Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

Τα παπούτσια μάς πάνε στον Πύργο

 


Ήταν όραμα και γίνεται πράξη. «Τα παπούτσια των άλλων» ταξιδεύουν ως τον Πύργο, σ’ ένα ιστορικό βιβλιοπωλείο της πόλης, με υπέροχη παρέα και ανεβασμένη διάθεση.

Το ραντεβού μας είναι στις 8 Οκτώβρη, στις 19.00 το βραδάκι, στο βιβλιοπωλείο "Κορκολής"  (Ερμού 3). Νιώθω ιδιαίτερη τιμή και συγκίνηση που  ένας χώρος με  120 χρόνια δυναμικής παρουσίας στην καρδιά της πόλης, θα φιλοξενήσει το βιβλίο μου.

Ψυχή της διοργάνωσης δεν είναι άλλη απ’ την Γιούλη Βασιλείου που, λογικά, θα πρέπει να έλιωσε τα παπούτσια της για να στήσει την εκδήλωση, να μοιράσει προσκλήσεις και να κολλάει αφίσες ολούθε στην πόλη. Την παρέα μας θα τιμήσουν δύο ξεχωριστές γυναίκες, πολυτάλαντες και απρόβλεπτα δημιουργικές. Αν και δεν έχουμε συναντηθεί ως τώρα, τις γνώρισα μέσα απ’ το βιβλίο τους «Θεμελιωτές» (εκδ. Διάνοια), ένα εξαιρετικό ιστορικό μυθιστόρημα που καταγράφει την προετοιμασία της ελληνικής επανάστασης του ’21 και τις συνθήκες σύστασης της Φιλικής Εταιρείας. Θα μιλήσουν λοιπόν για το βιβλίο, θα διαβάσουν αποσπάσματα και θα αποδώσουν με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο κάποιες απ’ τις ιστορίες που διάλεξαν. Μεταξύ όλων των άλλων δραστηριοτήτων τους, η Μαρία και η Ζέτα κάνουν ραδιοφωνικές εκπομπές με παραμύθια και όχι μόνο, οπότε περιμένω με μεγάλο ενδιαφέρον ν’ ακούσω τους ήρωες του βιβλίου μου, να ενσαρκώνονται μέσα απ’ τις εκφραστικές τους φωνές.

Κρυφή μας επιδίωξη και λαχτάρα, είναι να φτιάξουμε μια “ωραία ατμόσφαιρα” που θα μυρίζει βιβλίο και μελάνι. Να μπούμε στα παπούτσια των ηρώων, ν’ ανακαλέσουμε παιδικές μας μνήμες και ενήλικες διαδρομές, έχοντας πάντα σαν προορισμό την ενσυναίσθηση κι ένα ερώτημα που είναι και το ζητούμενο των ημερών. «Εγώ τι θα έκανα στη θέση του;» Ίσως αυτό θα ήταν και η απαρχή για να μάθουμε καλύτερα τον εαυτό μας, να τον αποδεχτούμε και να τον αγαπήσουμε. Να δοκιμάσουμε τις αντοχές και τις αξίες μας και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.

Η συνέχεια στον Πύργο...

 


 

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

«Τ’ αμπελοχώραφα των παππούδων μας, έλα να μας δείξεις»

 

-Αχ, Στέλιο, ήρθες; Πώς από ‘δω; Τι κάνεις, στο σπίτι όλοι καλά;

Έλα να σου πω τώρα εγώ, τι σημαίνει προσαρμοστικότητα. Πώς είναι να μαζεύεις σαράντα χρόνων ένσημα και να ‘ναι τα πνευμόνια σου σακατεμένα απ’ τη σκόνη και τα χημικά. Πώς θα ένιωθες κι εσύ αν ανήκες στη γενιά των «περήφανων γηρατειών» κι είχες για αντάλλαγμα μια κατακρεουργημένη σύνταξη, που πιότερο εκδικητική φαντάζει γιατί εξακολουθούμε και ζούμε οι «κωλόγεροι» κι επιβαρύνουμε το κράτος. Πώς γίνεται να κρατάς άθικτη την αξιοπρέπειά σου κι ας σε φλομώνουν διαρκώς με τύψεις κι ενοχές, κι εσύ να πρέπει να προσκυνάς και να φιλάς το χέρι του δυνάστη σου. Να σου πω πώς στήνεται ένα νοικοκυρεμένο σπιτικό και πώς κάνεις οικονομία ακόμα και στον αέρα που αναπνέεις. Πώς είναι να συντρέχεις τ’ άνεργα παιδιά σου και να τους μαθαίνεις αξίες και αγάπη για την πατρίδα, ακόμα κι αν αυτή έχει απωλέσει οριστικά την υπόληψή της.

Να σε μάθω βήμα-βήμα, Στέλιο μου, πώς επιβιώνεις στους άγριους χειμώνες. Χρόνια τώρα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, να κόβουμε και να ράβουμε για να μη λείψει τίποτα στα παιδιά μας. Ξέρεις από φτώχεια, καλέ μου άνθρωπε; Αν ήξερες, θα μέτραγες τα λόγια σου και θ’ αλφάδιαζες τη σκέψη σου. Από ‘σένα περιμέναμε νομίζεις να μας κάνεις σεμινάρια οικονομίας και σωστής διαχείρισης; Βρε, Στέλιο μου, κανείς δεν σου έμαθε πως η αξία του ανθρώπου καταχτιέται μετά από επώδυνη και μακρόχρονη βιοπάλη; Και πως η αριστεία που τόσο σας αρέσει να πιπιλίζετε, αφορά τους ανθρώπους που έχουν για εύσημα στη ζωή τους μια στοίβα καρτέλες ενσήμων. Βαρέα-ανθυγιεινά, Στέλιο μου. Ξέρεις τι χρώμα έχουν;

Κι αν νομίζεις πως θα σε γλύφουμε σα δαρμένα σκυλιά, μακριά νυχτωμένος που είσαι… Τη βαρυχειμωνιά που έρχεται να τη φοβάσαι εσύ κι οι όμοιοί σου. Εμείς θα τη βολέψουμε και φέτος όπως κάνουμε μια ζωή. Ρεφενέ όλοι μια παρέα γύρω απ’ τη ξυλόσομπα, θα ζεσταθούμε με τσίπουρο και ρετσίνα και με όσους αυτοσχέδιους  μεζέδες αντέχει ο προϋπολογισμός μας. Αλίμονο σ’ εσάς που δεν ξέρετε πώς δουλεύεται η γη και πώς ατσαλώνεται η ψυχή στην αδικία.

Όπως σε βλέπω και με βλέπεις, στο λέω και να το θυμάσαι. Να τη φοβάσαι τη ματιά μας, Στέλιο μου.

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2022

Ο φαλακρός μαθητής του μέλλοντος

 


Αν υπήρχε σήμερα ένας καθηγητής «Βεζούβιος» σαν τον αξέχαστο Τίτο Βανδή στην ταινία «Ο φαλακρός μαθητής», τα ίδια λόγια θα ξεστόμιζε. Αυτοί που έγιναν από διευθυντές μέχρι υπουργοί  και που τίποτα δεν στάθηκε εμπόδιο στην εξέλιξή τους, απλά και μόνο γιατί έλεγαν «ναι» στην κυρίαρχη εξουσία και υλοποιούσαν τις προσταγές της. Κι απ’ την άλλη, ο ταλαίπωρος μαθηματικός Καρατάμπανος που κόντεψε να τρελαθεί διδάσκοντας ως τα γεράματα. «Κι εγώ που έχω στο κεφάλι μου όλους τους τύπους κι όλες τις εξισώσεις, τι κατάλαβα; Mόνο τα χάπια μού μείνανε…»

Ο Βεζούβιος και τα μαθητούδια του. Ο Θανάσης ο «Παπατρέχας» με το σταφιδόψωμο. Τότε που όρμησε η Γκεστάπο στο 32ο γυμνάσιο, στο μπλόκο του Μεταξουργείου. Τότε που γράφανε κρυφά στους τοίχους «Ζήτω η ελευθερία, κάτω ο φασισμός». Δάσκαλε, θυμάσαι; «Πότε θα κάνει ξαστεριά»…

«Ένα απολυτήριο γυμνασίου, δάσκαλε, στάθηκε εμπόδιο για να πάρω μια προαγωγή, μετά από δεκαεφτά χρόνια υποδειγματικής εργασίας στο υπουργείο. Κι όταν έφτυσα αίμα να το πάρω, ανάθεμα κι αν άλλαξε η ζωή μου προς το καλύτερο. Γαλέρα κι άγριο κουπί ως το τέλος…»

ΥΓ. Θα ήταν καλή η σχολική χρονιά που ξεκινάει ασθμαίνοντας σήμερα, αν δεν ζούσαμε το ίδιο σενάριο με της ταινίας. Αν τα ίδια ακριβώς συνθήματα δεν γραφόντουσαν ξανά στους τοίχους των σχολείων. Aν δεν έκαναν κουμάντο ξανά οι ένστολοι και οι θεματοφύλακες του «Νόμος και τάξη». Αν δεν ματώνανε και πάλι παιδιά και σπουδαστές που διεκδικούν το αυτονόητο. Ίσες ευκαιρίες, παιδεία για όλους, αξιοκρατία…

Κι αν ο πιτσιρικάς που πέρασε σκυφτός σήμερα το κατώφλι μιας αίθουσας, δεν θύμιζε απελπιστικά τον κουρασμένο φαλακρό μαθητή του μέλλοντος. 




Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

“Εποχές”



 Αυτό που ονομάσαμε φθινόπωρο ήτανε μια θεμιτή καθορισμένη αναγκαιότητα

(Η αφή μας μοιράζεται ανάμεσα σε σκυθρωπές κουρτίνες κι αισθήματα εφηβικά

Τα μάτια μας που ματώθηκαν από πυρπολούμενους θαλασσινούς ήλιους)

Κανείς ναυαγός δεν πεθαίνει χωρίς μια φωτογραφία νοσταλγική

Κανένα πλοίο δε σαλπάρει χωρίς καπνό και χωρίς δάκρυα.

 


Δε ζητήσαμε πίσω απ’ αυτή την πολιτεία καμιά σίγουρη εναλλαγή

Δεν ασφαλίσαμε τη βεβαιότητα της πληρωμένης εγκαρτέρησης

Το βράδυ ανάβουν οι βιτρίνες των νεωτερισμών, στριφογυρίζουν τα γραμμόφωνα

Μέρες γιορτής οι σημαίες υψώνονται, τα σχολεία μ’ ομοιόμορφες μπλούζες

Κάθε κενότητα αναπαύεται ανώδυνα πάνω σε καταχτημένες αποσκευές

Πηγαίνει στα ζαχαροπλαστεία, συνωθείται, ηδονίζεται

Περιφρονεί, αυτάρκης, κάθε είδους εγκατάλειψη.

Εμείς δε ζητήσαμε την ανεκπλήρωτη έξοδο, στενέψαμε την καρδιά μας

Έντιμοι στα βραδινά σφυρίγματα των κρατικών Σιδηροδρόμων

Που συγκλίνουν με τις πρώτες βροχές ομαλά, με θερινών ειδυλλίων ναυάγια

Αυτοί που πιστεύουν πως ο χρόνος με τα χαρτιά περνάει πιο ευχάριστα

Αν δε βρέξει θα πάμε στο πάρκο, αν βρέξει στης κυρίας Αγγέλας

Εκεί που στη σοφίτα κατοικεί ο αρχαίος μαέστρος με τη γυναίκα του

Κι η κόρη αρραβωνιάζεται 29 χρονώ, απέκρουσε πολλές προτάσεις

Αγαπούσε τη διαστολή, τα θερινά ξενοδοχεία, τα κλειστά οικογενειακά κέντρα

Λατρεύει ένα βρέφος, θα τ’ ονομάσει Αγνή, αν κι ο γιατρός το έχει —ή σχεδόν— απαγορεύσει.

 


Αφήσαμε, νέα παιδιά, στο καφενείο η «Ωραία Σελήνη» τα κατακάθια του καφέ

(Η Μοίρα μας ανοίγεται θαυμασία: εδώ δρόμος, εκεί δρόμος, αποκεί επίσης δρόμος)

Το βράδυ θα παίξεις τρεις παρτίδες τάβλι για τρία γλυκά ή υποβρύχια

Το βράδυ έχει πάντα δροσιά. Γυναίκες περιφράσσουν τη δίοδο των στενωπών

Σηκώνονται, πηγαίνουν μέσα, ανανεώνονται και συνεχίζουν

Οι άνδρες επιστρέφουν αργά, έχουν δειπνήσει ή ισχυρίζονται

Ο ρόγχος των δωματίων είναι κενός, ο χρόνος επισκέπτεται αναλλοίωτος.

 

*** Μανόλης Αναγνωστάκης – ΕΠΟΧΕΣ – VII ***

 


 

ëΣημ. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται από έκθεση που είχε γίνει στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, στη Θεσσαλονίκη. Οι παιδικές φωτογραφίες του Αναγνωστάκη ήταν τραβηγμένες απ’ τον πατέρα του, Ανέστη Αναγνωστάκη, ακτινολόγο και μανιώδη φωτογράφο.