//…Kανείς δεν θέλει τον πόλεμο, κι όμως
ξεσπά… θα γινόταν πόλεμος αν έλεγε όχι ο αυτοκράτορας; Ή ας πούμε είκοσι με
τριάντα άλλοι σαν και δαύτον σ’ ολόκληρο τον κόσμο; Τι λόγο έχει ένας Γάλλος
κλειδαράς ή ένας Γάλλος παπουτσής να επιτεθεί εναντίον μας; Τελικά υπάρχουν άνθρωποι
που τους συμφέρει ο πόλεμος… κι ένας σπουδαίος αυτοκράτορας χρειάζεται
τουλάχιστον έναν πόλεμο για να γίνει διάσημος, το ίδιο και οι στρατηγοί.
Διάβασε τα σχολικά βιβλία και θα δεις…//
Όταν ο Γερμανός συγγραφέας Έριχ Μαρία
Ρεμάρκ έγραψε το αντιπολεμικό αριστούργημα «Ουδέν από το Δυτικό Μέτωπο», οι Ναζί του Γ’
Ράϊχ απαγόρευσαν την κυκλοφορία του και έκαψαν στην πυρά χιλιάδες αντίτυπα.
Μαζί με τα βιβλία του Μπρεχτ, του Μαρξ, του Τολστόϊ και πολλών άλλων που
ενοχλούσαν τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια. Σε πείσμα των συμπατριωτών του που
οργάνωναν ήδη το δεύτερο παγκόσμιο αιματοκύλισμα, το βιβλίο του Ρεμάρκ
μεταφράστηκε σε 25 γλώσσες και αγαπήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα. Λίγο πριν το
ξεκίνημα του B’ παγκοσμίου πολέμου, και ενόσω η
χιτλερική μηχανή προετοίμαζε την αναρρίχηση της στην εξουσία, προβάλλεται στις
αίθουσες του Βερολίνου η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου. Αγέλες της
χιτλερικής νεολαίας με προαγορασμένα εισιτήρια, εφορμούν στην αίθουσα προβολής,
ουρλιάζοντας “Γερμανία, ξύπνα!” . Η ταινία φυσικά
απαγορεύεται και ο Ρεμάρκ εγκαταλείπει τη χώρα του το 1931, δύο χρόνια προτού ο
Χίτλερ καταλάβει την εξουσία. Το 1943 η αδελφή του που έχει παραμείνει στην
Γερμανία, συλλαμβάνεται, καταδικάζεται ως ηττοπαθής και αποκεφαλίζεται. Πάλι σε
πείσμα των συμπατριωτών του, το βιβλίο του έγινε δύο φορές ταινία. Η πρώτη το
1930 από τον Λούις Μάιλστοουν, αποσπώντας Όσκαρ καλύτερης ταινίας και
σκηνοθεσίας και η δεύτερη το 1979 από τον Ντέλμπερτ Μαν, που κέρδισε Χρυσή
Σφαίρα καλύτερης παραγωγής.
Ο Ρεμάρκ στο βιβλίο του, διηγείται αριστοτεχνικά τον μακροχρόνιο
πόλεμο φθοράς που σμπαράλιαζε τα νεύρα των στρατιωτών. Οι στρατιώτες υπέφεραν
συχνά απ’ την πείνα, τη δίψα, τη βρωμιά, τη λάσπη, τις ψείρες, τα ποντίκια, την
δυσεντερία, τον πυρετό, τον φόβο και τη θλίψη. Πολλοί “έσπαγαν”, πάθαιναν
κρίσεις πανικού ή τρελαίνονταν κι έφευγαν απ’ τα χαρακώματα και σκοτώνονταν,
γιατί δεν ήταν σε θέση να προφυλαχτούν, αποτελώντας εύκολο στόχο του εχθρού.
Αυτή τη στασιμότητα στην εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων εκφράζει κι ο τίτλος
του μυθιστορήματος «Ουδέν νεώτερον από το
Δυτικό Μέτωπο», φράση που αναμετέδιδαν τα επίσημα ανακοινωθέντα του στρατού,
θεωρώντας ως ασήμαντη είδηση, τους θανάτους τόσων νέων που έπεφταν νεκροί. Ένας τίτλος που εκφράζει την πραγματικότητα του πολεμικού μετώπου αλλά
συγχρόνως χλευάζει την αντίληψη της στρατιωτικής ηγεσίας, που γι αυτήν
μετρούσε μόνο η νίκη, αγνοώντας τις απώλειες ανθρώπινων ζωών.
//…Είμαι νέος είκοσι
χρονών. Κι όμως από τη ζωή μου δεν γνώρισα παρά μόνο την απόγνωση, το θάνατο,
το φόβο και μια ατέλειωτη αλυσίδα από παράλογες επιπολαιότητες και απύθμενο
πόνο. Βλέπω τους λαούς να σέρνονται στους πολέμους και να σκοτώνονται σιωπηλοί,
χωρίς να λένε τίποτα … υπακούοντας στους αρχηγούς τους. Βλέπω τα πιο μεγάλα
πνεύματα του κόσμου να σχεδιάζουν όπλα και λόγια και να τα ρίχνουν στη μάχη για
να εμψυχώσουν τους φαντάρους. Κι μαζί με μένα τα βλέπουν όλα αυτά, όλοι οι νέοι
της ηλικίας μου, εδώ κι απέναντι , τα βλέπει μια ολόκληρη γενιά …Χρόνια τώρα
δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να σκοτώνουμε... Ο πόλεμος σμπαράλιασε το καθετί για
μας. Δεν είμαστε πια νέοι. Δεν θέλουμε να κατακτήσουμε τον κόσμο … ό,τι
αρχίσαμε ν’ αγαπάμε τη ζωή και τον κόσμο και μας ανάγκασαν να πυροβολούμε... Η
πρώτη οβίδα που έπεσε βρήκε την καρδιά μας. Δεν πιστεύουμε πια στην πρόοδο, στις
προσπάθειες…χαρτιά, βρισίδι και πόλεμος είναι οι ειδικότητες μας... //
Erich Maria Remarque |
Αν μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους που άφησαν πίσω τους
εκατομμύρια νεκρών, δεν έχουμε ακόμα επίγνωση για το ποιοι και γιατί ορίζουν
τις ζωές μας, είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Και οι δύο πόλεμοι ξεκίνησαν από
μια απόλυτα μιλιταριστική χώρα, κατακερματισμένη σε κρατίδια, που έστησε μια πολεμική
βιομηχανία για να διεκδικήσει το μεγαλύτερο μερτικό στις ευρωπαϊκές αγορές και
στα πετρέλαια. Πάνω από εξήντα χώρες βίωσαν τη φρίκη του πολέμου, λαοί
ολόκληροι που δεν είχαν τίποτα να μοιράσουν μεταξύ τους συγκρούστηκαν και
αφανίστηκαν. Οι μαζικές εξοντώσεις
έγιναν βιομηχανικό προϊόν, εξελίχθηκαν και μοντερνοποιήθηκαν. Απ’ τις
ξιφολόγχες και τα τουφέκια, περάσαμε στις ύπουλες νάρκες και τα φλογοβόλα όπλα.
Απ’ τις κυριολεκτικές αιχμαλωσίες που είναι χρονοβόρες και απαιτούν κόστος,
περάσαμε στην οικονομική ομηρία και στην ιδεολογική εξόντωση των λαών. Κι απ’
τα διάσπαρτα στρατόπεδα συγκέντρωσης που λειτουργούσαν σαν μονάδες επεξεργασίας
θανάτου, με πειραματικές μεθόδους στην αρχή και με πιο εξελιγμένους τρόπους
μαζικών θανατώσεων αργότερα, περάσαμε στην αξιοποίηση του θαλάσσιου πλούτου.
Γιατί να στήνονται στρατόπεδα εξόντωσης που έχουν και κόστος συντήρησης, ενώ
μπορούν να εκμεταλλευτούν την απεραντοσύνη της θάλασσας; Ο υγρός τάφος είναι
και ο πιο ασφαλής τάφος για τον δολοφόνο. Το θύμα δεν θα ανακαλυφθεί ποτέ. Κι
αν αυτό γίνει, δεν θα υπάρχουν πειστήρια του εγκλήματος.
Το "βαρύ
πυροβολικό” εξακολoυθεί να είναι ο φόβος.
Το αλάνθαστο εργαλείο, η προπαγάνδα.
Η πιο ασφαλής στρατηγική, η χειραγώγηση.
Στρατηγικής σημασίας πολεμιστές, οι διαμορφωτές της
κοινής γνώμης.
Πλέον μάχιμοι, όσοι χρηματίζονται ξεπουλώντας αξίες, ανθρώπους,
συγγενείς και χώματα.
Και τα πιο βολικά θύματα, όσοι βλέπουν, ακούν
και σιωπούν.
Η αντίσταση άλλωστε, θεωρείται ζημιογόνος παράγοντας στο
χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης ενός πρότζεκτ, γιατί δημιουργεί καθυστερήσεις και
αυξανόμενο ρίσκο. Γιατί για όσους δεν το έχουν αντιληφθεί ακόμα, ένα “πρότζεκτ”
είμαστε. Το καθημερινό δελτίο με τους αριθμούς των πνιγμένων στη Μεσόγειο και οι
ανταποκρίσεις με τα καραβάνια των ξεριζωμένων προς τις αφιλόξενες πύλες της Ευρώπης,
μπαίνουν σαν δεύτερη είδηση στα ανακοινωθέντα των καναλιών.
"Κυρίες και κύριοι,
με λαμπρότητα εορτάστηκε και φέτος η επέτειος του ιστορικού ΟΧΙ σ’ ολόκληρη τη
χώρα. Τα κλιμάκια της πολιτικής, στρατιωτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας του τόπου,
παραμένουν καθησυχαστικά: ΟΥΔΕΝ ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ…"