Μην το φοβάσαι το σκοτάδι, το συνήθισε πια η ματιά μας. Λειτουργούμε σαν τα αιχμάλωτα ζώα, που η ζήση τους επαφίεται αποκλειστικά στη χρήση τους. Γέννα, υποβοηθούμενο μεγάλωμα με ορμόνες και υπέρυθρες λάμπες, σύντομος βίος με ελεγχόμενο κόστος, ξεζούμισμα και εξόντωση, αφού έχει απορροφηθεί οτιδήποτε είναι εκμεταλλεύσιμο στον οργανισμό μας. Κάτι παλιά βιβλία που διαβάζαμε στα νιάτα μας, κάτι ιδεολόγοι ποιητές και συγγραφείς που μας ξεσήκωναν με κείμενα περί κοινωνικής δικαιοσύνης και ειρηνικής συνύπαρξης, τα κρύψαμε σ’ ένα πατάρι και τα ξεχάσαμε οριστικά. Τώρα εσύ τρέχεις να βρεις ένα μεροκάματο, «Ό,τι να’ναι» μου έλεγες με απόγνωση τις προάλλες κι εγώ θυμόμουν πόσο ωραίες εκθέσεις έγραφες και πως πάντα άφηνες διακριτικά να αντιγράφουν απ’ την κόλα σου, όσους είχαν την τύχη να κάθονται στο πίσω θρανίο. Την τελευταία φορά που σε είδα στο κέντρο, είχες αδυνατίσει απίστευτα και ντράπηκα που δεν είχα να σε κεράσω έναν καφέ και μια τυρόπιτα. Θα το αρνιόσουν ευγενικά, αλλά εγώ θα επέμενα. «Ας πιούμε ένα καφεδάκι, να θυμηθούμε λίγο τα παλιά ρε φίλε», έτσι θα σου έλεγα. Όση ώρα σχεδίαζα τα λόγια μου, ψαχούλευα τα ψιλά στη τσέπη μου. Το κατάλαβες. Μπορεί να ήταν κι η ιδέα μου, μα είδα τα μάτια σου να υγραίνουν.
«Λιακάδα σήμερα…ας περπατήσουμε», μου είπες για να με βγάλεις απ’ τη δύσκολη θέση. Κατηφορίσαμε βουβοί ως την Πειραιώς. Βήμα και στεναγμός αυτή η διαδρομή. Άκουγα την ανάσα σου να βαραίνει. Βρώμικα στενά, συστοιχίες από απλωμένα χέρια να μας σκοπεύουν σαν πολυβόλα, μελαμψά κορίτσια που τούτη την ώρα έπρεπε να είναι σε κάποιο σχολικό προαύλιο της πατρίδας τους και μικρά παιδιά που φοράνε αταίριαστα παπούτσια μεγάλων κι έχουν ήδη γεράσει. Και ταλαιπωρημένοι γέροντες, που φοράνε αταίριαστα βλέμματα μικρών παιδιών κι έχουν ήδη πεθάνει. Και χαρτόνια γραμμένα με τρόμο, κρεμασμένα σε ανθρώπινα ερείπια που καταρρέουν: «Πεινάω», «Άστεγος», «Άνεργος», «Άρρωστος», «Βοήθεια»…. Ανθρώπινες υπάρξεις σαν παρατημένα κτίρια, που στο κατώφλι τους κρέμεται η ταμπέλα «Κατεδαφίζεται».
Σωκράτους… Αρμοδίου…Πλατεία Θεάτρου… Βαρβάκειος…, οδοιπορικό σ’ ένα πεδίο μάχης. Η μηχανή του χρόνου γκαζώνει δυνατά κι αρχίζει τις προβολές της… κολυμπάμε ήδη στο παρελθόν και γαντζωνόμαστε απ’ τις σημαδούρες που επιπλέουν στην επιφάνεια. Ανάκατες μνήμες. Οι παλιές μας ανέμελες βόλτες, οι μυρωδιές απ’ τα μπαχάρια και τα μαγέρικα, τα παλαιοπωλεία και οι υπαίθριοι πάγκοι… οι ήχοι μιας πολύβουης πόλης που απλωνόταν νωχελικά στα χάδια του ήλιου. Τότε που αγοράζαμε παλιά βινύλια και δεύτερο χέρι βιβλία για τη σχολή. Αν περίσσευε κάνα ψιλό, τσιμπάγαμε στην Κληματαριά λαδερό και ψωμί στον ξυλόφουρνο. Στο μικρό τραπεζάκι πάνω στο καρό τραπεζομάντιλο, καλουπώναμε το σκαρί της ζωής μας. Καλαμπουρίζαμε και πειράζαμε τα περαστικά κορίτσια. Γελάγαμε και σπινθηροβολούσαμε απ’ την αψάδα της νιότης μας. Ανυποψίαστοι για το επερχόμενο ναυάγιο των ονείρων μας.
Στη τζαμαρία μας βιτρίνας παρατήρησα το είδωλό σου. Κουρασμένο και με έκδηλα τα σημάδια της παραίτησης. Με είδες κι εσύ. Στο καθρέφτισμα του τζαμιού, μιλήσαμε με τις ματιές μας. Δεν είχαμε το κουράγιο να κοιταχτούμε στα μάτια ως εκείνη την ώρα. Α ρε παλιόφιλε… Μαζί αποστηθίσαμε ολάκερα βιβλία, αναλύσαμε λέξεις και νοήματα, σπουδάσαμε, ονειρευτήκαμε, κι ορκιστήκαμε πως θ’ αλλάξουμε τον κόσμο.
«Tην πατήσαμε πανηγυρικά ρε παλιόφιλε. Σπουδάσαμε για να μην καταντήσουμε εργάτες με φτηνό μεροκάματο. Έτσι μας έλεγαν. Κι ύστερα μας παραμυθιάσανε πως το πτυχίο δεν αρκεί. Δώστου νέες θυσίες και έξοδα για μεταπτυχιακό. Το πήρα κι αυτό και τώρα μου λένε με περισπούδαστο ύφος πως είμαι “overqualified” και δεν μπορούν να με προσλάβουν. Εκτός κι αν δεχτώ να δουλέψω στο τζάμπα για δυο-τρεις μήνες για να δουν αν τους κάνω. Τάχα δοκιμαστικά. Κάποιοι ζητάνε και χρηματική εγγύηση για να με πάρουν. Κάποιοι άλλοι μου απέκλεισαν το ενδεχόμενο να πάρω άδεια το καλοκαίρι και να έχω ένα προσδιορισμένο ωράριο... “Από οχτώ το πρωί, μέχρι… όποτε...”, μου είπε με σαρδόνιο ύφος ο κουστουμάτος που μου πήρε συνέντευξη. Γι αυτό σου λέω... την πατήσαμε».
Μ’ άφησες να αντιγράψω πάλι απ’ την κόλα σου. Άφησα παράμερα τις ντροπές μου και σου ανοίχτηκα κι εγώ. Πως δουλεύω ντελιβεράς τα βράδια. Πως επιβιώνω με τα χαρτζιλίκια της μάνας μου. Πως μια σχέση που είχα, διαλύθηκε κι αυτή… Πριν ένα μήνα, μου έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό. Να φύγουμε εξωτερικό. «Εδώ θ’ ανοίξω τα πανιά μου…» της είπα, «…άμα αντέχεις, έλα να την πολεμήσουμε μαζί αυτή τη φουρτούνα». Άφησε πίσω της τις συμπληγάδες της σχέσης μας κι έβαλε πλώρη για ένα ασφαλές αραξοβόλι.
«Το μετάνιωσες;», με ρώτησες. «Όχι ρε φίλε! Δεν μετριέται η ζωή απ’ τις νίκες μας, αλλά απ’ τις στιγμές μας. Κι εγώ, προτιμώ να κλωτσήσω το συμφέρον μου, παρά τη ζωή μου. Και στο κάτω της γραφής, τώρα δεν θα ζούσαμε ετούτη τη στιγμή. Τη συγκίνηση που βρεθήκαμε μετά από χρόνια. Την απένταρη βόλτα μας στην απέραντη πολιτεία μας».
Οι περαστικοί παρατηρούσαν με απορία δυο νταγλαράδες που αγκαλιάστηκαν άξαφνα στη μέση του δρόμου, χτυπώντας δυνατά τις παλάμες τους, ο ένας στην πλάτη του άλλου. Βουβοί και συγκινημένοι. Σαν κάτι χαμένους συγγενείς που ανταμώνουν μετά από χρόνια και δίχως αναστολές, αφήνονται ανάλαφροι και μεταρσιωμένοι στην ιερότητα της στιγμής.
Α ρε παλιόφιλε…στο ίδιο θρανίο χαράζαμε τις έγνοιες μας, στον ίδιο δρόμο αφήσαμε τα δάκρυα μας να κυλήσουν. Και στην ίδια ταλάντωση του χρόνου, πιαστήκαμε ο ένας με τον άλλο και ριχτήκαμε στο νερό. Κύματα, ξέρες, φουρτούνες, άγρια θηρία, ακίνδυνα ψαράκια, μπουνάτσες και σκουριασμένα ναυάγια.
Κολυμπάμε να πιάσουμε ακτή. Με ότι μας δίνεται. Βρεγμένοι αλλά όχι ξεραμένοι…
Οι περαστικοί παρατηρούσαν με απορία δυο νταγλαράδες που αγκαλιάστηκαν άξαφνα στη μέση του δρόμου, χτυπώντας δυνατά τις παλάμες τους, ο ένας στην πλάτη του άλλου. Βουβοί και συγκινημένοι. Σαν κάτι χαμένους συγγενείς που ανταμώνουν μετά από χρόνια και δίχως αναστολές, αφήνονται ανάλαφροι και μεταρσιωμένοι στην ιερότητα της στιγμής.
Α ρε παλιόφιλε…στο ίδιο θρανίο χαράζαμε τις έγνοιες μας, στον ίδιο δρόμο αφήσαμε τα δάκρυα μας να κυλήσουν. Και στην ίδια ταλάντωση του χρόνου, πιαστήκαμε ο ένας με τον άλλο και ριχτήκαμε στο νερό. Κύματα, ξέρες, φουρτούνες, άγρια θηρία, ακίνδυνα ψαράκια, μπουνάτσες και σκουριασμένα ναυάγια.
Κολυμπάμε να πιάσουμε ακτή. Με ότι μας δίνεται. Βρεγμένοι αλλά όχι ξεραμένοι…