Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Χρονοτάξιδο



Τράβηξε το καλώδιο απ’ την πρίζα και τακτοποίησε τα σιδερωμένα στα συρτάρια τους. 
«Τα σώβρακα να τα σιδερώνεις, για να πεθαίνουν τα μικρόβια» άκουγε τη φωνή της συνείδησης απ’ το υπερπέραν. Ύστερα ετοίμασε το αυριανό φαγητό, αφού τεμάχισε με χειρουργική ακρίβεια το κρεμμύδι, έτσι ώστε αυτό να περάσει απαρατήρητο απ’ το ιεροεξεταστικό βλέμμα των παιδιών. Κάτι αξόδευτα κλάματα που είχαν μαζευτεί από καιρό στους κερατοειδείς, κατρακύλησαν στην κατσαρόλα και τσιγαρίστηκαν με τα δάκρυα απ’ το βατικιώτικο∙ «Από ξηροφθαλμία πάντως, δεν κινδυνεύεις, μικρή μου!» ξανακούστηκε η φωνή, απ’ τη χοάνη του απορροφητήρα αυτή τη φορά. Αργά το βράδυ, και αφού τα καλοσιδερωμένα σώβρακα φορέθηκαν και κοιμήθηκαν μακαρίως, μάζεψε τα κουράγια της, το τραπέζι, τα άπλυτα πιάτα, τα βρόμικα ρούχα και τα πεταμένα παιχνίδια στο σαλόνι. Στο γιορτινό χαρτόνι πάνω στο ψυγείο, τα παιδιά είχαν διαγράψει με κόκκινο μαρκαδόρο, άλλο ένα κουτάκι. «Τριάντα μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα». Έβγαλε το αγιοβασιλιάτικο μαγνητάκι, ξεκρέμασε το χαρτόνι κι άρχισε να τρίβει το κοκκινάδι που είχε ξεστρατίσει, πασαλείβοντας την επιφάνεια του ψυγείου. «Χο-χο-χο… ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει» της χαμογέλασε σαρδόνια η αγιοσύνη του. «Πού να τα βάζεις νυχτιάτικα με ανεξίτηλους αγίους;» σκέφτηκε και αποχώρησε παραδομένη και κατάκοπη. Αύριο πάλι…

Λίγο πριν βυθιστεί σ’ έναν ληθαργικό ύπνο, ανέσυρε το μαύρο τεφτέρι της για να κάνει το ταμείο της ημέρας. Σήμερα, έσβησε μια προσβολή απ’ τον μεγάλο. Σήμερα, μια απαξιωτική συμπεριφορά απ’ την κόρη. Σήμερα, μιαν άγρια σπρωξιά απ’ τον Θωμά. Σήμερα, μια αδικία απ’ τον προϊστάμενο. Σήμερα, έβγαλε ένα εισιτήριο με την αμαξοστοιχία. Χτες, είχε ετοιμάσει μια βαλιτσούλα με τα απαραίτητα∙ όλα κουβαριασμένα και ασιδέρωτα, των εσωρούχων συμπεριλαμβανομένων. Αύριο, θα έχει μετανιώσει που δεν τους άφησε πίσω, ένα μαγειρεμένο φαγάκι. Μεθαύριο, θα μάθει πως την ψάχνουν εναγωνίως όλοι τους, για να πραγματώσει τα “σήμερα” που τα άφησε σύξυλα κι εξαφανίστηκε.

Το τεφτέρι γέμισε πια. Απ’ την εύθρυπτη κιμωλία, δεν απόμειναν παρά ελάχιστοι, λευκοί κόκκοι. Ίδια απόχρωση με τις φύτρες που στολίζουν το στεφάνι των μαλλιών της. Τα έπιασε ένα σφιχτό κότσο, όπως τότε που μοσχομυρίζανε ξιδόνερο κι αρισμαρί, και ξάπλωσε νωχελικά στο παράθυρο του κουπέ. Το τρένο ξεκινάει το παλινδρομικό του ταξίδι πάνω στις ξύλινες τραβέρσες κι απ’ το παράθυρο χαζεύει τη διαδρομή προς το “χτες”. Θα μετρήσει αντίστροφα τις μέρες, τα χρόνια, τα όνειρα, θα κάνει σταθμό στο αρυτίδωτο πρόσωπο και στις νεανικές επιθυμίες που, κάποτε, είχαν υποκύψει στα τραύματά τους. Κι αυτή, όλο και θα μικραίνει∙ θα γίνει το κορίτσι με τα στιλπνά μαλλιά που μετράει αντίστροφα τις μέρες ως τα Χριστούγεννα. Ανυποψίαστη για τα βακτήρια που αναπτύσσονται στις ραφές των εσωρούχων και παντελώς αδιάφορη για κρεμμύδια, τρίφτες και τσιγαρίσματα σε κατσαρόλες.

Με την επίγνωση πως το αύριο θα είναι ίδιο κι απαράλλαχτο με το σήμερα, παραδόθηκε κι απόψε στο όνειρο της φυγής, κρυμμένη στο σιδερένιο τρενάκι που είχε μαζέψει νωρίτερα απ’ το σαλόνι.

Φέτος, θα ζητήσει απ’ τον αϊ-Βασίλη μια καινούργια κιμωλία…



Ήταν η συμμετοχή μου στη Φωτο-συγγραφική σκυτάλη ΙΙ
που διοργανώνει η Μarypertax στη Γήινη Ματιά για δεύτερη φορά.
Η φωτογραφία-σκυτάλη, μού παραδόθηκε απ’ το Αριστάκι μας
(Η ζωή είναι ωραία) και προέρχεται απ’ τον ιστότοπο:
Παραδίδω με τη σειρά μου τη σκυτάλη μου στη Μαρίνα 
μαζί με μια αγαπημένη φωτογραφία της πολυαγαπημένης μας
και με όλες μου τις ευχές για όμορφες εμπνεύσεις και καλούς
προορισμούς∙ στο παιχνίδι αλλά και στη ζωή της εν γένει.



[Μαρίνα μου, νομίζω πως είναι απ’ τα αγαπημένα σου θέματα…]

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Εκλήθη προς μετάταξη


“Σύντομον σχολικόν ενθύμιον απ’ την τάδε τάξη
του τάδε δημοτικού, την τάδε χρονιά”
Ο κύριος Φάνης εν μέσω αμνοεριφίων
ανένταχτος αιθεροβάμων και ευφάνταστος καινοτόμος
μας ήρθε στην τάξη  πρωτοκάραβος και απλόκαρδος
με τη βίτσα του τη βεργολυγερή που όλοι μας την τρέμαμε
από κάτι “καλοδασκάλους” κατά το πρωτόκολλο…
αυτός την ξεμασκάλισε την έκανε διχάλα
σαν υδροφάντης την στροβίλιζε στον αέρα
κι έψαχνε να βρει τη νερομάνα φλέβα
“έτσι θ’ ακουρμάζεστε κι εσείς κάτω από κάθε λέξη
ν’ αναζητάτε τις ρίζες και τις πηγές της
να τις φυτεύετε για να καλοκαρπίσουν
γιατί δίχως λέξεις δεν υπάρχει σκέψη
και δίχως σκέψη πεθαίνουν οι ιδέες”…

Τον έφαγε το λησμονοβότανο τον κύριο Φάνη
τον δάσκαλο τον αηδονόλαλο της τάδε τάξης
που έφερε τις λέξεις του μια μέρα να τις ριζοβολήσει
κι όταν τον πήραν είδηση πως φύτευε τους σπόρους του
για ισότητες και δικαιοσύνες και πολεμόχαρους αιμοπότες
αίφνης εκλήθη προς μετάταξη λόγω ψυχικής διαταραχής
κι έτσι επιστρέψαμε κι εμείς τ’ αθώα πρόβατα
στην κανονικότητα του χερσοχώραφού μας
γίναμε μεγάλοι κι ευπρεπείς και άπραχτοι
και ευλαβείς κολλυβογραμματιζούμενοι
μεροδούληδες και μονοφαγάδες
ως ορίζει του ισχυρού ο νόμος.

Ευπειθώς υποφέρω,
Ένας μαθητής σου απ’ τα παλιά
που έφτασε τα χρόνια και τα λόγια σου

Συμμετείχε στο 21ο Συμπόσιο Ποίησης της Αριστέας μας που οργάνωσε και έτρεξε 
στο στέκι της Η ζωή είναι ωραία
Εξαιρετικές συμμετοχές και σ’ αυτό το συμπόσιο, νέες παρουσίες, ξεχωριστές διαδρομές και εκδοχές πάνω στον καμβά των λέξεων που μας έδωσε η Αριστέα. 
Εγκάρδια “ευχαριστώ” στους φίλους γι’ αυτό το  υπέροχο συναπάντημά μας και φυσικά 
στην -άψογα οργανωμένη- Αριστέα μας! 

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Λεωφόρος των Ψυχών


Στην ανατολή της νέας μέρας, ο ήλιος χρυσίζει τις φλούδινες επιφάνειες του ετοιμόρροπου κτιρίου και τρυπώνει απ’ τα αλλοπρόσαλλα μπαλώματα των τοίχων. Ένα γκαζάκι ανάβει για να ζεστάνει το γάλα των παιδιών. Δυο αγόρια κοιμούνται στρυμωγμένα σε μια ντιβανοκασέλα, κουκουλωμένα στο μάλλινο χράμι που κουβάλησαν απ’ την πατρίδα τους. Ο άντρας είχε φύγει αξημέρωτα παρέα μ’ ένα τσούρμο συμπατριώτες, με την ικεσία της γυναίκας του να γυρίσει το βράδυ σπίτι και να είναι καλά. «Να προσέχεις τα παιδιά» της είπε, καθώς εκείνη του έβαζε σε μια πλαστική σακούλα ένα σάντουιτς κι ένα χυμό. Μια φευγαλέα ματιά στα αγόρια που κοιμόντουσαν γαληνεμένα κι ένας αναστεναγμός να τον συνοδεύει βασανιστικά στο καθημερινό του δρομολόγιο. Τόσα σπίτια  που έχει μερεμετίσει σ’ αυτή την ξένη πόλη, ας γινόταν ν’ αποκτήσουν κάποτε και τη δική τους γωνιά∙ να έχουν τα παιδιά το δωμάτιό τους και η γυναίκα του ένα καθαρό κουζινάκι να μαγειρεύει τα φαγητά της πατρίδας τους.

«Άστο να το φάνε τα παιδιά, εγώ θα κάνω το κουμάντο μου με τους άλλους».
«Μη νοιάζεσαι, έχει και για τα παιδιά. Να τρως καλά μην αρρωστήσεις!»

Η βραδινή ομίχλη έγλειφε ακόμα τη ράχη της πόλης, όταν ο Μοχάμεντ άφηνε το διαμερισματάκι τους. Για να καταφέρουν να το νοικιάσουν νόμιμα και να μην βρεθούν πάλι στο δρόμο, είχε βάλει ενέχυρο σ’ έναν επιτήδειο δανειστή το χρυσό ρολόι του πατέρα του, το μοναδικό κειμήλιο που κατάφεραν να περισώσουν απ’ το ταξίδι θανάτου που έκαναν μ’ ένα σαπιοκάραβο απ’ τα παράλια της Τουρκίας. Ο λιγδιάρης μαυραγορίτης που έβαζε στο χέρι τα τιμαλφή των προσφύγων μόλις πατούσαν τα πόδια τους στο λιμάνι, το πρωί ήταν ένας καθωσπρέπει επιχειρηματίας που διατηρεί κεντρικό ενεχυροδανειστήριο και το βράδυ μεταμορφωνόταν σε αδίστακτο θηρίο που κατατρώει τ’ απομεινάρια αξιοπρέπειας από ανθρώπους ναυαγισμένους. Ό,τι γλύτωσαν απ’ τους διακινητές και τα τσακάλια που λυμαίνονται τους πρόσφυγες στις συνοριακές ζώνες, το ξόδεψαν για ν’ αναστήσουν το παμπάλαιο διαμερισματάκι, στα προσφυγικά της Αθήνας∙ εκεί που απάγκιασαν πριν χρόνια οι Μικρασιάτες πρόσφυγες κι εκεί που βρήκαν καταφύγιο οι κυνηγημένοι μαχητές του ΕΛΑΣ. Οι παλιές πληγές στους εξωτερικούς τοίχους απ’ τα πολυβόλα των συμμάχων στον εμφύλιο, θυμίζουν στην ξεκληρισμένη οικογένεια το βομβαρδισμένο σπίτι που άφησαν απελπισμένοι πίσω τους.

Τ’ αγόρια ξεκινούν για το σχολείο, σφιχτοκρατημένα στις παλάμες της μάνας τους. Δεν εγκαταλείπει τα κάγκελα του προαυλίου, αν δεν σιγουρευτεί πως μπήκαν στην αίθουσα για μάθημα. Επιστρέφει βιαστική στο σπίτι, να τους ετοιμάσει το μεσημεριανό φαγητό. Καθώς πλένει τα παιδικά φλιτζάνια στο νεροχύτη, μια καλοντυμένη γυναίκα τής χτυπάει το παραθυράκι της κουζίνας. Η Ραζάν φοβισμένη, της κάνει νόημα να φύγει, αλλά γρήγορα διαπιστώνει πως η ηλικιωμένη κυρία επιμένει και δείχνει να έχει φιλικές προθέσεις.

Στρυμώχτηκαν στο μικρό τραπέζι. Η Ραζάν ένιωσε μια ζεστή αύρα να τυλίγει το παγωμένο κουζινάκι. Με σπαστά λόγια και με νοήματα που μόνο τα τυραγνισμένα σώματα ξέρουν να μιλούν, αφέθηκαν μ’ εμπιστοσύνη η μια στην άλλη. Πάνω στον λουλουδάτο μουσαμά του τραπεζιού, η Ραζάν παραμέρισε τα παιδικά βιβλία κι ακούμπησε ένα δίσκο με καφέδες και λουκούμια. Οι μοσχοβολιές του χαρμανιού ανακατεύτηκαν με τα δροσερά φύλλα του βασιλικού, φρεσκοκομμένα απ’ το γλαστράκι στο περβάζι του νεροχύτη.

«Ο πόλεμος κι η προσφυγιά μάς ενώνουν, με τον ίδιο πόνο βρέθηκαν εδώ οι παππούδες μου απ’ την Καππαδοκία. Εδώ μέσα έστησαν απ’ την αρχή τη ζωή τους και ρίχτηκαν στον αγώνα για δημιουργία. Σ’ αυτή την αυλίτσα άπλωνε τις μπουγάδες της η γιαγιά μου, σε τούτο δω το περβάζι είχε τους βασιλικούς της…»

Η ηλικιωμένη κυρία άγγιξε συγκινημένη τη σχισμάδα του τοίχου πάνω απ’ το παιδικό ντιβάνι.
«Εδώ είχαν το εικονοστάσι τους».
«Τα βράδια βλέπω τις σκιές τους, γαληνεύω που είναι πάνω απ’ τα παιδιά και φυλάνε τα όνειρά τους».

Ένας κιτρινισμένος φάκελος ανοίχτηκε με κατάνυξη.
Φωτογραφίες παλιές απ’ την πατρίδα τους, χαμόγελα σε μια αυλή κάτω από μια χαρουπιά, τα χαρτιά τους και τα διαβατήρια, οι πρώτες ζωγραφιές των παιδιών, τα ιερά τους κτερίσματα που μύριζαν ακόμα το μοσχολίβανο απ’ το παλιό εικονοστάσι, ανακατεμένο με την αρμύρα της θάλασσας που παραλίγο να τους κλείσει για πάντα στα ευρύπορα λαγόνια της.

«Αυτό σας ανήκει. Μη ρωτάς πού το βρήκα. Ξεχρεώνω αμαρτίες του γιου μου. Εδώ να το κρύψεις, πλάι στα δικά σου εικονίσματα».

Οι θάλασσες δεν έχουν οδοδείκτες, αν είχαν όμως, θα τη λέγανε «Λεωφόρο των Ψυχών». Στο θαλάσσιο μονοπάτι που απλώνεται ως το τρικάταρτο του Θεού, λημεριάζουν ακέφαλες μέδουσες, καταραμένες γοργόνες, ξωθιές και μανιασμένα τελώνια, αλυσοδεμένοι γαλεριάνοι και στοιχειωμένοι αράπηδες∙ κι είναι και κάτι καλοκυράδες, απ’ τις σχοινένιες σκάλες του παραδείσου, να μοιράζουν τ’ αθάνατο νερό στους αδικημένους.

Η Ραζάν αναρωτιόταν το βράδυ στον άντρα της, αν αυτή η καμπούρα στην πλάτη της καλής κυρίας, ήταν απ’ τα κυρτωμένα της κόκαλα ή από φτερά, κρυμμένα στο πανωφόρι της…



Συμμετείχε στο 16ο "Παίζοντας με τις λέξεις", που οργάνωσε και φιλοξένησε  η Μαρία μας στο mytripsonblog. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ όλους τους φίλους για την υπέροχη συγγραφική εμπειρία που μοιραστήκαμε και φυσικά στην Μαρία μας που παραχωρεί χρόνο, χώρο και αγάπη για το παιχνίδι των λέξεων. Αυτή τη φορά, έκρυβε πολλές εκπλήξεις και νέο αίμα στην ομάδα. Ευχαριστούμε πολύ Μαράκι!
Σημείωση: Στο παιχνίδι των λέξεων, η ιστορία συρρικνώθηκε για τις ανάγκες του μέτρου, εδώ είναι στην αρχική της μορφή.

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Τα κρυφά σχολειά


// Σου περνούσε αυτό που ήθελε με έναν τρόπο που, ήθελες-δεν ήθελες, θα τον καταλάβαινες. Τώρα πάω στο σχολείο εκτός φυλακών και την Κυριακή είχα σκοπό να πήγαινα να τον έβλεπα σε μια εκκλησία που ψέλνει. Ήθελα κάποια πράγματα να του πω, ότι σ’ αυτό το σχολείο που πάω τώρα, λείπει ο Ζουγανέλης, λείπει. Σ’ αυτό το σχολείο του Κορυδαλλού ένιωθα ότι αποφυλακιζόμουν, πήγαινα με χαρά, περίμενα από τις 8 παρά τέταρτο ν’ ανοίξει ο υπάλληλος την πόρτα. Το Σαββατοκύριακο που δεν είχαμε σχολείο στεναχωριόμουν...//

Γιώργος Ζουγανέλης: Διευθυντής του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας των Φυλακών Κορυδαλλού. Πάντα πρόθυμος για την καινοτομία, μ’ αυτό το καθησυχαστικό χαμόγελο και το ήρεμο βαθύ βλέμμα, δίδαξε πώς γίνεται το όνειρο πραγματικότητα.
Ήταν ο φωτισμένος δάσκαλος που έστησε και υπηρέτησε το «Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας» των Φυλακών Κορυδαλλού. Με όραμα να προσφέρει το «δώρο της μόρφωσης» στα λίγα τετραγωνικά μέτρα του σχολείου των φυλακών και με την πεποίθηση πως η εκπαίδευση έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει τους ανθρώπους, έβαλε σκοπό της ζωής του να προσφέρει τις γνώσεις του στους κρατουμένους, παρέχοντάς τους την δυνατότητα ν’ αποκτήσουν απολυτήριο γυμνασίου. Αμέσως μόλις ανέλαβε τη διεύθυνση του σχολείου, ξήλωσε τις κάμερες που βρίσκονταν στο χώρο στέγασης κι εγκατέστησε έναν φύλακα στην είσοδο του, προσφέροντας στους κρατουμένους μια «χαραμάδα ελευθερίας».

Οι μαθητές τον αποκαλούσαν «δάσκαλο», του μιλούσαν στον ενικό, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν, ήταν ένας πόλος έλξης που μαγνήτιζε τους ανθρώπους να βρεθούν μαζί του, να συνεργαστούν και όλοι μαζί να «χτίσουν» μέσα στις φυλακές έναν κόσμο ελεύθερο, δίκαιο, γεμάτο φως και ελπίδα. Τα όπλα του ήταν τα γράμματα και οι τέχνες. Έτσι άνοιγε τον δρόμο για το αύριο των κρατουμένων έξω απ’ τη φυλακή, με εφόδιο την παιδεία, τη γενική μόρφωση και τον πολιτισμό. Λογοτεχνία, ποίηση, θέατρο, χορός, φωτογραφία, κινηματογράφος, μουσική, σχολικά μαθήματα, ξένες γλώσσες, ελληνικά για τους αλλοδαπούς κρατούμενους, δεν υπήρχε άνθρωπος να προσφέρει γνώση και έργο εθελοντικά στο ΣΔΕ κι ο Γιώργος να μην το εντάξει στο πρόγραμμα του σχολείου για τους μαθητές του.

Κατά τραγική ειρωνεία, έφυγε αιφνίδια την ημέρα που γιορτάζουν οι προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών∙ ανήμερα των Τριών Ιεραρχών, στις 30/01/2016, σε ηλικία 55 χρονών, η σπάνια καρδιά του λύγισε. Αν το έργο του τύχαινε της προβολής και του σεβασμού που του αναλογούσε, θα ξέραμε περισσότερα γι’ αυτόν τον άνθρωπο που τίμησε στο έπακρον το ρόλο του και λειτούργησε ένα σχολείο, που δεν είχε να ζηλέψει σε τίποτα απ’ τα “ελεύθερα σχολεία”, αντιθέτως αυτά θα έπρεπε να ζηλέψουν και να αντιγράψουν τη μεθοδολογία του.

Λίγο πριν χτυπήσει το πρώτο κουδούνι αυτής της σχολικής χρονιάς, ας ψάξουμε λίγο στα διάσπαρτα “κρυφά σχολειά” που υπάρχουν τριγύρω μας. Εκεί που κάποια παιδιά θα πάνε ασυνόδευτα στον αγιασμό, ή ακόμα και υπό τους βρυχηθμούς κάποιων ένθερμων γονέων και κηδεμόνων, που αλυχτούν περί  «θωράκισης των σχολείων από τα παιδιά των προσφύγων».  Ας φροντίσουν όλοι αυτοί οι “καλοί γονείς”, να θωρακίσουν τα δικά τους παιδιά απέναντι στον φιλοτομαρισμό και τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Το σύγχρονο αναγνωστάρι του ανθρώπου, έχει πρώτη λέξη την Αλληλεγγύη κι εκεί επάνω χτίζεται η κοινωνία του αύριο, αυτή είναι η πιο ουσιαστική παιδεία για όλους, εκεί γεννιέται το όνειρο και μόνο εκεί ανθίζει το χαμόγελο.

Καλή μας φώτιση!


Απ’ το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών, ένα σχολείο που Έλληνες καθηγητές, διδάσκουν σε μετανάστες απ’ όλο τον κόσμο την ελληνική γλώσσα, την ελληνική κουλτούρα και την ελληνική παιδεία. Ένα πολυπολιτισμικό σχολείο, στο οποίο  κατά καιρούς πηγαίνουν και Έλληνες αναλφάβητοι.