε με το μανίκι το νοτισμένο απ’ την υγρασία του απόβροχου τζάμι, για να ξεχωρίζει καλύτερα τις
φιγούρες στο δρόμο. Την ώρα αυτή
ξεκινούσε η ιεροτελεστία του «βαρύ
γλυκού μετά δημοσίων θεαμάτων» όπως χαριτολογούσε στους πρωινούς
θαμώνες. Χάζευε τα περαστικά παιδιά που πήγαιναν
σχολείο, παρατηρούσε τα αγουροξυπνημένα πρόσωπα, μάντευε τις έγνοιες των
περαστικών μανάδων που έσερναν βαρύθυμα
καρότσια με μωρά και σακούλες με ψώνια κρεμασμένες στα πλαϊνά χερούλια,
τους μαγαζάτορες που σήκωναν τα ρολά των
εμπορικών τους, τον παλαίμαχο κουλουρά με τα ζεστά σταφιδόψωμα και τα ολόφρεσκα
θεσσαλονικιώτικα κι όπως τον έβλεπε να στέκει ορθός στο πρωινό αγιάζι με το ζαβό του πόδι να κρέμεται
στον αέρα, παρακάλαγε να ξεπουλήσει γρήγορα την πραμάτεια του και να γυρίσει
στη ζέστα του σπιτιού του. Κι έτσι γινόταν, δεν έφτανε η μέρα στη μέση της κι ο
ηλικιωμένος κουλουράς τάιζε ήδη τα περιστέρια με τα σουσάμια που είχαν
απομείνει στην τάβλα του.
Δεν το άλλαζε με τίποτα τούτο
το πρωινό αντέτι, ήταν η μόνη διαφυγή απ’ τις μοναχικές ώρες που ακολουθούσαν
στους μουχλιασμένους τοίχους του δωματίου του. Δωμάτιο
καθ’ υπερβολήν, ένα πρώην πλυσταριό ήταν στην
ταράτσα μιας μαθουσάλειας διπλοκατοικίας, που η ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια του το
νοίκιαζε μ’ ένα πενιχρό ποσόν για να συμπληρώνει τη σύνταξή της. Στο
λιλιπούτειο δωματιάκι του, ο
κυρ-Λευτέρης είχε νοικοκυρέψει τα λιγοστά του έπιπλα και ζούσε παρέα με τις
αναμνήσεις και τις ξεθωριασμένες
φωτογραφίες των αγαπημένων του, μοναδικά στολίδια στους ξεφλουδισμένους τοίχους.
Η γιορτή του σηματοδοτούσε χρόνια τώρα την απαρχή του εφιάλτη του. Τις γιορτινές
μέρες που ακολουθούσαν, η μοναξιά γινόταν ανήμερο θηρίο, τα βράδια ξαγρυπνούσε
πλάι στη φωτογραφία της κυρά-Θάλειας που η κακή της μοίρα την πήρε μακριά του
πριν λίγα χρόνια, τα παιδιά ξενιτεμένα σε κάτι θειούς στον Καναδά, απ’ τις φωτογραφίες
που έστελναν μ’ ένα μικρό χαρτζιλίκι «για τα φάρμακα και να βάλεις πετρέλαιο στη
σόμπα», γνώρισε τις
οικογένειες τους, καμάρωνε τα εγγόνια του και προσευχόταν να τους έχει ο Θεός
καλά.
Είχε
μεσημεριάσει πια, μακρινές αστραπές φωσφόριζαν στο
σκοτεινιασμένο ουρανό, σμήνη πουλιών πετάριζαν προς τις δεντροφωλιές τους, ο καφετζής μάζευε
βιαστικά το μαγαζί, μόνο ο κυρ-Λευτέρης
είχε απομείνει μαραζωμένος που οι
λιγοστοί του φίλοι δεν ήρθαν να τους κεράσει, μα τέτοια γιορτάρα μέρα λίγοι
αφήνουν τις οικογένειές τους για να τρέχουν στους καφενέδες.
Λίγο πριν σουρουπώσει, τρόμαξε απ’ τα ποδοβολητά στη
σπειροειδή σκάλα που οδηγούσε στο ταρατσάκι του. Το
επόμενο λεπτό, είχε ανοίξει απότομα η πόρτα
κι η παρέα των καφενόβιων φίλων είχε μπουκάρει στο δωματιάκι. Ο Μανώλης
μ’ ένα ασκί μαρουβά και καλτσούνια με τυροζούλι,
ο Παντελής με καβρουμάδες και λουκάνικα,
ο Χιώτης με κουρμάδες και μαστέλα κι ο Αναστάσης ο χόλμπας μ’ ένα τσουκάλι
αχνιστά γιαπράκια «πεσκέσι απ’ την κυρά για τη
γιορτή σου». Προς επίρρωση όλων, ο καφετζής με το καλό του κουστούμι κι ένα ταψί ζεστό ρεβανί: «Να πάν’οι πίκρες κάτω ρε Λευτέρη!»
Η ιστορία του κυρ-Λευτέρη
φιλοξενήθηκε με άλλες είκοσι μία υπέροχες συμμετοχές,
Ο ήρωας της ιστορίας εκπροσωπεί όλους τους μοναχικούς-απόμαχους της ζωής που θα
περάσουν και φέτος τις γιορτινές μέρες πίσω απ’ τα παχνισμένα τζάμια ενός καφενείου,
γύρω από μια αναμμένη σόμπα θα ζεστάνουν τα ροζιασμένα χέρια τους για να έρθει
κοντά η μία ψυχή με την άλλη.