Ήταν στην εκπνοή του
2011, την αξέχαστη εποχή που οι άνθρωποι αυτοκτονούσαν καθημερινά απ’ την
απελπισία τους και το κέντρο είχε πλημμυρίσει από άστεγες οικογένειες. Επισκεπτόμασταν
τακτικά τον ξενώνα αστέγων της ΜΚΟ ΚΛΙΜΑΚΑ στον Κεραμεικό. Εκεί είχαμε γνωρίσει
πολλούς και αξιόλογους ανθρώπους που απ’ τη μια μέρα στην άλλη βρέθηκαν στο
δρόμο, με τα λιγοστά υπάρχοντά τους σε μια πλαστική σακούλα και τα απομεινάρια της
αξιοπρέπειάς τους να εξανεμίζονται με γοργούς ρυθμούς. Δεν θα ξεχάσω μια δράση που
είχαμε κάνει με συναδέρφους μου στον ξενώνα, ένα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο πρωινό
του Δεκέμβρη. Αφού τακτοποιήσαμε στην αποθήκη τους διάφορα είδη πρώτης ανάγκης
και τρόφιμα που είχαμε συγκεντρώσει, στρώσαμε τα τραπεζάκια που υπήρχαν στο
μικρό κήπο τους για να φάμε όλοι μαζί συντροφιά. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα
συνεργείο του BBC που έκανε ρεπορτάζ, όπως μάθαμε αργότερα, για τη φτωχοποίηση της
κοινωνίας, απόρροια των μνημονίων και των επιλογών της τότε πολιτικής ηγεσίας. Οι
εικόνες απ’ τις συνθήκες διαβίωσης των αστέγων, εκτός απ’ την προβολή της Οργάνωσης
-που ίσως και να είχε νόημα και να ενεργοποιούσε την αλληλεγγύη και τη στήριξη των
προσπαθειών της-, ήταν ένα χαρακτηριστικό δείγμα της όλης εικόνας. Φτώχεια,
περιθωριοποίηση, εξαθλίωση, φόβος, τέλμα.
Είχαν επιλέξει -όχι
τυχαία- την ώρα του γεύματος. Δεν θα ξεχάσω την κάμερα του ξένου δημοσιογράφου
που έκανε ζουμ στις μερίδες φαγητού και στο χέρι ενός εκ των αστέγων που τσιμπολογούσε
με αμηχανία το φαγητό στο κεσεδάκι. Ο δημοσιογράφος εστίαζε με δραματικό τόνο στην
πρόσκαιρη ανακούφιση της πείνας ενός αδύναμου συνανθρώπου. Δεν θα ξεχάσω τη
ντροπή που ένιωσαν κάποιοι. Παράτησαν σύξυλο το τραπέζι κι έψαχναν γωνιά να
κρυφτούν. Δεν θα ξεχάσω επίσης, τα αγανακτισμένα σχόλια μικρής μερίδας
συναδέρφων που απορούσαν «Μα γιατί δεν τρώνε το φαΐ τους αφού πεινάνε;»
«Δεν είμαστε κρέας
ούτε θέαμα για τις κάμερες. Είμαστε άνθρωποι σαν κι εσάς. Μέχρι χτες δούλευα
και ήθελα λίγα χρόνια για να βγω στη σύνταξη. Με πετάξανε στο δρόμο, ούτε τα
υπάρχοντά μου δεν μ’ αφήσανε να πάρω. Δεν θέλω να με δουν τα παιδιά μου σ’ αυτό
το χάλι. Η ντροπή είναι που με σκοτώνει κι όχι το παγκάκι και η ανέχεια».
Ήταν μερικές απ’ τις κουβέντες που μοιράστηκαν μαζί μου, όσοι είχαν το κουράγιο
ν’ ανοιχτούν μετά απ’ αυτήν την εισβολή στο χώρο τους. Δεν θα ξεχάσω τον
Λέοντα, μια ευγενική φυσιογνωμία, έναν καλλιεργημένο αγιογράφο και πνευματικό
άνθρωπο που πρωτοστατούσε στις δράσεις του ξενώνα με τα έργα και τις ιδέες του.
Δεν θα ξεχάσω την οδύνη όταν διάβασα, μετά από καιρό, πως “έφυγε” από απροσδόκητο
πρόβλημα υγείας. Πόσο απροσδόκητος είναι άραγε ο σωματικός θάνατος, όταν έχει ρημαχτεί ήδη η
ψυχή του ανθρώπου;
Mε αφορμή το κατάπτυστο
βιντεάκι με τον άστεγο που ο φιλεύσπλαχνος ηγέτης τον σπίτωσε τελικά, με αφορμή
εκείνο το καρέ που του ψήνει καφεδάκι (με βάση τη γλώσσα του σώματος, αμφιβάλλω
αν ο αποστειρωμένος επισκέπτης άγγιξε καν το φλιτζάνι) και με αφορμή την απάνθρωπη
μεταχείριση των ευάλωτων, όταν είναι να μαζέψουν μερικές ψήφους ευκολόπιστων
τηλεθεατών…
Μ’ αυτές τις αφορμές και
με άλλες τόσες, θα ήθελα να κάνω μια μικρή σκηνοθετική παρατήρηση για το γύρισμα
της μελό ταινιούλας. Εκείνο το άθλιο σκουριασμένο παραθυράκι του φωταγωγού που
είχε πίσω του ο ατσαλάκωτος χορηγός του άστεγου, δεν έπρεπε να το διαλέξουν ως
φόντο.
Όταν κάνεις γύρισμα περί
αστεγίας και στην τσέπη σου έχεις τα κλειδιά του σπιτιού σου, δεν το βάζεις
αυτό.
Κι όταν μιλάς σ’ έναν
άστεγο, είναι σαν να προσκυνάς ένα εικόνισμα. Θέλει ταπεινότητα, το κεφάλι
χαμηλωμένο και κυρίως όχι κάμερες. Αν θέλεις να λέγεσαι Άνθρωπος.