«Καλωσήρθατε
στο Νταχάου της Αθήνας»
Το
καλωσόρισμα στο κολαστήριο της ΕΑΤ-ΕΣΑ στο πάρκο Ελευθερίας απ’ τον πρόεδρο του
ΣΦΕΑ (Συνδέσμου Φυλακισθέντων Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974) Κώστα
Μανταίου. Η βαριά ξύλινη πόρτα ανοίγει και μας αποκαλύπτει τους χώρους «φιλοξενίας»
των πολιτικών κρατουμένων που πέρασαν απ’ αυτό το κολαστήριο. Η εμβληματική προτομή
του αγωνιστή Σπύρου Μουστακλή στον προαύλιο χώρο, μας είχε ήδη προετοιμάσει
ψυχολογικά γι αυτά που θα αντικρίζαμε. Τα
δωμάτια βασανισμού, οι κατάλογοι ονομάτων, οι νεκροί, πρωτοσέλιδα από εφημερίδες
εποχής, οι τοίχοι που έχουν ακόμα φυλαγμένες τις μαρτυρικές ανάσες των ηρώων στις
ρωγμές τους, τα αντικείμενα που έφτιαχναν οι εξόριστοι, τα γράμματα στους δικούς
τους, φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα, μπροσούρες, πολύγραφοι και
παράνομα έντυπα.
Το Μουσείο Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής
Αντίστασης, επισκέπτονται σχολεία –κυρίως στην επέτειο του
Πολυτεχνείου- αλλά στην πλειοψηφία τους τα παιδιά δεν γνωρίζουν τίποτα γι αυτή
τη μαύρη περίοδο της ιστορίας μας. Όπως μας είπε ο κ. Μανταίος, έχουν γίνει αλλεπάλληλα
αιτήματα στο υπουργείο παιδείας, να προστεθούν κεφάλαια με ιστορικό υλικό στα
σχολικά βιβλία. Μάταια
όμως. Με το πρόσχημα να μην πυροδοτούμε τα παλιά μας εθνικά μίση, είναι
προτιμότερο να μην αναμοχλεύουμε την ιστορία. Μ’ αυτή τη λογική, ας μην
μαθαίναμε για την επανάσταση του ’21 ή
το ένδοξο έπος του ’40 (που κι αυτό στρεβλά το διδαχτήκαμε).
«Μετά από
128 μέρες στην απομόνωση, γυρίζοντας πίσω στη φυλακή νόμιζα πως λευτερώθηκα. Μου’φερνε λίγο
φαγάκι η μάνα μου και δε μπορούσα να το φάω, το χάιδευα συγκινημένος, γιατί
ήταν απ’ τα χεράκια της. Έβλεπα απ’
το παράθυρο της φυλακής τη γειτονιά μου, τους δρόμους που παίζαμε, θυμόμουν τους
παλιούς έρωτες στα φοιτητικά χρόνια κι έτσι κρατήθηκα όρθιος…» μας διηγήθηκε
βουρκωμένος ο κ. Μανταίος.
Για
την ιστορία: απ’ το κτίριο αυτό «πέρασαν» χιλιάδες αγωνιστές, που αφού
βασανίστηκαν βάναυσα και ανακρίθηκαν, παραπέμφθηκαν σε στρατοδικείο κι από εκεί
στις φυλακές ή τις εξορίες. Ανάμεσά τους επώνυμοι και ανώνυμοι αγωνιστές,
στρατιωτικοί και πολίτες, άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας και επαγγέλματος. Τα
κτίρια του πρώην στρατοπέδου Ε.Α.Τ.-Ε.Σ.Α. έχουν παραχωρηθεί, ως προς την
χρήση, στον Σ.Φ.Ε.Α. 1967-1974, στο Δήμο Αθηναίων και στο Μουσείο «Ελευθέριος
Κ. Βενιζέλος».
Με
την ευχή να μην γκρεμιστεί άλλο ιστορικό μνημείο όπως έγινε με το περίφημο
Εφηβείο Αβέρωφ –προορισμένο αρχικά για την αναμόρφωση ανηλίκων- μετέπειτα Φυλακές
Αβέρωφ· στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο Άρειος Πάγος, όπου μόνο μια λιτή
μαρμάρινη στήλη στο προαύλιο θυμίζει ότι «Στο
χώρο αυτό λειτούργησαν επί δεκαετίες οι Φυλακές Αβέρωφ. Αιωνία η μνήμη στου
Έλληνες και Ελληνίδες που κρατήθηκαν και θυσιάστηκαν στις Φυλακές».
Γιατί
εκτός απ’ τα αρχαία μας μνημεία που μας κάνουν υπερήφανους, υπάρχουν και τα
μαύρα κληροδοτήματα της σύγχρονης ιστορίας μας. Πέρα απ’ την κατάφορη προσβολή
των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, τις διώξεις και τα εγκλήματα,
κληρονομήσαμε μνημεία σαν τη θρυλική ταράτσα της Μπουμπουλίνας, τα νησιά
εξορίας, τους τοίχους εκτελέσεων και τα μπουντρούμια της απομόνωσης και των
βασανιστηρίων. Κληρονομήσαμε και την προδοσία της Κύπρου που ακόμα βολοδέρνει
στα σαλόνια των ευρωπαϊκών χωρών χωρίς ουσιαστικές προοπτικές για την οριστική
λύση του προβλήματος.
Επίσης για
την ιστορία:
Μετά την πτώση της χούντας κατατέθηκαν μηνύσεις εναντίον 150
αστυνομικών-βασανιστών. Ωστόσο το μαχαίρι της αποχουντοποίησης δεν έφτασε
στο κόκκαλο και τελικά στο εδώλιο του κατηγορουμένου οδηγήθηκαν μόλις 16. Απ’ αυτούς,
άλλοι αθωώθηκαν απ’ τα Εφετεία και άλλοι καταδικάστηκαν για απλές σωματικές
βλάβες, ενώ τους επιβλήθηκαν εξαγοράσιμες ποινές. Ακόμη και τα ηγετικά μέλη της
ΕΣΑ (Χατζηζήσης, Θεοφιλογιαννάκος, Πέτρου) που δικάστηκαν από στρατοδικείο και
καταδικάστηκαν, δεν εξέτισαν το σύνολο της ποινής τους. Χαρακτηριστικό είναι
ότι στη διάρκεια των δικών τους οι βασανιστές αντέκρουσαν όλες τις κατηγορίες
και δήλωσαν ότι έκαναν απλά το καθήκον τους. Παρά τις μαρτυρίες των θυμάτων,
κανένας αστυνομικός της Ασφάλειας δεν έδειξε μετανοημένος. Ούτε ένας δεν
παραδέχτηκε έστω μια πράξη βίας. «Τα βασανιστήρια είναι απαραίτητα για την
προστασία του πολιτισμού μας» δήλωνε σε δικηγόρο της Διεθνούς Αμνηστίας
ένας από τους ηγέτες της Χούντας, η οποία, σύμφωνα με στρατηγό του αμερικάνικου
Πεντάγωνου, «ήταν, που να πάρει ο διάολος, η καλύτερη κυβέρνηση μετά τον Περικλή!».
(*
Τίτλος άρθρου του e-περιοδικού Spiegel, με την ευκαιρία συμπλήρωσης μισού αιώνα
απ’ το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967)