Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

"Μοντέρνος Σταχτοπούτος"


photo: http://www.dvb.no/news/business-news/telenor-and-
ooredoo-win-burma-telecoms-licences/29023
Εμπρός; Πα-παντοπωλείο «Μαζί τα φάγαμε»;  Κύρ- Παντοπώλα… ο Γιαννάκης είμαι.  Ο γιος της έρμης της κυρά-Στουρνάραινας. Της χαροκαμένης,  της χαμηλοσυνταξιούχας.  Ναι Κυρ- Παντοπώλα… Το ξέρω πως τα βερεσέδια μας έχουν φτάσει στο μη περαιτέρω…  όχι δεν θέλω να κάνουμε διακανονισμό… Ακούστε με!

Βρήκα δουλειά κυρ- Παντοπώλα. Μια πολύ καλή δουλειά! Θα σας τα ξοφλήσω μέχρι κεραίας. Εγώ τις υπογραφές μου τις τιμώ! Μόνο σας παρακαλώ Κυρ- Παντοπώλα, στείλτε λίγα πράγματα στο σπίτι απόψε. Σημειώνετε; … Βάλτε ένα τέταρτο θρούμπες, απ’ τις μεγάλες ,τις ψωμομένες. Και ζαμπόν… πόσο πάει το κιλό;… Ε καλά, βάλτε καλύτερα μορταδέλα και κασεράκι… και μαρμελάδα κυρ- Παντοπώλα. Πόσο το κουτί;… Απ’ τη χύμα βάλτε που είναι πιο οικονομική. Μα ναι σας λέω… θα περάσω το βράδυ απ’ το μπακάλικο να σας αφήσω έναντι. Πήρα προκαταβολή σήμερα σας λέω!

Δουλεύω σ’ ένα ψηλό κτίριο που μπαινοβγαίνει το αφάν-γκατέ της κοινωνίας μας. Πώς τα κατάφερα;… Ε, τρούπωσα, μη τα ρωτάτε! Έχω το διάολο μέσα μου!... Άδειασε μια θεσούλα και με ειδοποίησε ένας γνωστός. «Ρε Γιάννη, δεν έρχεσαι κατά δω, μπας και σου δώσουν τη θέση που χήρεψε;». Ευτυχώς είχα προϋπηρεσία στο μπαρμπέρικο της γειτονιάς κι όταν είδα τα ψαλίδια και τις μηχανές που έχουν στο μαγαζί, βρήκα την τόλμη και τους  είπα: «Αχ, αφήστε με να εργαστώ εδώ μέσα, σας παρακαλώ!... Εγώ, μόλις πιάσω στα χέρια μου μια τόσο όμορφη κουρευτική μηχανή, την κάνω και κελαηδάει σαν αηδόνι στο κλουβί!... Φέρτε μου κεφάλια να τα κουρέψω σας παρακαλώ! Φέρτε μου συνταξιούχους, εργαζόμενους, μικροκαταθέτες, άνεργους, παιδιά, σκυλιά!... Πιο γρήγορα παρακαλώ!.. Φέρτε κι άλλους!... Ακόμα πιο γρήγορα παρακαλώ!...»

Απάνω που είχα απελπιστεί κυρ-Παντοπώλα μου κι ήμουν έτοιμος να μπαρκάρω με το πρώτο καράβι που θα’βρισκα μπροστά μου, έγινε το θαύμα! Δόξα τω Θεώ! Γιατί Θεός υπάρχει, μην ακούτε μερικούς που δεν πιστεύουν. Γιατί… τι να σου κάνω η ψωροσύνταξη της μάνας μου; Τρακόσια στόματα είχε να θρέψει. Μια ζωή να ξενοπλένει στις σκάφες.  Ήταν πρωινά που δεν είχε γάλα να μας βάλει να πιούμε.  Πηγαίναμε σχολείο και λιγοθυμάγαμε απ’ τη λόρδα!... Μην κοιτάτε που δεν λέγαμε λέξη. Πώς κρεμάσανε νομίζετε οι σακούλες στα μάτια μου; Πού λεφτά για ενυδατικές;

Ναι, γι αυτό σας λέω… Θα το κάψουμε απόψε κυρ-Παντοπώλα μου!  Έχω καλέσει και τ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς, να το γλεντήσουμε! Θα’ρθει  ο Τρελαντώνης  της Μαρίτσας της γκαβής κι ο Αδωνάκος ο Ελλαδέμπορας και το Βγενιώ με τη μπαγκέτα του κι ο Μάκης ο τσεκουράτος κι άλλοι κίλερς…  Είμαι πολύ χαρούμενος σας λέω!... Θα έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα  στο σπίτι!... Βάλτε και καφέ κυρ-Παντοπώλα μου!... Και μακαρόνια νούμερο δέκα, τα ψιλά… και διαρθρωτικές αλλαγές και οριζόντια μέτρα θα έχουμε… Απ’ αυτά που είχα πάρει και πέρυσι… Ναι, με κιμά θα τα κάνω πάλι… Κι ενιαίο φόρο στα ακίνητα θα πάρω και λίγες μπύρες και σοκολάτες απ’ αυτές τις φτηνές να βάλετε…  Ή μάλλον, όχι τις φτηνές… θα πάρω και μειώσεις μισθών και σοκολάτες απ’ αυτές του γάλακτος… από δύο στον καθένα… 
Τι;… ναι, καλά ξέρω, εξακόσια δισεκατομμύρια  έφτασε ε; Ε… καλά θα τα πληρώσω… μα παιδιά είμαστε τώρα;


Η προσωπική μου εκδοχή στην κλασσική ταινία της Αλίκης «Μοντέρνα Σταχτοπούτα». Γραμμένη και γυρισμένη το 1965, απ’ τον αξέχαστο Αλέκο Σακελλάριο.  Το σύγχρονο παραμύθι μου, πήρε μέρος στο παιχνίδι λέξεων της Φλώρας, στο ζεστό στέκι της: TEXNIS STORIES. Οι υποχρεωτικές λέξεις αυτού του γύρου ήταν: Λέξη, Ζωή, Τόλμη, Καράβι & Κλουβί.
Οι υποχρεωτικοί συνειρμοί αυτής της ιστορίας, είναι στους  σύγχρονους αντιήρωες που έχουν εισβάλει στο παραμύθι της ζωής μας, μετατρέποντας το σε αβάσταχτο εφιάλτη. 
Στους σύγχρονους Εφιάλτες! 
«Και ζουν αυτοί καλά…»

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

Στις πόσες ίντσες καίγομαι;


Σας παρακαλώ μου τυλίγετε λίγη ζωή;
Δεν θα τη φάω εδώ, πακέτο καλύτερα.
Απ’ αυτή με την καραμελωμένη επιφάνεια. Βάλτε κι ένα κερασάκι από πάνω. Απωθημένο το έχω από μικρή. Ποτέ δεν μου έπεφτε κομμάτι με κερασάκι.

Ναι… θέλω και κάτι ακόμα.
Nα μου τυλίξετε ένα περιποιημένο σπίτι. Απ’ αυτά που μας δείχνετε στις τηλεοράσεις. Με καταπράσινο κήπο, ηλιόλουστα δωμάτια και παιδιά με καθαρά ρούχα. Με παράθυρα που έχουν θέα σε ολάνθιστα παρτέρια και δέντρα φορτωμένα με καρπούς. Με εσωτερικές σκάλες, γυαλισμένα παρκέ, ανοξείδωτες κουζίνες και θωρακισμένες πόρτες ασφαλείας. Με παιδικά δωμάτια παραμυθένια, με πολύχρωμες ζωγραφιές, κρυστάλλινους μελωδούς, πουπουλένια παπλώματα και καλοστρωμένα κρεβάτια.

Να μου τυλίξετε κι έναν άλλον εαυτό παρακαλώ! 
"Σούπερ-Μαμά" αν σας βρίσκεται πρόχειρος. Να μαγειρεύω πανευτυχής στην -πλήρως εξοπλισμένη- κουζίνα μου, φορώντας δωδεκάποντες γόβες και αβυσσαλέα ντεκολτέ. Να αγωνιώ μόνο για την κυτταρίτιδα και τις πρώτες ρυτίδες έκφρασης. Να υποδέχομαι τα βλαστάρια μου τα μεσημέρια, περιμένοντας το σχολικό που θα τα φέρνει ως την εξώπορτα. Να έχουν κατακόκκινα μάγουλα απ’ το παιχνίδι  και να βιάζονται να μου πουν τι έμαθαν στο σχολείο. Να τρώνε με άφατη λαχτάρα τον πουρέ μελιτζάνας και το σουφλέ με σπανάκι που τους ετοίμασα, ξεσηκώνοντας τη συνταγή του πρωινάδικου. Να με γλυκοφιλάνε και να μου λένε «Σ’ ευχαριστούμε μανούλα που φροντίζεις για το πλήρες και δυναμωτικό διατροφικό μας πρόγραμμα!». Κι ύστερα να τρέχουν ανυπόμονα στο πάνω διάζωμα, για να μελετήσουν τα μαθήματά τους.

Κι έναν πιστό χορηγό... συγνώμη σύζυγο εννοούσα, παρακαλώ! Με ατσαλάκωτο κουστούμι και γοητευτικό χαμόγελο.  Να γυρνάει απ’ τη δουλειά το ίδιο ατσαλάκωτος και με διάθεση για παιχνίδι με τα παιδιά. Μπροστά στο αναμμένο τζάκι, κατά προτίμηση. Να με ρωτάει με λαγνεία «Κοντεύει το ραγού λαχανικών αγάπη μου; Δεν σε βλέπω απ’ την πείνα!...». Κι εγώ να στρώνω τραπέζια με κολλαριστά τραπεζομάντηλα, κρυστάλλινα ποτήρια και πορσελάνινα σερβίτσια. Και μια γυάλινη κανάτα με φρεσκοκομμένα λουλούδια, στο κέντρο της ροτόντας. Να τρώμε όλοι μαζί,  πανευτυχείς που ολοκληρώθηκε άλλη μια δημιουργική μέρα.

Κύριε Tηλεορασάνθρωπε μου τυλίγετε και μια πέτρα στο λαιμό; 
Εσείς που είστε τόσο καλός στο τύλιγμα…
Κοτρώνα κατά προτίμηση.
Για να τη χρησιμοποιήσω όταν θα τελειώσει το πρόγραμμα της τηλεόρασης.
Λίγο πριν προσγειωθώ στο προσωπικό μου σύμπαν.
Στον εφιάλτη της κουζίνας μου, που μετά βίας χωράει λίγα χαμόγελα ανακούφισης, όταν τα ντουλάπια είναι στοιχειωδώς εξοπλισμένα με τρόφιμα.
Στα  παιδιά που γυρίζουν με κυρτωμένους ώμους απ’ το σχολείο. Απ’ το βάρος της σχολικής τσάντας που είναι παραγεμισμένη με υποχρεώσεις και ανορθόγραφες υποσχέσεις για το μέλλον τους.
Στις στοίβες με τους λογαριασμούς και στις εφημερίδες με τις περικυκλωμένες αγγελίες. 
Στην αγωνία για το χειμώνα που πλησιάζει. Στην πιο γόνιμη εποχή του χρόνου, που κατάντησε κατάρα και απειλή.
Στις ουρές για ένα επίδομα, ένα γεύμα, ένα μεροκάματο, λίγη ζεστασιά κι όση ανθρωπιά κατάφερα να περισώσω. Κι είναι το μόνο σωσίβιο που μου έχει απομείνει πλέον.

Μπορώ να ελπίζω πως θα με συνοδεύσετε σ’ αυτή την  αναγκαστική προσγείωση κι εσείς;
Και πως θα δώσετε προστιθέμενη αξία στο επάγγελμα που υπηρετείτε;
Πως τη δημιουργική σας σκέψη θα την προσαρμόσετε στις σύγχρονες ανάγκες, με πρακτικές εφαρμόσιμες και ιδέες υλοποιήσιμες;
Πως θα γίνετε ένας μικρός πομπός ελπίδας;
Να περάσουμε απ’ την εποχή του πρωινάδικου, στο πρωινό μιας νέας εποχής;
Απ’ το μοντέλο της ξανθιάς πολύτεκνης, στον γήινο ρόλο της μονογονεϊκής οικογένειας;

Και το κερασάκι από πάνω, μην ξεχάσετε παρακαλώ!
Πετροκέρασο κατά προτίμηση!...


To κείμενο δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό πολιτισμού



Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

"Χάρηκα που γνωριστήκαμε!..."

 photo: http://www.thisiscolossal.com/2011/09/
alexis-perevoschikov/
Το πρώτο βήμα, το δεύτερο, το τρίτο… στο τέταρτο κοντοστέκεται. Ακουμπάει στο τροχήλατο στήριγμα που έχει μπροστά της, προφασιζόμενη ότι ξεκουράζεται. Μούφα ξεκούραση. Η ματιά της βολιδοσκοπεί το στόχο της. Ως εκεί που πρέπει να φτάσει. Στις πλαστικές καρέκλες. Ξανά βάδισμα. Τα πόδια της διαγράφουν ξέφρενες τροχιές στον αέρα και επανέρχονται με γδούπο στο έδαφος. Τα καρφώνει με δύναμη. Να σιγουρευτεί πως πατάνε στέρεα. Πως μπορεί να στηριχτεί πάνω τους. Μια σπάνια ασθένεια. Αδιάφορα τα «πώς» και τα «γιατί».

Ξοπίσω μια φίλη της. Δυο φιγούρες που βηματίζουν αργά, ανάμεσα σ’ ένα πλήθος που περπατάει με άνεση. Δυο ζευγάρια χέρια αγκυλωμένα. Σώματα που ακροβατούν πάνω σε αδύναμα πόδια, σα μωρά που κάνουν τα πρώτα τους δειλά βήματα. Και δυο κατακόκκινα χαμόγελα που λάμπουν διαρκώς. Κι ας μην μπορούν να μιλήσουν με ταχύτητα και ευκρίνεια. Εκείνες χαμογελούν, φλυαρούν και διανύουν την προσωπική τους οδύσσεια για να φτάσουν στον προορισμό, που για μας είναι το δεδομένο. Να πάρουν από μια καρέκλα για να παρακολουθήσουν τη συναυλία που θα ξεκίναγε σε λίγη ώρα.

Σε κάποιο φεστιβάλ νεολαίας. Κάποιο καλοκαιριάτικο σούρουπο. Λίγο πριν ξεκινήσει η μουσική σκηνή. Παρέες, περίπτερα, μυρωδιές, χρώματα, ήχοι, φωνές, γέλια και συζητήσεις. Με την παρέα μου καθισμένοι σ’ ένα πεζούλι, ν’ αμπελοφιλοσοφούμε και να βαθυστοχαζόμαστε. Απάνω στην κουβέντα κι ενώ ο Μήτσος μας εξηγεί περί ντεμέκ επαναστατών που οργανώνουν πογκρόμ για τους μετανάστες, συμβαίνει το αναπάντεχο. Το τροχήλατο μεταλλικό «Πι» γλιστράει στα σκαλιά κι ένα σώμα εκσφενδονίζεται και σκάει μπροστά μας. Τρέχουμε όλοι πανικόβλητοι. Η μόνη που διατηρεί το χαμόγελό της είναι το κορίτσι που έπεσε. Μάτωσε το χέρι της, μελάνιασε, το καρότσι είχε σκάσει στα πόδια της κι εκείνη χαμογέλαγε. Όση ώρα προσφέρουμε τις αυτοσχέδιες πρώτες βοήθειες, εκείνη μας καθησυχάζει στη γλώσσα της. «Είμαι μια χαρά… όλα καλά… σας ευχαριστώ πολύ»!... Μιλάει συλλαβιστά, το κεφάλι της ανασηκώνεται μονόπλευρα, κάνει συσπάσεις,  γελάει και ακουμπάει διαρκώς το χέρι της, στο μέρος της καρδιάς της. Πόσα ευχαριστώ, μεταγλωττισμένα στη γλώσσα μας, δεν μας είπε! Πόσα πολλά!...

Την συνοδεύουμε ως το χώρο της συναυλίας. Ακούω ένα σύρσιμο πίσω μου. Γυρίζω το κεφάλι μου και διαπιστώνω πως η φίλη της ερχόταν ξοπίσω μας, σέρνοντας δυο πλαστικές καρέκλες. Αφήνω την τραυματισμένη και τρέχω να βοηθήσω στο κουβάλημα. Λέξεις σκόρπιες, φράσεις δίχως νόημα, έτσι για να γεμίσω το κενό της διαδρομής.
-Φίλες είστε;
-Πώς ήρθατε ως εδώ;…Πώς θα φύγετε μετά;… Είναι γνωστός ο ταξιτζής;
-Είναι καλά η φίλη σου; Χτύπησε πολύ…Μήπως να πάμε σ’ ένα ιατρείο;
-Θέλετε κάτι να σας φέρουμε;

Ανένδοτη να μου δώσει τις καρέκλες. Επιμένει να τις κουβαλήσει μόνη της. Εγώ με ύφος ανακριτή, να βομβαρδίζω με ερωτήσεις. Απελπίζεται μαζί μου, αλλά δεν χάνει την ψυχραιμία της. Με πιάνει απ’ τον ώμο και καρφώνει το βλέμμα της στο δικό μου. Με ρωτάει τ’ όνομά μου. Μου λέει το δικό της. Ντρέπομαι που δεν καταλαβαίνω με την πρώτη αυτά που μου λέει. Το αντιλαμβάνεται. Κάνει την ίδια κίνηση που έκανε λίγο πριν η φίλη της. Ακουμπάει το χέρι στο μέρος της καρδιάς της. Πολλές φορές. Xαλαρώνω. Την παρατηρώ. Γύρω στα είκοσι, με πρόσωπο μαντόνας. Ντυμένη στα νεανικά της τζιν και διακριτικά μακιγιαρισμένη. Φρέσκια και μοσχομυριστή. Γεμάτη πάθος. Τα μάτια της καίνε. «Είμαστε καλά!... Ακμαίες-ακμαιότατες!... Απόψε παίζει ντραμς το ξαδέρφι μου…. Δεν χάνουμε ποτέ συναυλία του…».

Μου είπε κι άλλα. Πως δεν τους αρέσει ν’ αράζουν σπίτι, ανακατεύονται με τα κοινά, συμμετέχουν σε εκδηλώσεις, σπουδάζουν και επιδιώκουν να είναι διαρκώς με φίλους. Εγώ κολλημένη στις εμμονές και τις φοβίες μου, να επιμένω για βοήθεια. Κι αυτή, δως του να χαμογελάει και να με ρωτάει πώς βλέπω την πολιτική κατάσταση κι αν στην περιοχή μου γίνονται κινήσεις και πρωτοβουλίες από πολίτες…

Σ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας, έριχνα κλεφτές ματιές πίσω μου. Ματιά και μικροκλοπή. Δήθεν για να βεβαιωθώ πως είναι καλά με την παρέα τους. Στην πραγματικότητα, μάζευα τη λεία μου. Θαυμασμό, έμπνευση, προτροπή και ενθουσιασμό. Με αναποδογυρισμένες τις κοσμοθεωρίες μου, παραδέχτηκα πως η Κομαντάντε-Σύλβια με πήρε απ’ το χέρι και με τα αργά της βήματα, πήγε τη ζωή μου λίγα βήματα μπροστά. Δίχως ατέρμονες αναλύσεις και τσιτάτα, αλλά συλλαβή-συλλαβή, μου ψιθύρισε πως η επανάσταση δεν είναι μια ημερομηνία, μια πλατεία ή ένας δρόμος. Είναι προσωπική υπόθεση. Είναι στάση ζωής!

Η ιστορία είναι αληθινή.
Το όνομα φανταστικό.
Η εμπειρία αληθινά φανταστική!...


 

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

O Eγέρθητος, ο Αναίσθητος, κι ο Ανεπαίσθητος Στρουθοκαμηλισμός (μας)

Photo: http://tatphotography.blogspot.gr/
Πριν δύο χρόνια περίπου, ένα νέο προϊόν κυκλοφόρησε στην αγορά του θεάματος. Φτηνό, πιασάρικο και σίγουρο στις αποδόσεις του. Το πρωτοεμφανιζόμενο μπουλούκι των φουσκωτών θηρίων έκανε το ντεμπούτο του στη Βουλή και τα «δημοσιογραφικά» γεράκια έτριβαν τα νύχια τους και ακόνιζαν τα μικρόφωνά τους. Το Πρώτο Θέ(α)μα είχε εξασφαλιστεί για τις επόμενες φυλλάδες και εκπομπές τους. Ξωπίσω, ο συρφετός απ’ τα καρχαριοειδή, που μασάνε τ’ αποφάγια. Διαφημιστικές, δημοσκόποι και τηλεοράσεις. Εύκολη η πρόσβαση στο κοινοβούλιο, σε μια περίοδο που κακοφορμίζουν οι πληγές απ’ το μεταναστευτικό, την κρίση, τη φτώχεια και το διασυρμό της χώρας. Σε μια αντίστοιχη χρονική συγκυρία άλλωστε, στις αρχές του ’90 - μεσούντος του Μακεδονικού- ξεκίνησαν και οι πρώτες επιθέσεις σε μετανάστες και ντόπιους. Καταδικαστέες τότε, απ’ την ευαίσθητη ακόμα σε πράξεις βίας, αντίληψη των Ελλήνων. Και με τις μνήμες της κατοχής και του εμφυλίου, καλοδιατηρημένες στη λογική και στο θυμικό όλων. Πριν ξεκινήσει η λαίλαπα της υπερ-πληροφόρησης, της παραπλάνησης και του μεθοδευμένου υποβιβασμού της κουλτούρας μας, σε επίπεδο «Πίστας».

Και πίτσας. Στις δύο, συν μία δώρο. Καναπές και πάρ’τα ΟΛΑ. Μαύρα μπλουζάκια με έξυπνες στάμπες. Το εύκολο γέλιο. Το άσκεφτο. Το ρηχό. Πίσω απ’ τις κάμερες, ετοιμαζόταν ο μελλοντικός θύτης. Μπροστά, το νυν θύμα του δημοσιογραφικού πάνελ. «Πώς προέκυψε το Εγέρθητω;… Πώς αποφάσισες να γίνεις μέλος;…  Αριστεροί δεν ήταν οι γονείς σου;…». Εμβόλιμα, αιθέριες υπάρξεις που στροβιλίζονται στη μπάρα, γυναικεία οπίσθια, διαφημίσεις, τα «Προσεχώς» στο κανάλι, ξανά χορευτικό της τάβλας και πίσω πάλι στον καιάδα της αποχαύνωσης. Ωραία περάσαμε κι απόψε! Τα φώτα χαμηλώνουν και το πλατώ μυρίζει έντονα αίμα…

Και ψέμα. Που εκλογικεύτηκε, απενεχοποιήθηκε κι έγινε λάϊφ στάϊλ. Τα θηρία μετατράπηκαν σε σύμβολα του σεξ, τα τατουάζ και οι γυμνασμένοι δικέφαλοι έγιναν μόδα και οι ανεγκέφαλοι σχημάτιζαν αγέλες. Οι επιθέσεις νομιμοποιήθηκαν, τα χαστούκια χειροκροτήθηκαν και οι συνεδριάσεις στο κοινοβούλιο έκοβαν εισιτήρια στο φιλοθεάμον κοινό. Επιδαυρικές ερμηνείες, «Επιτέλους, κάποιοι που τα λένε έξω απ’ τα δόντια!...» κι ας ξέραμε πως τα δόντια που αρθρώνανε φιλολαϊκές κορώνες, ροκάνιζαν ήδη ανθρώπινα πτώματα.

Το Πρώτο Θέμα είναι να μην ξεχάσουμε.
Πως πίσω απ’ τα φανταχτερά εξώφυλλα, συνθλίβονται οι πιο μεγάλες αλήθειες.
Πως όποιος στήνει ρεκλάμα με φωτογραφίες νεκρού, είναι διαθέσιμος για ΟΛΑ.
Πως το τέρας που τώρα παρακολουθούμε με δέος πίσω απ’ το κλουβί του, είναι δικό μας προϊόν.

Πως ο Παύλος δεν πρέπει να αποθηκευτεί στο χωνευτήρι της μνήμης μας. Μαζί με τον Τεμπονέρα, τον Λαμπράκη, τον Κουμή, την Κανελλοπούλου, την Βασιλακοπούλου, τον Μαυροειδή, τον Γρηγορόπουλο, τον Καλτεζά, τον Αυγουστίνο Δημητρίου και όλους όσους σύρθηκαν στα κρατητήρια της ευνομούμενης πολιτείας μας. Όλους όσους ποτίσανε τα πνευμόνια τους με τόνους χημικών, για να διαδηλώσουν το αυτονόητο.

Πως όλοι όσοι δαγκώνουν με ευκολία το ξεροκόμματο της πολιτικής ένδειας και της αναξιοπρέπειας, με πρόσχημα την κρίση και τους κακούς μετανάστες, δεν είναι παρά συνεργάτες στο έγκλημα.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ, τα λόγια και τις μαρτυρίες απλών ανθρώπων που βίωσαν κατοχή, πείνα, αρρώστιες και βασανιστήρια. «Και τότε πεινάγαμε και υποφέραμε, αλλά ποτέ δεν σκεφτήκαμε να γίνουμε δωσίλογοι και προδότες. Καλύτερα ένας αξιοπρεπής θάνατος, παρά μια ατιμασμένη επιβίωση!...»





Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού 
24Γράμματα http://www.24grammata.com/