Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

“Τα Χριστούγεννα του Παεικιέλα”

 

Τίποτα δεν γίνεται που να θυμίζει χειμώνα στο Πέραμα. Πάνε κι έρχονται «παφ πουφ» οι μπενζίνες, η θάλασσα παίρνει ένα χρώμα καραμέλα της μέντας, ξεροσταλιάζουνε στον χειμωνιάτικον ήλιο οι παράγκες των βράχων, κάθουνται με το κασκέτο στα μάτια να πιούνε λιακάδα οι ψαράδες. Είναι όλα ήσυχα, κοιμισμένα, τίποτα δεν περιμένει Χριστούγεννα, καμιά φορά κάποιο ασημόψαρο πηδάει μια στιγμούλα πάνω απ’ τη θάλασσα και φουμάρουνε καπνό από κάρβουνο κωκ οι λέβητες των καρνάγιων.

Ο Παεικιέλας κάνει τσάρκες μέσα σ’ ένα βρώμικο πουκάμισο συμμαχικού φαντάρου. Θα ’τανε κάνας Τομ ή κάνας Τζιμ, ψηλόλιγνος, ξυλοπόδαρος πεζοναύτης που τα κοπάνισε δίχως άλλο μέχρι το τελευταίο του σέντσι κι ύστερα άφησε το πουκάμισο αμανάτι να πιει κι άλλο καναττέζικο βίσκυ, από κείνο το καφετί ξυλόπνευμα που σου γκρατσουνάει το λαρύγγι. Κι ο καταστηματάρχης πούλησε το πουκάμισο δυο παράδες, τώρα μαίηντ ιν Γιούζα, βρέθηκε να σκεπάζει τον Παεικιέλα και να μοιράζεται την τύχη του μαζί του στο Πέραμα. Κάνει μαζί του θελήματα, κουβαλάει ψαροκασέλες, λερώνεται με λάδια μοτοριού που δήθεν πάει να τα επισκευάσει ο Παεικιέλας και τους βγάζει τα μάτια χειρότερα, κοιμάται στις βρώμικες γωνιές της παράγκας του, πότε πότε αρωματίζεται και με ούζα, γιατί να την πούμε την αλήθεια του Θεού, ο Παεικιέλας άμα έχει τίποτα δίφραγκα, πολύ το γουστάρει να πίνει τα καραφάκια του και να τραγουδάει φάλτσα το «κορίτσι που θέλει θάλασσα» και την πικροκυματούσα. Άλλα δεν ξέρει.
Όμως απάνω στους ανθρώπους όλα ετοιμάζουνται για Χριστούγεννα. Σφάζουνε κούρκους, στολίζουνε ελάτια με μπαμπάκι και λιλιά χρωματιστά, οι νοικοκυρές ψένουνε φοινίκια και κουραμπιέδες και γυαλίζουνε το παρκέ τους με κερί και με νέφτι.
Χαίρεται η φύσις όλη, κατεβάζει η Πάρνηθα έν’ αεράκι ξουραφάτο, αντιπαθητικό, καθόλου δεν πάει με την λιακάδα, λυσσάξανε και τα παιδιά με τα τρίγωνα και τα τουμπερλέκια, «να τα πούμε;» «τρομάρα να σας έρθει το σπάσατε πια το κουδούνι». Σαματάς, κακό, φασαρίες, όλοι να γελάνε, καμιά φορά περνάει και καμιά κηδεία και κάνει παραφωνία στο σκηνικό, πήγε ο βλάκας να πεθάνει Χριστουγεννιάτικα και να χαλάσει το κέφι του κόσμου, όμως όλα τ’ άλλα είν’ όμορφα, ακόμα κι οι ζητιάνοι κάνουνε καλήν είσπραξη, μέρα που ’ναι καθένας θυμάται τα πεθαμένα του και δίνει τις δεκάρες του προς ανακούφισιν της πασχούσης ανθρωπότητος.
Καθόλου δεν τα εχτιμάει τα Χριστούγεννα ο Παεικιέλας. Όλα είναι κλειστά, βρίσκεις κουτούκι να βρέξεις το λαρύγγι σου, οι ψαράδες χάνουνται και πάνε στα γιατάκια τους να κουρνιάσουνε με τα πιτσιρίκια τους, το σούρουπο πέφτουνε οι σπηλιάδες να καμουτσικιάνουνε το πέλαγος που γίνεται σκούρο, και μονάχα οι γλάροι αλητεύουνε και ψάχνουνε να ξεμοναχιάσουνε κάνα ψάρι. Έτσι έγινε και πέρσυ και πρόπερσυ κι όλα τα χρόνια, απελπισία υπόθεση, να πέφτει ο ήλιος μέσα στα φλοκάτα τα σύννεφα και σένα να σφίγγεται η καρδιά σου μέχρι που να σε πιάνει το κλάμα.
Παραμονή σήμερα, απλώσανε τα δίχτυα τα γριγριά, κατεβάσανε τα καραβόπανα οι ψαροπούλες, χάθηκε ο κόσμος από την πιάτσα, ακόμα και τα καρνάγια σβήσανε τα φουγάρα τους και αφήσανε την αργατιά να φύγει από τα εφτά μεσημέρια. Ο Παεικιέλας δεν έχει τάληρο, δεν έχει κι άλλη ελπίδα να κονομήσει και καταλαβαίνει πως του χρειάζεται οπωσδήποτε το παραδάκι, πως θα την βγάλει στεγνά αύριο και πού θα την βολέψει κούτσουρο μονάχος δίχως να πιει πέντε καραφάκια και να κάνει κεφάλι για να πάει για ύπνο. Σήμερα μήτε μοτόρι χαλάει, μήτε ψάρι κουβαλάνε, μήτε δουλειά του ποδαριού, απελπισία και μαυρίλα, λες και για τον Παεικιέλα πήγε να κάνει τέτοιαν ζημιά ο Χριστός και να γεννηθεί για τις αμαρτίες του. Τα σκεφτότανε λοιπόν τούτα όλα ο Παεικιέλας και πήγαινε να του στρίψει. Όμως έξυπνο αγόρι, της πιάτσας, την έκανε την κομπίνα του. Μπήκε στου Ταβούση το μαγαζί, «Παντοπωλείον και όλα τα είδη της ψαρικής».
— Μπονζούρ κύριε Ταβούση χρόνια πολλά και για βερεσέ δεν έρχουμαι.
Κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του ο μοσσιέ Ταβούσης, καθόλου δεν τον εκτιμούσε τον Παεικιέλα κι είχε και το νου του μην του σουφρώσει τίποτες πράμα.
— Θέλω δανεικό ένα τρίγωνο μοσσιέ Ταβούση.
— Τι τρίγωνο;
— Από κείνο που λένε τα κάλαντα.
Ο μοσσιέ Ταβούσης μπορεί να ’χε και τίποτις τρίγωνα, απ’ όλα τα καλά είχε το κατάστημα, μόνο κέφια δεν είχε.
— Άσε μας πρωί πρωί Χριστιανέ μου.
Ο Παεικιέλας ρούφηξε τη μύτη του.
— Να σου πω μια κουβέντα μοσσιέ Ταβούση. Όχι δηλαδής από κακό, αλλά να! Καμιά φορά έρχεσαι ν’ ανοίξεις και βρίσκεις το πρωί τα τζάμια σου σπασμένα. Και λοιπόν, έτσι και μου δώσεις εμένα δανεικό ένα τρίγωνο, θα στο προσέχω το κατάστημα και κανένας δε θα σου τσακίσει το τζάμι. Ενώ έτσι και δε μου δώσεις μπορεί αύριο να μη βρεις τζάμι για τζάμι γερό κι άντε να ψάχνεις τους αλανιάρηδες που τα σπάσανε. Με κατάλαβες;
Κατάλαβε ο μοσσιέ Ταβούσης και ήξερε καλά ότι άμα δε δώσει τρίγωνο ο ίδιος ο Παεικιέλας θα του κάνει τη βιτρίνα θρύψαλο. Γι’ αυτό χαμογέλασε κι έδωσε και μια στράκα του μικρού.
— Άντε να δεις, ρε άτιμο, έχουμε κάνα τρίγωνο κάτου στας αποθήκας;
Τον κέρασε και τον Παεικιέλα μια μαστίχα, διά τα «έτη σας πολλά και του χρόνου νοικοκυρεμένος και κατά πως πεθυμείτε». Έφερε κι ο μικρός ένα τρίγωνο σκουριασμένο, καλό ήτανε, καμπανάτο, μ’ ένα καρφί μεγάλο έκανες τη δουλειά σου, του ’δωσε και τέσσερα τσιγάρα της κούτας για το δρόμο.
Πήρε το δρόμο τον ανήφορο ο Παεικιέλας, κούρντισε την αγριοφωνάρα του και βάρεσε τις πόρτες.
— Να τα πούμε;

Τον γαυγίζανε τα σκυλιά, τον αγριέψανε οι νοικοκυρές, του κλείσανε τις πόρτες, όμως ήτανε και σπίτια που του δώσανε φράγκο. Φράγκο στο φράγκο, σπίτι και μαγαζί, μέχρι το βράδυ μάζεψε παρακαλώ εκατόν σαράντα ο Παεικιέλας. Εκατόν σαράντα ωραίες, κουδουνιστές και καινούριες. Μεροκάματο βασιλικό, μήτε πρόεδρος σε δικαστήριο δεν το παίρνει και ζήτημα είναι να το βγάζει κι εφοπλιστής με βενζινάκι δικό του.

Ο Παεικιέλας τζέντλεμαν και ιππότης πέρασε το πρώτο από του μοσσιέ Ταβούση να παραδώσει το τρίγωνο και το καρφί. Είπε «φχαριστώ και του χρόνου», πλέρωσε ένα πακετάκι ανήλικο που χρώσταγε από το καλοκαίρι και πήρε να κατηφορίσει κατά τα ουζάδικα που μυρίζανε λιαστό χταποδάκι.
Κάτου τα μαγαζιά ανάβουνε τα πρώτα φώτα, πάνου ψηλά παγώνανε τα φώτα των δειλών αστεριών. Ο Παεικιέλας συλλογιζότανε τι θα κάνει το θησαυρό του. Ούζο κατά πρώτον να αγαλλιάσει ο σταφυλίτης του. Ύστερον μάσες τρελές, μέχρι ψητό με σαλάτα. Ύστερον τσιγάρο και μάλιστα θα το ’φτανε και μέχρι γλυκό. Μέχρι γλυκό. Να καταλάβει επιτέλους κι αυτός Χριστούγεννα και να το γλεντήσει μέχρι αηδίας. Κι άσε και την άλλη μέρα που μπορεί να πήγαινε και στο φουτμπόλ.
Μήτε γατί ήτανε, μήτε άλλο ζωντανό κείνο που πετάχτηκε μπρος στα πόδια του. Ο Παεικιέλας κοίταξε καλά και κατάλαβε. Μάλιστα! Παιδί ήτανε! Ένα τόσο δα κατσούλικο αγοράκι, βρωμιάρικο κι ελεεινό και κακοπιασμένο. Πήγε να το πατήσει, όμως το μικρό γαντζώθηκε στα ποδάρια του κι άρχισε την κλάψα.
— Κάνε μια βοήθεια αφεντικό.
Του ’ρθε να σκάσει στα γέλια του Παεικιέλα. Ακούς αφεντικό! Του ’ρθε να γελάσει μα κοίταξε το αγοράκι και του κόπηκε το γέλιο στο στόμα.
— Τι θες ρε μπαγάσα;
— Μια βοήθεια.
Σάμπως τον πήρε μια πικράδα στο στόμα τον Παεικιέλα. Άκου βοήθεια ένα πράμα τόσο δα μέσα στο σούρουπο; Είπε να του δώσει μια ξανάστροφη να το διώξει, ύστερα είδε στη γωνιά έναν που πούλαγε σάμαλι, φράγκο και κομμάτι και το πήρε από το χέρι.
— Πάμε να σε κεράσω ένα σάμαλι!
Έτρωγε το σάμαλι ο πιτσιρίκος και κοίταζε τον Παεικιέλα με κάτι μάτια τόσα γουρλωμένα, μεγάλα, άναψε τσιγάρο ο Παεικιέλας και μάθαινε πως έχει ο μικρός μια μάνα και τρία αδερφάκια μικρότερα που τα δέρνει η φτώχεια κι η πείνα. Του φάνηκε το λοιπόν παράξενο κι ας πείναγε σ’ όλη του τη ζωή ο Παεικιέλας, του φάνηκε παράξενο να βρίσκουνται άνθρωποι και να σκυλοπεινάνε και κείνος να ’χει στην τσέπη του δραχμάς εκατόν τριάντα πέντε και κάτι ψιλά. Ύστερα συλλογίστηκε το ούζο, τον ήλιο που θα βασίλευε,  τους γλάρους που θα πετάγανε μέσα στην σκούρα μελαγχολία των οριζόντων κι είδε και πέρα στην αγορά να παίζουνε οι κλαπαδόρες και να κρέμουνται τα σφαγμένα κοτόπουλα. Ρούφηξε το λοιπόν τη μύτη του και πήρε τον μικρόν απ’ το χέρι.
— Για ’λα μαζί μου.
Μια ώρα γυρίζανε ο Παεικιέλας και ο μικρός. Κι ύστερα βρεθήκανε με φορτωμένα τα χέρια, και κρέας και πατάτες και βούτυρο και λάδι και λαχανικά και απ’ όλα μέχρι δηλαδή πορτοκάλια είχανε. Τέσσερις δραχμές για τσιγάρα του μείνανε του Παεικιέλα σκέφτηκε όμως τα μικρά τ’ αδερφάκια και τις έδωσε κι αυτές να πάρει τρία μπαλόνια χρωματιστά, διότι το παιδάκι όσο να ’ναι το θέλει και το μπαλόνι του…
Χριστούγεννα, λιακάδα, άνθρωποι με τα καλά τους που βγήκανε περίπατο. Κι ο Παεικιέλας να κάθεται έξω απ’ το φτωχόσπιτο και να παίζει με τα παιδάκια και τα μπαλόνια του, χορτάτος κι ευχαριστημένος. Βέβαια δεν έφαγε πολύ, να φαν τα παιδιά και του ’λειπε το τσιγάρο. Όμως ένοιωθε ευχαριστημένος που γεννήθηκε ο Χριστός κι ας μην καταλάβαινε καλά-καλά για ποιο λόγο γεννήθηκε και για πρώτη του φορά ο Παεικιέλας δεν μελαγχόλησε από το δειλινό πέταγμα των γλάρων που είναι το κάτου-κάτου πουλιά και δεν καταλαβαίνουνε από Χριστούγεννα κι από τίποτες, μόνο κοιτάνε να γεμίσουνε τη γούλα τους…

Νίκος Τσιφόρος

[Το κείμενο του Τσιφόρου δημοσιεύτηκε στη Σατυρική Πρωτοχρονιά του 1961 και στο περιοδικό Ο Φαρφουλάς, Τεύχος 17 Μάιος (Άνοιξη-Καλοκαίρι) 2014. Η αναδημοσίευση είναι από εδώ]

Σημ. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους.

 

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Μπουγαδόνερα

 


Τότε τους λέγανε άπλυτους, μαλλιάδες, αλήτες και απειλή της σταθερότητας. Η δημοσιογραφική μεραρχία της εποχής εκείνης διέθετε τα αλάνθαστα όπλα: Διαστρέβλωση της αλήθειας , συκοφάντηση των εξεγερμένων φοιτητών και εργατών και αγιοποίηση των εισβολέων. Αργότερα βέβαια, τα ίδια μέσα έγραφαν διθυραμβικά επετειακά άρθρα  για τους ανένταχτους  φοιτητές  που θυσιάστηκαν για να πέσει η χούντα των συνταγματαρχών. Ίσως να κατέθεταν και στεφάνι στη μνήμη τους. Η δική τους “μνήμη” πάντως, συρρικνώθηκε κατά πολύ και προσαρμόστηκε στη μεταπολιτευτική πραγματικότητα.



Αναρωτιέμαι αν γινόταν σήμερα μια τέτοια εξέγερση, αν φοιτητές, μαθητές και εργαζόμενοι ξεχύνονταν στους δρόμους διεκδικώντας “ψωμί-παιδεία-υγεία-ελευθερία”, πώς θα τους αντιμετώπιζαν άραγε οι τηλεοράσεις, τα κανάλια, οι φυλλάδες και οι παρατρεχάμενοι δημοσιογραφίσκοι, πανελίστες, τηλεκριτικοί, φουρθιώτηδες και πρωινατζούδες κι όλος ο συρφετός της ε(ξ)νημέρωσης;    

Πριν 48 χρόνια, η κορυφαία αντιδικτατορική εξέγερση είχε προβληθεί, από μέρος του τύπου, ως «Φοιτητική αναρχία» και οι ηρωικοί φοιτητές ως “Διαδηλωταί με πυροβόλα όπλα”. Φοβάμαι ότι, σήμερα, θα τους λοιδορούσαν ξανά με πηχυαίους τίτλους στα δελτία: “Αντιεξουσιαστές, μπαχαλάκηδες, ταξικοί εχθροί, απειλή για τη δημοκρατία”. Απ’ τις ρούγες και τα τηλεπαράθυρα θα ωρυόντουσαν πολιτευτάδες και νοικοκυραίοι για την αναγκαιότητα της πανεπιστημιακής αστυνομίας και της καταστολής τέτοιων φαινομένων. Ακόμα και με τη βία, αν χρειαστεί. Κι οι τηλεθεατές θα κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι πριν γυρίσουν το κανάλι σε κάποιο ριάλιτι. Τι μας νοιάζει κιόλας; Το δικό μας το παιδί θα ξυλοκοπηθεί;



Φοβάμαι ότι από τότε που ο σπουδαίος μας ποιητής  έγραψε αυτούς τους στίχους, δεν άλλαξαν και πολλά. Οι φωλιές μας, χρόνια τώρα, παραμένουν καταλερωμένες. Οι λέξεις μας μεταλαγμένες και τα νοήματα ξεπλυμένα στα μπουγαδόνερα της ενημέρωσης.

 

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβμαι τος νθρώπους πο μ καταλερωμένη τ φωλι
πασχίζουν τώρα ν
βρον λεκέδες στ δική σου.

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο σο κλείναν τν πόρτα
μ
ν τυχν κα τος δώσεις κουπόνια κα τώρα
το
ς βλέπεις στ Πολυτεχνεο ν καταθέτουν γαρίφαλα κα ν δακρύζουν.

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο γέμιζαν τς ταβέρνες
κα
τ σπάζαν στ μπουζούκια κάθε βράδυ κα τώρα τ ξανασπάζουν
ταν τος πιάνει τ μεράκι τς Φαραντούρη κα χουν κα «πόψεις».

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο λλαζαν πεζοδρόμιο ταν σ συναντοσαν
κα
τώρα σ λοιδορον γιατ, λέει, δν βαδίζεις σιο δρόμο.
Φοβ
μαι, φοβμαι πολλος νθρώπους.
ΦΕΤΟΣ φοβήθηκα
κόμη περισσότερο.

Το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «ΦΟΒΑΜΑΙ» γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή

(Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)



Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

"Κατεδαφιζόμεθα"



}Κάποτε, οι πλούσιοι διπλοκλειδώνανε τη ζωή τους μέσα σε τοίχους ψηλούς, κατεβάζανε στόρια, κουρτίνες. Βάζανε σκυλιά στην είσοδο και κρεμαστή κρεμμύδα για τη βασκανία. Τώρα όλα βγήκανε στη φόρα. Δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή. Ένα μάτι βλέπει, ένα αφτί ακούει και η διαφήμιση διαλαλεί. Έτσι τρώνε, έτσι δουλεύουνε, έτσι ερωτεύονται, έτσι κλέβουνε, έτσι αγαπούνε, έτσι σκοτώνουν και σκοτώνονται. Χιλιάδες μικροί και μεγάλοι διαρρήκτες με σύγχρονα εργαλεία παραβιάζουνε καρδιές, εγκεφάλους, οικογενειακά κι επαγγελματικά άσυλα. Γέμισε καταδότες η ζωή! Κινηματογραφικοί φακοί, μικρόφωνα, τηλεοράσεις καταγράφουν το κάθε τι. Και οι πλασιέδες, θύματα οι ίδιοι, αναγκάζονται με τη σειρά τους να ψεματίζουν το φτωχό κοσμάκη. Πάνε στις πόρτες του, δεν τον αφήνουν σε ησυχία, ρωτάνε, σημειώνουνε.

«Δεν χρειάζεται πια να ‘χεις λεφτά για ν’ αγοράζεις κείνο που λαχταράει η ψυχή σου». «Χωρίς λεφτά;» «Μάλιστα, χωρίς λεφτά. Περνάει τ’ όνομά σου σε μια καρτέλα, βάζεις μια υπογραφή και σου κουβαλούνε τα καμιόνια τον πολιτισμό στο σπίτι σου. Πώς να ζήσεις σήμερα χωρίς ηλεκτρικό ψυγείο; Και το μίξερ υπέροχο. Δεν πετάς φρούτο. Φτιάχνει χυμούς το μίξερ. Κανένας γονιός δεν πρέπει ν’ αφήνει τα παιδιά του χωρίς χυμούς. Κάνουν και ωραίο δέρμα. Είσαι και κατά του γήρατος, κατά της παχυσαρκίας, κατά της δυσκοιλιότητας». «Θαύμα θαυμάτων η νέα αυτόματη κατσαρόλα, ψήνει το κρέας σε πέντε λεπτά. Και το τηγάνι που τηγανίζει χωρίς λάδι».

Τα υπεραυτόματα πλυντήρια, τα απορρυπαντικά, τα καλλυντικά, τα αντιγριπικά, τα αντισυλληπτικά, τα ηρεμιστικά, τα ναρκωτικά, η σφραγίδα της αφθονίας και στον τόπο μας. Καιρός να εκσυγχρονιστούμε…~

Διδώ Σωτηρίου

Απόσπασμα απ’ το βιβλίο: «Κατεδαφιζόμεθα» - εκδ. Κέδρος




Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

Άνεμος του Νοεμβρίου


 

Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα
χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση,
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν
ν’ αγαπήσουν.

Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελθόν
(πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και
κανείς δεν θα μας θυμηθεί.

Τάσος Λειβαδίτης

Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου, Εκδόσεις Κέδρος, 2003


Καλό Νοέμβρη να έχουμε και μακριά από ανθρώπους που τσιγκουνεύονται την ανθρωπιά και το χαμόγελο. Αν παρ' ελπίδα βρεθείτε κοντά τους:  “guarda e passa” όπως έγραφε ο Δάντης στην Κόλαση. “Kοίτα και προσπέρνα. Μέχρι να φύγει αυτός ο ‘παλιόκαιρος’… ~{ {~…

// ~ // 

Υ.Γ. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης και της κεφαλίδας του ιστολογίου, ανήκουν στον δημιουργό και μόνιμο πάροχο Θάνο Τσάκαλο, τον οποίο εγκαρδίως ευχαριστώ  για την πολύτιμη συνδρομή/προσφορά του J