Στην ανατολή της νέας μέρας, ο ήλιος
χρυσίζει τις φλούδινες επιφάνειες του ετοιμόρροπου κτιρίου και τρυπώνει απ’ τα
αλλοπρόσαλλα μπαλώματα των τοίχων. Ένα γκαζάκι ανάβει για να ζεστάνει το γάλα
των παιδιών. Δυο αγόρια κοιμούνται στρυμωγμένα σε μια ντιβανοκασέλα,
κουκουλωμένα στο μάλλινο χράμι που κουβάλησαν απ’ την πατρίδα τους. Ο άντρας
είχε φύγει αξημέρωτα παρέα μ’ ένα τσούρμο συμπατριώτες, με την ικεσία της γυναίκας
του να γυρίσει το βράδυ σπίτι και να είναι καλά. «Να προσέχεις τα παιδιά» της είπε, καθώς εκείνη του έβαζε σε μια
πλαστική σακούλα ένα σάντουιτς κι ένα χυμό. Μια φευγαλέα ματιά στα αγόρια που
κοιμόντουσαν γαληνεμένα κι ένας αναστεναγμός να τον συνοδεύει βασανιστικά στο
καθημερινό του δρομολόγιο. Τόσα σπίτια
που έχει μερεμετίσει σ’ αυτή την ξένη πόλη, ας γινόταν ν’ αποκτήσουν
κάποτε και τη δική τους γωνιά∙ να έχουν τα παιδιά το δωμάτιό τους και η γυναίκα
του ένα καθαρό κουζινάκι να μαγειρεύει τα φαγητά της πατρίδας τους.
«Άστο να το φάνε τα παιδιά, εγώ
θα κάνω το κουμάντο μου με τους άλλους».
«Μη νοιάζεσαι, έχει και για τα
παιδιά. Να τρως καλά μην αρρωστήσεις!»
Η βραδινή ομίχλη έγλειφε ακόμα τη ράχη
της πόλης, όταν ο Μοχάμεντ άφηνε το διαμερισματάκι τους. Για να καταφέρουν να
το νοικιάσουν νόμιμα και να μην βρεθούν πάλι στο δρόμο, είχε βάλει ενέχυρο σ’ έναν επιτήδειο δανειστή το χρυσό ρολόι του
πατέρα του, το μοναδικό κειμήλιο που κατάφεραν να περισώσουν απ’ το ταξίδι
θανάτου που έκαναν μ’ ένα σαπιοκάραβο απ’ τα παράλια της Τουρκίας. Ο λιγδιάρης
μαυραγορίτης που έβαζε στο χέρι τα τιμαλφή των προσφύγων μόλις πατούσαν τα
πόδια τους στο λιμάνι, το πρωί ήταν ένας καθωσπρέπει επιχειρηματίας που
διατηρεί κεντρικό ενεχυροδανειστήριο και το βράδυ μεταμορφωνόταν σε αδίστακτο
θηρίο που κατατρώει τ’ απομεινάρια αξιοπρέπειας από ανθρώπους ναυαγισμένους.
Ό,τι γλύτωσαν απ’ τους διακινητές και τα τσακάλια που λυμαίνονται τους
πρόσφυγες στις συνοριακές ζώνες, το ξόδεψαν για ν’ αναστήσουν το παμπάλαιο
διαμερισματάκι, στα προσφυγικά της Αθήνας∙ εκεί που απάγκιασαν πριν χρόνια οι
Μικρασιάτες πρόσφυγες κι εκεί που βρήκαν καταφύγιο οι κυνηγημένοι μαχητές του
ΕΛΑΣ. Οι παλιές πληγές στους εξωτερικούς τοίχους απ’ τα πολυβόλα των συμμάχων
στον εμφύλιο, θυμίζουν στην ξεκληρισμένη οικογένεια το βομβαρδισμένο σπίτι που
άφησαν απελπισμένοι πίσω τους.
Τ’ αγόρια ξεκινούν για το σχολείο, σφιχτοκρατημένα στις παλάμες της
μάνας τους. Δεν εγκαταλείπει τα κάγκελα του προαυλίου, αν δεν σιγουρευτεί πως
μπήκαν στην αίθουσα για μάθημα. Επιστρέφει βιαστική στο σπίτι, να τους
ετοιμάσει το μεσημεριανό φαγητό. Καθώς πλένει τα παιδικά φλιτζάνια στο
νεροχύτη, μια καλοντυμένη γυναίκα τής χτυπάει το παραθυράκι της κουζίνας. Η
Ραζάν φοβισμένη, της κάνει νόημα να φύγει, αλλά γρήγορα διαπιστώνει πως η ηλικιωμένη
κυρία επιμένει και δείχνει να έχει φιλικές προθέσεις.
Στρυμώχτηκαν στο μικρό τραπέζι. Η Ραζάν ένιωσε μια ζεστή αύρα να
τυλίγει το παγωμένο κουζινάκι. Με σπαστά λόγια και με νοήματα που μόνο τα
τυραγνισμένα σώματα ξέρουν να μιλούν, αφέθηκαν μ’ εμπιστοσύνη η μια στην άλλη.
Πάνω στον λουλουδάτο μουσαμά του τραπεζιού, η Ραζάν παραμέρισε τα παιδικά
βιβλία κι ακούμπησε ένα δίσκο με καφέδες και λουκούμια. Οι μοσχοβολιές του
χαρμανιού ανακατεύτηκαν με τα δροσερά φύλλα του βασιλικού, φρεσκοκομμένα απ’ το
γλαστράκι στο περβάζι του νεροχύτη.
«Ο πόλεμος κι η προσφυγιά μάς
ενώνουν, με τον ίδιο πόνο βρέθηκαν εδώ οι παππούδες μου απ’ την Καππαδοκία. Εδώ
μέσα έστησαν απ’ την αρχή τη ζωή τους και ρίχτηκαν στον αγώνα για δημιουργία. Σ’ αυτή την αυλίτσα άπλωνε τις μπουγάδες
της η γιαγιά μου, σε τούτο δω το περβάζι είχε τους βασιλικούς της…»
Η ηλικιωμένη κυρία άγγιξε συγκινημένη τη σχισμάδα του τοίχου πάνω απ’
το παιδικό ντιβάνι.
«Εδώ είχαν το εικονοστάσι τους».
«Τα βράδια βλέπω τις σκιές τους,
γαληνεύω που είναι πάνω απ’ τα παιδιά και φυλάνε τα όνειρά τους».
Ένας κιτρινισμένος φάκελος ανοίχτηκε με κατάνυξη.
Φωτογραφίες παλιές απ’ την πατρίδα τους, χαμόγελα σε μια αυλή κάτω από
μια χαρουπιά, τα χαρτιά τους και τα διαβατήρια, οι πρώτες ζωγραφιές των
παιδιών, τα ιερά τους κτερίσματα που μύριζαν ακόμα το μοσχολίβανο απ’ το παλιό
εικονοστάσι, ανακατεμένο με την αρμύρα της θάλασσας που παραλίγο να τους
κλείσει για πάντα στα ευρύπορα λαγόνια της.
«Αυτό σας ανήκει. Μη ρωτάς πού το
βρήκα. Ξεχρεώνω αμαρτίες του γιου μου. Εδώ να το κρύψεις, πλάι στα δικά σου
εικονίσματα».
Οι θάλασσες δεν έχουν οδοδείκτες, αν
είχαν όμως, θα τη λέγανε «Λεωφόρο των
Ψυχών». Στο θαλάσσιο μονοπάτι που απλώνεται ως το τρικάταρτο του Θεού,
λημεριάζουν ακέφαλες μέδουσες, καταραμένες γοργόνες, ξωθιές και μανιασμένα
τελώνια, αλυσοδεμένοι γαλεριάνοι και στοιχειωμένοι αράπηδες∙ κι είναι και κάτι
καλοκυράδες, απ’ τις σχοινένιες σκάλες του παραδείσου, να μοιράζουν τ’ αθάνατο
νερό στους αδικημένους.
Η Ραζάν αναρωτιόταν το βράδυ στον άντρα της, αν αυτή η καμπούρα στην
πλάτη της καλής κυρίας, ήταν απ’ τα κυρτωμένα της κόκαλα ή από φτερά, κρυμμένα
στο πανωφόρι της…
Συμμετείχε στο 16ο
"Παίζοντας με τις λέξεις", που οργάνωσε και φιλοξένησε η Μαρία μας στο mytripsonblog. Ένα
μεγάλο ευχαριστώ σ’ όλους τους φίλους για την υπέροχη συγγραφική εμπειρία που
μοιραστήκαμε και φυσικά στην Μαρία μας που παραχωρεί χρόνο, χώρο και αγάπη για το
παιχνίδι των λέξεων. Αυτή τη φορά, έκρυβε πολλές εκπλήξεις και νέο αίμα στην
ομάδα. Ευχαριστούμε πολύ Μαράκι!
Σημείωση: Στο
παιχνίδι των λέξεων, η ιστορία συρρικνώθηκε για τις ανάγκες του μέτρου, εδώ
είναι στην αρχική της μορφή.