Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Αναντάμ μπαμπαντάμ Ελληνόσποροι (;)

 

Πριν από έναν αιώνα, οι Έλληνες πρόγονοί μας, φόρτωναν σ’ ένα καράβι την ανάγκη και το όνειρο για ένα καλύτερο μέλλον και μετανάστευαν στην Αμερική. Εκεί τους υποδεχόντουσαν σαν εισβολείς που απειλούσαν την τιμή, την περιουσία και τα χριστά ήθη των “ορίτζιναλ Αμερικανών”. Όσο γνήσια μπορεί να θεωρείται βέβαια η αμερικάνικη φυλή, που δεν είναι παρά ένας καμβάς από αφομοιωμένες μεταναστευτικές ροές. Με την ίδια ψωροπερήφανη ξιπασιά και  το ίδιο “καλωσόρισμα”, υποδεχτήκαμε κι εμείς εδώ, πριν σαράντα χρόνια, τους πρώτους οικονομικούς μετανάστες από Αλβανία, Βαλκάνια και Ασιατικές χώρες. Ανεπιθύμητοι μεν, χρήσιμα και φτηνά εργατικά χέρια, δε. Μπροστά στο συμφέρον, κάναμε τα στραβά μάτια στη σημαία και τη φυλετική υπεροχή. Όπως είχε πει κι ο Ντίκενς: «Στο ένα μάτι έλαμπε η αφοσίωση (στη φυλή). Στο άλλο ο υπολογισμός».

Σήμερα, κάποιοι “καθαρόαιμοι” κανίβαλοι νοσταλγούν μαζικές εκκαθαρίσεις, φωτιές, τσεκούρια και Μακρονήσια. Ας ψάξουν λίγο στα συρτάρια τους. Μα σοβαρά τώρα; Eίναι σήμερα σπίτι που να μην έχει το τεφτέρ’ της Σμυρνιάς γιαγιάς με πολίτικες συνταγές; Ξεθωριασμένες φωτογραφίες απ’ την Αστόρια, το Σικάγο και τη Φλόριντα; Μια καρτ-ποστάλ απ’ την ελληνική παροικία στη Μελβούρνη και το Τορόντο; Το παραπονεμένο γράμμα του παππού που ταξίδεψε με το τρένο ως το Μόναχο, για να δουλέψει στο γερμανικό εργοστάσιο;  Έλληνες είναι σε κάθε γωνιά της γης. Και δεν πήγαν για τουρισμό. Και στο πρώτο οικονομικό κραχ που θα ξαναγίνει, πάλι με καραβιές θα φύγουμε εκτός συνόρων. Κι όλοι αυτοί που σήμερα πουλάνε μαγκιά στους ικέτες (κι όχι στο γείτονα που οργώνει τα νερά μας), στην πρώτη αναμπουμπούλα, θα σηκώσουν τα ρολά της παλιάς οικογενειακής φάμπρικας. Δωσίλογοι και μαυραγορίτες. Κι όσο πατριώτες είναι όλοι δαύτοι, άλλο τόσο “ειρηνιστής” είναι κι ο Τραμπ. Προτάθηκε, λέει, για το Νόμπελ Ειρήνης. Θα τρίζουν τα κόκκαλα του Αδόλφου…


«…Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το ποδάρι του ο τούρκικος στρατός στο χωριό, άραζαν καΐκια και μάς παίρναν. Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος- από ένα μαξούλι περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ’ ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια…».

Απόστολος Μυκονιάτης  (απ' το παραθαλάσσιο χωριό Ατζανός, κοντά στην Πέργαμο, απέναντι απ’ τη Λέσβο)

Ό,τι ζούμε σήμερα, είναι η επανάληψη της σύγχρονης ιστορίας μας. Μόνο οι “ήρωες” διαφέρουν. Θύτες, σκηνικό και παρασκήνιο, είναι τα ίδια.


«Πώς να σας το χαρακτηρίσω αυτό το πράμα. Καταστροφή. Δεν ήσαστε από μιά μεριά να βλέπατε τι είχε γίνει. Έμενε ο κόσμος εκεί στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε μια αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή παιδί μου. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράματα. Το τι ετραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δε λέγεται. Ατιμαστήκανε, γινήκανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε, τα ίδια. Προσπαθήσανε, γαμιόντουσαν, κάνανε χίλια δυο να βρίσκουν το ψωμί τους, μέχρι που να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε έξι παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ένας από δω, άλλα άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου. Τι να κάνανε και οι αρχές; Ποιον να πρωτοκυνηγήσουνε; Μήπως ήτανε ένα και δυο; Πολλά.

Και οι ντόπιοι δεν τους βλέπανε με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δύο. Φύγετε από εδώ ρε. Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες είναι πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήτανε εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουν, απατεώνες.

Και με τον καιρό αρχινάγαν να πηγαίνει κάθε άνθρωπος στο μέρος του. Άλλοι πήγαν στην Θάσο, άλλοι στη Τρίπολη, άλλοι στη Θεσσαλονίκη, άλλοι στας Σέρρας, Καβάλα, άλλοι στα νησιά, άλλοι στα Δωδεκάνησα. Χρόνο με χρόνο πήραν δρόμο. Όμως τώρα έχουν γίνει πρώτοι σε όλα. Όλοι αυτοί οι πρόσφυγες που βλέπεις είναι οι κυριώτεροι σε όλα. Είναι άνθρωποι της δουλειάς. Ο Ωνάσης π.χ., τον βλέπεις».

ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ - Αυτοβιογραφία εκδ. Παπαζήσης (απόσπασμα)

«Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών, παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας, μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΡΔΑΤΟΣ - Ιστορικός

«(…) θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων… (…) ετραυμάτισαν 17 πρόσφυγας, το πλείστον γυναίκας, πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους σταύλους, τους αχυρώνας, λεηλατήσαντες τας αποσκευάς…»

Εφημερίδα Παμπροσφυγική – αναφορά στους κατοίκους Ροδολείβος της Δράμας


«Να φορέσουν οι πρόσφυγες κίτρινα περιβραχιόνια για να τους ξεχωρίζουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες».

ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΩΤΑΚΗΣ - Εκδότης του «Πρωινού Τύπου», δημοσιεύτηκε το 1933



«Αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την περιουσία των προσφύγων, κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει…»

ΣΠΥΡΟΣ ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΣ – δημοσιεύτηκε το 1935 μετά τον εμπρησμό του προσφυγικού οικισμού στον Βόλο

Η Μακρόνησος όταν οι Πόντιοι και Ασσύριοι πρόσφυγες οδηγούνταν εκεί, για να απολυμανθούν! (φωτ.:National Geographic)

2 Φεβρουαρίου 1923. Με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών προβλέπεται η υποδοχή και απολύμανση των παλινοστούντων, σε στρατόπεδο που θα δημιουργηθεί στη Μακρόνησο.

Το 1931 η Μακρόνησος προτείνεται ως χώρος συγκέντρωσης των κομμουνιστών. Το 1935 αποφασίστηκε να μεταφέρονται εκεί οι εκτοπιζόμενοι κομμουνιστές, για την αποφυγή του κινδύνου μετάδοσης των ιδεών τους στα νησιά του Αιγαίου.

2020: Η Μακρόνησος προτείνεται και πάλι από μερίδα “Καθαρών Ελλήνων” ως νεκροταφείο ψυχών. Σύλλογοι γονέων σε πολλές πόλεις της χώρας απειλούν με καταλήψεις τα σχολεία που θα φιλοξενήσουν προσφυγόπουλα.

Κάποιοι τούς χειροκροτούν. Εύχομαι να νιώσουν στο πετσί τους τι σημαίνει προσφυγιά, εξορία, βασανιστήρια, ψυχολογική εξόντωση. Πώς είναι να κλείνεις τα μάτια του παιδιού σου. Και να περιφέρεσαι απελπισμένος στην επίγεια κόλαση, που κάποιοι την διαφημίζουν ως την πιο φιλόξενη γωνιά του πλανήτη.

Όταν οι Έλληνες έβρισκαν καταφύγιο στο Χαλέπι της Συρίας  PHOTO: LIBRARY OF CONGRESS

Το τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Χίου που εισηγείται την απαγόρευση εισόδου των «ομογενών» Μικρασιατών στην Ελλάδα (24.8/6.9.1922) ΑΡΧΕΙΟ Π.Γ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ


Δημοσίευμα εποχής για τους "Τουρκόσπορους". Πάσα ομοιότης με τα σημερινά δεν είναι καθόλου τυχαία.

Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας: 
«Προσφυγιά, προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε»

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Πομ πομ κι ο Θεός βοηθός!


Πριν λίγους μήνες, σύσσωμη η Ιερά Σύνοδος άνοιξε πυρ ομαδόν κατά της γιόγκα, του πιλάτες και παρεμφερών μεθόδων άσκησης και χαλάρωσης, με το επιχείρημα πως  αποτελούν λανθασμένες οδούς πνευματικής αναζήτησης. «Κανένας πιστός στα γυμναστήρια του διαβόλου» ωρυόντουσαν, στις αρχές του χρόνου, οι θρησκόληπτες γονυπετούσες που -τάχαμου- υπερασπίζονταν τη χριστιανική ιδεολογία. Λες κι ο Χριστός δίδαξε πως η σωματική άσκηση και η ψυχική χαλάρωση είναι απαγορευμένοι καρποί και πως όσοι παλεύουν να κρατηθούν όρθιοι -ψυχή τε και σώματι- τούς αξίζει μια θέση στην κόλαση! Λες κι αν ήταν τώρα κοντά μας, θα μας δίδασκε την άνευ όρων παράδοση  στο καθημερινό ψαλτήρι του φόβου, απ’ όλους τους άμβωνες της ενημέρωσης. Ενός φόβου ύπουλου και εξίσου καταστροφικού για την ψυχική υγεία και το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Ψιλά γράμματα θα μου πείτε. «Αγάπα το φόβο, το κανάλι και τη μάσκα σου».

Κι όταν διάβασα πως μαθήματα, όπως η κοινωνιολογία και τα καλλιτεχνικά, αποσύρθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες απ’ το μαθητικό πρόγραμμα, περίμενα πως, με το ίδιο σθένος που ξεσηκώθηκαν για το μάθημα των θρησκευτικών, θα επαναστατούσαν και πάλι οι θρησκευτικοί μας ηγέτες. Να υπερασπιστούν την πρόσβαση των παιδιών σε ουσιαστική μάθηση. Να έχουν αποκτήσει αυτογνωσία και υπευθυνότητα μέχρι την ενηλικίωσή τους, να εντρυφήσουν στις τέχνες τα παιδιά που έχουν δεξιότητες και που -προφανώς- θα μείνουν ανεκπλήρωτα τα όνειρά τους. Να μη χάσουν τη δουλειά τους οι καθηγητές των μαθημάτων αυτών, τόσοι επιστήμονες που επένδυσαν χρόνια και κόπους σ’ ένα υπαρκτό πεδίο σπουδών που, μετά από λίγα χρόνια, γίνεται ανύπαρκτο εργασιακά. Ματαίως περίμενα. Άχνα απ’ τα εκκλησιαστικά χαρακώματα.

Στην πρόσφατη ανακοίνωση του υπουργείου (παιδείας να το πω; ) πως στα σχολεία (που ακόμα παίζουμε στα ζάρια πότε θ’ ανοίξουν) εντάσσεται και το τσιρλίντινγκ, μετρούσα τις ώρες μέχρι το μεγάλο ξεσηκωμό των Πατέρων. Οραματιζόμουν σύγχρονους Παπαφλέσσες να παιανίζουν το λάβαρο της επανάστασης. Το ‘χα σίγουρο πως το ιερατείο θ’ απαιτήσει απ’ το κράτος -και θα συμβάλλει, λέει, και το ίδιο- στη δημιουργία καλύτερων αθλητικών υποδομών στα σχολεία. Να γίνουν κλειστά γυμναστήρια (όπως στην Αμερική που διαπρέπει το τσιρλίντινγκ), να γίνει και κανένα εργαστήριο πληροφορικής, να μπαλωθεί το σκισμένο φιλέ του βόλεϊ και ν’ αποκτήσουν πρόσβαση στη γυμναστική, στο κυλικείο, στις τουαλέτες και στις σχολικές εκδρομές, και  τα παιδιά με κινητικά προβλήματα. Επί ματαίω κι αυτή μου η προσμονή. Σιγή ιχθύος.

 


Καημένε μου, κύριε “Φλωρά,” των σχολικών μου χρόνων…

Που πάσχισες να μας μάθεις Όμηρο και στίχους του Σοφοκλή. Που ερχόσουν πρώτος στο σχολείο, κάθε πρωί, στρυμωγμένος στο παμπάλαιο σαραβαλάκι σου, με τη μπαλωμένη τσάντα σου ξέχειλη από βιβλία και σημειώσεις. Στα διαλείμματα, αντί για τυρόπιτα και καφέ στο γραφείο, πάσαρες στα μουλωχτά κάτι σκονάκια γνώσης στους πιο ψαγμένους της τάξης. Μαζί σου πρωτοψηλαφίσαμε το “Oh Freedom” της Μπαέζ και το “With God on Our Side” του Ντύλαν.

Ίδρωσες να μας κάνεις ν’ αγαπήσουμε τη γλώσσα, «Γιατί μόνο έτσι θα βγείτε απ’ το σκοτάδι, θα γίνετε άνθρωποι με ακονισμένη κρίση, με νου και με συνείδηση. Αφήστε τα λούσα και τις φιγούρες και πιάστε τους κλασσικούς μας συγγραφείς. Μελετήστε τον Καζαντζάκη και τον Ροΐδη. Ματώστε τον απαυτό σας στα βιβλία και ξεστραβωθείτε, μπας και γίνετε μια στάλα καλύτερη γενιά απ’ τη δικιά μου».

Έπεσαν οι βάσεις μας, κύριε Φλωρά. Έπεσαν κι οι αντιστάσεις μας, κι όπως το πάμε, θα πέσει κι ο γενικός διακόπτης. Ηττηθήκαμε στα σημεία, κύριε Φλωρά μου. Παράγουμε περισσότερες «Λίζες Παπασταύρου» απ’ όσες αντέχει η κοινωνία μας. Κι οι ματωμένοι κώλοι πάνω απ’ τα βιβλία, είναι ισότιμοι πλέον μ’ αυτούς που ιδρώνουν στις μυκονιάτικες ξαπλώστρες, πατεροχορηγούμενοι και κολλεγιοαναθρεμμένοι.

Καληνύχτα κύριε Φλωρά μου.

Στο τετράδιο και στην καρδιά μου, θα είναι για πάντα χαραγμένοι οι πολιτικοί στίχοι που μου έμαθες.

//Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες.//

(Maνώλης Αναγνωστάκης)



εικαστικό: Δημήτρης Αστερίου

photo: Cristina Garcia Rodero

 

Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

“Σουβενίρ” απ’ τις διακοπές

        Ο Μανώλης ο τραυματιοφορέας, οι νοσηλεύτριες βάρδιας, ο Χρήστος που, μαζί με τα φάρμακα, μοίραζε κι ένα αυτοσχέδιο αστείο, ανάλογα πόσο το σήκωνε η κατάσταση του αρρώστου, ο ηρωικός γιατρός που εξυπηρετούσε, ταυτόχρονα, προγραμματισμένα ραντεβού, έκτακτες εισαγωγές και τις αγωνιώδεις ερωτήσεις των συγγενών στους διαδρόμους. 

«Εδώ πέρα έρχονται περιστατικά απ’ ούλη την Κρήτη και τα γύρω νησιά που δεν έχουνε υποδομές. Πολλαπλασιάζονται οι αρρώστοι και λιγοστεύουμε εμείς. Καμιά κενή θέση δεν αναπληρώθηκε, καμιά πρόσληψη, καμιά μέριμνα για το προσωπικό, μόνο παχιά λόγια και χειροκροτήματα. Ας είναι δα… εμείς τ’ αγαπούμε αυτό που κάμουμε και δεν περιμένουμε από δαύτους, πράμα!» ήταν ο μονόλογος του Μανώλη κατά τη διαδρομή μας μέσα στο ασανσέρ, με το φορείο ανάμεσά μας. Αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν το ιδρωτάρι που έσταζε απ’ τη μάσκα του και μούσκευε τη λευκή του ρόμπα. Και το χαμόγελό του που δεν σταμάτησε στιγμή να στολίζει το ωραίο του βλέμμα. Με γλυκόλογα και έμφυτη ευγένεια ξεπροβόδισε την άρρωστή μας για την κρίσιμη εξέταση που είχε να κάνει. Κι αυτή του ανταπόδωσε τις ευχές και τα γλυκόλογα, καθώς την έσερνε στο διαγνωστικό θάλαμο. Ίσως ο Μανώλης να συνέβαλε στο ελάχιστο, για να βγει μια στάλα καλύτερη η εξέταση…

Ο χώρος αναμονής ενός δημόσιου νοσοκομείου, είναι το πιο αξιόπιστο δελτίο ειδήσεων σήμερα. Εδώ δεν υπάρχουν μασκοφόροι γραφιάδες και χάρτινοι πολιτικάντηδες της μιας χρήσης. Εδώ είναι το μέτωπο της μάχης. Κι αν αντέχει το στομάχι και τα μάτια, το παρακολουθείς ευλαβικά ως το τέλος. Τα φορεία πηγαινοέρχονται ασταμάτητα, απ’ το δρόμο ακούγονται οι σειρήνες των ασθενοφόρων, στον επάνω όροφο είναι τα κρούσματα της πανδημίας,  οι λιγοστοί συγγενείς που τους επιτρέπεται η παραμονή ανταλλάσσουν ματιές αγωνίας μεταξύ τους, νέα παιδιά με ορούς και φιάλες αίμα μπηγμένες στις φλέβες τους σέρνουν τα βήματά τους στο διάδρομο, να ξεκλέψουν λίγες αχτίδες ήλιου απ’ τα παράθυρα. «Σηκώθηκες παλικαράκι μου; Μπράβο σου, σιδερένιος, και γρήγορα σπίτι σου!» ακούστηκε μια ενθουσιώδης κραυγή κι ο νεαρός με το ωχρό πρόσωπο αναθάρρησε και καλημέρισε μ’ ένα νεύμα τον γείτονά του, απ’ το διπλανό θάλαμο.

Στο αντικρινό κρεββάτι του απλόχωρου δωματίου, είναι ξαπλωμένη η Ευτυχία. Μια πανέμορφη γυναίκα, λυγερόκορμη, με ξέμπλεκα τα μακριά της μαλλιά, γλυκομίλητη και με λεβέντικο βλέμμα. Αν δεν ήταν καρφωμένο το μελανιασμένο μπράτσο της σ’ ένα μηχάνημα με αλουμινόχαρτα και ορούς, θα ήταν τώρα κοντά στα τρία της παιδιά, στο σύντροφό της, στη ρουτίνα της καθημερινότητάς της, αυτή που όλοι εμείς περιφρονούμε ασυστόλως. «Το απόγευμα θα ᾽ρθούν και τα μικιά να τα δω που τα πεθύμησα». Κι άντε να βρεις λόγια τώρα, απ’ αυτά τα τετριμμένα και ανούσια, να στήσεις κουβέντα μαζί της. Που κάθε της λέξη είναι και μια ευθύβολη σφαίρα στο φόβο, κάθε της φράση κι ένα καλαμπούρι στο θηρίο που την πολεμάει. «Παρήγγειλα του Σήφη ένα κεφαλομάντηλο για όταν πέσουν τα μαλλιά μου κι αυτός ο αθεόφοβος τι μου έφερε; Ένα παρεό απ’ αυτά που φορούμε στη θάλασσα… Ίντα να πεις; Άντρες!...»

Σούρουπο στο λαβύρινθο του νοσοκομείου κι ο Μινώταυρος έχει σωριαστεί στα πατώματα απ’ τα τσαμπουκαλίδικα χτυπήματα της Ευτυχίας. Απ’ το σαλόνι του ορόφου, πίσω απ’ τις βαριές πόρτες, που ανοίγουν μόνο με την άδεια των γιατρών, ακούγονται παιδικές φωνούλες. Η Ευτυχία αγέρωχη και καμαρωτή, σπρώχνει το τροχήλατο μηχάνημα με το ελεύθερο χέρι της, διασχίζει το διάδρομο και πέφτει στις αγκαλιές των δικών της. Με μια υπερκόσμια ψυχραιμία, σαν να υποδεχόταν τα παιδιά απ’ το σχολείο, και το μόνο που είχε να φροντίσει, ήταν να τους βάλει να φάνε.

Η τηλεόραση στον τοίχο ξερνάει τις ειδήσεις της ημέρας. Φωτιές, θάνατοι, πλημμύρες, νέα κρούσματα, ρεκόρ ανεργίας και τα χαλαρά μπάνια του γραμμωμένου πρωθυπουργού, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από δω. Την έκλεισα γρήγορα. Να μη μολύνει το χώρο με τις βρωμερές της σαβούρες. Βγήκα ως το μπαλκόνι για καθαρό αέρα. Ας είναι να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι της! Το φθινόπωρο, μου είπε, έχει να δέσει τα ματσάκια της τ’ αμάραντα· δυόσμους, φασκόμηλα κι αρισμαρί. Έχει να πάει να προσκυνήσει στον Άγιο Φανούριο στις Βρύσσες, να γράψει τη μικρή στο ωδείο που της αρέσει η μουσική, να τους μαγειρέψει το αγαπημένο τους φαγητό, πατάτες τηγανητές με ξερό ανθοτύρι και ρίγανη. Να πάρει και μια περούκα, κοντά στο φυσικό της χρώμα θα διαλέξει, μήπως και ξεγελάσει τα παιδιά μέχρι να ξαναβγούν τα μαλλιά της κι ένα καφέ μολύβι για το περίγραμμα των φρυδιών, απ’ αυτά που είναι ανεξίτηλα και δεν ξεθωριάζουν.

Δεν ξέρω αν η (βολική) θεωρία της “προσωπικής ευθύνης” είναι αυτή που θα μας σώσει σ’ αυτό το χάος. Αυτό που ξέρω στα σίγουρα, είναι ότι υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι που ορίζουν μονάχοι το χρέος τους, δίχως να δίνουν σημασία στις παιδαριώδεις παραινέσεις των ακαμάτηδων πολιτικών. Κι αν υπάρχει ακόμα κάτι όρθιο σ’ αυτή την κοινωνία, είναι γιατί έχουμε ανθρώπους που πιστεύουν, οραματίζονται και παλεύουν για το ανέφικτο. Το concept (για να καταλαβαινόμαστε με τους αμερικανοσπουδαγμένους πολιτικούς μας), είναι ένα:

«Ένας αργάτης πελαγίσιος είναι ο νους, κι είναι η δουλειά του να μολώνει το χάος» (*)

(* Νίκος Καζαντζάκης – Ασκητική) 

 Πηγή φωτογραφιών

           

 

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Εφτά (παρά κάτι μέρες)


Η πρώτη ανάρτηση του Απάγκιου έγινε πριν εφτά χρόνια, στην εκπνοή του Αυγούστου, με τη ρομαντική ακόμα εκδοχή που είχε τότε το αποκαλόκαιρο. Λίγη άμμος παραχωμένη στις ραφές των ρούχων, μυρωδιές απ’ την αλμύρα μιας παραλίας, και τις πλαστικές (μόνο) μάσκες που οργώναμε τους βυθούς, να έχουν θαμπώσει απ’ το θαλασσόνερο. Με τις ανοιχτές πληγές της οικονομικής κρίσης να έχουν επουλωθεί απ’ την αλισάχνη και τα άγχη της επιβίωσης να έχουν, πρόσκαιρα, ξεσκοτεινιάσει στις αυγουστιάτικες λιακάδες. Η επιστροφή στους ρυθμούς της πόλης ήταν πιο υποφερτή, γιατί αφήναμε πίσω μας μνήμες-λευκά βότσαλα, για να μη χαθούμε. Το καλοκαίρι το αποχαιρετούσαμε με σφιχτές αγκαλιές και αυθόρμητα φιλιά κι αυτό ήταν το πιο δυναμωτικό συμπλήρωμα για την ψυχική μας υγεία.

Μέσα στα εφτά αυτά χρόνια ήρθαμε κοντά, εμπιστεύτηκε ο ένας τον άλλο, ακουμπήσαμε την ψυχή μας στα διαδικτυακά κύματα και την αφήσαμε να ταξιδέψει πάνω απ’ την ασχήμια της καθημερινότητας, αναζητώντας δέκτες της τρυφερότητάς μας. Αν θα μπορούσα να κάνω έναν απολογισμό των “εσόδων” μας, αυτός θα ήταν μια αράδα με λέξεις. Παρέα, οικειότητα, γήτεμα, χαμόγελα, τραγούδια, ψίθυροι, κουβέρτα, χάδια, ομορφιά, ελπίδα, μοίρασμα, τρέμουλο, συγκίνηση, εξύψωση… Οι ασπίδες μας για να ξεχειμωνιάζουμε τους φόβους μας. 


Με μάσκα χειρουργική φέτος, αλλά με την επιδίωξη να μην τη φορέσουμε εντός μας, να μην αφήσουμε την εσωστρέφεια να προστεθεί στο καλάθι των αναγκών μας. Και με την ελπίδα να συνεχίσουμε να εκπέμπουμε μέσω του πληκτρολογίου μας και να στέλνουμε κωδικοποιημένα μηνύματα στην απέναντι όχθη. 


Τρία βιβλία, συμμετοχές σε συλλογικές εκδόσεις, σμιξίματα με νέους φίλους και βιβλιοπαρουσιάσεις σε διάφορες πόλεις, άπειρες συγκινήσεις και μοναδικές στιγμές. Για όλα όσα αξιώθηκα να βιώσω κοντά σας, ένα ολόκαρδο Ευχαριστώ και όλη μου την αγάπη.

 Καλούς προορισμούς να έχετε στη ζωή σας κι ανθρώπους να σας φιλάνε και να φυλάνε τα όνειρά σας.