Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Στα παράλια της Βαρβακείου


Μην το φοβάσαι το σκοτάδι, το συνήθισε πια η ματιά μας. Λειτουργούμε σαν τα αιχμάλωτα ζώα, που η ζήση τους επαφίεται αποκλειστικά στη χρήση τους. Γέννα, υποβοηθούμενο μεγάλωμα με ορμόνες και υπέρυθρες λάμπες, σύντομος βίος με ελεγχόμενο κόστος, ξεζούμισμα και εξόντωση, αφού έχει απορροφηθεί οτιδήποτε είναι εκμεταλλεύσιμο στον οργανισμό μας. Κάτι παλιά βιβλία που διαβάζαμε στα νιάτα μας, κάτι ιδεολόγοι ποιητές και συγγραφείς που μας ξεσήκωναν με κείμενα περί κοινωνικής δικαιοσύνης και ειρηνικής συνύπαρξης, τα κρύψαμε σ’ ένα πατάρι και τα ξεχάσαμε οριστικά. Τώρα εσύ τρέχεις να βρεις ένα μεροκάματο, «Ό,τι να’ναι» μου έλεγες με απόγνωση τις προάλλες κι εγώ θυμόμουν πόσο ωραίες εκθέσεις έγραφες και πως πάντα άφηνες διακριτικά να αντιγράφουν απ’ την κόλα σου, όσους είχαν την τύχη να κάθονται στο πίσω θρανίο. Την τελευταία φορά που σε είδα στο κέντρο, είχες αδυνατίσει απίστευτα και ντράπηκα που δεν είχα να σε κεράσω έναν καφέ και μια τυρόπιτα. Θα το αρνιόσουν ευγενικά, αλλά εγώ θα επέμενα. «Ας πιούμε ένα καφεδάκι, να θυμηθούμε λίγο τα παλιά ρε φίλε», έτσι θα σου έλεγα. Όση ώρα σχεδίαζα τα λόγια μου, ψαχούλευα τα ψιλά στη τσέπη μου. Το κατάλαβες. Μπορεί να ήταν κι η ιδέα μου, μα είδα τα μάτια σου να υγραίνουν.

«Λιακάδα σήμερα…ας περπατήσουμε», μου είπες για να με βγάλεις απ’ τη δύσκολη θέση. Κατηφορίσαμε βουβοί ως την Πειραιώς. Βήμα και στεναγμός αυτή η διαδρομή. Άκουγα την ανάσα σου να βαραίνει. Βρώμικα στενά, συστοιχίες από απλωμένα χέρια να μας σκοπεύουν σαν πολυβόλα, μελαμψά κορίτσια που τούτη την ώρα έπρεπε να είναι σε κάποιο σχολικό προαύλιο της πατρίδας τους και μικρά παιδιά που φοράνε αταίριαστα παπούτσια μεγάλων κι έχουν ήδη γεράσει. Και ταλαιπωρημένοι γέροντες, που φοράνε αταίριαστα βλέμματα μικρών παιδιών κι έχουν ήδη πεθάνει. Και χαρτόνια γραμμένα με τρόμο, κρεμασμένα σε ανθρώπινα ερείπια που καταρρέουν: «Πεινάω», «Άστεγος», «Άνεργος», «Άρρωστος», «Βοήθεια»…. Ανθρώπινες υπάρξεις σαν παρατημένα κτίρια, που στο κατώφλι τους κρέμεται η ταμπέλα «Κατεδαφίζεται».

Σωκράτους… Αρμοδίου…Πλατεία Θεάτρου… Βαρβάκειος…, οδοιπορικό σ’ ένα πεδίο μάχης. Η μηχανή του χρόνου γκαζώνει δυνατά κι αρχίζει τις προβολές της… κολυμπάμε ήδη στο παρελθόν και γαντζωνόμαστε απ’ τις σημαδούρες που επιπλέουν στην επιφάνεια. Ανάκατες μνήμες. Οι παλιές μας ανέμελες βόλτες, οι μυρωδιές απ’ τα μπαχάρια και τα μαγέρικα, τα παλαιοπωλεία και οι υπαίθριοι πάγκοι… οι ήχοι μιας πολύβουης πόλης που απλωνόταν νωχελικά στα χάδια του ήλιου. Τότε που αγοράζαμε παλιά βινύλια και δεύτερο χέρι βιβλία για τη σχολή. Αν περίσσευε κάνα ψιλό, τσιμπάγαμε στην Κληματαριά λαδερό και ψωμί στον ξυλόφουρνο. Στο μικρό τραπεζάκι πάνω στο καρό τραπεζομάντιλο, καλουπώναμε το σκαρί της ζωής μας. Καλαμπουρίζαμε και πειράζαμε τα περαστικά κορίτσια. Γελάγαμε και σπινθηροβολούσαμε απ’ την αψάδα της νιότης μας. Ανυποψίαστοι για το επερχόμενο ναυάγιο των ονείρων μας.

Στη τζαμαρία μας βιτρίνας παρατήρησα το είδωλό σου. Κουρασμένο και με έκδηλα τα σημάδια της παραίτησης. Με είδες κι εσύ. Στο καθρέφτισμα του τζαμιού, μιλήσαμε με τις ματιές μας. Δεν είχαμε το κουράγιο να κοιταχτούμε στα μάτια ως εκείνη την ώρα. Α ρε παλιόφιλε… Μαζί αποστηθίσαμε ολάκερα βιβλία, αναλύσαμε λέξεις και νοήματα, σπουδάσαμε, ονειρευτήκαμε, κι ορκιστήκαμε πως θ’ αλλάξουμε τον κόσμο.

«Tην πατήσαμε πανηγυρικά ρε παλιόφιλε. Σπουδάσαμε για να μην καταντήσουμε εργάτες με φτηνό μεροκάματο. Έτσι μας έλεγαν. Κι ύστερα μας παραμυθιάσανε πως το πτυχίο δεν αρκεί. Δώστου νέες θυσίες και έξοδα για μεταπτυχιακό. Το πήρα κι αυτό και τώρα μου λένε με περισπούδαστο ύφος πως είμαι “overqualified” και δεν μπορούν να με προσλάβουν. Εκτός κι αν δεχτώ να δουλέψω στο τζάμπα για δυο-τρεις μήνες για να δουν αν τους κάνω. Τάχα δοκιμαστικά. Κάποιοι ζητάνε και χρηματική εγγύηση για να με πάρουν. Κάποιοι άλλοι μου απέκλεισαν το ενδεχόμενο να πάρω άδεια το καλοκαίρι και να έχω ένα προσδιορισμένο ωράριο... “Από οχτώ το πρωί, μέχρι… όποτε...”, μου είπε με σαρδόνιο ύφος ο κουστουμάτος που μου πήρε συνέντευξη. Γι αυτό σου λέω... την πατήσαμε».


Μ’ άφησες να αντιγράψω πάλι απ’ την κόλα σου. Άφησα παράμερα τις ντροπές μου και σου ανοίχτηκα κι εγώ. Πως δουλεύω ντελιβεράς τα βράδια. Πως επιβιώνω με τα χαρτζιλίκια της μάνας μου. Πως μια σχέση που είχα, διαλύθηκε κι αυτή… Πριν ένα μήνα, μου έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό. Να φύγουμε εξωτερικό. «Εδώ θ’ ανοίξω τα πανιά μου…» της είπα, «…άμα αντέχεις, έλα να την πολεμήσουμε μαζί αυτή τη φουρτούνα». Άφησε πίσω της τις συμπληγάδες της σχέσης μας κι έβαλε πλώρη για ένα ασφαλές αραξοβόλι. 

«Το μετάνιωσες;», με ρώτησες. «Όχι ρε φίλε! Δεν μετριέται η ζωή απ’ τις νίκες μας, αλλά απ’ τις στιγμές μας. Κι εγώ, προτιμώ να κλωτσήσω το συμφέρον μου, παρά τη ζωή μου. Και στο κάτω της γραφής, τώρα δεν θα ζούσαμε ετούτη τη στιγμή. Τη συγκίνηση που βρεθήκαμε μετά από χρόνια. Την απένταρη βόλτα μας στην απέραντη πολιτεία μας».

Οι περαστικοί παρατηρούσαν με απορία δυο νταγλαράδες που αγκαλιάστηκαν άξαφνα στη μέση του δρόμου, χτυπώντας δυνατά τις παλάμες τους, ο ένας στην πλάτη του άλλου. Βουβοί και συγκινημένοι. Σαν κάτι χαμένους συγγενείς που ανταμώνουν μετά από χρόνια και δίχως αναστολές, αφήνονται ανάλαφροι και μεταρσιωμένοι στην ιερότητα της στιγμής.

Α ρε παλιόφιλε…στο ίδιο θρανίο χαράζαμε τις έγνοιες μας, στον ίδιο δρόμο αφήσαμε τα δάκρυα μας να κυλήσουν. Και στην ίδια ταλάντωση του χρόνου, πιαστήκαμε ο ένας με τον άλλο και ριχτήκαμε στο νερό. Κύματα, ξέρες, φουρτούνες, άγρια θηρία, ακίνδυνα ψαράκια, μπουνάτσες και σκουριασμένα ναυάγια.

Κολυμπάμε να πιάσουμε ακτή. Με ότι μας δίνεται. Βρεγμένοι αλλά όχι ξεραμένοι…


Φωτογραφία: Θάνος Τσάκαλος

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Ίσως ΟΧΙ, αλλά μπορεί και ΝΑΙ…


Το βράδυ που ο Ιταλός Πρέσβης του μετέφερε το τελεσίγραφο του Ντούτσε, ο Μεταξάς μονολόγησε: «Alors, c' est la guerre – Πόλεμος λοιπόν!». Ακολούθησε ένας σύντομος διάλογος, που κατέληξε στο ιστορικό ΟΧΙ. Είχε προηγηθεί η πρόταση του Γκράτσι να αποφευχθεί η σύρραξη, με την παραχώρηση του ελληνικού εδάφους για τη διέλευση του ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο.

Το κυριολεκτικό ΟΧΙ, το είπε ο ήδη κατακερματισμένος απ’ τον εθνικό διχασμό ελληνικός λαός. Αυτός βίωσε τον πόλεμο, την κατοχή, την πείνα και την εξαθλίωση. Τους δωσίλογους, τις εκτελέσεις, τους αφανισμούς ολόκληρων περιοχών, τα στρατόπεδα και τα βασανιστήρια. Τις ψείρες, τα συσσίτια, τα κάρα που μάζευαν τα σκελετωμένα πτώματα, τις κακουχίες και τις αρρώστιες. Είχε προηγηθεί η δικτατορία του Ι. Μεταξά, του εμπνευστή της ιδεολογίας του «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού», στα χνάρια της ιδεολογίας του «Γ΄ Ράιχ». Με πρόσχημα τη φυλετική ενότητα του έθνους, εφάρμοσε τις ίδιες τακτικές με τα φασιστικά καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας. Διώξεις, αυθαίρετες συλλήψεις, αστυνομική τρομοκρατία, μεσαιωνικά μαρτύρια, απαγόρευση πολιτικών κομμάτων, εξορίες, διάλυση συνδικάτων, βασανισμοί στα αστυνομικά τμήματα, ομάδες εφόδου και εκτοπισμός των προοδευτικών εκπαιδευτικών. Δημιουργείται η ΕΟΝ, με τις
χαρακτηριστικές σκούρες μπλε στολές και υιοθετείται ο χαιρετισμός δι’ ανατάσεως της δεξιάς χειρός, όπως στη χιτλερική Γερμανία.Κλείνει τον «Ριζοσπάστη» και φυλακίζει τον Νίκο Ζαχαριάδη στην Κέρκυρα, στην περιβόητη Ακτίνα Θ'. Μέχρι τα τέλη του 1939, έχουν συλληφθεί όλα σχεδόν τα μέλη του ΚΚΕ. 


Ένα κοινό στοιχείο με τη σημερινή πραγματικότητα των σύγχρονων γερμανόφιλων ηγετών, είναι η μεθοδευμένη και προπαγανδιστική καλλιέργεια ψευδών εντυπώσεων, ότι μεριμνούσε ανελλιπώς για τον εξοπλισμό του στρατού και την ασφάλεια της χώρας. Ένα δεύτερο, η κακοδιαχείριση της δικτατορίας στον περίφημο έρανο για την ενίσχυση της αεροπορίας. Όπως αποδείχτηκε, εκατομμύρια είχαν "καταφαγωθεί". Έτσι η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο διαθέτοντας απαρχαιωμένα αεροπλάνα. Κι ένα τρίτο, το πιο χαρακτηριστικό ίσως. Ενώ ο λαός πολεμούσε κάτω από άθλιες συνθήκες, οι αξιωματούχοι της ΕΟΝ είχαν επιδοθεί σε μιαν απίστευτη κραιπάλη. Γύριζαν με κούρσες την Αθήνα, φορώντας τις μαύρες στολές και τις γυαλιστερές τους μπότες και γλεντούσαν στα πολυτελή γραφεία με τα αγαθά που πρόσφερε ο λαός για τους φαντάρους. Κατασπατάλησαν τα λεφτά που έδινε ο κόσμος απ' το υστέρημά του. Οι αποθήκες της οργάνωσης, βρέθηκαν γεμάτες δέματα που είχαν συγκεντρωθεί απ' την αρχή του πολέμου. Όσα δεν πρόλαβαν φυσικά να πουλήσουν ή να μοιράσουν μεταξύ τους.

Η τότε αστική τάξη, πρόδωσε τα εθνικά συμφέροντα και συνεργάστηκε με τους κατακτητές. Η μηχανή του πολέμου έχει αλάνθαστα όπλα, που παραμένουν και στις μέρες μας αήττητα. Την προπαγάνδα. Την παραχάραξη της ιστορίας. Τη χειραγώγηση του λαού. Τη διαστρέβλωση των γεγονότων. Τη λάσπη σ' όσους τολμούν να ορθώσουν το ανάστημά τους και να παλέψουν για τα συμφέροντα της πατρίδας τους κι όχι για τις βιομηχανίες και τις τράπεζες. Όταν ο Μανώλης Γλέζος κι ο Απόστολος Σάντας κατέβασαν τη γερμανική σημαία του τρίτου ράιχ που κυμάτιζε μεσίστια στην Ακρόπολη, το τότε ΜΜΕ έγραφε:

Eφημερίδα «Βραδυνή», 2/6/1941


Αναρωτιέμαι... στην ιστορία που γράφεται τώρα, ποια απάντηση θα καταγραφεί πως δόθηκε στα τελεσίγραφα του Βερολίνου και της Τρόϊκας; "Αγαπητή Καγκελάριε... ίσως ΟΧΙ, αλλά μπορεί και ΝΑΙ"

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Ο λογαριασμός














Η ώρα πέρασε παιδιά, το μαγαζί θα κλείσει
σας φέρνω το λογαριασμό, κανείς μην το κουνήσει!
Φάγατε, ντερλικώσατε και γίνατε όλοι λιάδα
και μην ακούσω πως «Μαζί… φάγαμε την Ελλάδα!»

Μία Χρηματιστήριο, ολίγη από Μαγγίνα
Ζήμενς, αυθαίρετο Σουφλιά, του Θέμου η κομπίνα,
μίζες, Εφραίμ, Ρουσσόπουλο, Ζαχόπουλο και Λιάπη

γερμένα υποβρύχια, καρτέλ, σουάπς κι απάτη
Μπαλτάκο, Καστελόριζο, τρόϊκα κι απολύσεις
Χριστοφοράκο, ΤΑΙΠΕΔ , λίστα Λαγκάρντ κι αυξήσεις.

Από «κυρίως» φάγατε: συντάξεις και ταμεία
περίθαλψη, ομόλογα, λιμάνια κι ορυχεία
Πυρκάλ, Κτηματολόγιο, ΕΝΦΙΑ, ΕΡΤ και ΙΚΑ
μισθούς και επιδόματα, προνόμια στην κλίκα
άδειες σε ημέτερους, συμβάσεις κι εκχωρήσεις
ξύλο σ’ όσους φωνάζουνε, φίμωση κι εκφοβίσεις.

Σούμα: Χρεοκοπήσατε, σκοτώσατε μια χώρα,
αναίσχυντα προσφέρατε θυσία εθνοφθόρα
στων ξένων τα συμφέροντα ένα λαό για λεία,
και χώματα που βάφτηκαν με αίμα κι ιστορία!

Όσες ψυχές χαθήκανε κι όσοι ξενιτευτήκαν,
όσα παιδιά υποφέρουνε, όσα όνειρα θαφτήκαν,
όσα μωρά αγέννητα για χάρη σας εμείναν,
όσα γερόντια γδάρατε, όσες μανάδες κλαίνε,
όσοι την πείνα γνώρισαν κι όσα μαγκάλια καίνε…


Θα είν’ οι Ερινύες σας να σας ξεπροβοδίσουν
στου Αχέροντα το πέρασμα, διόδιο θα ζητήσουν
κι εκεί δεν έχει αντίκρισμα το κλοπιμαίο χρήμα
στου Άδη δικαστήριο, στης Στύγας τ’ άγριο ρήγμα.

Άραγε χρειαζόντουσαν σπουδές πανεπιστήμια
μόνο να καταντήσετε τα μαύρα τα ενθύμια;
Στην ιστορία σύγχρονους Εφιάλτες θα σας πούνε
κι όπως το λέει ο ποιητής (*), έτσι θα σας θυμούνται:

“Ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι”


(* Κ. Βάρναλης, απόσπασμα απ’ το «Πρωτοχρονιάτικο»)



















Ο "Λογαριασμός" αυτός, εκδόθηκε στο 5ο Συμπόσιο Ποίησης που διοργάνωσε η Αριστέα στο μπλογκ της "Η ζωή είναι ωραία". Οι οφειλέτες έχουν παραλάβει προ καιρού το ραβασάκι, το οποίο θα εξοφληθεί μέχρι τελευταίας δόσης. Όσο κι αν ελπίζουν σε επαναδιαπραγμάτευση των χρεών τους, το μνημόνιο της Ιστορίας, δεν επιδέχεται ελαφρύνσεις, ή διαγραφές. Είναι αμείλικτο, όπως και οι ίδιοι.
Ευχαριστώ θερμά όλους τους φίλους που συμμετείχαν στο καταπληκτικό αυτό ταξίδι και κυρίως την Αριστέα, που σήκωσε όλο το βάρος της διοργάνωσης και το έφερε εις πέρας με υποδειγματική φροντίδα και αγάπη. Να είστε όλοι καλά!

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Nude - Η συμμετρία της αγάπης

photo: http://www.terrapapers.com/
Ούτε που γύριζα το βλέμμα μου να τον δω. Τον αγνοούσα προκλητικά, λες κι είχε ψυχή και θα θιγόταν. Πάνε μήνες. Μπορεί και χρόνια. Έχω χάσει το μέτρημα. Σαν τους ναυαγούς που περιπλανιούνται στα κύματα και χάνουν την επαφή με το χρόνο.

Απόψε κάνουμε ανακωχή. Δεν πάει άλλο. Πρέπει να δω κατάματα τον εχθρό μου, έτσι μου είπε μια φίλη ψυχολόγος. Ανοίγω το ντουλαπόφυλλο και τον πλησιάζω . Ασπίδα μου τα ρούχα που φοράω ακόμα. Ο ολόσωμος καθρέφτης ορθώνεται μπροστά μου. Ετοιμοπόλεμος και αδηφάγος.

Ξεκινάω απ΄τα ανώδυνα, για να τον καλοπιάσω. Παπούτσια και κάλτσες. Μια μικρή ανατριχίλα στην επαφή με το παγωμένο μωσαϊκό, αναρριχάται στο σβέρκο μου.

Κι ύστερα το παντελόνι…
Αυτή τη φλεβίτσα στη γάμπα μου, την είχα από παιδί. Με τα χρόνια μεγάλωσε, διακλαδώθηκε κι άπλωσε σα χταπόδι τα αγγεία της, ως τις παρυφές του μηρού μου. Δεν με ένοιαξε ποτέ η αισθητική του θέματος, παρά μόνο αυτός ο έντονος πόνος που με έκαιγε μετά την ορθοστασία στη δουλειά. "Θα τα βάζεις σε μια λεκανίτσα με δροσερό νερό να ξεκουράζονται", μου έλεγε η μάνα μου. Στεναχωριόταν που κληρονόμησα τη φλεβίτιδά της.

Η μπλούζα πέφτει στο πάτωμα…
Πρώτη φορά αφήνω ρούχο να πέσει κάτω. Υπήρξα φανατική οπαδός της ευταξίας και την νοικοκυροσύνης. "Τα ρούχα μας, θέλουν το σεβασμό και τη φροντίδα μας", μου έλεγε.

Το φανελάκι έχει πάρει το σχήμα του στέρνου μου. Φουσκωμένο απ’ τη μια μεριά, κιτρινισμένο απ’ τις γάζες και τα αντισηπτικά απ’ την άλλη. Καθώς το βγάζω, σκέφτομαι πως πρέπει να το αντικαταστήσω μ’ ένα καινούργιο. Να είναι εκατό τοις εκατό βαμβακερό και με καλύτερη ελαστικότητα.

Χοντρές σταγόνες από δάκρυα, υγραίνουν το πάτωμα. Δεν δίνω σημασία. Ξεκουμπώνω το στηθόδεσμο. Παρακολουθώ την τροχιά του, καθώς προσγειώνεται πάνω στα πόδια μου.

Κοιτάω μόνο τα μάτια μου και τα θυμάμαι όταν ήταν κοριτσίστικα, που κλαίγανε με το παραμικρό. Για έρωτες, για αδικίες, για πόνους και για συγκινήσεις. Τα συμπονώ και τους μιλάω. Τους δείχνω την παιδική φωτογραφία πάνω στο κομοδίνο. Μ’ αρέσει πολύ αυτή η στιγμή. Την κρατάω σαν ένα καταφύγιο στο συμπαγές παρελθόν μου, όταν το παρόν γίνεται αβάσταχτο. Γυρίζαμε απ’ την εκκλησία και σταματήσαμε σ’ έναν πλανόδιο φωτογράφο. Η μάνα με το εμπριμέ φόρεμα. Το κυριακάτικο. Ο μπαμπάς με γυαλιά ηλίου και τα καλά του ρούχα. Κι εγώ στη μέση. Στο κέντρο του κόσμου τους. Στην ασφάλεια μιας κυριακάτικης βόλτας. Μας περίμενε ένα ταψί φαγητό στο φούρνο της γειτονιάς. Κι ένα τραπέζι στρωμένο στην αυλή, κάτω από μια γέρικη συκιά. Στον κορμό της, η μάνα σημάδευε μ’ ένα μικρό σουγιαδάκι το μπόι μου. Κάθε χαρακιά και λίγοι πόντοι παραπανίσιοι.


Ένας μαστός στα δεξιά και μια χαρακιά απ’ την άλλη. Μια βαθιά κόκκινη ουλή που ο γιατρός φρόντισε να τη ράψει όσο πιο αριστοτεχνικά μπορούσε. Αυτόματα θυμάμαι πως από δω έμαθα να τρέφω και να προστατεύω. Να αγκαλιάζω και να νανουρίζω. Εδώ κάποτε ακούμπησα ένα μωρό. Πάνω σ’ αυτό το σημείο, κοιμόταν τα βράδια. Από δω έπινε γάλα. Κάτω απ’ αυτή την ουλή, η καρδιά μου φτεροκοπούσε απ’ τη συγκίνηση της μητρότητας. 

Στον καθρέφτη, διακρίνω πίσω μου τη γνώριμη σιλουέτα του. Πάντα υπήρξε συνεπής στις ανάγκες μου. Στις εξετάσεις, στα χειρουργεία, στις θεραπείες, στις ψυχολογικές μεταπτώσεις μου. Έσκυβε με προσήλωση στις πληγές μου, κι όση ώρα άλλαζε τις γάζες, μου μίλαγε για τα ταξίδια που θα πάμε όταν τελειώσει η θεραπεία. Ακόμα κι όταν θύμωνα μαζί του πως δεν έπαιρνε στα σοβαρά την αρρώστια μου και κάνει σχέδια για το μέλλον, εκείνος έμενε σιωπηλός και μου άφηνε χώρο και χρόνο να διαχειριστώ το θυμό μου.

Νιώθω τα χέρια του ν’ αγκαλιάζουν τη μέση μου και το βλέμμα του να με παρατηρεί μέσα απ’ τον καθρέφτη.
- Τι θα ήθελες πιο πολύ αυτή τη στιγμή;
- Να κουρνιάσεις μες στη μασχάλη μου, όπως παλιά. Να κουλουριαστούμε στο όστρακό μας και ν’ ακούς την καρδιά μου να χτυπάει στον κρόταφό σου.
- Το ίδιο ακριβώς λαχταρούσα κι εγώ. Αλλά δίσταζα να στο πω…
- Αν δεν σε απωθεί η ασυμμετρία στο κορμί μου, έλα κοντά μου…
- Αν ήμουν γλύπτης, τώρα είναι που θα ήθελα να σκαλίσω τη μορφή σου. Το μπούστο σου κυρίως. Μπορεί και να γινόταν κάποτε διάσημο. “Η συμμετρία της αγάπης”. Έτσι θα το ονόμαζα.
- Θα κλείσουν ποτέ οι πληγές;
- Απόψε κλείσανε κιόλας. Οριστικά και αμετάκλητα.

Το βλέμμα της μάνας με κοιτάει χαμογελαστό απ’ τη φωτογραφία. «Απ’ αυτή τη χαρακιά θ’ αρχίσουμε να μετράμε πάλι το μπόι μας. Απ’ αυτήν την τελευταία χαρακιά…».




(Σήμερα έγινε ένας αγώνας δρόμου 5 χιλιομέτρων και ένας περίπατος 2 χιλιομέτρων, στο Ζάππειο. Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Γυναικών με καρκίνο του μαστού "Άλμα Ζωής", διοργάνωσε την εκδήλωση που ομολογουμένως είχε μεγάλη απήχηση και πλήθος κόσμου. Με κυρίαρχο σύνθημα "Τρέχουμε πιο γρήγορα ... από τη σκιά του!", μας μετέδωσαν ένα ηχηρό μήνυμα ευαισθητοποίησης για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού. Ο θαυμασμός, οι ευχές και το ενδιαφέρον μας, ας συνοδεύουν διαρκώς τις γυναίκες αυτές και τις οικογένειές τους που ζυγιάζονται καθημερινά με το θηρίο της αρρώστιας, το αντιμετωπίζουν με αξιοπρέπεια και θάρρος και στο τέλος βγαίνουν νικήτριες! )


photo: http://tatphotography.blogspot.gr/

Η Μαριλένα μας, μέσα απ' το μπλογκ της ΜΑRILENASPOTOFART, μας έδωσε μια θαυμάσια πρό(σ)κληση, να γράψουμε ελεύθερα, έχοντας σαν θέμα το "Γυμνό". Την ευχαριστώ απ' την καρδιά μου γιατί στάθηκε (για άλλη μια φορά) η αφορμή, να περιπλανηθώ σε δύσκολα μονοπάτια. Κρατάω σαν επίλογο αυτό που γράφει η ίδια στην ανάρτησή της: "Να συνεχίσουμε να ελπίζουμε, να κάνουμε όνειρα και να βρίσκουμε σωστούς δρόμους για να ευδοκιμήσουν"...