Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Λαχανάκια Βρυξελλών


Οι διμερείς διαπραγματεύσεις με τον Αντώνη, δεν είχαν την επιθυμητή έκβαση. «Δεδομένων των συνθηκών και της οικονομικής δυσχέρειας που μας απειλεί, οφείλουμε να καταφύγουμε στο μηχανισμό δανεισμού απ’ τις μεγάλες δυνάμεις», μου εξήγησε με περίλυπο ύφος στο βραδινό μας γεύμα. Μεταξύ γιαουρτιού και παξιμαδιού, μου το ξεφούρνισε το μαντάτο:
-     Πρέπει να τους καλέσουμε όλους πάλι, για να το φέρουμε γλυκά το πράγμα. Βάλε το παιδί για ύπνο κι έλα να συζητήσουμε τι θα ετοιμάσουμε για το τραπέζωμα.
-     Είναι η τελευταία σου κουβέντα; τον ρώτησα απελπισμένη.
-     Έννοια σου, κι αυτή τη φορά, θα είμαι προετοιμασμένος. Έτσι και ανακατευτεί στα οικογενειακά μας, θα θέσω βέτο και θα της κόψω τον αέρα.
Ήθελα να του πω ότι ο αέρας της μάνας του δεν κόβεται ούτε με ναρκοθετημένο φράγμα, αλλά οι συνθήκες δεν μου το επέτρεψαν. Η ανεργία μάς χτυπούσε πάλι την πόρτα κι αν δεν καταφεύγαμε στο δανεισμό απ’ την Αγγέλα, σύντομα θα κάναμε αγκαζέ τον Μεγάλο Περίπατο, στο προαύλιο του Κορυδαλλού. Το ταξί του Αντώνη παροπλίστηκε, κι εγώ κυνηγάω ένα μεροκάματο σαν τον “Θόδωρο με το δίκαννο”. Ποιος κάνει σήμερα μαθήματα καλλιτεχνικών; Τόσα χρόνια σπουδές και ξέμεινα με τα πινέλα κι ένα πτυχίο που η κορνίζα του είναι πιο πολύτιμη απ’ το περιεχόμενο. Και δεν ξέρω τι παραμύθι να πω απόψε στο παιδί για να κοιμηθεί…
Απ’ την τηλεόραση στο σαλόνι, ακούγονται οι δηλώσεις του πρωθυπουργού, στις Βρυξέλλες. Ας είναι καλά ο άνθρωπος, μου έλυσε το πρόβλημα. «Νικόλα μου, απόψε θα σου πω για ένα τρανό βασιλόπουλο που ταξίδεψε σε μια μακρινή χώρα, για να μαζέψει κονδύλια για τους υπηκόους του. Ίδρωσε, ξαγρύπνησε, πάλεψε με άγρια θηρία και γύρισε πίσω νικητής και τροπαιούχος. Και ζήσαν αυτοί καλά, κι άντε να κοιμηθείς τώρα, γιατί έχω ν’ απλώσω ένα πλυντήριο και να σκεφτώ πώς θα διαχειριστώ τους διαθέσιμους πόρους μας…. Τι μαγειρεύουμε αύριο, Χριστέ μου;»

Ευτυχώς που ο Νικόλας ήταν λιώμα στην κούραση. Στις πρώτες κιόλας λέξεις του αυτοσχέδιου παραμυθιού, μού έριξε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα οίκτου, γύρισε περιφρονητικά την πλάτη του και παραδόθηκε στις αγκάλες του Μορφέα. Μάλλον δεν του άρεσε η ιστορία του τρανού βασιλόπουλου. Πώς να ξεγελάσεις τα παιδιά; Τα παραμύθια τους είναι ποιοτικά και ουδεμία σχέση έχουν με τις τηλεοπτικές σαβούρες που αποκοιμίζουν τους μεγάλους. Και εξακολουθώ να μην ξέρω τι θα μαγειρέψω αύριο. Τι να τρώει άραγε, απόψε, το βασιλόπουλο;
«Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, μετά από μια κοπιαστική ημέρα με μαραθώνιες συζητήσεις, απόλαυσαν το δείπνο τους που περιείχε λαχανικά στον ατμό με αφρό παντζαριού. Στη συνέχεια, έφαγαν αφράτα ψωμάκια με πράσο και φιλέτο κοτόπουλου, με σος κάρδαμου. Για επιδόρπιο, γεύτηκαν σορμπέ ροδάκινο, με γλυκό κρασί».
Ανοίγω τον καταψύκτη με την παντελώς αβάσιμη προσμονή να βρω ένα ξεχασμένο πακετάκι κιμά. Ή έστω ένα σετάκι κατεψυγμένου κοτόπουλου, μπούτι-στήθος. Μετράω με αγωνία τα μπούτια και τις φτερούγες που είχαμε φάει την Κυριακή και δεν μου βγαίνει πλεόνασμα. «Αποχαιρέτα το, το πακέτο στήριξης», ψιθυρίζει χλευαστικά ο μπάρμπα Στάθης απ’ τον παγωμένο πυθμένα του συρταριού. Με κοιτούσε ασκαρδαμυκτί και πάγωσα απ’ το βλέμμα του. «Από αύριο, και σε βάθος τριετίας, θα βοσκάτε ζαρζαβατικά. Κι αυτά με μέτρο και προσωπική ευθύνη. Κι αυτός είναι ένας εύλογος, ένας δίκαιος συμβιβασμός». Την τελευταία φράση δεν είμαι σίγουρη αν την άκουσα απ’ το μπάρμπα Στάθη, ή απ’ την τηλεόραση που έπαιζε ακόμα Βρυξέλλες.
Λαχανάκια Βρυξελλών θα τους μαγειρέψω αύριο.
Με τον Αντώνη ξημερωθήκαμε να προσαρμόσουμε τους διαθέσιμους πόρους μας, στο επιτελικό χάος της ζωής μας. Η Αγγέλα τρώει στην καθισιά της όσο πέντε ευρωπαίοι ηγέτες και δεν την ξεγελάς με καναπεδάκια πασαλειμμένα με λιαστή ντομάτα και ρόκα. Μετά από μαραθώνιες διαβουλεύσεις, και λίγο πριν μας βρει το χάραμα, καταλήξαμε κι εμείς, σ’ έναν “εύλογο και δίκαιο συμβιβασμό”. Θα πάρουμε ένα μικρό δάνειο απ’ την τράπεζα, για να εξασφαλίσουμε το κυρίως δάνειο απ’ την Αγγέλα. Στις ισχνές αντιδράσεις μου ότι θα βάλουμε διπλή θηλειά στο λαιμό μας, και μνημόνιο και εποπτεία, ο Αντωνάκης προέβαλε ένα σαθρό δίλημμα, απ’ αυτά που χρησιμοποιούν ευρέως οι πολιτικοί, όταν τα έχουν κάνει μούσκεμα στην οικονομία.
«Ή εμένα, ή το μπάρμπα Στάθη. Διάλεξε…»




Συνεχίζεται…
Το 1ο επεισόδιο με συνταγή για ντολμαδάκια, μπορείτε να το θυμηθείτε εδώ.


***Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους***

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Στο αποκαλόκαιρο…



Σ’ ένα χρυσαφένιο κολπάκι της Λαυρεωτικής. Στο τελείωμα κάθε άνοιξης ήταν το ραντεβού τους, και λίγο πριν πιάσουν οι πρώτες ψύχρες του Νοέμβρη, το ανανέωναν για την επόμενη σεζόν. Τα μικρά διαμερίσματα μιας πολυώροφης  πολυκατοικίας, στην καρδιά της πρώην εργατούπολης, ήταν ο τόπος που πρωτοσυναντήθηκαν πριν χρόνια, τότε που τα παιδιά τους ήταν ακόμα μικρά κι ερχόντουσαν εδώ για οικογενειακές διακοπές. Έκτοτε, η πολυκατοικία πάλιωσε, τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικά τους παιδιά και η παρέα των -ηλικιωμένων πια- παραθεριστών, ολοένα και μεγάλωνε. Όσοι είχαν ακόμα “γερά κότσια”, στρίμωχναν ένα ράντζο στην κάμαρά τους και φιλοξενούσαν τα εγγόνια τους.

Οι εποχές με τα παιδικά καροτσάκια, τις πλαστικές κουλούρες, τις τσουγκράνες και τα κουβαδάκια που κουβαλούσαν παλιά στην παραλία, έφυγαν ανεπιστρεπτί. Μια εμπριμέ τσάντα από καραβόπανο, ένα πλαστικό σκουφάκι για τις κυρίες, δυο ξεφτισμένες πετσέτες κι ένα παγούρι νερό, είναι όσα αντέχουν να κουβαλούν πια ως την παραλία, μαζί με τις αναμνήσεις απ’ τα παλιά καλοκαίρια τους. Οι θαλασσόπετρες που μάζεψε η κυρία Εύα με την εγγονή της πριν χρόνια, ο μελωδός με τους αστερίες και τα κοχύλια που είχε βγάλει με τη μάσκα του ο εγγονός του κυρίου Απόστολου, το μαξιλαράκι της Βασούλας που δεν κοιμόταν τα βράδια αν δεν το είχε αγκαλιά κι είχε ακόμα τη μυρωδιά απ’ τις μπούκλες της, το σκουριασμένο ποδηλατάκι του Πέτρου, η παλιά κούκλα της Έρσης με το φλοράλ φουστανάκι που της είχε ράψει η γιαγιά της· όλα ήταν ακόμα αφημένα στη θέση τους, λες και θα ερχόταν ξαφνικά  το λεφούσι με τα εγγόνια για να πάνε όλοι μαζί για μπάνιο. 



-      Πήρα κάτι μπάμιες απ’ τη λαϊκή, όνειρο!
-      Πώς θα τις κάνεις; Στο φούρνο; Μακάρι να τις έτρωγε κι ο δικός μου.
-      Δεν τις τρώει ο Απόστολος τις μπάμιες; Ήμαρτον Παναγία μου!
-      Τον πειράζουν στο έντερο… άσ᾽τα Βούλα μου, γεράματα...

Οι γαστρονομικές συζητήσεις ήταν στην ημερησία διάταξη και, συνήθως, ξεκινούσαν αμέσως μετά την κρυάδα της πρωινής βουτιάς στα κρυστάλλινα νερά. Οι άντρες έμεναν συνήθως πιο πίσω, κουβέντιαζαν επιγραμματικά τα νέα τους κάτω απ’ τα αρμυρίκια κι ύστερα έκαναν χάζι τις κυράδες που πάλευαν να φορέσουν τα πλαστικά σκουφάκια τους. Κι ύστερα, βουτούσαν όλες μαζί, σαν ένα μικρό κοπάδι από κουρασμένες γοργόνες, ξεφωνίζοντας μακρόσυρτα επιφωνήματα απόλαυσης απ’ την επαφή τους με τη δροσεράδα του νερού. Με τα χέρια τους κωπηλατούσαν ήρεμα και σταθερά, σαν παλιές μηχανές ψαρόβαρκας, δίχως φασαρία και πλατσουρίσματα, αλλά με σταθερή ρότα ως την κίτρινη σημαδούρα, ως εκεί που μετρούσαν τις αντοχές τους και εκεί ακριβώς που άρχιζαν το κουβεντολόι τους. Σχημάτιζαν ένα κύκλο στο νερό που από μακριά έμοιαζε πολύχρωμο στεφάνι από πλαστικά σκουφάκια και δεν έβγαιναν έξω, αν δεν περνούσαν σαράντα λεπτά. Εντολή γιατρού. Για να έχουν καλό χειμώνα, δίχως γρίπες και ρευματόπονους. 



-      Την Κυριακή έχουμε τα εξάμηνα του Απόστολου. Θα ᾽ρθουν τα παιδιά να με πάρουν από αύριο και δεν θα ξαναγυρίσω, Βάσω μου. Του χρόνου πάλι, αν θέλει ο Θεός…
-      Όλα θα πάνε καλά, Έρση μου. Και για τις γλάστρες, μη νοιάζεσαι. Θα τις ποτίζω εγώ. Και να ᾽ρθεις το μεσημέρι να φάμε παρεούλα, έτσι μάτια μου;
-      Μεγάλο φόρτωμα σάς έχω γίνει, βρε Βάσω. Πάλι θα με τραπεζώσετε;
-      Kι εμείς δυο κούτσουρα απομείναμε πια, τι νομίζεις; Μακάρι να είχαμε τα παιδιά κοντά μας και να τα βλέπαμε. Καμιά φορά σε ζηλεύω, βρε Έρση μου… Λοιπόν, σήμερα έχει γαύρο το μενού.
-      Στο τηγάνι θα τον κάνεις; 
-      Μπααα… τηγανητά ο Πέτρος; Θα πάει πριν της ώρας του! Λαδορίγανη στο φούρνο.


Χρόνο με το χρόνο, τα σκουφάκια λιγοστεύουν και τ’ αρμυρίκια είναι κατειλημμένα από ξαπλώστρες και πιτσιρίκια που σερβίρουν καφέδες στους λουόμενους. Ανάμεσα στα σκουπίδια και τ’ αποτσίγαρα, ακουμπάνε ακόμα κάνα-δυο φθαρμένες τσάντες, μ’ ένα κοκκινόχρωμο αγκωνάρι πάνω τους, για να τις συγκρατεί στην αμμούδα. Παραδίπλα, δυο-τρία ζευγάρια σαγιονάρες. Οι παλιές σαγιονάρες των καλοκαιριών τους. Με λιωμένες σόλες  και ξεχειλωμένες στο σχήμα των ποδιών τους. Να μετράνε παρουσίες. Και να συντροφεύουν η μια την άλλη. Μέχρι να κλείσει ο κύκλος με τα πλαστικά σκουφάκια και μέχρι η σημαδούρα στο ακρόβραχο, ν’ αποσυρθεί κι αυτή.


Συμμετοχή στις “Ιστορίες Καλοκαιριού” που οργανώνει η Μαρία Νικολάου στο ΚΕΙΜΕΝΟ

(Σημ.: Οι φωτογραφίες προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)


Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Φοντάνα ντι Ομόνοια



Οδός Μητροπόλεως, βράδυ Σαββάτου. Με σκυμμένο κεφάλι περιφερόταν άσκοπα στους άδειους δρόμους, σα δαρμένο σκυλί που οι ιδιοκτήτες του το πέταξαν στο δρόμο. Ήταν εμφανές πως δεν είχε συγκεκριμένο προορισμό, απλά τριγύριζε στα στενά, κλωτσώντας θυμωμένα ό,τι βρισκόταν στο διάβα του και σκουπίζοντας κάθε λίγο τα μάτια με τις παλάμες του. Κι ύστερα έχωνε τα υγρά του χέρια στις τσέπες, καμπούριαζε τους ώμους και χαμήλωνε το κεφάλι στον ανασηκωμένο γιακά του μπουφάν του, σαν υποβρύχιο που βυθίζεται ολοένα στον πυθμένα μιας θάλασσας.

Με το σαγόνι να έχει προσαράξει στο στέρνο του, σίγουρα δεν θα έβλεπε πού πήγαινε κι αν δεν του κόρναρε έγκαιρα και επίμονα ο οδηγός ενός διερχόμενου αυτοκινήτου (πού στο καλό βρέθηκε τέτοια ώρα στην ερημωμένη λεωφόρο; ) θα κατέληγε στο κρεββάτι, ή στο ψυγείο του εφημερεύοντος νοσοκομείου.

Ούτε που τον ένοιαξε για τη ζωή του που μπήκε σε κίνδυνο, πιο πολύ στεναχωρήθηκε για την τρομάρα που πήρε ο οδηγός. Βγήκε αλλόφρων ο άνθρωπος απ’ το κοκαλωμένο αυτοκίνητο κι έπεσε πάνω του για να δει αν είναι καλά. Του πρόσφερε κι ένα μπουκαλάκι νερό και τον ρώταγε με αληθινό ενδιαφέρον -όπως φανέρωνε η συμπεριφορά του- αν χτύπησε πουθενά κι αν θέλει να τον πάει κάπου με το αυτοκίνητο. Στο φως που έπεφτε πάνω τους απ’ τους αναμμένους  προβολείς, διέκρινε τα χαρακτηριστικά ενός νέου σχετικά άντρα -ίσως να ήταν και συνομήλικοι, όπως σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή- που διέθετε ευγένεια και ευαισθησία. Του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση πως δεν δίστασε στιγμή να τον αγγίξει, να τον ανασηκώσει προσεχτικά απ’ τα μπράτσα και να τον στηρίξει πάνω του, για να σιγοπερπατήσουν ως το μαρμάρινο πεζούλι του πεζοδρομίου. Τέτοιες εποχές και να σ’ αγγίζει αυθόρμητα ένας άγνωστος στο δρόμο, ήταν από σπάνιο, έως και απίθανο να συμβεί. Κι ήταν αυτό ακριβώς που τον έκανε να συνέλθει και να ανακτήσει το χαμένο του κουράγιο.

Πριν λίγη ώρα είχε παραλάβει -και επίσημα- τη «λύση σύμβασης εργασίας» απ’ το μαγαζί που, επί επτά συναπτά χρόνια, δούλευε σαν σερβιτόρος. “Αναδουλειές και αναγκαστική μείωση προσωπικού”, του είπε συγκαταβατικά ο ιδιοκτήτης, αποφεύγοντας να τον δει στα μάτια, ή έστω να γλυκάνει την πικρή στιγμή μ’ ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Αντιθέτως, με μια χειρουργική μάσκα να κρύβει τις εκφράσεις του, άφησε τα χαρτιά πάνω στο πάσο και του υπέδειξε με το βλέμμα να υπογράψει και να πάρει ένα αντίγραφο, μαζί με μια αόριστη υπόσχεση πως θα τον ειδοποιήσει μόλις η αγορά ανακάμψει. Έφυγε ντροπιασμένος απ’ το μαγαζί. «Ούτε ένα άγγιγμα, ρε γαμώτο!... Από μακριά, λες και είμαι κανένας χτικιάρης». Αυτό που πόνεσε αφόρητα, περισσότερο κι απ’ την απειλή της ανεργίας, ήταν η εξ αποστάσεως ψυχρή αναγγελία της απόλυσής του.

░ ░

«Σίγουρα είσαι καλά; Θέλεις να περπατήσουμε λίγο, για να δεις αν ζαλίζεσαι; Όχι, δεν σ’ αφήνω μόνο σου, αν δεν βεβαιωθώ πως είσαι εντάξει. Πώς σε λένε; Εμένα Χρήστο. Δεν έχω καμιά βιαστική δουλειά, μην ανησυχείς για μένα. Εσύ να ᾽σαι καλά. Περίμενε εδώ ένα λεπτό ν’ αφήσω το αμάξι στο πάρκινγκ κι έφτασα… Πήρα μια τρομάρα όμως, ρε φίλε!»

Με δειλά βήματα περπάτησαν χεραγκαλιά ως την Ομόνοια και χάζεψαν για λίγο το μεγαλοπρεπές σιντριβάνι με τους πολύχρωμους πίδακες που εκτοξεύονταν απ’ τα σπλάχνα του. Ήταν η μόνη έγχρωμη πινελιά στο ερεβώδες σκηνικό μιας κουρασμένης πόλης, με σκοτεινά κτήρια, βρώμικους δρόμους και μελαγχολικούς ανθρώπους. Μια ακριβοπληρωμένη παραφωνία στο κουφάρι μιας πόλης που αργοσβήνει.

Κόντρα  στο οργιώδες τεχνικολόρ της πλατείας, ένιωθε να βυθίζεται ολοένα στα σκοτάδια του πανικού και της ανασφάλειας. Κι ήταν μονάχα αυτή η στιγμιαία αναλαμπή που ένιωσε στα στιβαρά μπράτσα του άγνωστου άντρα, που του έδωσε ξαφνικά την αίσθηση πως δεν κινδυνεύει. Πως κάποιος του πέταξε ένα σωσίβιο απ’ το πουθενά, εκεί ακριβώς που όλα έδειχναν οριστικά και μάταια. Ο Χρήστος αποδείχτηκε το κατάρτι που βρέθηκε καταμεσής του άδειου πελάγους για να ξεκουράσει τη μοναξιά του, να σηκώσει ξανά τα κουρελιασμένα του πανιά και να συνεχίσει τη ρότα του στο ομιχλώδες τοπίο της ζωής του.  

− Δεν το κάνανε τουλάχιστον Φοντάνα ντι Ομόνοια, να ρίχναμε τώρα ένα κέρμα και να κάναμε μια ευχή, του ψιθύρισε ο Χρήστος, σε μια ύστατη προσπάθεια να του εκμαιεύσει ένα χαμόγελο. Δεν σταμάτησε στιγμή να τον κρατάει αγκαζέ μπροστά στο σιντριβάνι, σαν να βαστούσε έναν ηλικιωμένο συγγενή που τον πήγαινε βόλτα στο διάδρομο ενός νοσοκομείου.
− Και σαν τι θα ευχόσουν, ρε Χρήστο, αν ήταν μπροστά μας τώρα η Φοντάνα ντι Ομόνοια; τον ρώτησε με έκδηλη απορία.
− Το ίδιο με χτες, προχτές, και σίγουρα με τις επόμενες μέρες που θα μου ξημερώσουν, του απάντησε ο Χρήστος, κλείνοντάς του πονηρά το μάτι.
− Δηλαδή;
− Θα σου πω. Απ’ τον καιρό της καραντίνας, μου ξέμειναν μεγάλα αποθέματα αξόδευτης αγκαλιάς. Μου έλειψε το μοίρασμα, ρε παιδί μου, πώς να στο εξηγήσω;
− Κάπου πάει το μυαλό μου… για λέγε…
− Φεύγοντας απ’ το σπίτι απόψε, ευχόμουν να πέσω σ’ έναν άνθρωπο που θα το χρειαζόταν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο βάσανο απ’ το να έχεις σπάνια ομάδα και να μην υπάρχει συμβατός ασθενής να του δώσεις αίμα, κάπως έτσι ένιωθα…
Κι έπεσες στην κυριολεξία πάνω μου! Τη στιγμή ακριβώς που ευχόμουν κι εγώ, να βρεθώ στις ρόδες ενός αυτοκινήτου.
Τι λες, ρε άνθρωπε; Αποξενωμένος κι εσύ;
Απολυμένος, ρε Χρηστάρα. Μόλις είχα παραλάβει το χαρτί της απόλυσής μου. Να, εδώ το έχω. Ζεστό είναι ακόμα…
Kερνάω μπύρες. Είσαι;
Mα… για μπύρες είμαστε τώρα; Εγώ, δεν…
− Άντε, πάμε μια βόλτα ως τα Εξάρχεια. Είναι ένα μαγαζί που ξέρω τον ιδιοκτήτη του. Μου έχει μεγάλη υποχρέωση και… πού ξέρεις; Με την τύχη που έχουμε απόψε, μπορεί και να ζητάει κανένα γκαρσόνι. Τι λες;
Ότι κυνηγάς μονόκερους. Αυτό λέω, ρε Χρήστο!
− Έτσι ακριβώς το λένε το μαγαζί: “Μονόκερος”!!! Φύγαμε; 



Το κείμενο φιλοξενήθηκε στον ιστότοπο ΑΤΕΧΝΩΣ




Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

ΣΚΛΗΡΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ ΤΟΥ 2020 μ.Χ.


Λίγα λόγια για την έκδοση.

Ο Απρίλης της καραντίνας και του κορονοϊού, είναι παρελθόν, ελπίζουμε οριστικό, ο «Σκληρός Απρίλης , του 2020 μ.Χ.» θα συνεχίσει να μας θυμίζει τα συναισθήματα, τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς και όλα όσα ζήσαμε το δίμηνο της καραντίνας.

Ο «Σκληρός Απρίλης , του 2020 μ.Χ.», με τις ιστορίες και τα ποιήματα από την εποχή του κορονοϊού, μόλις κυκλοφόρησε και «από ώρα σε ώρα» περιμένουμε και το δίδυμο αδελφάκι του (λεπτομέρειες προσεχώς).

Ο «Σκληρός Απρίλης 2020 μ.Χ.» είναι δύο ποιοτικές και προσεκτικά επιλεγμένες συλλογές από ποιήματα και διηγήματα με θέμα τις ανθρώπινες σχέσεις και τα ανθρώπινα πάθη κατά τη διάρκεια της έξαρσης της πανδημίας του φονικού ιού Covid-19 (Άνοιξη του 2020). Η ζωή κάτω από τον αστερισμό του κορωνοϊού καταγράφεται άλλοτε υπαρξιακά, άλλοτε κοινωνικά και άλλοτε με πολιτικές και ιδεολογικές αναφορές.

Και τέσσερα εικαστικά που κοσμούν την έκδοση, του Κώστα Ευαγγελάτου, υπό το κράτος των ίδιων συναισθημάτων. Δουλεμένα τις πρώτες ημέρες της καραντίνας.

Αναδεικνύονται ανθρώπινα δράματα και προβλήματα όπως η περιθωριοποίηση, οι φραγμοί στη μόρφωση, η ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια, καθώς και ο ψυχικός μικρόκοσμος και τα βιώματα των ποιητών και πεζογράφων που συμμετέχουν στην έκδοση. Προβάλλεται, πάνω απ’ όλα, η αγωνία και ο αγώνας για το μέλλον, όχι όμως χωρίς λύσεις.

Ποιήματα: Γιώργος Ηρακλέους, Σοφία Ταναΐνη, Γκέλη Ντηλιά, Νίκος Σουβατζής, Ανθούλα Σωπάση, Κώστας Ευαγγελάτος, Σπύρος Ζαχαράτος, Ειρηναίος Μαράκης, Αντώνης Μπουντούρης, Γιάννης Γεωργάκης, Νικόλας Μιτζάλης,  Κωνσταντίνος Μαυροματάκης, Φωτεινή Δημοτζίκη, Νικόλας Δημ. Κακατσάκης, Γεωργία Καλαμποκά, Κώστας Κατιμερτζόγλου, Βαγγελιώ Καρακατσάνη, Σοφία Κλουβάτου Μέλα, Βαρβάρα Τζάμα, Πανωραία Χριστοπούλου, Χρυσή Φουκαράκη.

Διηγήματα: Παναγιώτης Μελάς, Νίκος Λάμπρου, Θωμάς Κασσελούρης, Θοδωρής Μπελίτσος, Μαριάνθη Αλειφεροπούλου Χαλβατζή, Γιάννης Γερογιάννης, Ασπασία Παναγιώτα Μουσουλίδη, Βασιλική Σταθοπούλου, Χρήστος Τούμπουρος, Αλέκος Χατζηκώστας, Μαρία Κανελλάκη.

Υπερήφανοι για το υλικό που δίνουμε στον αναγνώστη, επισημαίνουμε το εξαιρετικό ενδιαφέρον να μελετά κανείς μέσα από τη λογοτεχνία τα πάθη των ανθρώπων, τις ελπίδες τους σε συγκυρίες με σχήματα και σημάδια βασικά, ιστορημένα άμεσα από ανθρώπους που τα ζουν και τα βιώνουν.

Σκληρός Απρίλης, του 2020 μ.Χ.
ποιήματα και ιστορίες εγκλεισμού από την εποχή του κορωνοϊού
(Συνοδεύεται από CD)
Επιμέλεια: Γιώργος Ηρακλέους
Εξώφυλλο: Πέτρος Φιλιπίδης
Εκδόσεις Ατέχνως
Έτος έκδοσης: Ιούνιος 2020
Σελ. 104
Σχήμα 17Χ24
Τιμή: 13 ευρώ
Μπορείτε να το παραγγείλετε και να το παραλάβετε στο χώρο που θα μας υποδείξετε, χωρίς επιβάρυνση
Παραγγελίες: EkdoseisAtexnos@gmail.com
📱 6979795057

Αθήνα: Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο – Θεμιστοκλέους 37 – 210 380 2644
Θεσσαλονίκη: Ακυβέρνητες Πολιτείες – Αλ. Σβώλου 28 – 2310 273207
Κεντρική διάθεση για την Κύπρο: Βιβλιοπωλείο Περιδιάβαση  (Τηλ:24 645646, 99545635) 



Η ανάρτηση αποτελεί αναδημοσίευση απ’ το ηλεκτρονικό περιοδικό: ΑΤΕΧΝΩΣ