«Και δεν κοκκινίζω να το πω -τόσο διάφθειρε η εποχή που ζούμε την καρδιά
μας- δεν αναρρίγησα, ούτε έκλαψα όταν μου ήρθε η είδηση του θανάτου της φτωχής
γριάς μητέρας μου, που την είχαμε αφήσει στη Βιέννη. Αντίθετα, ένιωσα ένα είδος
ανακούφισης, που ήξερα πως από τώρα και μπρος βρισκόταν προφυλαγμένη από όλες
τις οδύνες και όλους τους κινδύνους. Ηλικίας 84 χρόνων, και σχεδόν κουφή,
κρατούσε ένα διαμέρισμα στο πατρογονικό μας σπίτι, και έτσι, ακόμα και σύμφωνα
με τους καινούριους “νόμους των Αρίων”, δεν μπορούσαν για την ώρα να την
βγάλουν έξω, και ελπίζαμε πως σε λίγο καιρό θα μπορούσαμε να καταφέρουμε να
περάσει με κάποιον τρόπο στο εξωτερικό. Ένα από τα πρώτα μέτρα που πάρθηκαν στη
Βιέννη, της έφεραν ένα σοβαρό κτύπημα: ήταν 84 χρόνων, είχε αδύνατα
πόδια, και γι’ αυτό, όταν έκανε τον καθημερινό της περίπατο συνήθιζε, αφού
περπατούσε με κόπο πέντε – δέκα λεπτά, να ξεκουράζεται σ’ ένα πάγκο του Ριγκ, ή
του πάρκου. Οκτώ μόλις μέρες αφότου έγινε ο Χίτλερ κύριος της πόλης απαγόρευαν βίαια
στους εβραίους να κάθονται σε πάγκο – κι αυτό ήταν ένα από εκείνα τα μέτρα που
είχανε επινοηθεί με φανερά σαδιστικό σκοπό για να βασανίσουν με δολιότητα τον
κόσμο».
ΣΤΕΦΑΝ
ΤΣΒΑΪΧ “Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΘΕΣ – Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου” (εκδόσεις Printa)
«Koυράστηκα...» η ξέπνοη φράση του κυρ-Στέφανου,
μετά τη βίαιη έξωσή του απ’ το αυτοσχέδιο καταφύγιό του, ένα παγκάκι στην οδό
Μαρασλή, στη μάντρα του Ευαγγελισμού. Σωτήριον έτος 2013, φθινόπωρο, λίγο πριν ο μέγας
άρχων της πόλης παραμορφώσει (“αναπλάσει” στο πιο σικ του...) την πλατεία
Κλαυθμώνος, ξηλώνοντας τα παγκάκια και ντύνοντας με μοχέρ πουλόβερ τους κορμούς
των δέντρων. Στο πρόσωπο του αξιοπρεπέστατου κυρ-Στέφανου, που υπήρξε
υποδειγματικός στην ευταξία και την καθαριότητα του πάγκου και του
περιβάλλοντος χώρου που τον φιλοξένησε, εξαντλήθηκε η υποκρισία, η δολιότητα
και ο σαδισμός των φυλάρχων. Εισαγγελική εντολή (ας είχαν τόσο γρήγορα αντανακλαστικά
και στους επαγγελματίες νταβατζήδες της δημόσιας γης), αστυνομικές και
δημοτικές αρχές σε αγαστή συνεργασία, προκειμένου να ξηλώσουν τον ανεπιθύμητο
γέροντα, το παγκάκι, τα μπιμπελό και τις κουβέρτες του, τα λιγοστά του
υπάρχοντα μαζί και την αξιοπρέπεια, την καρδιά του και την υπάρξη του ολόκληρη.
Λες και η ταξιανθία του Κολωνακίου υπονομευόταν απ’ τα πλαστικά λουλούδια που
είχε στολίσει το υποτιθέμενο μπαλκονάκι του...
Το ξήλωμα του κυρ-Στέφανου, δεν ήταν παρά ένα ακόμα ηχηρό μήνυμα προς τους
επίδοξους καταληψίες πάγκων:
«Μην τρέφετε
αυταπάτες για διαθέσιμα παγκάκια σ’ όσους είναι κατώτεροι ταξικά!»
Ή όπως ακούστηκε πρόσφατα στη ΔΕΘ:
«Η κοινωνική
ισότητα είναι ενάντια στην ανθρώπινη φύση».
Ή ακόμα πιο
ποιητικά, απ’ τον μετρ της διανόησης και του έλλογου [παρα]λόγου του. Το λες
και «Βούλωσέ το φίλτατε!»...
Φίλτατε, μη λες ότι είσαι
άστεγος.
Στη χώρα αυτή
κανείς δεν είναι άστεγος
Κάτω από το γαλανό μας ουρανό
στη σκιά της Ακρόπολης
στον ψίθυρο της Ιστορίας,
είτε μένουμε σε βίλα,
είτε μένετε σε παγκάκι
όλους μας σκέπει η Αθηνά η Παλλάδα
κι η Παναγιά η γλυκυτάτη μητέρα μας.
Στη χώρα αυτή
κανείς δεν είναι άστεγος
Κάτω από το γαλανό μας ουρανό
στη σκιά της Ακρόπολης
στον ψίθυρο της Ιστορίας,
είτε μένουμε σε βίλα,
είτε μένετε σε παγκάκι
όλους μας σκέπει η Αθηνά η Παλλάδα
κι η Παναγιά η γλυκυτάτη μητέρα μας.
«Εσωτερικός
διάλογος με έναν άστεγο»
Απ’ την ποιητική συλλογή του
Άδωνη Γεωργιάδη: “Κλειούς παραφερνάλια”
Ηθικόν
δίδαγμα: Η Παναγιά να μας κόβει παγκάκια και να τους δίνει βίλες...
(*) O Στέφαν Τσβάιχ γεννήθηκε στη Βιέννη στις 28 Νοεμβρίου 1881. Ως το 1935 -αν εξαιρέσουμε το πολυάριθμα ταξίδια του στο
εξωτερικό- ζει στην Αυστρία (Βιέννη και Σάλτσμπουργκ). Μεταφράζει Βερλαίν, Μπωντλαίρ
και Βεράρεν, δημοσιεύει ποίηση ("Ασημένιες χορδές", "Τα πρώτα
στεφάνια"), νουβέλες ("Φόβος", "Αμόκ", "Σύγχυση
των αισθήσεων" κ.ά.), θεατρικά ("Βολπόνε"), δοκίμια, καθώς και
τα περισσότερα έργα μια μεγάλης σειράς βιογραφικών μελετών και λογοτεχνικών
πορτρέτων για μεγάλες προσωπικότητες του παρελθόντος ("Τρεις δάσκαλοι:
Μπαλζάκ-Ντίκενς-Ντοστογιέφσκι", "Ρομαίν Ρολάν", "Μαρία
Αντουανέτα", "Μαρία Στιούαρτ", "Θρίαμβος και τραγωδία του
Εράσμου του Ρότερνταμ" κ.ά.). Το 1933, με την ανάληψη της εξουσίας από
τους εθνικοσοσιαλιστές στη γειτονική Γερμανία, τα βιβλία του Τσβάιχ γίνονται
στόχος της ναζιστικής προπαγάνδας. Το 1935 εγκαταλείπει οριστικά την Αυστρία,
εγκαθίσταται στο Λονδίνο και το 1940 αποκτά τη βρετανική υπηκοότητα. Το 1941
φεύγει για τις ΗΠΑ και από κει για τη Βραζιλία. Πικραμένος από τα πολιτικά
γεγονότα και από το τέλος της εποχής που περιγράφει στο αυτοβιογραφικό του έργο
"Ο χθεσινός κόσμος", αυτοκτονεί μαζί με τη γυναίκα του στις 23
Φεβρουαρίου 1942 στην Πετρόπολη, κοντά στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]
* όπως με ενημέρωσε καλός φίλος, η ποιητική συλλογή του ΑΔόνειδος "Κλειούς παραφερνάλια", είναι τρολιά. Πολύ πετυχημένη πάντως, αφού θα μπορούσε άνετα να είχε γραφεί απ' τον ίδιο.