−Όχι μωρέ, δεν ανησυχώ για εσάς. Σιγά που θα χολοσκάσω. Tα νεύρα μου έχω που λερώνετε τα τζάμια. Πάνω
που τα είχα κάνει λαμπίκο. Ούτε ένα τόσο δα αλλόγλωσσο λεκεδάκι δεν υπήρχε. Όλα
παστρικά, χριστιανικά και γαλανόλευκα. Κι αν περιμένετε τώρα με περισσό θράσος
να σας ανοίξω την εξώθυρα, είστε γελασμένα. Δεν υποκύπτω στα παιδικά σας τσαλίμια,
εγώ! Και να λέτε κι ευχαριστώ που δεν σας πυροβολώ στο δόξα πατρί. Που δεν σας βουτάω
πίσω στη θάλασσα να σας φάνε οι σμέρνες. Που δεν σας περνάω απέναντι στο
ξερονήσι να ψοφήσετε απ’ τη δίψα.
−Tι παραμιλάς πάλι, ρε Παντελή; Ποιος σε πείραξε;
−Τι ρωτάς κι εσύ; Δεν βλέπεις πώς ρήμαξε η ζωή μας; Φύγανε τα
παιδιά μας μετανάστες κι ερήμωσε το νησί μας, Παναγή. Και σα να μην έφταναν τόσα
βάσανα, μας κουβαλήθηκαν κι οι βρωμιάρηδες από τ’ αντικρινά παράλια.
−Τι σου κάνανε δηλαδή; Εσύ ούτε που έχεις πατήσει ποτέ να συνδράμεις,
κάθε που έχουμε διάσωση.
−Aν είσαι χριστιανός!... Πώς είναι δυνατόν να συντρέχεις τους αλλόθρησκους;
−Κι εσύ που είσαι, τι χριστιανικό κάνεις στη ζωή σου, ρε Παντελή;
−Είναι να το ρωτάς; Δεν είμαι ολημερίς στο εκκλησάκι μας να το φροντίζω;
Δεν το καθαρίζω ανελλιπώς, δεν ποτίζω τους βασιλικούς, δεν τρέχω κάθε μέρα στο
ξεροβόρι για να τραβώ την τριχιά της καμπάνας μας, δεν ασπρίζω κάθε Λαμπρή τις πεζούλες,
δεν ανάβω τα καντήλια κάθε που σουρουπώνει, δεν γυαλίζω τα τάματα και τα
μανουάλια; Μα κάτι ερωτήσεις που κάνεις, καημένε!
−Καλά όλα αυτά, Παντελή. Μόνο που έτσι τα ορίζει η εκκλησία κι
όχι η χριστιανοσύνη μας.
−Και ποιος είναι ο εκπρόσωπος του Χριστού μας, ωρέ Παναγή; Δεν
είναι ο Δεσπότης μας; Οι άγιοι πατέρες μας; Αν δεν ακούσουμε τις δικές τους προσταγές,
ποιανού τα φιρμάνια θα υπακούσουμε;
−Να σε ρωτήσω κάτι που το ‘χω απορία, μωρέ Παντελή;
−Και δε ρωτάς;
−Τόσα ναυάγια γινήκανε στις ακτές μας. Τόσες φορές βγήκαμε μια
χούφτα συγχωριανοί να τους περιμαζέψουμε απ’ τα μανιασμένα νερά, τόσα παγωμένα
κορμάκια που ξέβγαλε αυτή η θάλασσα… και μια φορά δεν χτύπησες την καμπάνα!
−Άλλη δουλειά δεν έχω, παρά να βαράω το σήμαντρο κάθε τρεις και
λίγο. Και τι θα γινόταν δηλαδή, θα ζωντανεύαν οι πνιγμένοι;
−Να καλέσεις τους χριστιανούς να ’ρθουν να κάνουν το χρέος τους,
Παντελή. Κι αν δεν μπορούν να πέσουν στο νερό να σώσουν έναν συνάνθρωπο, τουλάχιστον
να την χτυπούσες πένθιμα κάθε που τους παραχώνετε σ’ εκείνη τη χωματερή ψυχών στο
διάσελο. Ούτε ένα κατευόδιο δεν αξίζουν οι δύσμοιροι; Έτσι το λέει η
χριστιανοσύνη σου;
−Εγώ δεν έχω τέτοια αρμοδιότητα. Η καμπάνα χτυπάει όπως το ορίζει
ο ιερός κανόνας. Τα παράπονά σου στον Δεσπότη! Κι άσε με τώρα γιατί έχω να
καθαρίσω όλα τα τζαμιλίκια. Δες πώς τα κάνανε τα βρωμόπαιδα! Όλη τη μέρα κρεμόντουσαν
απ’ έξω σαν αγριοπούλια και σκούζανε στη γλώσσα τους. Χτίκιασα μέχρι να τα
διώξω.
−Στο καφενείο άκουσα πως τα πήρατε με τις πέτρες. Αληθεύει;
−Και τι να κάναμε δηλαδή; Να τ’ αφήναμε να μπουν στην εκκλησιά
μας; Να μολύνουν τα ιερά και τα όσιά μας; Μα τι μου λες, βρε Παναγή;
−Σου λέω πως όσους δεν τους σκότωσαν οι πόλεμοι κι οι θάλασσες, τους
αποτελειώσανε τα κοράκια, Παντελή. Βάρα εσύ την καμπάνα σου στον άγιο κι ύστερα
πετροβόλα τους κατατρεγμένους. Άναβε τις καντήλες σου και γύρνα την πλάτη σου
στα παιδιά που έρχονται ικέτες στα πόδια σου. Να το βράσω το τελετουργικό σου,
Παντελή!
≈ // ≈
Τα τζάμια τ’ αναθεματισμένα δεν ξεθαμπώνανε με τίποτα. Λες κι
είχαν χαραχτεί πάνω τους οι παιδικές μορφές που εκλιπαρούσαν ν’ ανοίξουν οι πύλες
του παραδείσου. Κι έτσι όπως ανταμώσανε τα βλέμματα των παιδιών με τις μορφές
των αγίων στο εσωτερικό του ναού, ακούστηκε άξαφνα το αναίτιο καμπάνισμα, από αόρατο
χέρι που ανέμιζε δυνατά την τριχιά. Ο Παντελής σταυροκοπήθηκε. Η μανιασμένη φωνή
του Παναγή απομακρυνόταν ολοένα, καθώς κατηφόριζε προς τη θάλασσα.
≈ // ≈
−Τρίβε Παντελή, ξεπέτσιασε τα γυαλιά και τις πέτρες. Και κάθε που
ακούγεται το ανεπίστρεπτο πετάρισμα μιας ψυχής, εσύ βάρα την καμπάνα σου. Τι
αξία έχει ο θρηνητικός σπαραγμός μιας μάνας, μπροστά στο απαράβατο τελετουργικό
σου; Πόσο πιο θλιβερή μπορεί να είναι μια θάλασσα που την ταΐζουμε ανθρώπινο
κρέας, απ’ τη μάταιη συνειδητοποίηση πως η κλεψύδρα σου ξοδεύτηκε στα ντιν-νταν
και στο παράχωμα πτωμάτων; Κι όταν αποκάμεις τα τζάμια, να δω πώς θα
ξεσκοτεινιάσεις τη συνείδηση σου… Εκεί σε θέλω, κυρ Παντελή!
ëΗ συμμετοχή μου στον 5ο κύκλο της μίνι
σκυτάλης, ένα δρώμενο που οργανώνει η Mary Pertax στο ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ.
Με όχημα μια φωτογραφία, ταξιδεύουμε τις σκέψεις και ξεδιπλώνουμε τις ιστορίες
μας. Καλή συνέχεια στους επόμενους “δρομείς” αυτής της υπέροχης συλλογικής
διαδρομής.