Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Καταλαβαινόμαστε τώρα (*)



Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου - πρώτη πάροδος δεξιά!

Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν

Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως.
Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ
            τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε.
Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε
Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται,
Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες,
Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα
            οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους
Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
            τῶν παιδιῶν τους.
Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται
            ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν
- ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται-
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως
-ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς
Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα,
            τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς
Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων.

[Μανόλη Αναγνωστάκη: "Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ." 

Το ποίημα ἀνήκει στὴ συλλογὴ “Ὁ Στόχος” (1970) και ήταν η πρώτη πράξη της ομαδικής-δημόσιας αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών] 


Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ένας από τους κορυφαίους ποιητές και αγωνιστές της μεταπολεμικής γενιάς, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο, για να απελευθερωθεί δυο χρόνια μετά, με τη γενική αμνηστία. Στο έργο του είναι αποτυπωμένες οι εμπειρίες του στο Γεντί Κουλέ, η εφιαλτική αναμονή του ως μελλοθάνατος, οι βασανισμοί και οι εκτελέσεις των συντρόφων, οι πληγές απ’ τον εμφύλιο, τα πολιτικά και προσωπικά αδιέξοδα της εποχής. 

Με την παγκόσμια πρωτοτυπία να τιμούμε την έναρξη του πολέμου και όχι την απελευθέρωσή μας απ’ τα ναζιστικά στρατεύματα, ας λήξουμε, επιτέλους, τις στρεβλές επετείους και τις ανούσιες παράτες με γαλανόλευκα σημαιάκια και (βαριε)στημένους επισήμους στα βάθρα. Γύρισε σελίδα η ιστορία. Αν υπάρχει ένας λόγος για να γιορτάσουμε φέτος, αυτός είναι στα σίγουρα η ιστορική και οριστική καταδίκη της εγχώριας ναζιστικής οργάνωσης. Αυτή ήταν η μέρα που ορθώθηκε το αντιφασιστικό κίνημα και ήχησε το σύγχρονο ΟΧΙ, όσο κι αν αυτό προπαγανδίστηκε και φιμώθηκε, εντέχνως και εγκαίρως, απ’ τα μέσα ε(ξ)ημέρωσης. Κι αν είναι ένας άνθρωπος που θα έπρεπε να τιμήσουμε σήμερα, αυτή είναι η Μάγδα Φύσσα. Κι αν υπάρχουν ανάμεσά μας οι νοσταλγοί των «φίλων του Χίτλερ» (**) οι απόγονοι των δωσίλογων και των μαυραγοριτών που χωρίς ίχνος ηθικής σφάγιασαν και ρήμαξαν τον τόπο μας, είναι γιατί η τακτική του Γκαίμπελς αποδείχτηκε τελικά αλάνθαστη και ανθεκτική στα χρόνια: «Όταν λες και ξαναλές ένα ψέμα, στο τέλος γίνεσαι πιστευτός». 



«Έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη» που έγραφε κι ο άλλος μεγάλος μας ποιητής, ο Ρίτσος. Κάποιοι βίωσαν τη φρίκη της κατοχής και του πολέμου και κάποιοι την έκαναν… επενδυτική ευκαιρία και αναπτυξιακή στόχευση”. Τι δεν καταλαβαίνεις;

Σημειώσεις:

*Ο τίτλος είναι απόσπασμα απ’ το Καπνισμένο Τσουκάλι του Γιάννη Ρίτσου.

** Η φιλοχιτλερική οργάνωση «Σύλλογος Φίλων του Χίτλερ εν Ελλάδι», είχε έδρα στην Αθήνα (Παπαρρηγοπούλου 9),καθώς και παράρτημα  στη Θεσσαλονίκη (Αγίου Μηνά 10). Για (ανατριχιαστικές) λεπτομέρειες των κατορθωμάτων τους, μπορείτε να επισκεφτείτε τον σχετικό σύνδεσμο.

Oι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο.

 

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Λίγο ακόμα…

 


«Άντε αγάπη μου. Λίγο ακόμα να στεριώσουμε κάπου και να κάνουμε τη φαμίλια μας…»

«Λίγο ακόμα να μεγαλώσει το παιδί, να σπουδάσει και να πάρει τη στράτα του…»

«Λίγο ακόμα να ξεχρεώσουμε το δάνειο, ν’ ανασάνουμε μια σταλιά, να χαρούμε όση ζωή μάς απόμεινε…»

«Λίγο ακόμα να τελειώσει και το φανταρικό του…»

«Θα τα βολέψουμε Μάρθα μου, τελειώνουν κι οι δόσεις του στεγαστικού, λίγο ακόμα και θα χαρούμε κι εμείς…»

~ // ~

O Στέργιος κι η Μάρθα είχαν εφεύρει τη δική τους κλίμακα για να μετρούν τις δεκαετίες της ζωής τους. Το “λίγο ακόμα” τους, ξεκίνησε την εποχή που ένωσαν τις ζωές τους κι έφτασε ως τα γεράματά τους. Εκείνος τότε, άρτι αφιχθείς απ’ την Ρουμανία εκεί όπου κατέφυγαν οι γονείς του, μετά τον εμφύλιο, ως πολιτικοί πρόσφυγες. Κυνηγημένοι κομμουνιστές κι οι δυο τους, έστησαν τις ζωές τους πάνω στις στάχτες και μεγάλωσαν με αγάπη και φροντίδα το μονάκριβο αγόρι τους. Ο πατέρας του τον μύησε στην τέχνη της μουσικής, κι ο Στέργιος θα γινόταν ένας ταλαντούχος βιρτουόζος του βιολιού, αν δεν τους προλάβαιναν οι πολιτικές αναταραχές και η απώλεια των γονιών του. Οι απέλπιδες προσπάθειες των ελληνικών κοινοτήτων να επαναπατριστούν ναυάγησαν οριστικά και οι περισσότεροι δεν κατάφεραν να ξαναδούν την πατρίδα τους, εξαιτίας της εγκληματικής ολιγωρίας της ελληνικής κυβέρνησης. Ανάμεσά τους ήταν και οι γονείς του. 

~ // ~

«Χορεύετε δεσποινίς;» Η γνωριμία τους έγινε σ’ ένα βορειοελλαδίτικο κεφαλοχώρι, εκεί όπου κατέφυγε ο “νεαρός υπαίθριος βιολιστής” φιλοξενούμενος σε μια μακρινή θεία, τη μοναδική διασωθείσα συγγενή απ’ τα ξεκληρισμένα σόγια των γονιών του. Οι λιγοστοί εναπομείναντες που γλύτωσαν τις εκτελέσεις απ’ τους ΜΑΥδες και τους χωροφύλακες, άφησαν τα κοκκαλάκια τους, άλλοι εξορισμένοι στη Γυάρο, κι άλλοι στα ρουμανικά χώματα. 

Η “πανέμορφη νεαρά ενζενί” που περιόδευε μ’ ένα μπουλούκι θεατρίνων, είχε μόλις τελειώσει το νούμερό της και ζύγιζε με τη ματιά της τον νεαρό που υποκλινόταν μπροστά της. Το βαλσάκι που έριχνε και την αυλαία στην επιθεώρηση που «εφιλοξενείτο στο ιστορικόν καφενείον του Θύμιου Ζαμπέλη, ειδικώς διαμορφωμένον δια την περίστασιν» ήταν η απαρχή ενός μεγάλου έρωτα. Πίσω απ’ το γαριασμένο σεντόνι, που επιστρατεύτηκε και για χρέη θεατρικής αυλαίας, διαγράφονταν οι φιγούρες τους να χορεύουν ανάλαφρα, σαν ερωτευμένοι ημίθεοι που ίπτανται τρυφερά προς την ευτυχία.

Η σχέση τους ξεκίνησε όταν άρχισαν να διαλύονται τα μπουλούκια και η χώρα έμπαινε στην τροχιά της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Δούλεψαν σκληρά με συνεχείς μετακινήσεις σε πανηγύρια και υπαίθρια γλέντια, ο Στέργιος καθιερώθηκε ως λαϊκός μουσικός που έπαιζε με το δοξάρι του τις χαρές και τα βάσανα του κοσμάκη και η Μάρθα σαν πιστό σκυλί να τον ακολουθεί κατά πόδας και να φροντίζει τα πάντα. Απ’ το κούρντισμα του βιολιού, ως το καλοσιδερωμένο του κουστούμι και το σωστό κουμάντο στα έσοδά τους. Προλάβανε τις καλές εποχές που, με σκληρή δουλειά, έβγαζαν ένα αξιοσέβαστο μεροκάματο.

~ // ~

“Δεν είμαστε γέροι, γέρο μου, νεαροί υπερήλικες είμαστε!” Τον πείραζε εκείνη, κι ας έβλεπε τις βαθιές χαρακιές στα πρόσωπά τους, κι ας είχε προσέξει το ελαφρύ τρέμουλο στα χέρια του που δεν μπορούσαν πια ούτε ένα βιμπράτο να παίξουν στο βιολί. Μήτε μπορούσε να συγκρατήσει ό,τι έπιανε, τις προάλλες τού έπεσε το φλιτζάνι με το πιατέλο, χύθηκε κι ο καφές στο πάτωμα κι έκανε ένα μαυριδερό λεκέ στα πλακάκια, κι εκείνος κοιτούσε αποσβολωμένος τα σκούρα ζουμιά που λέρωναν τους αρμούς, σαν παραμορφωμένη καρδιά που στραγγίζει το μαύρο αίμα της, του φάνηκε. Έτρεμε σύγκορμος κι έβαλε το καλό του χέρι στήριγμα, για να κατευνάσει το ανεξέλεγκτο, να το συνεφέρει απ’ την ταραχή, να το μαλώσει για τη ζημιά, λες κι ήταν ξένο σώμα που εισέβαλλε στη ζωή του για να την κάνει καθημερινό μαρτύριο.

Από εκείνη τη μέρα, το έκαναν συνήθειο να πίνουν απ’ το ίδιο φλιτζάνι. Με πρόσχημα τις οδηγίες του γιατρού να μετριάσουν τους καφέδες, η Μάρθα βρήκε μια πρώτης τάξεως δικαιολογία να τον προστατεύει από τέτοια μικρά ατυχήματα. “Θα μαθαίνω και τα μυστικά σου, που τόσα χρόνια δεν αξιώθηκες να μου τα εμπιστευτείς”, του είπε με προσποιητά αυστηρό βλέμμα, καθώς του στήριζε το φλιτζάνι στο στόμα για να ρουφήξει την πρώτη γουλιά. “Σιγά τα μυστικά, λες και ξεκολλήσαμε ποτέ οι δυο μας!  Μια ζωή τσιμπούρι ο ένας στον άλλο, μόνο βιολί δεν έχουμε παίξει ακόμα παρέα. Αν ήταν τρόπος, θα μου βαστούσες και το δοξάρι, ε Μαρθούλα;”  

~ // ~

Ανήμερα της γιορτής της, τους βρήκε το κακό. “Ένας ισχυρός σεισμός έπληξε την πόλη και προξένησε σοβαρές ζημιές σε κτίρια και υποδομές. Μέχρι στιγμής δεν έχουν αναφερθεί θύματα”, έλεγε το δελτίο ειδήσεων εκείνη τη μέρα. Η οικογενειακή τους φωτογραφία βρέθηκε πεταμένη στο δρόμο, μαζί με ό,τι απόμεινε απ’ την κάμαρά τους. Ολόκερη η σκεπή είχε ξεκολλήσει απ’ τη βάση της, κι αν δεν ήταν προχωρημένη η ώρα, θα τους καταπλάκωνε στο κρεββάτι τους. Στη μικρή αυλή που έπιναν αμέριμνοι εκείνο το πρωινό τον καφέ τους, αντίκρυσαν όλα τους τα “λίγο ακόμα” να σωριάζονται σε συντρίμμια τριγύρω τους. “Μη γυρίσεις πίσω το κεφάλι σου, γέρο μου!” έσφιξε το χέρι της στο μπράτσο του και του έδινε το ρυθμό. Η φωνή της ακούστηκε σαν αδέξια δοξαριά που γρατζούναγε με πόνο το θηλυκό παραμιλητό της.

«Μόνο μπροστά θα βλέπουμε. Λίγο ακόμα και θα περάσει κι αυτό. Φτάνει που είμαστε όρθιοι. Φτάνει που είμαστε μαζί!...»

Είχε πάρει το μάτι της το μισοθαμμένο βιολί. Μονάχα ο κοχλίας και η μισή ταστιέρα είχαν απομείνει ραγισμένα πάνω απ’ τα  χαλάσματα.  Σαν ετοιμοθάνατος που αποχαιρετά με περηφάνεια τη ζωή.


πηγή φωτογραφίας: https://www.newyorker.com

photographer: Platon

 




Η συμμετοχή μου στον 6ο γύρο της Φωτο-Συγγραφικής Σκυτάλης που διοργανώνει
η Μαίρη στην Γήινη Ματιά της, όπου μπορείτε να παρακολουθήσετε την πορεία της μέχρι τώρα.
Με τη σειρά μου παραδίδω την παρακάτω φωτογραφία στον επόμενο “δρομέα” μας, Βασίλη Διακοβασίλη, με τη συνοδευτική λέξη: Χάρτης

Photo by: Pedro Luis Raota 

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Λίγη γραβιέρα, λίγα καλτσούνια και λίγος πυλώνας σταθερότητας

Αποκλειστικό φωτορεπορτάζ απ’ την εκδρομή του ζεύγους Πομπέου στη λεβεντογέννα Κρήτη. Οι προετοιμασίες για την υποδοχή τους ήταν πολύ σχολαστικές και κοπιαστικές. Εκτός απ’ τις ντιβανοκασέλες που ανοίχτηκαν για να κοιμηθούν οι καλεσμένοι, τις πικέ κουβέρτες απ’ το πατάρι, κάτι λινά σεντόνια με ρίγες -που μετά την αποχώρηση του ζεύγους θα γίνουν πουκαμίσες για το Υπουργείο Πολιτισμού- ποτίστηκαν τα ζαρζαβατικά στην αυλή και βγήκαν τα καλά σερβίτσια απ’ το σερβάν. Ουφ! Ξεχάσαμε κάτι

Βασανιστικά ερωτήματα έπεσαν στο τραπέζι. «Τι να βάλω αύριο Παναγία μου;» 

«Ο μεγάλος περίπατος στις γάστρες και στις πιατέλες» 

«Δεν τους πάμε και μια βόλτα στ’ αρχαία; Μην μας περάσουν τίποτ’ απολίτιστους» 


 Μετά το φαγοπότι και την κατανάλωση άφθονης ρακής, αρχίσανε κι οι μαντινάδες: 

-Άκου και μια μαντινάδα που σκέφτηκα να βαστώ στην Άγκυρα:

"Τούρκοι αν γιένει πόλεμος

δεν έχετε ελπίδες

δικά μας είναι τα νησιά

και οι βραχονησίδες

-Mε συγκινείς ρε Μάικουλ! Όταν λες δικά μας, τι ακριβώς εννοείς, όμως; 


Νυχτερινή βεγγέρα στο μπαλκονάκι που βλέπει θάλασσα. Εν τω μεταξύ, απ’ τις πολλές ρακές, η μία σύζυγος βγήκε διπλή στη φωτογραφία. 

Χαλαρός περίπατος στον αυλόγυρο του σπιτιού

Πάει κι αυτό. Στο καλό να πάνε οι άνθρωποι, να συγυρίσουμε κι εμείς το σπίτι, τώρα. Καλά παιδιά ο Μάικουλ και η Σούζαν, δε λέω, αλλά το κάνανε αχούρι. Κι επειδή ξέρω πόσο ανησυχούσατε για το αν πέρασαν καλά, σας ενημερώνω ότι έφυγαν απόλυτα ικανοποιημένοι. Απ’ τη φιλοξενία τους στο ταπεινό Ακρωτήρι, την εκδρομή τους στην αρχαία Απτέρα, τις γόνιμες συνομιλίες για τα ελληνοτουρκικά, κυρίως όμως απ’ τα ντολμαδάκια. Γιατί τελικά, ο σίγουρος πυλώνας σταθερότητας μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, είναι το ντολμαδάκι. 
Κι ας είναι και γιαλαντζί. 


             (Φωτογραφίες & μαντινάδα, προέρχονται απ’ το διαδίκτυο)

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Αναντάμ μπαμπαντάμ Ελληνόσποροι (;)

 

Πριν από έναν αιώνα, οι Έλληνες πρόγονοί μας, φόρτωναν σ’ ένα καράβι την ανάγκη και το όνειρο για ένα καλύτερο μέλλον και μετανάστευαν στην Αμερική. Εκεί τους υποδεχόντουσαν σαν εισβολείς που απειλούσαν την τιμή, την περιουσία και τα χριστά ήθη των “ορίτζιναλ Αμερικανών”. Όσο γνήσια μπορεί να θεωρείται βέβαια η αμερικάνικη φυλή, που δεν είναι παρά ένας καμβάς από αφομοιωμένες μεταναστευτικές ροές. Με την ίδια ψωροπερήφανη ξιπασιά και  το ίδιο “καλωσόρισμα”, υποδεχτήκαμε κι εμείς εδώ, πριν σαράντα χρόνια, τους πρώτους οικονομικούς μετανάστες από Αλβανία, Βαλκάνια και Ασιατικές χώρες. Ανεπιθύμητοι μεν, χρήσιμα και φτηνά εργατικά χέρια, δε. Μπροστά στο συμφέρον, κάναμε τα στραβά μάτια στη σημαία και τη φυλετική υπεροχή. Όπως είχε πει κι ο Ντίκενς: «Στο ένα μάτι έλαμπε η αφοσίωση (στη φυλή). Στο άλλο ο υπολογισμός».

Σήμερα, κάποιοι “καθαρόαιμοι” κανίβαλοι νοσταλγούν μαζικές εκκαθαρίσεις, φωτιές, τσεκούρια και Μακρονήσια. Ας ψάξουν λίγο στα συρτάρια τους. Μα σοβαρά τώρα; Eίναι σήμερα σπίτι που να μην έχει το τεφτέρ’ της Σμυρνιάς γιαγιάς με πολίτικες συνταγές; Ξεθωριασμένες φωτογραφίες απ’ την Αστόρια, το Σικάγο και τη Φλόριντα; Μια καρτ-ποστάλ απ’ την ελληνική παροικία στη Μελβούρνη και το Τορόντο; Το παραπονεμένο γράμμα του παππού που ταξίδεψε με το τρένο ως το Μόναχο, για να δουλέψει στο γερμανικό εργοστάσιο;  Έλληνες είναι σε κάθε γωνιά της γης. Και δεν πήγαν για τουρισμό. Και στο πρώτο οικονομικό κραχ που θα ξαναγίνει, πάλι με καραβιές θα φύγουμε εκτός συνόρων. Κι όλοι αυτοί που σήμερα πουλάνε μαγκιά στους ικέτες (κι όχι στο γείτονα που οργώνει τα νερά μας), στην πρώτη αναμπουμπούλα, θα σηκώσουν τα ρολά της παλιάς οικογενειακής φάμπρικας. Δωσίλογοι και μαυραγορίτες. Κι όσο πατριώτες είναι όλοι δαύτοι, άλλο τόσο “ειρηνιστής” είναι κι ο Τραμπ. Προτάθηκε, λέει, για το Νόμπελ Ειρήνης. Θα τρίζουν τα κόκκαλα του Αδόλφου…


«…Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το ποδάρι του ο τούρκικος στρατός στο χωριό, άραζαν καΐκια και μάς παίρναν. Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος- από ένα μαξούλι περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ’ ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια…».

Απόστολος Μυκονιάτης  (απ' το παραθαλάσσιο χωριό Ατζανός, κοντά στην Πέργαμο, απέναντι απ’ τη Λέσβο)

Ό,τι ζούμε σήμερα, είναι η επανάληψη της σύγχρονης ιστορίας μας. Μόνο οι “ήρωες” διαφέρουν. Θύτες, σκηνικό και παρασκήνιο, είναι τα ίδια.


«Πώς να σας το χαρακτηρίσω αυτό το πράμα. Καταστροφή. Δεν ήσαστε από μιά μεριά να βλέπατε τι είχε γίνει. Έμενε ο κόσμος εκεί στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε μια αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή παιδί μου. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράματα. Το τι ετραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δε λέγεται. Ατιμαστήκανε, γινήκανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε, τα ίδια. Προσπαθήσανε, γαμιόντουσαν, κάνανε χίλια δυο να βρίσκουν το ψωμί τους, μέχρι που να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε έξι παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ένας από δω, άλλα άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου. Τι να κάνανε και οι αρχές; Ποιον να πρωτοκυνηγήσουνε; Μήπως ήτανε ένα και δυο; Πολλά.

Και οι ντόπιοι δεν τους βλέπανε με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δύο. Φύγετε από εδώ ρε. Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες είναι πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήτανε εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουν, απατεώνες.

Και με τον καιρό αρχινάγαν να πηγαίνει κάθε άνθρωπος στο μέρος του. Άλλοι πήγαν στην Θάσο, άλλοι στη Τρίπολη, άλλοι στη Θεσσαλονίκη, άλλοι στας Σέρρας, Καβάλα, άλλοι στα νησιά, άλλοι στα Δωδεκάνησα. Χρόνο με χρόνο πήραν δρόμο. Όμως τώρα έχουν γίνει πρώτοι σε όλα. Όλοι αυτοί οι πρόσφυγες που βλέπεις είναι οι κυριώτεροι σε όλα. Είναι άνθρωποι της δουλειάς. Ο Ωνάσης π.χ., τον βλέπεις».

ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ - Αυτοβιογραφία εκδ. Παπαζήσης (απόσπασμα)

«Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών, παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας, μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΡΔΑΤΟΣ - Ιστορικός

«(…) θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων… (…) ετραυμάτισαν 17 πρόσφυγας, το πλείστον γυναίκας, πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους σταύλους, τους αχυρώνας, λεηλατήσαντες τας αποσκευάς…»

Εφημερίδα Παμπροσφυγική – αναφορά στους κατοίκους Ροδολείβος της Δράμας


«Να φορέσουν οι πρόσφυγες κίτρινα περιβραχιόνια για να τους ξεχωρίζουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες».

ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΩΤΑΚΗΣ - Εκδότης του «Πρωινού Τύπου», δημοσιεύτηκε το 1933



«Αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την περιουσία των προσφύγων, κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει…»

ΣΠΥΡΟΣ ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΣ – δημοσιεύτηκε το 1935 μετά τον εμπρησμό του προσφυγικού οικισμού στον Βόλο

Η Μακρόνησος όταν οι Πόντιοι και Ασσύριοι πρόσφυγες οδηγούνταν εκεί, για να απολυμανθούν! (φωτ.:National Geographic)

2 Φεβρουαρίου 1923. Με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών προβλέπεται η υποδοχή και απολύμανση των παλινοστούντων, σε στρατόπεδο που θα δημιουργηθεί στη Μακρόνησο.

Το 1931 η Μακρόνησος προτείνεται ως χώρος συγκέντρωσης των κομμουνιστών. Το 1935 αποφασίστηκε να μεταφέρονται εκεί οι εκτοπιζόμενοι κομμουνιστές, για την αποφυγή του κινδύνου μετάδοσης των ιδεών τους στα νησιά του Αιγαίου.

2020: Η Μακρόνησος προτείνεται και πάλι από μερίδα “Καθαρών Ελλήνων” ως νεκροταφείο ψυχών. Σύλλογοι γονέων σε πολλές πόλεις της χώρας απειλούν με καταλήψεις τα σχολεία που θα φιλοξενήσουν προσφυγόπουλα.

Κάποιοι τούς χειροκροτούν. Εύχομαι να νιώσουν στο πετσί τους τι σημαίνει προσφυγιά, εξορία, βασανιστήρια, ψυχολογική εξόντωση. Πώς είναι να κλείνεις τα μάτια του παιδιού σου. Και να περιφέρεσαι απελπισμένος στην επίγεια κόλαση, που κάποιοι την διαφημίζουν ως την πιο φιλόξενη γωνιά του πλανήτη.

Όταν οι Έλληνες έβρισκαν καταφύγιο στο Χαλέπι της Συρίας  PHOTO: LIBRARY OF CONGRESS

Το τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Χίου που εισηγείται την απαγόρευση εισόδου των «ομογενών» Μικρασιατών στην Ελλάδα (24.8/6.9.1922) ΑΡΧΕΙΟ Π.Γ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ


Δημοσίευμα εποχής για τους "Τουρκόσπορους". Πάσα ομοιότης με τα σημερινά δεν είναι καθόλου τυχαία.

Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας: 
«Προσφυγιά, προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε»